Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ (σειρά βίντεο)


 

1. Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΓΕΝΙΚΑ

Ἁγία Γραφή εἶναι τό ἱερό βιβλίο τοῦ χριστιανισμοῦ. Αὐτή μᾶς διηγεῖται ὅλα τά θεμελιώδη γεγονότα τῆς Πίστεώς μας, τά ὁποῖα μποροῦν νά συνοψιστοῦν σέ αὐτά τά τρία: Τήν Δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία καί τήν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό μέ τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Υἱοῦ Του.

Τό σχῆμα αὐτό, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ – ΠΤΩΣΗ – ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, διέπει ὅλο τό βιβλίο καί ἀποτελεῖ τό μυστικό κλειδί μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά κατανοήσουμε βαθύτερα τό ἱερό αὐτό κείμενο.
Ἡ Ἁγία Γραφή στήν πραγματικότητα δέν εἶναι ἕνα βιβλίο, ἀλλά πολλά, τά ὁποῖα συνετέθησαν σέ ἕνα χρονικό διάστημα χιλίων διακοσίων περίπου χρόνων, ἀπό δεκάδες ἱερούς συγγραφεῖς, γνωστούς ἤ ἀγνώστους.
Αὐτό τό ἱερό βιβλίο πού πολεμήθηκε περισσότερο ἀπό ὅλα τά βιβλία, ἀλλά καί ἀγαπήθηκε περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα, ἐπέδρασε στή ζωή καί τόν πολιτισμό τῶν ἀνθρώπων ἀσυγκρίτως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο γνωστό κείμενο. Ἔζησε καί ζεῖ καί θά ζεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων, ἐνῶ πολλά ἄλλα βιβλία, πού ἔκαναν κρότο στήν ἐποχή τους, τώρα χάθηκαν καί δέν εὑρίσκονται οὔτε σέ παλαιοπωλεῖα. Τό βιβλίο πού γνώρισε τίς περισσότερες ἐκδόσεις ἀνά τούς αἰῶνες καί εἶναι πάντα σύγχρονο εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή.
Ἡ Ἁγία Γραφή ἤ ἁπλῶς ΓραφήΒίβλος, ὅπως ἀλλιῶς λέγεται, χωρίζεται σέ δύο μέρη: Στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν Καινή Διαθήκη.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς μιλάει γιά τήν παλαιά, τήν πρώτη διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ ἕνα λαό, τόν Ἰσραήλ. Ἡ Διαθήκη δέ αὐτή προεικονίζει καί προετοιμάζει τήν καινή, δηλαδή τήν νέα Διαθήκη, πού ἦρθε πολύ ἀργότερα νά συνάψει ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὄχι ὅμως τώρα μέ ἕνα λαό, ἀλλά μέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
Τίς δύο Διαθῆκες ἑνώνει τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη λέει ὅτι θά ἔλθει ὁ Χριστός νά σώσει τό κόσμο, ἐνῶ ἡ Καινή Διαθήκη μᾶς λέει «ἦλθε ὁ Χριστός» καί μᾶς τόν παρουσιάζει μπροστά μας μέ σάρκα καί ὀστᾶ. Ὅμως ἡ μεγάλη σημασία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔγκειται καί σέ τοῦτο: Στό ὅτι παρουσιάζει τίς θεοφάνειες τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους, πρίν ἀκόμη ἀπό τήν σάρκωσή Του, μέ τό Πρόσωπο τοῦ «Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου». Αὐτό τό μυστηριῶδες Ὄν στήν Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι ἕνας κτιστός ἄγγελος, ἀλλά θεῖο Πρόσωπο, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἔτσι, ὅπως δέν πρέπει νά περιφρονοῦμε τήν Καινή Διαθήκη, γιατί εἶναι φάκελλος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, αὐτῶν τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων τοῦ σαρκωθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν πρέπει ὁμοίως νά περιφρονοῦμε οὔτε τήν Παλαιά Διαθήκη, γιατί καί αὐτή εἶναι τό ἴδιο: Εἶναι φάκελλος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Προφητῶν, αὐτῶν τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων τοῦ ἀσάρκου ἀκόμη Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐμφανιζόταν στούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Πατριάρχες καί Προφῆτες, μέ τήν μορφή τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, βιαζόμενος, τρόπον τινά, πότε νά σαρκωθεῖ καί νά ἔλθει μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Ὡς λαός τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη φέρονται οἱ Ἰσραηλῖτες, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔδωσε τό ὄνομα «Ἰσραήλ» (Γεν. 32,38 ἑξ.). Ἀπό τόν λαό αὐτό βγῆκε «κατά σάρκα» ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ, ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου (βλ. Ματθ. κεφ. 1-2. Λουκ. κεφ. 1-2. Ρωμ. 8,3. Γαλ. 4,4. Ἑβρ. 1,5).
Ἔτσι καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.


2. Η ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

Ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ τήν Ἁγία Γραφή ὡς ἕνα «θεόπνευστο» βιβλίο, δηλαδή ὡς ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο ἔχει γραφεῖ μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τόν ὅρο αὐτό τόν συναντοῦμε στήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Β´ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή του, στό κεφ. 3, στούς στίχ. 16-17, ὁμιλώντας γιά τήν Παλαιά Διαθήκη, τήν ὁποία ὀνομάζει «Γραφή», λέγει τά ἑξῆς:

«Πᾶσα Γραφή θεόπνευστος καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν,
πρός ἔλεγχον, πρός ἐπανόρθωσιν,
πρός παιδείαν τήν ἐν δικαιοσύνῃ,
ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος
πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἐξηρτισμένος»
Δηλαδή
«Κάθε κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι θεόπνευστο
καί ὠφέλιμο γιά διδασκαλία,
γιά ἔλεγχο, γιά ἐπανόρθωση
γιά διαπαιδαγώγηση στήν ἀρετή,
ὥστε μέ τήν μελέτη του ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νά εἶναι τέλειος,
καταρτισμένος γιά κάθε καλό ἔργο».

Καί ἄν ἡ Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζεται ἐδῶ ὡς θεόπνευστη, αὐτό ἰσχύει πολύ περισσότερο καί γιά τήν Καινή, τῆς ὁποίας οἱ συγγραφεῖς ἔζησαν τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πάλι μᾶς λέγει στήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του, κεφ. 2, στίχ. 12-13:

«Ἡμεῖς οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν,
ἀλλά τό Πνεῦμα τό ἐκ Θεοῦ
ἵνα εἰδῶμεν τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἤδη ἡμῖν,
ἅ καί λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις,
ἀλλ᾽ ἐν διδακτοῖς πνεύματος πνευματικοῖς, πνευματικά συγκρίνοντες».
(
Δηλαδή:
«Ἐμεῖς δέν λάβαμε τό πνεῦμα τοῦ κόσμου,
ἀλλά τό Πνεῦμα πού στέλνει ὁ Θεός,
γιά νά μάθουμε
αὐτά πού ὁ Θεός ἤδη ἑτοίμασε γιά χάρη μας.
Γι᾽ αὐτά μιλᾶμε ὄχι μέ λόγια πού διδάσκει ἡ ἀνθρώπινη σοφία,
ἀλλά μέ λόγια πού διδάσκει τό ἴδιο τό Πνεῦμα,
ἑρμηνεύοντας αὐτά τά πνευματικά πράγματα
σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν τό Πνεῦμα».

Καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέγει ὁμοίως:

«Πᾶσα προφητεία Γραφῆς ἰδίας ἐπιλύσεως οὐ γίνεται.
Οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτέ προφητεία,
ἀλλ᾽ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι»
(Β´ Πέτρ. 1,20-21)
Δηλαδή
«Κανένας δέν μπορεῖ μόνος του
νά ἑρμηνεύσει τίς προφητεῖες τῶν Γραφῶν
Γιατί καμμία προφητεία δέν προῆλθε ποτέ
ἀπό ἀνθρώπινο θέλημα,
ἀλλά ἐμπνευσμένοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα,
ἀξιώθηκαν ἅγοι ἄνθρωποι
νά μιλήσουν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ»

Καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως (1,10 ἑξ.) λέγει:

«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ...»


Τί σημαίνει ὅμως ὁ ὅρος «θεοπνευστία»;

Πολλοί, ἰδιαιτέρως στόν προτεσταντικό κόσμο, πιστεύουν στήν μηχανικήρηματικήκατά γράμμα θεοπνευστία. Κατ᾽ αὐτήν ὁ συγγραφέας μεταβάλλεται σέ τυφλό καί παθητικό ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γράφει καθ᾽ ὑπαγόρευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποβάλλοντας τήν αὐτοσυνειδησίαν καί τήν αὐτενέργειά του. Ἡ θεωρία αὐτή ἀνάγεται στόν Φίλωνα, ὁ ὁποῖος ἦταν μᾶλλον ἐπηρεασμένος ἀπό τήν περί χρησμῶν θεωρία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Ἡ θεοπνευστία ὅμως δέν καταργεῖ τήν προσωπικότητα τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως, ὁ ὁποῖος ἀντιθέτως, ὅταν γράφει, διατηρεῖ τίς ἱκανότητές του. Γι᾽ αὐτό καί παρατηροῦμε διαφορές μεταξύ τῶν ἱερῶν συγγραφέων, ὅταν ἐκθέτουν τά ἴδια γεγονότα, ὅπως καί διαφορές στήν γλώσσα καί τό ὕφος. Κάθε βιβλίο τῆς Βίβλου ἐκφράζει τήν προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἔγραψε καί μᾶς μεταφέρει στήν σκέψη καί τήν ἔκφραση καί τόν πολιτισμό τῆς ἐποχῆς του. Ἡ θεοπνευστία ἔχει τήν ἑξῆς ἔννοια: Ὁ συγγραφέας, ὄντας ὁ ἴδιος θεόπτης, ὅσα γράφει γιά τόν Θεό μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀλήθεια. Δέν γράφει καμμιά θρησκευτική πλάνη.
Ἡ θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅμως ἀναφέρεται μόνο στίς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι γεωλογία οὔτε ἱστορία οὔτε βιβλίο κάποιας ἄλλης ἐπιστήμης, ἀλλά εἶναι τό ἱερό θρησκευτικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας, στό ὁποῖο καταγράφονται ὅλες οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, ὅπως τίς ἀποκάλυψε τό Ἅγιο Πνεῦμα.


3. Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστο κείμενο, γιά νά τήν κατανοήσουμε καί νά τήν ἑρμηνεύσουμε πρέπει νά ἔχουμε καί ἐμεῖς τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης λέγει τά ἑξῆς γιά τό θέμα αὐτό: «Ὄχι μόνο ὁ γράφων ἀλλά καί ὁ διαβάζων πρέπει νά γνωρίζει γράμματα. Ὄχι μόνο ὁ γράφων περί μαθηματικῆς πρέπει νά γνωρίζει τήν μαθηματικήν, ἀλλά καί ὁ διαβάζων καί ἑρμηνεύων τά γραφόμενα τοῦ μαθηματικοῦ πρέπει νά γνωρίζει τήν μαθηματικήν. Τό ἴδιον ἀκριβῶς ἰσχύει διά τήν διά κειμένων μετάδοσιν οἱασδήποτε ἐπιστήμης. Καί διά ποῖον λόγον νά ἐξαιρεῖται ἡ Ἁγία Γραφή;».
Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί κύρια βάση γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς γενικώτερα. Ὅτι δηλαδή ἀφοῦ στήν Ἁγία Γραφή ἀναγράφεται ἡ ἐμπειρία τῶν θεουμένων Προφητῶν καί Ἀποστόλων, γιά τήν σωστή της κατάληψη, οἱ ἀναγνῶστες της πρέπει νά ἔχουν κάποια γεύση τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς ἤ νά καταφεύγουν στίς ἑρμηνεῖες τῶν θεουμένων· καί αὐτοί εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες.

Εἰδικώτερα γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρέπει νά δεχόμαστε τήν ἑρμηνεία πού ἔδωσε σ᾽ αὐτήν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός καί ἡ Καινή Διαθήκη. Ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑρμήνευσαν τήν Παλαιά Διαθήκη χριστολογικά. Ὅτι δηλαδή τό κεντρικό της θέμα εἶναι ὁ ἐρχομός τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ διδασκαλία αὐτή περί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης φαίνεται σέ ὅλη τήν Καινή Διαθήκη. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε ἐδῶ τά ἑξῆς: Ὁ Ἰησοῦς Χριστός πηγαίνοντας πρός Ἐμμαούς μέ δύο μαθητές Του, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «ἀρχίζοντας ἀπό τόν Μωυσῆ καί ὅλους τούς προφῆτες, ἑρμήνευε ὅσα ἀναφέρονται γι᾽ αὐτόν σέ ὅλες τίς Γραφές» (24,27). Ἀλλά καί στήν συνέχεια, σέ ἄλλη του ἐμφάνιση στούς Ἀποστόλους μετά τήν Ἀνάστασή Του, εἶπε τά ἑξῆς: «Αὐτοί εἶναι οἱ λόγοι πού σᾶς εἶπα, ὅταν ἤμουν ἀκόμη μαζί σας: Ὅτι πρόκειται δηλαδή νά ἐκπληρωθοῦν ὅλα τά γεγραμμένα στόν νόμο τοῦ Μωυσῆ καί τούς Προφῆτες καί τούς Ψαλμούς γιά μένα. Τότε ἄνοιξε τόν νοῦ τους, γιά νά κατανοοῦν τίς Γραφές» (Λουκ. 24,44-45). Καί στούς Ἰουδαίους ἐπίσης ὁ Χριστός εἶπε: «Μή νομίζετε ὅτι ἐγώ θά σᾶς κατηγορήσω στόν Πατέρα. Κατήγορός σας εἶναι ὁ Μωυσῆς, στόν ὁποῖο ἐσεῖς ἔχετε στηρίξει τίς ἐλπίδες σας. Γιατί, ἄν πραγματικά πιστεύατε στόν Μωυσῆ, θά πιστεύατε σέ μένα· γιατί γιά μένα ἔγραψε ἐκεῖνος» (Ἰωάν. 5,45-47).
Αὐτή ἡ ἀρχή, ἡ χριστολογική δηλαδή ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη γιά τήν σωστή της ἑρμηνεία. Δέν μπορεῖ νά γίνει σωστή ἑρμηνεία χωρίς τήν ἀρχή αὐτή. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀκόμη καί σήμερα, δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τήν Παλαιά Διαθήκη σωστά, ἀκριβῶς γιατί δέν δέχονται ὅτι ὁ Μεσσίας γιά τόν Ὁποῖο αὐτή ὁμιλεῖ εἶναι ὁ Ἰησοῦς (βλ. Β´ Κορ. 3,12-16).
Ἐμεῖς ἀντιθέτως πρέπει νά βλέπουμε τήν Παλαιά Διαθήκη ὅπως τήν εἶδε ἡ Ἐκκλησία. Καί ἡ Ἐκκλησία μας στήν λατρεία της καί στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων της, εἶδε τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς τήν πρώτη θεία ἀποκάλυψη πού ἔδωσε ὁ Θεός γιά τήν θεογνωσία τῶν ἀνθρώπων καί ὡς βιβλίο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας πού ἔζησε καί ζεῖ τήν Πεντηκοστή, πού φωτίζεται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί εἶναι, ὅπως ὡραῖα λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α´ Τιμ. ἐπιστολή του, «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α´ Τιμ. 3,15), ἐγγυᾶται, μόνη αὐτή, τήν σωστή ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ πιστοί, φωτιζόμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γίνονται οἱ ἴδιοι «ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ, γραμμένη ὄχι μέ μελάνη, ἀλλά μέ τό Πνεῦμα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ὄχι σέ λίθινες πλάκες, ἀλλά σέ εὐαίσθητες πλάκες, στίς καρδιές» (Β´ Κορ. 3,3). Ἔτσι ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Μεσσίου θά εἶναι ὅλοι «διδακτοί Θεοῦ» (Ἰωάν. 6,45. Βλ. Ἠσ. 54,13. Ἰεζ. 36,27-28. Ἰερ. 38,31. Ἰωήλ 2,28. Μιχ. 4,2 κ.ἀ.).


4. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

Γιά νά κατανοήσουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τήν Ἁγία Γραφή, ἐκτός ἀπό τίς πνευματικές προϋποθέσεις πού πρωτίστως πρέπει νά ἔχουμε, χρειαζόμαστε καί ὁρισμένες καθαρά ἀνθρώπινες γνώσεις. Ἐπειδή τό κάθε βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι γέννημα τῆς ἐποχῆς του, εἶναι πολύ σημαντικό γιά τήν ἑρμηνεία του νά γνωρίζουμε τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες αὐτό ἐγράφη.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν Α´ Λόγο τῆς Ἑρμηνείας του στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀφοῦ ἔδειξε μέσα ἀπό τά κείμενα τήν σειρά μέ τήν ὁποία ἐγράφησαν οἱ ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου καί ὅτι ἡ πρός Ρωμαίους ἐπιστολή δέν εἶναι ἡ πρώτη χρονικῶς ἐπιστολή, λέγει τά ἑξῆς:
«Μηδείς δέ πάρεργον τοῦτον ἡγείσθω τόν πόνον, μηδέ περιεργείας περιττῆς τήν τοιαύτην ἔρευναν· συντελεῖ γάρ ἡμῖν πρός τά ζητούμενα οὐ μικρόν ὁ τῶν ἐπιστολῶν χρόνος. Ὅταν γάρ ἴδω Ρωμαίοις καί Κολοσσαεῦσιν ὑπέρ τῶν αὐτῶν μέν ἐπιστέλλοντα, οὐχ ὁμοίως δέ ὑπέρ τῶν αὐτῶν, ἀλλ᾽ ἐκείνοις μέν μετά πολλῆς τῆς συγκαταβάσεως... Κολοσσαεῦσι δέ οὐχ οὕτω περί τῶν αὐτῶν, ἀλλά μετά πλείονος παρρησίας... οὐδέν ἄλλο αἴτιον εὑρίσκω τῆς διαφορᾶς ταύτης, ἤ τόν τῶν πραγμάτων χρόνον. Ἐν ἀρχῇ μέν γάρ συγκαταβαίνειν ἔδει, μετά δέ ταῦτα οὐκέτι».
«Κανένας ἀς μήν θεωρεῖ πάρεργο αὐτόν τόν κόπο, οὔτε ζήτημα περιττῆς περιέργειας αὐτήν τήν ἔρευνα· γιατί ὁ χρόνος κατά τόν ὁποῖο ἐγράφησαν οἱ ἐπιστολές μᾶς βοηθάει γιά τήν ἀνεύρεση αὐτῶν πού ζητοῦμε. Γιατί ὅταν δῶ στούς Ρωμαίους καί τούς Κολοσσαεῖς νά τούς στέλλει ἐπιστολή γιά τά ἴδια πράγματα, ἀλλά μέ διαφορετική ἀντιμετώπιση στόν καθένα – στούς μέν μέ πολλή συγκατάβαση... στούς Κολοσσαεῖς δέ ὄχι μέ τόν ἴδιο τρόπο, ἀλλά μέ περισσότερη παρρησία... – δέν βρίσκω κανένα ἄλλο αἴτιο αὐτῆς τῆς διαφορᾶς παρά τόν χρόνο κατά τόν ὁποῖο ἐγράφησαν οἱ ἐπιστολές. Γιατί στήν ἀρχή ἔπρεπε νά συγκαταβαίνει, μετά δέ ἀπό αὐτά ὄχι πιά».

Καί φυσικά δέν εἶναι μόνο ἡ σειρά τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού μᾶς βοηθάει στήν κατανόηση τοῦ κειμένου. Ἕνα πλῆθος ἄλλων γνώσεων γιά τίς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, τά ἤθη καί τά ἔθιμά τους, τίς ἐπιδράσεις ἀπό τούς γύρω λαούς, τά ἱστορικά συμβάντα γιά τά ὁποῖα γίνεται λόγος στά διάφορα βιβλία, συντελοῦν στόν σκοπό αὐτό. Εἶναι λοιπόν πολύ χρήσιμες οἱ ἱστορικές καί ἀρχαιολογικές γνώσεις σχετικά μέ τήν Βίβλο.
Ἀλλά καί τά ἴδια τά κείμενα εἶχαν πολλές περιπέτειες ἀπό τήν στιγμή πού ἐγράφησαν ἀπό τούς ἱερούς συγγραφεῖς τους μέχρι νά φθάσουν σέ ᾽μᾶς σήμερα. Πέρασαν ἀπό φυσικές καταστροφές, πολέμους, διώξεις, αἰχμαλωσίες καί χίλιες δυό δύσκολες συνθῆκες.
Εἶναι δέ γνωστό ὅτι τά διασωθέντα χειρόγραφα τῆς Βίβλου ἀντεγράφοντο συνεχῶς πρός διάδοσή τους. Ὅταν ὅμως ἕνα κείμενο ἀντιγράφεται συνεχῶς ὑπεισέρχονται ὀπτικά καί ἀκουστικά λάθη σ᾽ αὐτό, ἀλλά καί λάθη ἐκ προθέσεως, ὅταν αἱρετικοί ἀντιγραφεῖς ἀλλοίωναν τά κείμενα σκοπίμως γιά τήν εὐόδωση τῆς πλάνης τους. Συνεπῶς ἦταν ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια πολύ σημαντικό θέμα ἡ κριτική ἐξέταση τοῦ κειμένου προκειμένου νά ἀποκατασταθοῦν οἱ φθορές, ὅπου ὑπῆρχαν καί νά προσεγγίσουμε τήν ἀρχική μορφή του. Τό πόσο ἐλεύθερα ἐπέτρεψε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία νά γίνεται μία τέτοια κριτική ἐργασία στήν Ἁγία Γραφή μαρτυρεῖ δυνατά τό μνημειῶδες ἔργο τοῦ Ὠριγένους, τά περίφημα Ἑξαπλᾶ του καί οἱ κριτικές ἐργασίες τοῦ Ἡσυχίου καί τοῦ Λουκιανοῦ.
Ἐδῶ ὅμως πρέπει νά σημειώσουμε καί ἕνα ἄλλο σημαντικό στοιχεῖο, σχετικό μέ τά προηγούμενα: Τό ἀρχαῖο ἑλληνικό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού χρησιμοποιοῦμε στήν Ἐκκλησία μας δέν εἶναι τό πρωτότυπο κείμενο, ἀλλά μετάφραση ἀπό τά Ἑβραϊκά. Διότι οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν Ἑβραῖοι καί, ὅπως εἶναι φυσικό, ἔγραψαν στήν δική τους γλώσσα, τήν Ἑβραϊκή. Τό κείμενο πού ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα εἶναι μία μετάφραση πού ἔγινε τόν 3ο αἰ. π.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια καί εἶναι γνωστή ὡς «Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα» ἤ, στά λατινικά, ὡς “Septuaginta”. Ὅμως μπορεῖ νά νοηθεῖ θεοπνευστία σέ μετάφραση; Ἡ Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα ἦταν πράγματι μιά «θεόθεν οἰκονομηθεῖσα» μετάφραση, κατά τόν χαρακτηρισμό τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας (Εὐαγγ. Προπαρ. Η´ α´), ἀλλά δέν εἶναι ἀλάνθαστη καί σέ πολλά σημεῖα εἶναι ἀκατανόητη. Ὑπάρχει λοιπόν ἀνάγκη νά γνωρίζουμε καί τό πρωτότυπο Ἑβραϊκό κείμενο γιά τήν καλή ἑρμηνεία τῶν βιβλίων πού ἐγράφησαν πρωτοτύπως στήν Ἑβραϊκή. Τό πόσο δύσκολο καί σοβαρό θέμα εἶναι αὐτό φαίνεται ἀπό τόν πρόλογο τῆς Σοφίας Σειράχ, ὅπου μεταξύ τῶν ἄλλων λέγονται τά ἑξῆς:
«... Παρακέκλησθε οὖν μετ᾽ εὐνοίας καί προσοχῆς τήν ἀνάγνωσιν ποιεῖσθαι καί συγγνώμην ἔχειν ἐφ᾽ οἷς ἄν δοκῶμεν τῶν κατά τήν ἑρμηνείαν πεφιλοπονημένων τισί τῶν λέξεων ἀδυναμεῖν· οὐ γάρ ἰσοδυναμεῖ αὐτά ἐν ἑαυτοῖς ἑβραϊστί λεγόμενα καί ὅταν μεταχθῇ εἰς ἑτέραν γλῶσσαν. Οὐ μόνον δέ ταῦτα, ἀλλά καί αὐτός ὁ νόμος καί αἱ προφητεῖαι καί τά λοιπά τῶν βιβλίων οὐ μικράν ἔχει τήν διαφοράν ἐν ἑαυτοῖς λεγόμενα...»
Δηλαδή «Κάντε τήν ἀνάγνωση μέ προσοχή καί μέ καλή διάθεση καί μέ συγκατάβαση γιά τό ὅτι μερικές λέξεις ἀδυνατοῦν νά ἀποδώσουν σωστά τό νόημα. Γιατί οἱ ἑβραϊκές ἐκφράσεις δέν μποροῦν νά ἀποδοθοῦν μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὅταν μεταφερθοῦν σέ ἄλλη γλώσσα. Καί ὄχι μόνο ἐδῶ, ἀλλά καί στόν νόμο καί στίς προφητεῖες καί στά ἄλλα βιβλία δέν εἶναι μικρή ἡ διαφορά ὅταν τά ἴδια πράγματα μεταφέρονται ἀπό τήν μία γλώσσα στήν ἄλλη».

Εἶναι λοιπόν ἀπαραίτητη ἡ ἐπιστημονική κριτική ἔρευνα τῶν κειμένων μας. Πρόκειται, πράγματι, γιά μία ὁλόκληρη ἐπιστήμη!
Ὁ μακαριστός καθηγητής Βασίλειος Βέλλας στό βιβλίο του Κριτική τῆς Βίβλου καί Ἐκκλησιαστική αὐθεντία (Ἀθῆναι 1937, σελ. 152) λέγει, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς γιά τά θέματα αὐτά:
«Τά βιβλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ἰδίως τῆς Π.Δ., παρά τόν ἰδιαίτερον αὐτῶν χαρακτῆρα, ἕνεκα τῆς ἱστορίας, ἥν διῆλθον μέχρι τῆς ἀποτελέσεως τοῦ κανόνος, ὑπέστησαν διαφόρους τύχας.
Ἐντεῦθεν παρατηροῦνται δυσχέρειαι διαφόρου φύσεως, αἵτινες χρήζουσιν ἑρμηνείας πρός κατανόησιν τοῦ κειμένου... Ἡ κριτική δέν εἶναι γέννημα ἀργοσχόλων θεολόγων ἤ ἀσεβῶν τινων ἀνθρώπων ἀλλ᾽ ἐκπηγάζει ἐξ αὐτῆς τῆς σημερινῆς μορφῆς τῶν κειμένων, ἐκ τῆς ἐπιστημονικῆς ἀνάγκης νά ἐξηγήσωμεν καί ἄρωμεν τάς δυσχερείας».

Σημαντικό εἶναι καί τό θέμα τῶν προσθηκῶν. Στά ἱερά κείμενα τῶν Ἁγίων Γραφῶν πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι διά μέσου τῶν αἰώνων ἔγιναν διάφορες προσθῆκες. Συζητήσεις περί προσθηκῶν στά ἱερά κείμενα ἔγιναν καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅπως, γιά παράδειγμα, γιά τήν διήγηση τῆς Σωσαννας, τῆς μοιχαλίδος γυναικός καί διαφόρων ἄλλων τεμαχίων (MPG 11,41-48). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἐκήρυξε ποτέ ἄθικτη μέχρι λέξεων καί γραμμάτων τήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἡ κριτική τοῦ κειμένου, πού βεβαιώνει ὅτι αὐτά ἤ ἐκεῖνα τά τεμάχια, αὐτοί ἤ ἐκεῖνοι οἱ στίχοι, εἶναι βραδύτερες προσθῆκες, προσφέρει πολύτιμη ὑπηρεσία, γιατί ζητεῖ νά ἐπαναφέρει τό βιβλίο στήν ἀρχική του μορφή ἀπελευθερώνοντάς το ἀπό τίς προσθῆκες. Τά ἱερά βιβλία πρέπει νά τά δεχθοῦμε ὡς θεόπνευστα ὅπως αὐτά βγῆκαν ἀπό τά χέρια τῶν συγγραφέων τους, ὄχι μέ τήν μορφή πού ἀπέκτησαν κατά τήν πάροδο τῶν αἰώνων μέ τίς διάφορες προσθῆκες.
Ἕνα ἄλλο σοβαρό θέμα σχετικά μέ τά κείμενά μας εἶναι τό ὅτι πολλά ἀπό αὐτά φαίνονται ὅτι ἔχουν γραφεῖ ἀπό περισσοτέρους ἀπό ἕναν συγγραφεῖς ἤ ὅτι εἶναι συνθετικά ἔργα. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι κατά τῆς θεοπνευστίας. Εἴτε ἕνας εἶναι ὁ συγγραφέας ἑνός βιβλίου εἴτε πολλοί, εἶναι ὅλοι τους θεόπνευστοι. Ἡ θεοπνευστία δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὄνομα τοῦ συγγραφέως. Ἄλλωστε πολλά ἀπό τά κείμενα τῆς Βίβλου δέν φέρουν ὄνομα συγγραφέως καί ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας τά ἔχει δεχθεῖ ὡς θεόπνευστα κρίνοντας βάσει τοῦ περιεχομένου τους. Οὔτε πάλι ἕνα βιβλίο χάνει τήν θεοπνευστία του ἐάν θεωρηθεῖ ὅτι δέν ἀνήκει στόν συγγραφέα πού κατά τήν παράδοση λέγεται ὅτι τό ἔχει γράψει. Ὁ Θεοδώρητος πολεμώντας τούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι ἐξαρτοῦσαν τήν κανονικότητα τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἀπό τόν συγγραφέα της, διαχώρισε τό ζήτημα τοῦ συγγραφέως ἑνός βιβλίου τῆς Γραφῆς ἀπό τήν κανονικότητά του (MPG 82,676).
Ὁ Καθηγητής Βέλλας λέγει πάλι: «Ὀφείλω νά τονίσω ὅτι βιβλία ἀγνώστων συγγραφέων ἔχομεν ἐν τῇ Ἁγία Γραφῇ ὡς θεόπνευστα καί ἰσόκυρα πρός τά λοιπά, διά τά ὁποῖα θά εὑρεθῶμεν εἰς δυσχερῆ θέσιν, ὅταν ἐξαρτήσωμεν τήν θεοπνευστίαν τοῦ βιβλίου ἀπολύτως καί μόνον ἐκ τοῦ συγγραφέως, εἰς ὅν τό βιβλίον ἀποδίδεται. Μόνον ἐν περιπτώσει, καθ᾽ ἥν ἡ Ἐκκλησία αὐθεντικῶς ἤθελεν ὁρίσει τόν συγγραφέα ἑκάστου βιβλίου, ἡ κριτική ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ δέν δύναται νά ἐργασθῇ. Ἀλλά τοιαύτη περίπτωσις παρ᾽ ἡμῖν δέν ἐνεφανίσθη. Κατά τούς καθορισθέντας ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κανόνας τῆς Π. καί Κ. Διαθήκης καθωρίσθη μόνον ἡ κανονικότης τῶν βιβλίων, ἅτινα σημειοῦνται ὑπό τόν συνήθη τότε τίτλον, χωρίς ἡ καθορίσασα ταῦτα Ἐκκλησία νά εἰσέλθῃ εἰς τήν ἐξέτασιν τοῦ συγγραφέως. Βεβαίως ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος ἐν τῇ ἐνασκήσει τῆς κριτικῆς ἔχει καί τήν σχετικήν παράδοσιν καί ὀφείλει ἀναμφιβόλως ὡς ἄριστον βοηθητικόν μέσον ἐν τῇ ἐργασίᾳ αὐτήν νά χρησιμοποιῇ, ἀποφεύγων τήν ὑπερκριτικήν, ἧς αἱ ὑπερβασίαι δέν πρέπει νά κωλύωσι τήν ἐξάσκησιν μιᾶς νηφαλίου καί ἀληθῶς ἐπιστημονικῆς κριτικῆς, ἥτις εἰς τό ζήτημα τοῦ καθορισμοῦ τοῦ συγγραφέως πλείστας ὑπηρεσίας δύναται νά προσφέρῃ» (Κριτική τῆς Βίβλου καί Ἐκκλησιαστική αὐθεντία, Ἀθῆναι 1937, σελ. 156).


5. Ὁ Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Α´)

Στήν ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα ἡ λέξη «κανών» ἐδήλωνε τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο μετροῦσαν στήν οἰκοδομική τέχνη τό εὐθύ καί μεταφορικῶς ἐδήλωνε τό μέτρο τοῦ εὐθέος καί τοῦ πρέποντος. Ἀπό τόν 4ο αἰ. μ.Χ. ἡ λέξη «κανών» χρησιμοποιήθηκε γιά νά δηλωθεῖ ὁ κατάλογος τῶν βιβλίων τῶν ἱερῶν Γραφῶν. Ἔτσι τά θεόπνευστα βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς χαρακτηρίστηκαν ὡς «κανονικά» ἤ «κεκανονισμένα», ἐνῶ αὐτά τά ὁποῖα ἀποκλείστηκαν ἀπό τόν Κανόνα ὀνομάστηκαν «ἀπόκρυφα».
Ἔτσι λοιπόν ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀποτελεῖται ἀπό 49 βιβλία, ἐνῶ ἡ Καινή Διαθήκη ἀπό 27.
Ἡ ἀρίθμηση τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς 49 γίνεται μέ βάση τήν μετάφραση τῶν Ο´, τήν ὁποία χρησιμοποιοῦμε στήν Ἐκκλησία μας. Ἀντίθετα στήν Ἑβραϊκή Παλαιά Διαθήκη τά βιβλία ἀριθμοῦνται σέ 39, γιατί λείπουν ἀπό αὐτήν τά λεγόμενα «Δευτεροκανονικά βιβλία».
Τά 49 βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατά τήν μετάφραση τῶν Ο´ χωρίζονται σέ τρεῖς ὁμάδες: α) Στά ἱστορικά βιβλία, β) τά ποιητικά-διδακτικά ἤ σοφιολογικά βιβλία καί γ) τά προφητικά βιβλία. Τά βιβλία τῆς Ἑβραϊκῆς Παλαιᾶς Διαθήκης χωρίζονται πάλι σέ τρεῖς ὁμάδες: α) Στόν Νόμο (Τωρά), β) τούς Προφῆτες (Νεβιίμ) καί γ) τά Ἁγιόγραφα (Κεθουβίμ).
Ἀναλυτικότερα τά βιβλία τῆς Π.Δ. κατά τούς Ο´ εἶναι τά ἑξῆς:
α) Ἱστορικά
1. Γένεσις
2. Ἔξοδος
3. Λευιτικόν
4. Ἀριθμοί
5. Δευτερονόμιον
6. Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ
7. Κριταί
8. Ρούθ
9. Α´ Βασιλειῶν
10. Β´ Βασιλειῶν
11. Γ´ Βασιλειῶν
12. Δ´ Βασιλειῶν
13. Α´ Παραλειπομένων
14. Β´ Παραλειπομένων
15. Α´ Ἔσδρας
16. Β´ Ἔσδρας
17. Νεεμίας
18. Τωβίτ
19. Ἰουδίθ
20. Ἐσθήρ
21. Α´ Μακκαβαίων
22. Β´ Μακκαβαίων
23. Γ´ Μακκαβαίων

β) Ποιητικά - Διδακτικά ἤ Σοφιολογικά βιβλία
24. Ψαλμοί
25. Ἰώβ
26. Παροιμίαι Σολομῶντος
27. Ἐκκλησιαστής
28. ᾎσμα ᾈσμάτων
29. Σοφία Σολομῶντος
30. Σοφία Σειράχ

γ) Προφητικά βιβλία
31. Ὠσηέ
32. Ἀμώς
33. Μιχαίας
34. Ἰωήλ
35. Ὠβδιού
36. Ἰωνάς
37 Ναούμ
38. Ἀμβακούμ
39. Σοφονίας
40. Ἀγγαῖος
41. Ζαχαρίας
42. Μαλαχίας
43. Ἠσαΐας
44. Ἰερεμίας
45. Βαρούχ
46. Θρῆνοι Ἰερεμίου
47. Ἐπιστολή Ἰερεμίου
48. Ἰεζεκιήλ
49. Δανιήλ.

Τά βιβλία τῆς Π.Δ. κατά τήν Ἑβραϊκή Βίβλο εἶναι τά ἑξῆς:

α) Τωρά ἤ Νόμος

1. Μπερεσίθ («Στήν ἀρχή») (Γένεσις)
2. Βέ-έλλε σεμώθ ἤ σεμώθ («Καί ταῦτα τά ὀνόματα») (Ἔξοδος)
3. Βα-γικρά («Καί ἐκάλεσε») (Λευιτικόν)
4. Βα-γιεδαμπέρ ἤ Μπε-μιδμπάρ («Καί εἶπε» ἤ «Στήν ἔρημο») (Ἀριθμοί)
5. Ἔλλε χα-δεμπαρίμ ἤ δεμπαρίμ («Αὐτοί οἱ λόγοι») (Δευτερονόμιον)

β) Νεβιίμ (Προφῆτες). Ἐδῶ διακρίνουμε δύο τμήματα: Τούς Πρότερους Προφῆτες («Νεβιίμ ρισονίμ») καί τούς Ὕστερους Προφῆτες («Νεβιίμ Ἀχαρονίμ»)

Πρότεροι Προφῆτες
 
6. Γιεχωσούα (Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ)
7. Σωφετίμ (Κριτές)
8. Σεμουέλ Α´ (Σαμουήλ Α´ = Α´ Βασιλειῶν)
9. Σεμουέλ Β´ (Σαμουήλ Β´ = Β´ Βασιλειῶν)
10. Μελαχίμ Α´(Βασιλέων Α´ = Γ´ Βασιλειῶν)
11. Μελαχίμ Β´(Βασιλέων Β´ = Δ´ Βασιλειῶν)

Ὕστεροι Προφῆτες
12. Γιεσάγια (Ἠσαΐας)
13. Γιρμέγια (Ἰερεμίας)
14. Γιεχεζκέλ (Ἰεζεκιήλ)
15. Χωσέα (Ὠσηέ)
16. Γιωέλ (Ἰωήλ)
17. Ἁμώς (Ἀμώς)
18. Ὡβαδγιά (Ὀβδιού)
19. Γιωνά (Ἰωνάς)
20. Μιχά (Μιχαίας)
21. Ναχούμ (Ναούμ)
22. Χαμπακκούκ (Ἀββακούμ)
23. Τσεφανγιά (Σοφονίας)
24. Χαγκάι (Ἀγγαῖος)
25. Ζεχαργιά (Ζαχαρίας)
26. Μαλαχί (Μαλαχίας)

Ἁγιόγραφα
27. Τεχιλλίμ (Ψαλμοί)
28. Μισλέ (Παροιμίες)
29. Ἰγιώβ (Ἰώβ)
30. Σίρ χα-σιρίμ (Ἆσμα ἀσμάτων)
31. Ρούθ (Ρούθ)
32. Ἐχιά (Θρῆνοι)
33. Κωχελέθ (Ἐκκλησιαστής)
34. Ἐστέρ (Ἐσθήρ)
35. Ντανιγιέλ (Δανιήλ)
36. Ἑζρά (Ἔδρας)
37. Νεχεμγιά (Νεεμίας)
38. Ντιβρέ χα-γιαμίμ Α´ (Λόγοι τῶν ἡμερῶν) (Χρονικῶν Α´)
39. Ντιβρέ χα-γιαμίμ Β´ (Λόγοι τῶν ἡμερῶν) (Χρονικῶν Β´)


Ἀπό τήν Ἑβραϊκή Βίβλο λείπουν, ὅπως εἴπαμε, τά λεγόμενα «Δευτεροκανονικά βιβλία»: Τά Α´ Ἔσδρας ἤ ἱερεύς, Τωβίτ, Ἰουδίθ, Α´-Β´-Γ´ Μακκαβαίων, Σοφία Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ καί Ἐπιστολή Ἰερεμίου

Ἐπίσης, ἐάν συγκρίνουμε τούς δύο Κανόνες, θά δοῦμε ὅτι α) Τά βιβλία τῆς Τωρά (δηλαδή τοῦ Νόμου) ὀνομάζονται μέ βάση τίς πρῶτες λέξεις τοῦ κειμένου, β) Τά βιβλία Α´, Β´ Σαμουήλ καί Α´, Β´ Βασιλέων στήν μετάφραση τῶν Ο´ ὀνομάστηκαν Α´, Β´, Γ´, Δ´ Βασιλειῶν καί γ) Τά βιβλία Α´, Β´ Χρονικῶν στούς Ο´ ὀνομάστηκαν Α´, Β´ Παραλειπομένων.

Ἡ Καινή Διαθήκη ἐγράφη πρωτοτύπως στήν ἑλληνική γλώσσα, ἡ ὁποία ὁμιλεῖτο τόν καιρό ἐκεῖνο στήν Παλαιστίνη καί σέ ὅλη τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Περιέχει δέ τά ἑξῆς βιβλία:
α) Τά τέσσερα Εὐαγγέλια
1. Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον
2. Κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον
3. Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον
4. Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον

β)
5. Πράξεις τῶν Ἀποστόλων

γ) Τίς 14 ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου
6. Πρός Ρωμαίους
7. Πρός Κορινθίους Α´
8. Πρός Κορινθίους Β´
9. Πρός Γαλάτας
10. Πρός Ἐφεσίους
11. Πρός Φιλιππησίους
12. Πρός Κολασσαεῖς
13. Πρός Θεσσαλονικεῖς Α´
14. Πρός Θεσσαλονικεῖς Β´
15. Πρός Τιμόθεον Α´
16. Πρός Τιμόθεον Β´
17. Πρός Τίτον
18. Πρός Φιλήμονα
19. Πρός Ἑβραίους

δ) Καθολικές Ἐπιστολές
20. Ἰακώβου
21. Πέτρου Α´
22. Πέτρου Β´
23. Ἰωάννου Α´
24. Ἰωάννου Β´
25. Ἰωάννου Γ´
26. Ἰούδα

ε)
27. Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου.


6. Ὁ Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς (B´)
Ἡ δημιουργία τοῦ Ἑβραϊκοῦ Κανόνος – Βιβλικές Μαρτυρίες

Πῶς δημιουργήθηκε ὁ κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Πῶς ἔγινε δηλαδή αὐτή ἡ συγκέντρωση ὁρισμένων βιβλίων καί ὁ χαρακτηρισμός τους ὡς θεοπνεύστων καί ὁ ἀποκλεισμός κάποιων ἄλλων; Γιατί ἀσφαλῶς δέν ἐγράφησαν μόνο αὐτά τά βιβλία στό ἀρχαῖο Ἰσραήλ.
Ὁ καθορισμός τοῦ κανόνος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔγινε μέσα ἀπό μία μακρά διαδικασία, τῆς ὁποίας τίς λεπτομέρειες, τοὐλάχιστον ὡς πρός τά ἀρχαιότερα βιβλία, δέν γνωρίζουμε πλήρως. Μποροῦμε ὅμως γενικῶς νά ποῦμε τά ἑξῆς: Τά ἱερά βιβλία τῶν θεοπνεύστων ἀνδρῶν τά συγκέντρωσε, τά διαχώρισε ἀπό τά ἄλλα μή θεόπνευστα βιβλία καί τά διεφύλαξε ἡ Ἐκκλησία, μέ βάση τήν κοινή της πίστη καί συνείδηση, μέσα ἀπό τό κοινό βίωμα, τόσο στήν Καινή ὅσο καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά οἱ λόγοι μιᾶς σειρᾶς θεοφόρων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανέρωσαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι καί αὐτή τό ἴδιο, μέ τήν διαφορά βεβαίως ὅτι τώρα δέν ἔχουμε ἁπλῶς θεοφόρους ἄνδρες, ἀλλά τόν Ἴδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς «ἐξήγησε», μᾶς ἑρμήνευσε τόν Θεό-Πατέρα (Ἰωάν. 1,18). Ἡ ἐμπειρία αὐτή ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία δημιούργησε μιά κοινή συνείδηση στόν λαό τοῦ Θεοῦ περί τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἡ ὁποία καί ὁδήγησε στόν διαχωρισμό τῶν συγκεκριμένων βιβλίων ἀπό ἄλλα καί στόν χαρακτηρισμό τους ὡς ἱερῶν καί θεοπνεύστων βιβλίων.

Ἄν θελήσουμε νά ἀνιχνεύσουμε τήν διαδικασία αὐτή περισσότερο ἁπτά θά πρέπει κατ᾽ ἀρχήν νά ἀνατρέξουμε στήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή καί νά δοῦμε τί πληροφορίες μᾶς δίνει τό ἴδιο τό βιβλίο γιά τήν συγκέντρωση τῶν ἱερῶν κειμένων.
Ἔτσι ἀπό τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου (25,20) μαθαίνουμε ὅτι ὁ Μωυσῆς ἔπρεπε νά βάλει στήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης τίς πλάκες μέ τίς Δέκα Ἐντολές («καί εἰς τήν κιβωτόν ἐμβαλεῖς τά μαρτύρια, ἅ ἄν δῷ σοι»). Ὁμοίως τό Δευτερονόμιο λέγει ὅτι ὁ Μωυσῆς, ἀφοῦ ἔγραψε ὅλους τούς λόγους τοῦ Νόμου, τούς ἐμπιστεύθηκε στούς Λευῖτες μέ τήν ἐντολή νά ἀποθέσουν τό βιβλίο αὐτό τοῦ Νόμου στά πλάγια τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης: «Καί ἔγραψε Μωυσῆς τά ρήματα τοῦ νόμου τούτου εἰς βιβλίον καί ἔδωκε τοῖς ἱερεῦσι τοῖς υἱοῖς Λευί τοῖς αἴρουσι τήν κιβωτόν τῆς διαθήκης Κυρίου καί τοῖς πρεσβυτέροις τῶν υἱῶν Ἰσραήλ...» (31,9 ἑξ.). «Ἡνίκα δέ συνετέλεσε Μωυσῆς γράφων πάντας τούς λόγους τοῦ νόμου τούτου εἰς βιβλίον ἕως εἰς τέλος καί ἐνετείλατο τοῖς Λευίταις τοῖς αἴρουσι τήν κιβωτόν τῆς διαθήκης Κυρίου λέγων· λαβόντες τό βιβλίον τοῦ νόμου τούτου θήσετε αὐτό ἐκ πλαγίων τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καί ἔσται ἐκεῖ ἐν σοί εἰς μαρτύριον» καί 24 ἑξ.). Ὁ μωσαϊκός νόμος λοιπόν διαφυλάχθηκε μέ ἰδιαίτερη φροντίδα ἀπό τούς ἱερεῖς καί τούς Λευῖτες. Ἄς σημειωθεῖ μάλιστα ἐδῶ ὅτι αὐτός δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας θρησκευτικός νόμος, ἀλλά ἦταν ταυτοχρόνως καί πολιτικός νόμος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἀρχικῶς στήν ἔρημο καί ἀργότερα στήν Παλαιστίνη. Ἦταν δηλαδή τό σύνταγμά τους, θά λέγαμε, γιατί δέν ὑπῆρχε διαχωρισμός ἀνάμεσα σέ θρησκευτικούς καί πολιτικούς νόμους. Εἶχε δέ τόση σημασία γιά τούς Ἰσραηλῖτες ἡ διαθήκη, ἡ συμφωνία αὐτή ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν λαό, ὥστε ἀνανεωνόταν συχνά.
Ἔτσι στό κεφ. 24 τοῦ βιβλίου τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ λέγεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔκανε μία ἀνανέωση τῆς προηγούμενης διαθήκης τοῦ λαοῦ μέ τόν Μωυσῆ καί στήν συνέχεια ἔδωσε στόν λαό νόμους, τούς ὁποίους ἔγραψε στό βιβλίο τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ: «Καί διέθετο Ἰησοῦς διαθήκην πρός τόν λαόν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καί ἔδωκεν αὐτῷ νόμον καί κρίσιν ἐν Σηλώ ἐνώπιον τῆς σκηνῆς τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ. Καί ἔγραψε τά ρήματα ταῦτα εἰς βιβλίον νόμων τοῦ Θεοῦ» (24,25-26).
Ἀργότερα, στό Α´ Βασ. 10,25 μαθαίνουμε ὅτι ὅταν ἕνα νέο πολίτευμα ἦλθε στό Ἰσραήλ, ἡ μοναρχία, ὁ Σαμουήλ «ἔγραψεν (τό δικαίωμα τοῦ βασιλέως· δηλαδή τά δικαιώματα πού προέκυπταν ἀπό τό ἀξίωμά του, τά συνταγματικά του δικαιώματα, ὅπως θά λέγαμε σήμερα) ἐν βιβλίῳ καί ἔθηκεν ἐνώπιον Κυρίου».
Δέν ἦταν ὅμως πάντοτε ὅλα ρόδινα γιά τήν ἀληθινή πίστη στό ἀρχαῖο Ἰσραήλ, ἰδιαιτέρως μετά ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς μοναρχίας, γιατί οἱ βασιλεῖς δέν ἀκολουθοῦσαν πάντοτε τόν ἀληθινό Θεό. Ὅταν ἐπεκράτησε ἡ εἰδωλολατρία καί οἱ εἰδωλολάτρες βασιλεῖς ἐδίωξαν τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὅτι ἔκρυβαν τά ἱερά κείμενα γιά νά τά διασώσουν. Στό Δ´ Βασ. 22,3 ἑξ. μαθαίνουμε γιά τό «βιβλίον τοῦ νόμου» τό ὁποῖο ἀνευρέθη ἐπί τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Ἰωσίου στόν οἶκο τοῦ Κυρίου, μετά ἀπό τόν ἀπηνῆ διωγμό τοῦ βασιλέως Μανασσῆ: «Καί εἶπε Χελκίας ὁ ἱερεύς ὁ μέγας πρός Σαπφάν τόν γραμματέα· βιβλίον τοῦ νόμου εὗρον ἐν οἴκῳ Κυρίου» (22,8).

Ὅλες αὐτές οἱ μαρτυρίες πού προηγήθηκαν ἀφοροῦν κυρίως τήν Πεντάτευχο. Ἔχουμε ὅμως πληροφορίες καί γιά τά ἄλλα βιβλία τοῦ κανόνος. Ἔτσι γνωρίζουμε γιά τήν συλλογή ἐπί τοῦ βασιλέως Ἐζεκίου σολομωντείων παροιμιῶν (κατά τό Παροιμ. 25,1), ὅπως καί δαυιτικῶν καί ἀσαφικῶν ψαλμῶν (κατά τό Β´ Παραλ. 29,30). Ἐπίσης ἀπό τόν Ἰερεμία μαθαίνουμε ὅτι ὅλοι οἱ λόγοι του κατεγράφησαν καθ᾽ ὑπαγόρευσίν του σέ βιβλίο ἀπό τόν Βαρούχ.

«Ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ τετάρτῳ Ἰωακείμ υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός με λέγων· λάβε σεαυτῷ χαρτίον βιβλίου καί γράψον ἐπ᾽ αὐτοῦ πάντας τούς λόγους, οὕς ἐλάλησα πρός σέ ἐπί Ἰερουσαλήμ καί ἐπί Ἰούδα καί ἐπί πάντα τά ἔθνη, ἀφ᾽ ἧς ἡμέρας λαλήσαντός μου πρός σέ, ἀφ᾽ ἡμερῶν Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα καί ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης... Καί ἐκάλεσεν Ἰερεμίας τόν Βαρούχ υἱόν Νηρίου, καί ἔγραψεν ἀπό στόματος Ἰερεμίου πάντας τούς λόγους Κυρίου, οὕς ἐχρημάτισε πρός αὐτόν, εἰς χαρτίον βιβλίου» (43[Ἑβρ. 36],1-4)

Δηλαδή:
Κατά τόν τέταρτο χρόνο τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ, υἱοῦ τοῦ Ἰωσία, βασιλέως τοῦ Ἰούδα, εἶπε ὁ Κύριος σέ ᾽μένα τά ἑξῆς: Πάρε ἕνα βιβλίο καί γράψε σ᾽ αὐτό ὅλους τούς λόγους πού εἶπα σέ σένα γιά τήν Ἰερουσαλήμ καί τόν Ἰούδα καί γιά ὅλα τά ἔθνη, ἀπό τότε πού μίλησα σέ σένα, ἀπό τόν καιρό τοῦ Ἰωσία, Βασιλέως τοῦ Ἰούδα μέχρι σήμερα... Καί ἐκάλεσε ὁ Ἰερεμίας τόν Βαρούχ, υἱό τοῦ Νηρίου, καί ἔγραψε ἀπό τό στόμα τοῦ Ἰερεμίου ὅλους τούς λόγους τοῦ Κυρίου, πού φανέρωσε σ᾽ αὐτόν, σέ βιβλίο». 
 
Ἐπίσης κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἰερεμίου ἦταν καταγεγραμμένες οἱ προφητεῖες τοῦ Μιχαίου:
«Καί ἀνέστησαν ἄνδρες τῶν πρεσβυτέρων τῆς γῆς καί εἶπαν πάσῃ τῇ συναγωγῇ τοῦ λαοῦ· Μιχαίας ὁ Μωραθίτης ἦν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα καί εἶπε παντί τῷ λαῷ Ἰούδα· οὕτως εἶπε Κύριος...» (33[Ἑβρ. 26],17-18).
Δηλαδή:
«Καί σηκώθηκαν ἄνδρες ἀπό τούς πρεσβυτέρους τῆς γῆς καί εἶπαν σ᾽ ὅλη τήν σύναξη τοῦ λαοῦ: Ὁ Μιχαίας ὁ Μωραθίτης πού ζοῦσε κατά τόν καιρό τοῦ Ἐζεκίου, βασιλέως τοῦ Ἰούδα, εἶπε σ᾽ ὅλο τόν λαό τοῦ Ἰούδα: “Ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος...”»

Ὁμοίως στόν Ἠσαΐα μαθαίνουμε ὅτι ἄφησε τήν διδασκαλία του στούς μαθητές του:

Ἠσ. 8,16 «Θέλω νά δέσω τήν μαρτυρία,
νά σφραγίσω τήν διδασκαλία γιά τούς μαθητές μου».

(Ἀλλοῦ πάλι ὁ Θεός προτρέπει τόν προφήτη Ἠσαΐα νά καταγράψει τίς προφητεῖες)
Ἠσ. 30,8 «Τώρα πήγαινε, κατάγραψε αὐτά
καί σημείωσε αὐτά σέ βιβλίο,
γιά νά χρησιμεύσει στόν μέλλοντα χρόνο
πρός αἰώνια μαρτυρία,
9 γιατί λαός ἀπειθής εἶναι αὐτός
υἱοί τῆς ἀπάτης,
υἱοί πού δέν θέλουν
νά ἀκούσουν τόν νόμο τοῦ Κυρίου


Ἀλλά καί σέ ἄλλους μεταγενέστερους προφῆτες καί μάλιστα στόν Δανιήλ (9,2) σαφῶς προϋποτίθεται ἡ ὕπαρξη παλαιοτέρων προφητῶν.
Συνεπῶς μέχρι τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία (586-538 π.Χ.) εἶχε ἤδη διαμορφωθεῖ ὁ κύριος πυρήνας τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τόν κύριο ρόλο στήν διαμόρφωσή του διεδραμάτισαν οἱ προφῆτες καί οἱ ἱερεῖς, ἀκόμη δέ καί οἱ εὐσεβεῖς βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι μέ τήν μέριμνά τους κατά καιρούς συγκέντρωναν τά παλαιά ἱερά βιβλία τοῦ ἔθνους τους, καί φυσικά ὁ εὐσεβής λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σιωπηλά ἀκολουθοῦσε τήν πίστη τῶν πατέρων του καί φύλασσε τά παραδεδομένα.

Μετά τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία, γιά τήν συγκρότηση τοῦ κανόνος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἦταν πολύ σημαντική ἡ συμβολή τοῦ ἱερέως καί γραμματέως Ἔσδρα, ὁ ὁποῖος ἔδειξε μεγάλο ζῆλο γιά τόν Νόμο, ὅπως φαίνεται στό Β´ βιβλίο πού φέρει τό ὄνομά του, στό κεφ. 7 (Β´ Ἔσδρ. 7,6.10. Νεεμ. 8,1). (μέσα τοῦ 5ου αἰ. π.Χ.).
Γιά τήν πορεία ἀναπτύξεως τοῦ κανόνος στήν ἀκολουθοῦσα ἑλληνιστική περίοδο ἔχουμε πληροφορίες ἀπό τό Β´ Μακ. 2,13 ὅπου λέγεται ὅτι ὁ Νεεμίας ἵδρυσε βιβλιοθήκη, στήν ὁποία «ἐπισυνήγαγε τά περί τῶν βασιλέων καί προφητῶν καί τά τοῦ Δαυίδ καί ἐπιστολάς βασιλέων περί ἀναθεμάτων». Ὁμοίως δέ καί ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος συγκέντρωσε τά βιβλία πού εἶχαν διασκορπιστεῖ λόγω τοῦ πολέμου: «τά διαπεπτωκότα (βιβλία) διά τόν πόλεμον τόν γεγονότα... ἐπισυνήγαγε πάντα» (στίχ. 14). Εἶναι δέ ἄξιο προσοχῆς ὅτι κατά τήν ἴδια ἐποχή τά βιβλία τῆς Π.Δ. χαρακτηρίζονται ὡς «βιβλία ἅγια» (Α´ Μακ. 12,9).
Πολύ πιό διαφωτιστική γιά τήν ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Κανόνος εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ βιβλίου «Σοφία Σειράχ» (περί τό 180 π.Χ.), ὅπου βρίσκουμε ἕνα εἶδος καταλόγου τῶν περισσοτέρων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στόν λεγόμενο «ὕμνο τῶν Πατέρων» (κεφ. 44-49), ἐνῶ στόν πρόλογο τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως (περί τό 130 π.Χ.) ἀπαντᾶ, ὅπως ἤδη εἴδαμε, ἡ γνωστή τριμερής διαίρεση τοῦ ἰουδαϊκοῦ Κανόνος σέ «νόμο», «προφῆτες» «καί τά λοιπά τῶν βιβλίων».


7. Ὁ Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Γ´)
Ἡ δημιουργία τοῦ Ἑβραϊκοῦ Κανόνος – Ἐξωβιβλικές Μαρτυρίες

Ἐκτός ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν ἱερῶν κειμένων γιά τήν διαμόρφωση τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχουμε πληροφορίες καί ἀπό ἄλλες πηγές γιά τό θέμα αὐτό. Καί πρῶτα-πρῶτα εἶναι σημαντική ἡ μαρτυρία πού ἔχουμε ἀπό τήν γνωστή μας μετάφραση τῶν Ο´. Ἡ μετάφραση αὐτή ἄρχισε περί τά μέσα τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου γιά τούς ἐκεῖ διαβιοῦντας Ἰουδαίους καί τελείωσε περί τά μέσα τοῦ 2ου αἰ. π.Χ., περιέλαβε δέ τά γνωστά σέ ᾽μᾶς 49 βιβλία. Ὁ κανόνας αὐτός τῶν Ο´ ἔχει ἔκτοτε λάβει τό ὄνομα «Ἀλεξανδρινός κανόνας» καί ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς «εὐρύς» κανόνας σέ ἀντίθεση μέ τόν «στενό» κανόνα πού ἐπεκράτησε στήν Παλαιστίνη. Ὁ χαρακτηρισμός «εὐρύς» δόθηκε σ᾽ αὐτόν γιατί περιέχει περισσότερα βιβλία ἀπό τόν «Παλαιστινό Κανόνα».
Γιά τόν «Παλαιστινό Κανόνα», μᾶς παρέχει ἀκριβέστερες πληροφορίες ὁ Ἰουδαῖος ἱστοριογράφος Φλάβιος Ἰώσηπος, ὁ ὁποῖος γράφοντας τό ἔργο του «Κατά Ἀπίωνος» (μετά τό 93 μ.Χ.) ἀναφέρει ὄχι μόνο τήν τριμερῆ διαίρεση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν Ἑβρ. Βίβλο, δηλαδή τήν διαίρεση σέ Νόμο, Προφῆτες καί Ἁγιόγραφα, ἀλλά καί τά ἐπί μέρους βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τά ὁποῖα ἀριθμεῖ σέ 22, κατά τόν ἀριθμό τῶν γραμμάτων τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου (Κατά Ἀπίωνος 1,38. Πρβλ. Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. Γ´, 5,1-5). Ὁ ἀριθμός 22 προκύπτει πιθανῶς ἐκ τῆς ἀριθμήσεως τῶν 12 ἐλασσόνων προφητῶν ὡς ἑνός βιβλίου καί ἐκ τῆς συγκαταριθμήσεως τῆς Ρούθ μέ τούς Κριτές, τοῦ Ἔσδρα μέ τόν Νεεμία καί τῶν Θρήνων μέ τόν Ἰερεμία. Ὁ Ἰώσηπος ὡς χρόνο κατά τόν ὁποῖο συνετελέσθη ὁ Παλαιστινός κανών φαίνεται νά δέχεται τόν χρόνο τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρταξέρξου, δηλ. τήν ἐποχή τοῦ Ἔσδρα καί τοῦ Νεεμίου. Στά βιβλία τά ὁποῖα ἐγράφησαν μετά ἀπό αὐτήν τήν χρονική περίοδο ὁ Ἰώσηπος ἀναγνωρίζει μέν τό κῦρος, ἀφοῦ καί ἐπανειλημμένως ἀναφέρεται σέ μερικά ἀπό αὐτά σάν νά πρόκειται γιά ἱερές πηγές, ἀλλά ὅμως ἀκολουθώντας τήν πράξη τοῦ συγχρόνου του φαρισαϊκοῦ ἰουδαϊσμοῦ, λέγει ὅτι τό κῦρος τῶν βιβλίων αὐτῶν ὑπελείπετο ἔναντι τοῦ κύρους τῶν παλαιοτέρων, γιατί τό προφητικό χάρισμα (ἡ θεοπνευστία) ἐθεωρεῖτο ἀπό αὐτόν ὡς δῆθεν ἀπεσβεσμένο μετά τούς χρόνους τοῦ Ἔσδρα. Ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Ἰωσήπου φαίνεται ὅτι ἴσχυε γιά τόν φαρισαϊκό παλαιστινό Ἰουδαϊσμό.
Σαφέστερος εἶναι ὁ κατάλογος τῶν κανονικῶν βιβλίων πού περιέχεται στό Ταλμούδ (Baba bathra 14β καί 15α) πού κατάγεται ἀπό τό τέλος τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ., ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὄχι μόνο κάθε ἕνα βιβλίο, ἀνεβάζοντας τόν ἀριθμό τους σέ 24 (ὅπως καί τό Δ´ Ἔσδρας), καί μάλιστα κατά τήν σειρά πού ἐπεκράτησε ἀργότερα στούς Ἰουδαίους, ἀλλά ἀναφέρει καί τόν συγγραφέα κάθε βιβλίου.
Οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Παλαιστίνης ἔκλιναν πρός ἕναν στενότερο κανόνα ἀπό τόν κανόνα τῶν Ο´. Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὁ Παλαιστινός αὐτός κανών τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τοὐλάχιστον μέχρι τό τέλος τοῦ 1ου αἰ. μ.Χ. δέν εἶχε κλεισθεῖ ὁριστικά μέ κάποια ἐπίσημη πράξη. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἀμφιταλάντευση τῶν ραββίνων τῆς ἐποχῆς αὐτῆς γιά τήν κανονικότητα ὁρισμένων βιβλίων, τά ὁποῖα τελικῶς ἀναγνωρίστηκαν ὡς κανονικά, καί ἀπό τήν ἀπόδοση τιμῆς σέ ὁρισμένα ἀπό αὐτά πού στήν συνέχεια ἀποκλείστηκαν ἀπό τόν Ἑβραϊκό κανόνα. Σταδιακά ὅμως ὁ στενός κανόνας ἐπεκράτησε στούς ἀπανταχοῦ Ἰουδαίους. Στόν κανόνα αὐτόν ἀποκλείστηκαν τά ἐπί πλέον βιβλία τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο´, πιθανώτατα ἐξ ἀντιδράσεως πρός τούς χριστιανούς, στούς ὁποίους ἀπελάμβανε μεγάλη τιμή ἡ μετάφραση αὐτή. Τά βιβλία αὐτά πού ἀποκλείστηκαν ἀπό τόν Ἑβραϊκό κανόνα ὀνομάστηκαν πολύ ἀργότερα ἀπό τόν ρωμαιοκαθολικό θεολόγο Σῆξτο τῆς Σιέννης (1520-1569 μ.Χ.) «Δευτεροκανονικά», σέ ἀντίθεση πρός τά ἄλλα, τά κεκανονισμένα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τά ὁποῖα ἔλαβαν τήν ὀνομασία «Πρωτοκανονικά».
Στίς νεώτερες ἔντυπες εκδόσεις τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου, τά βιβλία ἔχουν διαφορετική ἀρίθμηση καί ἀναλύονται περαιτέρω σε 39, ὅπως ἤδη ἔχουμε δεῖ.


Ὁ χριστιανικός Κανόνας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Ἡ χριστιανική Ἐκκλησία παρέλαβε τόν κανόνα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τήν ἰουδαϊκή Συναγωγή. Ἐπειδή ὅμως ἔκανε χρήση κυρίως τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο´, παρέλαβε τόν κανόνα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπό τήν εὐρεία του μορφή, τήν ὁποία παρέδωσαν οἱ Ο´. Ἀπό τά 350 χωρία τῆς Π.Δ., τά ὁποῖα παρατίθενται στήν Κ.Δ., τά 300 τοὐλάχιστον συμφωνοῦν μέ τούς Ο´. Οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ.Δ., ἄν καί δέν παραπέμπουν στά Δευτεροκανονικά λεγόμενα βιβλία, φαίνεται ὅμως ὅτι ἔχουν αὐτά πρό ὀφθαλμῶν (πρβλ. Ἑβρ. 1,3 καί Σ. Σολ. 7,26. Ἑβρ. 11,34 καί Β´ Μακ. 6,18-27, Ἰακ. 1,19 καί Σ. Σειρ. 5,13, Ἀποκ. 8,2 καί Τωβ. 12,15). Ἡ ἐπίδρασή τους καί μάλιστα ἡ ἐπίδραση τῆς Σ. Σολ. εἶναι καταφανής στίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου (πρβλ. Ρωμ. 1,19 καί Σ. Σολ. 13,1 ἑξ. Ρωμ. 9,3. 10,1 καί Προσευχή Μαρδοχαίου, Α´ Κορ. 2,10 καί Ἰδθ. 8,14 κ.λπ.).
Στήν ἀκολουθούσα πατερική γραμματεία τά πράγματα εἶναι σαφέστερα. Ἤδη οἱ ἀποστολικοί Πατέρες, ἔπειτα δέ καί οἱ ἀπολογητές καί οἱ λοιποί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς τῶν τριῶν πρώτων μετά Χριστόν αἰώνων, συμπεριλαμβανομένου τοῦ Ὠριγένους, χρησιμοποιοῦν στά ἔργα τους τά Δευτεροκανονικά, πολλές φορές χωρίς διάκριση ἀπό τά Πρωτοκανονικά, παραθέτοντας χωρία καί ἀπό αὐτά καί χαρακτηρίζοντας αὐτά ὡς «θεῖες γραφές».
Ἀπό τό τέλος τοῦ 2ου αἰ. ὅμως ἐμφανίζονται στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα πρῶτα στήν Ἀνατολή, ὅπου ἡ ἐπίδραση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἦταν ἰσχυρότερη, τάσεις πρός ὑπερτίμηση τοῦ παλαιστινοῦ ἰουδ. Κανόνος εἰς βάρος τῶν Δευτεροκανονικῶν βιβλίων. Οἱ τάσεις αὐτές, ἄν καί βρῆκαν θιασῶτες ἐπιφανεῖς ἄνδρες τοῦ 4ου καί 5ου αἰ. στήν Ἀνατολή καί τήν Δύση, δέν ἐπιβλήθηκαν στήν χριστιανική Ἐκκλησία. Ἀλλά καί ὅσοι ὑποστήριξαν θεωρητικά τόν στενότερο κανόνα, στήν πράξη ἀκολούθησαν τόν εὐρύτερο κανόνα, παραθέτοντες χωρία ἀδιακρίτως καί ἀπό τά Πρωτοκανονικά καί ἀπό τά Δευτεροκανονικά βιβλία.
Πρῶτος ἀντιπρόσωπος αὐτῆς τῆς τάσεως εἶναι ὁ Μελίτων Σάρδεων († 180 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος σέ ἐπιστολή του παρέθεσε κατάλογο τῶν βιβλίων τῆς Π.Δ., πού περιελάμβανε μόνο τά Πρωτοκανονικά, πλήν τοῦ βιβλίου τῆς Ἐσθήρ. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἰούλιος ὁ Ἀφρικανός (περί τό 240 μ.Χ.) διετύπωσε ἀμφιβολίες περί τῆς κανονικότητος τῆς ἱστορίας τῆς Σωσάννας, ἀλλά πολεμήθηκε ἀπό τόν Ὠριγένη.
Σπουδαιότερη ὅμως εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Μ. Ἀθανασίου († 373 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος στήν πασχάλιο ἐπιστολή του τοῦ ἔτους 367, ἀπαριθμεῖ ὡς κανονικά 22 βιβλία τῆς Π.Δ., στά ὁποῖα συγκαταλέγει ὅλα σχεδόν τά Πρωτοκανονικά, πλήν τῆς Ἐσθήρ, καί ἐκ τῶν Δευτεροκανονικῶν τήν Ἐπιστ. Ἰερεμίου καί τόν Βαρούχ καί παρατηρεῖ τά ἑξῆς: «Ταῦται πηγαί τοῦ σωτηρίου... Ἀλλ᾽ ἕνεκα τε πλείονος ἀκριβείας προστίθημι δή τοῦτο γράφων ἀναγκαίως, ὡς ὅτι ἔστι καί ἕτερα βιβλία τούτων ἔξωθεν, οὐ κανονιζόμενα, τετυπωμένα δέ παρά τῶν πατέρων ἀναγινώσκεσθαι τοῖς ἄρτι προσερχομένοις κατηχεῖσθαι τόν τῆς εὐσεβείας λόγον... Καί ὅμως... κᾀκείνων κανονιζομένων καί τούτων ἀναγινωσκομένων... οὐδαμοῦ τῶν ἀποκρύφων μνήμη, ἀλλ᾽ αἱρετικῶν ἐστιν ἐπίνοια». Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος δηλαδή διακρίνει μέν τά βιβλία τῆς Π.Δ. σέ «κανονικά» καί σέ «ἀναγινωσκόμενα», ἀλλά ἀντιδιαστέλλει αὐτά ἀπό τά ἀπόκρυφα. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ τά ἀναγινωσκόμενα καί στά δογματικά ἔργα του (Κατά Ἀρειαν. 1,13. 6,30. Πρός Σεραπ. 1,6).
Ἐπίσης ἄξια προσοχῆς εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίλλου Ἰεροσολύμων († 386), ὁ ὁποῖος στήν Δ´ Κατήχησή του (33-36) ἀναγνωρίζει καί αὐτός ὡς ἀναντίρρητες θεῖες γραφές («μετά παρρησίας ἀναγινωσκομένας») τόν στενότερο Κανόνα, ἀποτελούμενο ὄχι μόνο ἀπό τά βιβλία τοῦ Παλαιστινοῦ κανόνα (πλήν τῆς Ἐσθήρ), ἀλλά καί ἀπό τόν Βαρούχ καί τήν ἐπιστολή Ἰερεμίου. Γιά τά ἄλλα δευτεροκανονικά βιβλία ὁ Κύριλλος λέγει: «τά δέ λοιπά ἔξω κείσθω ἐν δευτέρῳ». Δέχεται δηλαδή αὐτά ὡς ἱερά βιβλία σέ δεύτερη μοίρα. Στήν πράξη ὅμως παραβλέπει καί αὐτός τήν θεωρία αὐτή.
Ἐπίσης θεωρητικῶς μόνο ἀναγνωρίζουν τόν στενότερο κανόνα ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός († 390), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπαγγέλλει λόγο «Εἰς τούς Μακκαβαίους» καί οἱ Παλαιστινοί Εὐσέβιος († 340) καί Ἐπιφάνιος († 403). Περισσότερο ριζοσπαστικός ἦταν ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας († 428), ὁ ὁποῖος ἀπέκλειε καί ὁρισμένα πρωτοκανονικά βιβλία (ὅπως τόν Ἰώβ, τό Ἆσμα, τόν Ἐκκλ., καί τά Παραλ., Ἔσδ.-Νεεμ. καί Ἐσθήρ), ἀλλά τόν ὁποῖο δέν ἀκολούθησαν ἄλλοι, τοὐλάχιστον στήν Ἀνατολή.
Στήν Δύση ὑπό τήν ἐπιδραση τῆς θεωρίας τοῦ στενοτέρου κανόνος διατελοῦν οἱ Ἱλάριος Πικταβίου († 366), Ρουφῖνος († 480) καί μάλιστα ὁ Ἱερώνυμος († 420), ὁ ὁποῖος στόν Prologus Galeatus παραδέχεται αὐτούσιο τόν Παλαιστινό Κανόνα καί χαρακτηρίζει τά ἄλλα βιβλία ὡς «ἀπόκρυφα», μέ τήν ἔννοια ὅμως τοῦ «μή κανονικός» καί ὄχι τοῦ νόθου, καί περιλαμβάνει αὐτά στήν περίφημη Βουλγάτα. Ὁμολογεῖ δέ ὅτι σέ ὅσα λέγει περί τοῦ κανόνος ἀκολουθεῖ τόν τρόπο τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά οἱ ἐπίσημοι ἐκκλησιαστικοί κύκλοι δέν συμφωνοῦν πρός αὐτόν (Praef. in Tob. Apol. adv. Rufinum). Μέ τόν Ἱερώνυμο συμφωνεῖ καί ὁ Γρηγόριος ὁ Διάλογος († 604).
Ὅμως ἄλλοι σπουδαῖοι Πατέρες καί Ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς δέν κάνουν διάκριση ἀνάμεσα σέ πρωτοκανονικά καί δευτεροκανονικά βιβλία. Τέτοιοι εἶναι στήν μέν Ἀνατολή οἱ Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Λουκιανός, Ἰω. Χρυσόστομος, Κύριλλος Ἀλεξ., Θεοδώρητος Κύρου, Πολυχρόνιος, Θεόδωρος Ἡρακλείας καί οἱ Ἀφραάτης, Ἐφραίμ ὁ Σῦρος κ.ἄ., στήν δέ Δύση οἱ Λακτάντιος, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος κ.ἄ. Ἡ γνώμη αὐτή ὑπέρ τοῦ εὐρυτέρου κανόνος ἐπεκράτησε στήν Ἐκκλησία κατά τούς μετέπειτα αἰῶνες.
Τέλος νά σημειωθεῖ ὅτι στά μνημεῖα τῆς ἀρχαίας χριστιανικῆς τέχνης σώζονται εἰκόνες δανεισμένες ὄχι μόνο ἀπό τά πρωτοκανονικά, ἀλλά καί ἀπό τά δευτεροκανονικά βιβλία. Ἀλλά καί οἱ περισσότερες παλαιές μεταφράσεις, βασισθεῖσες στούς Ο´, περιέλαβαν καί τά δευτεροκανονικά βιβλία. Ἐπίσης τόν εὐρύτερο κανόνα ἀκολουθοῦν καί οἱ πιό σημαντικοί ἀρχαῖοι κώδικες τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ἔχουν διασωθεῖ.

Παρ᾽ ὅλα αὐτά στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει λυθεῖ τό ζήτημα μέ ρητή συνοδική ἀπόφαση καθολικοῦ κύρους καί ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐξηγοῦνται οἱ διάφορες ἀμφισβητήσεις. Οἱ κατά τόπους ὅμως ἐκκλησίες διατύπωσαν τήν θέση τους γιά τόν κανόνα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές, ἄν καί ὄχι πλήρως σύμφωνες στίς λεπτομέρειές τους, γενικῶς παρουσιάζουν μία ὁμοιομορφία.
Ἔτσι, ἤδη ἡ Α´ Οικ. Σύνοδος (325) ἔκανε χρήση τοῦ βιβλίου τῆς Ἰουδίθ. Ἔπειτα ἔρχεται ὁ 60ος κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου (μεταξύ 343 καί 381), ὁ ὁποῖος δέν περιλαμβάνει στά κανονικά βιβλία τά Ἀναγινωσκόμενα, ἀλλά ἡ γνησιότητα τοῦ κανόνος αὐτοῦ ἀμφιβάλλεται σοβαρῶς. Ἀντιθέτως σύνοδος πού συνῆλθε στήν Ρώμη ἐπί τοῦ πάπα Δαμάσου (382) μέ ἀπόφασή της σωζομένη στό Decretum Gelasianum περιέλαβε στά κανονικά βιβλία τά περισσότερα τῶν Ἀναγινωσκομένων, πλήν τοῦ Α´ Ἔσδρα καί τοῦ Γ´ Μακ. Τό ἴδιο ἔπραξε καί ἡ σύνοδος στήν Ἱππώνα τῆς Ἀφρικῆς, πού συνῆλθε τό 393 μέ τόν 31 κανόνα της, ὁ ὁποῖος ἐπικυρώθηκε καί ἀπό τήν Γ´ καί Δ´ ἐν Καρθαγένῃ Σύνοδο (ἀπό τόν 24(32) τῆς Γ´ καί Δ´ ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου (397 καί 419), ὁ ὁποῖος συμπίπτει στό λατινικό πρωτότυπο μέ τόν κατάλογο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.)*
Ἀργότερα ἡ λεγομένη Πενθέκτη ἤ ἐν Τρούλλῳ (692) Οἰκ. Σύνοδος μέ τόν 2ο κανόνα της ἐπεσφράγισε τήν 39η ἑορταστική ἐπιστολή τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τούς κανόνες τῆς Λαοδικείας, τούς λεγομένους Ἀποστολικούς κανόνες, πού ἀναγνωρίζουν τά 3 Μακ. (ἐκ τῶν ὁποίων ὁ 85ος ἀναγνωρίζει τά 3 Μακ., πιθανῶς δέ (κατά ἕνα χειρόγραφο) καί τήν Ἰουδίθ καί τήν Σ. Σολ.) καί τούς κανόνες τῆς Γ´ καί Δ´ ἐν Καρθαγένῃ Συνόδων. Ἔτσι, ἡ πενθέκτη Οἰκουμ. Σύνοδος μέ τήν ἀπόφασή της αὐτή δέν ἔθεσε μέν τέρμα στό θέμα τοῦ κανόνος, ἐμμέσως ὅμως υἱοθέτησε τόν ἀφρικανό κατάλογο, δηλαδή τόν πληρέστερο κατάλογο, σάν συμπλήρωμα τῶν στενοτέρων καταλόγων (Μ. Ἀθαν. 60ου Λαοδ.). Ἐνίσχυσε λοιπόν στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν γνώμη γιά τόν εὐρύτερο κανόνα. Ὑπό τήν ἐντύπωση αὐτή διατελεῖ καί ὁ Μέγας Φώτιος († 891).
Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία κατά τήν σύνοδο τοῦ Τριδέντου (1545-1563) θέσπισε τόν εὐρύτερο κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁριστικό τέρμα στό ἐν λόγω ζήτημα ἔθεσε ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία μέ τήν Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1870), ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τήν ἀπόφαση τῆς ἐν Τριδέντῳ Συνόδου. Οἱ προτεστάντες ἀντιθέτως υἱοθέτησαν τόν ἰουδαϊκό κανόνα, χαρακτήρισαν τά Δευτεροκανονικά ὡς ἀπόκρυφα, κατ᾽ ἀντιδιαστολή πρός τά ψευδεπίγραφα, καί ἄλλοτε μέν ἐκδίδουν καί αὐτά μαζί μέ τήν Βίβλο ὡς ὠφέλιμα, ἄλλοτε δέ τά ἐξοβελίζουν τελείως.
Στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας σήμερα ἐπικρατεῖ ἡ παλαιά γνώμη τῆς Ἐκκλησίας περί τῶν Ἀναγινοσκωμένων ἤ Δευτεροκανονικῶν ὡς ἰσοκύρων πρός τά Πρωτοκανονικά, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν χρήση τους στήν λατρεία καί ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν συνόδων στά Ἰεροσόλυμα καί τήν Κωνσταντινούπολη κατά τόν 17ο αἰ.

Ὁ κανόνας τῆς Καινῆς Διαθήκης (α)

Ἐνῶ τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐγράφησαν σέ μία χρονική περίοδο 1.000 περίπου χρόνων, τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐγράφησαν σέ λιγότερο ἀπό 100 ἔτη, καί μάλιστα κατά τό β´ μισό τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ., ἀπό διαφόρους συγγραφεῖς προερχόμενους ἀπό τήν πρώτη χριστιανική κοινότητα, αὐτόπτες καί αὐτηκόους μάρτυρες τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Πρόκειται γιά κείμενα περιστασιακά, τά ὁποῖα ἐγράφησαν γιά νά καλύψουν ἀνάγκες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἡ συλλογή τους καί ἡ ἀναγνώρισή τους ὡς ἱερῶν κειμένων ἄρχισε ἀπό τά τέλη τοῦ 1ου αἰ. καί ὁλοκληρώθηκε, μέ σημαντικές διακυμάνσεις στίς διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες, στά μέσα τοῦ 4ου αἰ.
Στά πρῶτα χρόνια μετά ἀπό τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡ πρώτη Ἐκκλησία δέν γνώριζε κάποια γραπτή συλλογή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι διεδίδοντο προφορικά. Ἀντίθετα προϋπέθετε τήν συλλογή τῶν βιβλίων τῆς Π.Δ., στά ὁποῖα ἀπέδιδε, ὅπως ἤδη ἔχουμε δεῖ, θεόπνευστο κῦρος καί αὐθεντία. Σέ ἀντίθεση δέ μέ τόν Ἰουδαϊσμό, ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἑρμήνευσε τήν Π.Δ. ὡς κείμενο προφητικό-μεσσιανικό, τό ὁποῖο ἐκπληρώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Ἰ. Χριστοῦ καί στήν Ἐκκλησία.
Περισσότερο ὅμως ἀπό τήν καθιερωμένη ἀξία τῆς Π.Δ. ἡ πρώτη Ἐκκλησία γνώριζε ὡς μοναδική αὐθεντία της τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού τήν καθοδηγοῦσε στήν ὀρθή κατανόηση τῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἔργου Του. Ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος στό Εὐαγγέλιό του παραθέτει συχνά λόγους τοῦ Κυρίου, στούς ὁποίους Αὐτός παρουσιάζεται ὡς ἔχων μοναδική αὐθεντία, ἀνωτέρα τοῦ Μωυσέως, καί δυνατότητα συμπληρώσεως καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις “οὐ φονεύσεις”· ὅς δ᾽ ἄν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει» (Ματθ. 5,21 ἑξ.). Δηλαδή, «ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε στούς ἀρχαίους (ἐνν. τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ) «δέν θά φονεύσεις»· καί ὅποιους φονεύσει θά εἶναι ἔνοχος στήν κρίση. Ἐγώ ὅμως λέω σέ σᾶς ὅτι κάθε ἕνας ὁ ὁποῖος ὀργίζεται μέ τόν ἀδελφό του χωρίς λόγο, θά εἶναι ἔνοχος στήν κρίση». Ἀνάλογο εἶναι τό πνεῦμα καί τῶν ἄλλων εὐαγγελίων.
Πρῶτος χρονικῶς, ὁ ὁποῖος παραδίδει αὐθεντικά λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τούς τύπους «λέγω ἐν λόγῳ Κυρίου» (Α´ Θεσ. 4,15) ἤ «παραγγέλλει ὁ Κύριος» (Α´ Κορ. 7,10) ἤ «διέταξεν ὁ Κύριος» (Α´ Κορ. 9,14) ἤ ἀκόμη «ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου» (Α´ Κορ. 11,23) ἤ «αὐτός εἶπεν» (Πράξ. 20,35).
Παράλληλα ὅμως ὁ ἀπ. Παῦλος προβάλλει καί τήν δική του ἀποστολική μαρτυρία ὡς αὐθεντική καί δεσμευτική, διότι καί αὐτός ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα (Α´ Κορ. 7,40. 14,37-38) καί δέχθηκε ἀποκαλύψεις τοῦ Κυρίου (Γαλ. 1,16. 2,2. Ἐφ. 3,3). Μάλιστα στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του λέγει ὅτι ὅσα δίδαξε τούς Γαλάτες ἀποτελοῦν τήν μόνη ἀλήθεια γιά τήν πίστη, τήν ὁποία ὅποιος ἀμφισβητεῖ, ἀκόμη καί ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, βρίσκεται στό ἀνάθεμα: «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. Ὡς προειρήκαμεν καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,6-9). Τό ἴδιο δεσμευτική γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία ἦταν φυσικά ἡ διδασκαλία καί τῶν ἄλλων ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι γενικώτερα ἐθεωροῦντο ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία ὡς οἱ αὐθεντικοί αὐτόπτες καί αὐτηκόοι μάρτυρες ὅλων τῶν ἱστορικῶν περιστατικῶν τοῦ Ἰ. Χριστοῦ ἀπό τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναλήψεως (Πράξ. 1,21-22). Χαρακτηριστικοί ἐδῶ εἶναι οἱ λόγοι τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου: «Ὅ ἦν ἀπ᾽ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς... ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν... ἵνα ἡ χαρά ἡμῶν ᾗ πεπληρωμένη» (Α´ Ἰωάν. 1,1). Δηλαδή «Αὐτό πού ὑπῆρχε ἀπό τήν ἀρχή, αὐτό πού ἀκούσαμε, αὐτό πού εἴδαμε μέ τά μάτια μας, αὐτό πού εἴδαμε καί ψηλάφισαν τά χέρια μας περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς... ἀπαγγέλλουμε σέ ᾽σᾶς... γιά νά εἶναι ἡ χαρά μας ὁλοκληρωμένη».
Ἐνωρίς λοιπόν ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἐκτός ἀπό τήν Π.Δ., ἀναγνώριζε ὡς δεσμευτικά τόσο τά λόγια τοῦ Κυρίου ὅσο καί τήν ἀποστολική παράδοση ἤ ἑρμηνεία τους, ἄν καί ὡς ἔσχατη καί ἀπόλυτη αὐθεντία της παρέμενε καί παραμένει πάντα ὁ ζωντανός καί παρών στήν ζωή της ἀναστάς Κύριος.
Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου στήν ἀρχή μετεδίδοντο προφορικῶς. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὅμως οἱ ἀνάγκες τοῦ κηρύγματος, τῆς ἱεραποστολῆς, τῆς κατηχήσεως καί τῆς λατρείας ἐπέβαλαν τήν καταγραφή τῶν προφορικῶν αὐτῶν παραδόσεων γιά τά λόγια καί τά ἔργα Του. Ἔτσι προῆλθαν τά τέσσερα Εὐαγγέλια κατά τό χρονικό διάστημα ἀπό τό 65 μ.Χ. (Μάρκ.) ὡς τήν δεκαετία τοῦ 90 (Ματθ., Λουκ., Ἰωάν.). Βεβαίως τά Εὐαγγέλια ἀπευθύνονταν ἀρχικά σέ ὁρισμένους κύκλους ἀναγνωστῶν, γρήγορα ὅμως διαδόθηκαν καί σέ ἄλλες περιοχές. Δέν καθιερώθηκαν ὅμως ἀμέσως στήν ζωή ὁλόκληρης τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Αὐτό ἔγινε ἀργότερα, ὅταν συνέτρεξαν καί ἄλλες ἱστορικές συνθῆκες.

Εἶναι ἄγνωστο πότε καθιερώθηκε ἡ συλλογή τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων. Στήν δεκαετία τοῦ 70 ἤ τοῦ 80 μ.Χ. ὁ Ματθαῖος καί ὁ Λουκᾶς χρησιμοποιοῦν ὡς πηγή τους τόν Μάρκ. (κατά τήν ὑπόθεση τῶν δύο πηγῶν), ἐνῶ τό κατά Ἰωάννην ἦταν γνωστό περί τό 100 μ.Χ. στήν κεντρική Αἴγυπτο (ὅπως φαίνεται ἀπό τόν πάπυρο 52). Τήν ἴδια ἐποχή ἕνα ἀρχαῖο κείμενο, ἡ Διδαχή (8,2. 11,3. 15,3 καί 4), καί λίγο ἀργότερα (μεταξύ 107 καί 117) ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας (Σμυρν. 7,2) γνωρίζουν τοὐλάχιστον ἕνα γραπτό Εὐαγγέλιο, ἐνῶ ὁ Παπίας Ἱεραπόλεως (περί τό 130 μ.Χ.) παρέχει στό χαμένο ἔργο του «Κυριακῶν λογίων ἐξηγήσεις» τίς ἀρχαιότερες πληροφορίες γιά τήν προέλευση τῶν Εὐαγγελίων Ματθ. καί Μάρκ., καί γνωρίζει καί τό Ἰωάν. (στόν Εὐσέβιο, Ἐκκλ. Ἱστ. ΙΙΙ, 15-17). Παράλληλα, οἱ ἐκκλ. συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς αὐτῆς ἀρχίζουν νά παραπέμπουν στά Εὐαγγέλια μέ τούς τύπους «ὡς γέγραπται» (Βαρν. 4,14 = Ματθ. 22,14), «ἑτέρα γραφή λέγει» (Β´ Κλήμ. 2,4 = Ματθ. 9,13) κ.ἄ. Πρώτη ἡ Β´ Κλήμεντος παραπέμπει σέ συγκεκριμένα χωρία τῶν Εὐαγγελίων. Γύρω λοιπόν στό 150 ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει γραπτές μορφές τῆς εὐαγγελικῆς παραδόσεως, παράλληλα μέ τήν προφορική καί ζωντανή ἔκφρασή της (πρβλ. καί Α´ Κλήμ. 13,1-2. Πολυκάρπου, Φιλιπ. 2,3). Τά Εὐαγγέλια ὅμως δέν ἔχουν ἀκόμη καθιερωθεῖ γενικώτερα. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες καί οἱ πρῶτοι Ἀπολογητές ἀναφέρουν λόγους τοῦ Κυρίου, πού δέν περιέχονται σ᾽ αὐτά (τά λεγόμενα «ἄγραφα»), ὅπως π.χ. Ἰγνατίου, Σμυρν. 3,2.2 Κλήμ. 4,5. 5,2-4. 8,5. 12,2. Ἰουστίνου, Ἀπολ. Α´ 35,6. Διάλ. 47. 49. 51 κ.ἄ. Κατά τήν ἐποχή λοιπόν αὐτή, τό περιεχόμενο τῶν Εὐαγγελίων ἦταν γνωστό ὡς ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἴτε σέ προφορική εἴτε σέ γραπτή μορφή.

Πληρέστερες πληροφορίες διαθέτουμε γιά τήν συλλογή τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ ἀπ. Παύλου. Ἡ συλλογή τους φαίνεται νά ἄρχισε ἐνωρίτερα ἀπό ἐκείνη τῶν Εὐαγγελίων. Ἤδη ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στούς Κολοσσαεῖς καί τούς Λαοδικεῖς νά ἀνταλλάξουν καί νά ἀναγνώσουν στήν λατρευτική τους σύναξη τίς Ἐπιστολές πού ἀπηύθυνε πρός τίς δύο κοινότητες (Κολ. 4,16). Αὐτό βέβαια σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος θεωροῦσε τίς Ἐπιστολές του ὡς ἐγκύκλια γράμματα πού ἀπευθύνονταν πρός ὅλες τίς κοινότητες, πού ἵδρυσε ἤ γνώριζε. Συνεπῶς ἡ συλλογή τους πρέπει νά ἄρχισε πολύ νωρίς. Πράγματι, ἡ Β´ Πετρ. (3,15), πού ἀπευθύνεται σέ εὐρύτερο κύκλο ἀναγνωστῶν, γνωρίζει μία παρόμοια συλλογή («Καί τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε, καθώς καί ὁ ἀγαπητός ἡμῶν ἀδελφός Παῦλος κατά τήν αὐτῷ δοθεῖσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καί ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περί τούτων...»). Ἐπίσης κατά τά τέλη τοῦ 1ου αἰ. (περί τό 94) ἡ Α´ Κλήμ. γνωρίζει τήν Ρωμ. καί τήν Α´ Κορ. (35,5 ἑξ. καί 47,1-3 ἀντίστοιχα), ἐνῶ λίγο ἀργότερα ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ὄχι μόνο τήν Α´ Κορ. καί τήν Ἐφ., ἀλλά καί ἄλλες, ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος στήν Ἐφ. 12,2 («ὅς ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ...»). Ἀκόμη σαφέστερος εἶναι ὁ Πολύκαρπος Σμύρνης, πού βεβαιώνει στήν ἐπιστολή του πρός Φιλιπ. τήν αὐθεντία ὅλων τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου, ἐκτός ἀπό τίς Α´ Θεσ., Τίτ. καί Φιλήμ. (πρβλ. κεφ. 1. 4. 5. 9) καί μάλιστα προϋποθέτει ὅτι καί οἱ Φιλιππήσιοι γνωρίζουν τίς παύλειες ἐπιστολές (3,2). Ἀργότερα ὁ Ἰουστῖνος ἐπιβεβαιώνει τήν ἴδια κατάσταση, ἀφοῦ χρησιμοποιεῖ πολλαπλά χωρία ἀπό τίς περισσότερες ἐπιστολές τοῦ Παύλου.


Ὁ κανόνας τῆς Καινῆς Διαθήκης (β)

Κατά τό 2ο ἥμισυ τοῦ 2ου αἰ. (150-180) συντελεῖται τό ἀποφασιστικό βῆμα γιά τήν διαμόρφωση καί καθιέρωση τοῦ κανόνα τῆς Κ.Δ. Εἶναι ἡ ἐποχή τῶν Ἀπολογητῶν καί τῶν ἀντιρρητικῶν συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι στήν διαμάχη τους μέ τούς Ἰουδαίους καί τούς γνωστικούς αἱρετικούς χρησιμοποιοῦν ὅλα σχεδόν τά βιβλία τῆς Κ.Δ., ἐνῶ παράλληλα καθιερώνεται ἡ χρήση τους στήν λατρεία.
Ἡ πρώτη γνωστή συλλογή ὁρισμένων βιβλίων τῆς Κ.Δ. ὀφείλεται σέ ἕναν αἱρετικό, τόν Μαρκίωνα. Αὐτός γύρω στά 145 διαμόρφωσε γιά τίς κοινότητές του ἕναν διπλό «κανόνα», τό «Εὐαγγέλιον» (τό ὁποῖο περιεῖχε τό κατά Λουκ. ἀπηλλαγμένο ὅμως ἀπό – κατ᾽ αὐτόν – ἰουδαϊκά στοιχεῖα) καί τό «Ἀποστολικόν» (οἱ 10 ἐπιστολές τοῦ Παύλου χωρίς τίς ποιμαντικές). Ἡ ἐπιλογή αὐτή ἦταν σύμφωνη μέ τήν αἱρετική δοξασία του ὅτι ὁ δημιουργός Θεός τῶν Ἰουδαίων ἦταν κατώτερος Θεός καί ὅτι τόν τέλειο Θεό τῆς ἀγάπης ἀποκάλυψε ὁ Ἰ. Χριστός. Κατά συνέπεια ἀπέρριψε ὁλόκληρη τήν Π.Δ. καί δέχθηκε ὡς γνήσιο ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ μόνον τόν Παῦλο. Αὐτή ἡ πράξη τοῦ αἱρετικοῦ Μαρκίωνα ἐπιτάχυνε τήν διαδικασία συλλογῆς τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε ἤδη ἀρχίσει.
Τίς πιό σαφεῖς πληροφορίες γιά τήν συλλογή καί καθιέρωση τῶν Εὐαγγελίων στήν λατρευτική κυρίως ζωή τῆς Ἐκκλησίας δίδει ὁ ἀπολογητής καί μάρτυς Ἰουστῖνος, κατά τά μέσα τοῦ 2ου αἰ. Στήν Α´ Ἀπολογία του βεβαιώνει ὅτι κατά τήν ἐποχή του τά Εὐαγγέλια ἦταν γνωστά ὡς «ἀπομνημονεύματα τῶν ἀποστόλων» (66,3 κ.ἀ.) καί δίδει τήν πολύτιμη πληροφορία ὅτι ὁρισμένες περικοπές τους (μαζί μέ ἐπιλογές ἀπό προφητικά βιβλία) ἀνεγινώσκοντο κατά τίς λατρευτικές συνάξεις τῶν πιστῶν τήν Κυριακή (Ἀπολ. Α´, 67,3). Ὁ Ἰουστῖνος συνεπῶς βεβαιώνει ὅτι κατά τά μέσα τοῦ 2ου αἰ. ὡς μοναδική πηγή γνώσεως τοῦ Ἰ. Χριστοῦ θεωροῦνται μόνον τά Εὐαγγέλια, τά ὁποῖα ἀποδίδονται στούς ἀποστόλους καί ἀναγινώσκονται στήν καθιερωμένη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Σῦρος Τατιανός (150-160), ὁ μαθητής τοῦ Ἰουστίνου, παραπέμπει ὡς αὐθεντία στόν Παῦλο (Πρός Ἕλληνας 13), ἀλλά καί συντάσσει «ἁρμονία» δηλ. συμπίλημα τῶν κανονικῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, τό γνωστό «διά τεσσάρων εὐαγγέλιον». Αὐτό ἦταν σέ χρήση στήν συριακή Ἐκκλησία μέχρι τόν 4ο αἰ., ἀπορρίφθηκε τελικά ὅμως ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού υἱοθέτησε τό «τετράμορφον εὐαγγέλιον». Παρόμοια «ἁρμονία», πού ἦταν μᾶλλον ὑπόμνημα, συνέταξε καί ὁ ἀντιοχεύς ἀπολογητής Θεόφιλος (κατά τόν Ἱερώνυμο). Ὁ ἴδιος μάλιστα ἀποδίδει τά ἱερά βιβλία τῆς Π.Δ. καί τά Εὐαγγέλια σέ «πνευματοφόρους ἄνδρες» (Πρός Αὐτόλυκον ΙΙ 22. ΙΙΙ 12) καί παραπέμπει σ᾽ αὐτά μέ τόν τύπο «κελεύει ἡμᾶς ὁ θεῖος λόγος». Ὁ Μελίτων Σάρδεων εἶναι ὁ πρῶτος πού ὀνόμασε τά Ἑβραϊκά ἱερά κείμενα ὡς Π.Δ. Αὐτό ἀσφαλῶς σημαίνει ὅτι γνωρίζει τήν συλλογή τῶν βιβλίων τῆς «Καινῆς Διαθήκης» (στόν Εὐσέβιο, Ἐκκλ. Ἱστ. IV 26,13-14). καί ὁπωσδήποτε τά «εὐαγγέλια» (πρβλ. σχετικά τά κεφ. 39-43 τῆς Περί Πάσχα ὁμιλίας του). Ὁ Ἀθηναῖος ἀπολογητής Ἀθηναγόρας (Περί ἀναστάσεως 18) παραπέμπει στήν Α´ Κορ. 15,53 μέ τήν φράση «κατά τόν ἀπόστολον». Τήν ἴδια ἐποχή οἱ Σκιλιτανοί μάρτυρες (τῆς Νουμιδίας) ὁμολογοῦν στόν ἀνακριτή τους ὅτι κρατοῦν μαζί τους libri et epistolae Pauli, δηλαδή χειρόγραφα τῆς Π.Δ., τῶν Εὐαγγελίων καί τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου (Acta martyrum Scilitanorum 12). Πρόκειται ἴσως γιά τήν πρώτη μαρτυρία λατινικῆς μεταφράσεως τῶν Εὐαγγελίων καί τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου.
Στήν συνέχεια ὁ Ἕλληνας ἐπίσκοπος Λουγδούνου Εἰρηναῖος παραδίδει σπουδαῖες πληροφορίες γιά τόν «κανόνα» τῆς Κ.Δ. στήν Δύση κατά τήν ἐποχή αὐτή. Γνωρίζει τό «τετράμορφον εὐαγγέλιον (Κατά Αἱρέσεων ΙΙΙ 11,8), τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τούς τέσσερις στύλους τῆς οἰκουμένης (ὁμοίως ΙΙΙ 11,7 ἑξ.). Ἀποδέχεται ἐπίσης 13 ἐπιστολές τοῦ Παύλου, τήν Α´ Πέτρ., Α´ Ἰωάν. καί τήν Ἀποκάλυψη. Κατά τόν Εὐσέβιο (Ἐκκλ. V 26) ἀναγνωρίζει καί τήν Ἑβρ., παραπέμπει στίς ἐπιστολές Β´ Ἰωάν. καί Ἰούδ. καί ἀποδέχεται ὡς κανονικό βιβλίο καί τόν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ (ὁμοίως V 8,7). Ὁ Εἰρηναῖος εἶναι ὁ πρῶτος πού γνωρίζει τόν συμβολισμό τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν μέ τέσσερα ζῶα (Ματθαῖος = ἄνθρωπος, Μᾶρκος = λέων, Λουκᾶς = μόσχος, Ἰωάννης = ἀετός) (Κατά Αἱρέσ. ΙΙΙ 11,8). Κατά τήν ἴδια ἐποχή ὁ λατῖνος Τερτυλλιανός γνωρίζει ἐπίσης 22 βιβλία τῆς Κ.Δ. (ἀγνοεῖ τίς Ἐπιστολές Ἰακ., Β´ Πέτρ., Β´ Γ´ Ἰωάν., ἐνῶ τήν Ἑβρ. πού δέν θεωρεῖ κανονική, ἀποδίδει στόν Βαρνάβα).
Ἰδιαίτερη ἀξία γιά τόν κανόνα τῆς Κ.Δ. ἔχει ἐπίσης ἕνας λατινικός κατάλογος τῶν βιβλίων της, πού εἶναι γνωστός μέ τό ὄνομα «κανών τοῦ Μουρατόρι». Περιέχει τά περισσότερα βιβλία τῆς Κ.Δ. (ἐκτός ἀπό τίς ἐπιστολές Α´ Β´ Πέτρ. καί Γ´ Ἰωάν.). Τό παλίμψηστο ἀποσπασματικό χειρόγραφο τοῦ 8ου αἰ. πού περιεῖχε τόν κατάλογο αὐτό, μαζί μέ κάποιες πληροφορίες γιά τήν προέλευση τῶν ἐπί μέρους βιβλίων τῆς Κ.Δ., ἀνακάλυψε στήν βιβλιοθήκη τοῦ Μιλάνου ὁ βιβλιοθηκάριος Μουρατόρι (περί τό 1740), ἀπό τόν ὁποῖο καί ἔλαβε τήν ὀνομασία του. Πρόκειται γιά κακή λατινική μετάφραση κάποιου ἑλληνικοῦ καταλόγου, πού ἀνάγεται πιθανῶς στά τέλη τοῦ 2ου αἰ. (μεταξύ 180 καί 200).
Κατά τά τέλη τοῦ 2ου αἰ. ὁ κανόνας τῆς Κ.Δ. ἀρχίζει νά ἀποκρυσταλλώνεται στήν ὁριστική μορφή του καί μάλιστα στήν Ἀλεξάνδρεια. Σπουδαῖοι μάρτυρες γιά τήν ἐξέλιξη αὐτή εἶναι οἱ ἀλεξανδρινοί Κλήμης καί Ὠριγένης. Ὁ Κλήμης γνωρίζει ὡς ἑνότητα τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί τίς 14 ἐπιστολές τοῦ Παύλου καθώς καί τίς Α´ Πέτρ., Α´ Β´ Ἰωάν. καί Ἰούδ. Βέβαια ὁ Κλήμης ἀποδίδει θεόπνευστο χαρακτῆρα καί σέ ἐθνικά συγγράμματα καί χρησιμοποιεῖ μέ τήν ἴδια ἔννοια καί ἔργα ἀποστολικῶν Πατέρων (Ἐπιστ. Βαρνάβα, Α´ Κλήμ., Διδαχή καί Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ) καθώς καί ἀπόκρυφα ἤ ψευδώνυμα κείμενα (Ἀποκ. Πέτρ. καί τά Εὐαγγέλια καθ᾽ Ἑβραίους καί Αἰγυπτίων). Αὐτό σημαίνει ὅτι τά βιβλία τῆς Κ.Δ. δέν ἔχουν ἀκόμη ὁριστικά διαχωρισθεῖ ἀπό ἄλλα πού ἦσαν γνωστά στήν Ἐκκλησία. Σέ κριτική διαφοροποίηση τῶν βιβλίων τῆς Κ.Δ. προβαίνει ὅμως ὁ μαθητής του Ὠριγένης. Αὐτός διακρίνει τά λεγόμενα «ἀναντίρρητα» ἤ «ὁμολογούμενα» (δηλ. 4 Εὐαγγέλια, 13 ἐπιστ. τοῦ Παύλου, Α´ Πέτρ., Α´ Ἰωάν., Πράξ. καί Ἀποκ.) ἀπό τά «ἀμφιβαλλόμενα» (κατ᾽ αὐτόν Β´ Πέτρ., Β´ Γ´ Ἰωάν., Ἑβρ., Ἰακ., Ἰούδ.) καί τά «ψευδῆ» (τά γνωστά τότε αἱρετικά καί ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια τῶν Αἰγυπτίων, Θωμᾶ, Βασιλείδη καί Μαθθία) (στόν Εὐσέβιο, Ἐκκλ. Ἱστορ. IV 25,3-10). Ἡ διάκριση αὐτή πού ἀποδίδει τήν τότε γνωστή πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικράτησε γενικώτερα στήν ἱστορία τοῦ κανόνα τῆς Κ.Δ. Καί οἱ δύο ἀλεξανδρινοί συγγραφεῖς βεβαιώνουν συνεπῶς ὅτι κατά τά τέλη τοῦ 2ου αἰ. τά τέσσερα Εὐαγγέλια, οἱ Πράξεις καί οἱ ἐπιστολές τοῦ Παύλου ἰσχύουν στήν καθολική Ἐκκλησία ὡς κανονική ἀπόλυτη αὐθεντία, ἐνῶ ὑπάρχει ἀμφιβολία σέ κάποιες τοπικές Ἐκκλησίες ὡς πρός τήν κανονικότητα ὁρισμένων καθολικῶν ἐπιστολῶν καί τῆς Ἀποκ. Ὡς κριτήριο συνεπῶς τῶν «ὁμολογουμένων» καί «ἀντιλεγομένων» βιβλίων τῆς Κ.Δ. ἰσχύει ἡ καθολική ἤ μή χρήση τους στήν Ἐκκλησία.

Ἡ σύνθεση τοῦ κανόνα τῆς Κ.Δ. ὁριστικοποιεῖται πλέον στήν Ἐκκλησία ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 3ου αἰ. καί περατώνεται στά μέσα τοῦ 4ου. Σέ ἀντίθεση μέ τά τέσσερα Εὐαγγέλια (τό πρῶτο μέρος τοῦ κανόνα), πού θεωροῦνται γενικά ὡς «ὁμολογούμενα» ἤ «κανονικά», συνεχίζεται ἡ συζήτηση ὡς πρός τήν κανονικότητα ὁρισμένων Ἐπιστολῶν καί τῆς Ἀποκ. Αὐτό βεβαιώνει ὁ κώδικας D (Codex Claromontanus) ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ., ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τήν Ἑβρ. καί κατατάσσει στά κανονικά βιβλία τόν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ, τίς Πράξεις Παύλου καί τήν Ἀποκ. Πέτρου. Ἐπίσης ὁ ἀρχαιότατος πάπυρος 72 (τέλη τοῦ 3ου αἰ.) ὑπερασπίζεται τήν κανονικότητα τῶν Α´. Β´ Πέτρου καί Ἰούδ. Τήν γενική κατάσταση κατά τόν 3ο αἰ. περιγράφει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, ὁ ὁποῖος διακρίνει τά βιβλία τῆς Κ.Δ. σέ «ὁμολογούμενα» (τά τέσσερα Εὐαγγέλια, Πράξ., 14 ἐπιστ. τοῦ Παύλου, Α´ Πέτρ., Α´ Ἰωάν.) καί σέ «ἀντιλεγόμενα». Στήν δεύτερη κατηγορία κατατάσσει τά «γνώριμα», δηλ. ὅσα βιβλία εἶναι ἐν χρήσει σέ πολλές Ἐκκλησίες (δηλ. Ἰακ., Ἰούδ., Β´ Πέτρ., Β´.Γ´ Ἰωάν.) καί τά «νόθα» (Ποιμήν τοῦ Ἑρμᾶ, Βαρν. καί Διδ.) (Ἐκκλ. Ἱστ. ΙΙΙ 25). Στά «νόθα» (μέ τήν αἵρεση «εἰ φανείῃ») κατατάσσει καί τήν Ἀποκ. Ἡ ἐπιφύλαξη αὐτή ὀφείλεται στήν κριτική τοῦ Διονυσίου Ἀλεξ., ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Περί ἐπαγγελιῶν» ἀμφισβητεῖ τήν προέλευση τῆς Ἀποκ. ἀπό τόν τέταρτο Εὐαγγελιστή, ἐξαιτίας κυρίως τοῦ διαφόρου γλωσσικοῦ ὕφους (Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστ. VII 7,24 καί 25). Τέλος ἀπορρίπτει ριζικά τά αἱρετικά Εὐαγγέλια. Ἡ διάκριση αὐτή πιστοποιεῖ ὅτι μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ. δέν ἔχει γενικά καθιερωθεῖ ἡ σημερινή ἔκταση τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ κανόνα τῆς Κ.Δ. (Ἐπιστολές καί Ἀποκ.). Ὁ Κύριλλος Ἰεροσολύμων (περί τό 350) (στήν 4η Κατήχηση), ὁ 59ος κανόνας τῆς Λαοδικείας (360), ὁ Μ. Βασίλειος (†379), ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός († 390), ὁ Γρηγόριος Νύσσης († 394), ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος († 407) καί ὁ Θεοδώρητος Κύρου († 460) γνωρίζουν ὅλα τά βιβλία τῆς Κ.Δ., ἐκτός ἀπό τήν Ἀποκ.
Τήν συζήτηση ὡς πρός τήν ὁριστική (καί σημερινή) ἔκταση τοῦ κανόνα τῆς Κ.Δ. κατακλείει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στήν γνωστή 39η ἑορταστική (πασχάλεια) ἐπιστολή του τοῦ 367. Σ᾽ αὐτήν ἀπαριθμεῖ, ἐκτός ἀπό τά βιβλία τῆς Π.Δ., τά 27 βιβλία τῆς Κ.Δ. μέ διαφορετική ὅμως σειρά ἀπό τήν σημερινή, δηλ. Ματθ., Μάρκ., Λουκ., Ἰωάν., Πράξ., τίς Καθολικές Ἐπιστολές, Ἰούδ., τίς 14 ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί τέλος τήν Ἀποκ. Γιά τήν οἰκοδομή τῶν πιστῶν ἐπιτρέπει ἐπίσης τήν ἀνάγνωση τῆς Διδαχῆς καί τοῦ Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ, ὅπως ἦταν παράδοση στήν ἀλεξανδρινή Ἐκκλησία.
Τό κῦρος τοῦ Μ. Ἀθανασίου συνετέλεσε ὤστε νά ἐπιβληθεῖ γρήγορα ὁ κανόνας τῶν 27 βιβλίων τῆς Κ.Δ. στήν ἑλληνική Ἐκκλησία, ἄν καί σέ ὁρισμένες περιοχές συνεχίστηκε ἡ συζήτηση ὡς πρός τήν κανονικότητα τῶν καθολικῶν ἐπιστολῶν Β´ Πέτρ., Β´. Γ´ Ἰωάν. καί Ἰούδα. Ἐπίσης ἡ κανονικότητα τῆς Ἀποκ. ὑπῆρξε ἀντικείμενο συζητήσεων στήν ἑλληνική Ἀνατολή μέχρι τόν 12ο αἰ. (Ἰω. Ζωναρᾶς καί Ἀλέξιος Ἀριστηνός), σἐ ἀντίθεση μέ τήν λατινική Δύση, ἡ ὁποία δέν συζητοῦσε τό θέμα ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰ. Ἡ Δύση μάλιστα ὁριστικοποίησε ἐνωρίτερα τόν κανόνα τῆς Κ.Δ. στήν σημερινή του μορφή μέ τίς συνόδους τῆς Ἱππῶνος (393) καί τῆς Καρθαγένης (397).
Ἡ Συριακή Ἐκκλησία ἀκολούθησε διαφορετική παράδοση. Ὡς τίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰ. χρησιμοποιοῦσε στήν γνωστή ἀρχαία συριακή μετάφραση τῆς Κ.Δ. (τήν Πεσιτώ) τό «διατεσσάρων» τοῦ Τατιανοῦ, τίς Πράξ., τίς 14 ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί τρεῖς καθολικές Ἐπιστολές (Ἰακ., Α´ Πέτρ. καί Α´ Ἰωάν.), δηλ. μόνον 22 βιβλία. Ὁ Φιλόξενος ἐπίσκοπος Mabug (508) καί ὁ Θωμᾶς Ἡρακλείας (616) καθιέρωσαν στόν κανόνα τῆς Κ.Δ. τῆς συριακῆς Ἐκκλησίας καί τά ὑπόλοιπα βιβλία (δηλ. Β´ Πέτρ., Β´. Γ´ Ἰωάν., Ἰούδ. καί Ἀποκ.).

Συνοψίζοντας τά παραπάνω, ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Ἰωάννης Παναγόπουλος σημειώνει τά ἑξῆς βασικά κριτήρια γιά τήν ἐπιλογή ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν συγκεκριμένων 27 βιβλίων στόν κανόνα τῆς Κ.Δ.:
1. Ἀποφασιστικό κριτήριο ἦταν ἡ βεβαία ἤ ὁμολογουμένη ἀποστολική προέλευση τῶν 27 βιβλίων. Μέ τό κριτήριο αὐτό διέκρινε καί διαφοροποίησε ριζικά τά ἀποστολικά συγγράμματα ἀπό τά αἱρετικά καί ψευδώνυμα.
2. Σέ περίπτωση ἀμφιβολίας ὡς πρός τήν ἀποστολική προέλευση κάποιου ἀπό τά 27 βιβλία κύριο ρόλο γιά τήν ἀποδοχή του ἔπαιξε ἡ συμφωνία τοῦ περιεχομένου του μέ τό ἀποστολικό καί ἐκκλησιαστικό κήρυγμα, δηλ. μέ τόν «κανόνα τῆς πίστεως».
3. Σέ ἄλλες περιπτώσεις ἀμφιβολίας ἴσχυε ὡς κριτήριο ἡ γενική χρήση τῶν ἀμφιβαλλομένων βιβλίων στίς τοπικές Ἐκκλησίες.
4. Ἡ ὁριστική μορφή καί ἔκταση τοῦ κανόνα τῆς Κ.Δ. ὑπῆρξε ἔργο τόσο ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ὅσο καί τοπικῶν (καί ἀργότερα Οἰκουμ.) Συνόδων, δηλ. τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ σημερινή μορφή καί ἔκταση τοῦ κανόνα τῆς Κ.Δ., πού ἀποτελεῖ, ὅπως εἴδαμε, καρπό μακρᾶς καί προσεκτικῆς διεργασίας ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁριστική καί ἀδιαμφισβήτητη. Ὁ κανόνας τῆς Κ.Δ. δέν διαμορφώθηκε μόνο μέ βάση κάποια ἱστορικά ἤ φιλολογικά κριτήρια, οὕτως ὥστε νά μπορεῖ νά διαφοροποιεῖται, ὅπως κακῶς ἰσχυρίζονται οἱ Προτεστάντες ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Λουθήρου καί ἑξῆς. Βεβαίως σοβαρή ἀφορμή γιά τήν Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἡ πρόκληση τῶν αἱρετικῶν συγγραμμάτων. Ὡστόσο στό σχηματισμό τοῦ κανόνα προέβη κυρίως ἀπό ἐσωτερική ἀνάγκη, προκειμένου νά περιχαρακώσει καί νά διατηρήσει ζωντανό καί ἀνόθευτο τό ἕνα «εὐαγγέλιο», νά διαμορφώσει μέ αὐτό τήν διδασκαλία, τήν κατήχηση, τήν ἠθική καί τήν λατρευτική της πράξη καί κατά συνέπεια νά διαφοροποιηθεῖ ὡς ὁ νέος λαός τοῦ Θεοῦ. Τά κριτήρια ἑπομένως τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ κανόνα τῆς Κ.Δ. ἦταν κυρίως πνευματικά καί ἐκκλησιαστικά. Ἐπίσης δέν ὑπάρχει κάποιος ἐσωτερικός «κανόνας στόν κανόνα», δηλ. κάποια κεντρική διήκουσα διδασκαλία, πού θά μποροῦσε νά ἀνυψωθεῖ σέ κριτήριο τῆς κανονικότητος τῶν βιβλίων τῆς Κ.Δ., ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοί Προτεστάντες (ὅπως π.χ. ἡ δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ μέ βάση μόνο τήν πίστη). Ἡ Ἐκκλησία δέν γνωρίζει ἱεράρχηση διδασκαλιῶν καί παραδόσεων μέσα στήν Κ.Δ., οὔτε καί σχετικοποιεῖ μέ φιλολογικά-ἱστορικά κριτήρια ὁρισμένες παραδόσεις της. Ἀντίθετα ἀποδέχεται ὡς ἰσόκυρα καί ἀπόλυτα δεσμευτικά ὅλα τά βιβλία της καί θεωρεῖ τήν ἐν πίστει ἀποδοχή τους ὡς προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί σωτηρίας.


ΑΠΟΚΡΥΦΑ Ή ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΑ

Ὅπως ἤδη εἴδαμε, τόσο ἡ ἰουδαϊκή Συναγωγή, ὅσο καί ἡ χριστιανική Ἐκκλησία δέν ἔκαναν δεκτά ὅλα τά θρησκευτικά βιβλία τῆς ἐποχῆς τους ὡς θεόπνευστα καί ἑπομένως ὡς ἀνήκοντα στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιατί πολλές φορές διάφοροι συγγραφεῖς, αἱρετικοί ὡς ἐπί τό πλεῖστον, γιά νά διαδώσουν τά αἱρετικά συγγράμματά τους τά ἐξέδιδαν ὑπό τό ὄνομα κάποιου γνωστοῦ προφήτου ἤ ἀποστόλου. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως πού γνώριζε τήν γνήσια παράδοση καί τήν ἀληθινή ἀποστολική πίστη ἀπέρριψε τά αἱρετικά αὐτά συγγράμματα ὡς ψευδῆ καί νόθα.
Τά βιβλία αὐτά πού ἐμφανίστηκαν στόν ἰουδαϊκό καί χριστιανικό κόσμο ἀπό τόν β´ αἰ. π.Χ. μέχρι τόν ε´ αἰ. μ.Χ. καί τῶν ὁποίων οἱ συγγραφεῖς ἐπεδίωκαν νά δοθεῖ σ᾽ αὐτά κανονικό κῦρος μέ σειρά πλαστογραφιῶν τοῦ τίτλου ἤ τοῦ συγγραφέως τους, κατ᾽ ἀπομίμηση τῶν κανονικῶν γραφῶν τῆς Π.Δ., ὀνομάστηκαν Ἀπόκρυφα. Τά κείμενα αὐτά ἀποκλείστηκαν ἀπό τόν κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί λόγω τῆς ψευδοῦς ἐπιγραφῆς τους ὀνομάζονται καί ψευδεπίγραφα.
Ἀπό τά πολυάριθμα αὐτά βιβλία σέ πολλά διασώθηκαν ἀπό τούς παλαιούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς μόνο οἱ τίτλοι, ὁρισμένες φορές δέ καί μικρή περίληψη τοῦ περιεχομένου τους, καί σέ ἀρκετά διεσώθη καί τό περιεχόμενο, μερικῶς ἤ ὁλικῶς, εἴτε στό πρωτότυπο εἴτε σέ μετάφραση.
Κατά τό περιεχόμενό τους αὐτά, γιά τήν Παλαιά Διαθήκη, μποροῦν νά διαιρεθοῦν σέ ἀφηγηματικά, ποιητικά, διδακτικά καί ἀποκαλυπτικά.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε τά ἑξῆς ἀπόκρυφα κείμενα:

Α. Ἀφηγηματικά:
1. Τά Ἰωβηλαῖα ἤ ἡ Λεπτή ΓένεσιςΛεπτογένεσις.
2. Ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἀριστέου (περιέχει τόν θρῦλο περί τῆς γενέσεως τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´).
3. Αἱ διαθῆκαι τῶν δώδεκα πατριαρχῶν, τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ.
4. Ἀνάληψις Ἠσαΐου.
5. Διαθήκη τοῦ Ἀβραάμ.
6. Διαθήκη τοῦ Σολομῶντος
7. Διαθήκη τοῦ Ἰώβ.
8. Παραλειπόμενα Ἰερεμίου τοῦ προφήτου
9. Βιβλία περί Ἀδάμ καί περί Ἰωσήφ
10. Ἀσενέθ.

Β. Ποιητικά καί διδακτικά:
1. Ὁ 151 Ψαλμός τοῦ Δαυίδ.
2. Τό Ψαλτήριον τοῦ Σολομῶντος.
3. Αἱ ᾨδαί τοῦ Σολομῶντος.
4. Ἡ προσευχή τοῦ Μανασσῆ (περιλαμβάνεται σέ πολλά χειρόγραφα τῶν Ο´, στίς Ἀποστολικές Διαταγές καί στό Ὡρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας (Μέγα Ἀπόδειπνο).
5. Τό Δ´ Μακκαβαίων. Περί αὐτοκράτορος λογισμοῦ (ἄσκησε ζωηρότατη ἐπίδραση στήν ἐλληνική θεολογία καί ὑμνογραφία. Περιλαμβάνεται καί αὐτό σέ διάφορες ἐκδόσεις τῶν Ο´).

Γ. Ἀπόκρυφες ἀποκαλύψεις:
1. Τό βιβλίο τοῦ Ἐνώχ (τό βιβλίο αὐτό στήν Αἰθιοπ. Ἐκκλ. θεωρήθηκε κανονικό).
2. Δ´ Ἔσδρας. Ἔσδρα ἀποκάλυψις.
4. Ἀνάληψις Μωυσέως.
5. Ἀποκαλύψεις Βαρούχ.
6. Οἱ 14 Σιβύλλειοι βίβλοι.
7. Ἀποκάλυψις Ἀβραάμ.

Κάτι ἀντίστοιχο γίνεται καί μέ τά βιβλία τῆς Κ.Δ. Τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἐμφανίστηκαν πολυάριθμα ψευδῆ καί νόθα βιβλία ἀπό περιθωριακούς ἤ αἱρετικούς κύκλους πού ἐπεδίωκαν τήν ἐξάπλωση τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τους. Τά βιβλία αὐτά ἐμιμοῦντο τά κανονικά βιβλία τῆς Κ.Δ. καί περιεῖχαν φανταστικές διηγήσεις πού ἱκανοποιοῦσαν τήν θρησκευτική περιέργεια. Ἐπιχειροῦσαν νά συμπληρώσουν ἐλλειπεῖς ἱστορικές πληροφορίες γιά τά ἄγνωστα χρόνια τοῦ Χριστοῦ, τίς συναντήσεις τοῦ Ἀναστάντος μέ τούς μαθητές Του, τήν κάθοδό Του στόν ἅδη κ.λπ. Ἡ ἀξία τους εἶναι περιορισμένη, ἄν καί περιέχουν κάποιες γνήσιες παραδόσεις («ἄγραφα»), πού συμπληρώνουν ἐκεῖνες τῶν Εὐαγγελίων. Ἀποτελοῦσαν ἀνέκαθεν προσφιλές ἀνάγνωσμα λαϊκῶν καί αἱρετικῶν κύκλων καί ἡ Ἐκκλησία τά ἀπέρριψε. Παρά ταῦτα ἡ ἐκκλησιαστική εἰκονογραφία καί ὑμνογραφία ἄντλησαν ἀπό ὁρισμένα ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια μερικά στοιχεῖα.
Τά σπουδαιότερα ἀπό τά ἀπόκρυφα καί ψευδώνυμα αὐτά κείμενα εἶναι τά ἀκόλουθα:

Α. Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια:
1. Τό Εὐαγγέλιο καθ᾽ Ἑβραίους ἤ τῶν Ναζαρηνῶν.
2. Τό Εὐαγέλιο τῶν Ἐβιωνιτῶν.
3. Τό Εὐαγγέλιο κατ᾽ Αἰγυπτίους.
4. Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Πέτρου.
5. Τό Κατά Θωμᾶν Εὐαγγέλιο.
6. Τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀληθείας.
7. Τό Εὐαγγέλιο κατά Φίλιππον.
8. Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου.
9. Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ψευδο-Ματθαίου.
10. Τό Εὐαγγέλιο περί τῆς γεννήσεως Μαρίας.
11. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ.
12. Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θωμᾶ.
13. Ρητά τοῦ Θωμᾶ Ἰσραηλίτου εἰς τά παιδικά χρόνια τοῦ Κυρίου
14. Εὐαγγέλιο περί τῆς νηπιακῆς ἡλικίας τοῦ Σωτῆρος.
Ἐπιπλέον διασώθηκαν καί ψευδεπίγραφα κείμενα πού ἐξιστοροῦν τίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Κυρίου, ὅπως οἱ Πράξεις, ἡ Ἐπιστολή, ἡ Ἀναφορά, ὁ Θάνατος τοῦ Πιλάτου, τό Εὐαγγέλιο τοῦ Νικοδήμου ἤ ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν ἅδη, Ὑφήγησις Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας κ.ἄ. Ἐπίσης Ἐπιστολή τῶν ἀποστόλων, Ἐπιστολή Ἰακώβου, τό βιβλίο τοῦ ἀθλητῆ Θωμᾶ.

Β. Ἀπόκρυφες Πράξεις Ἀποστόλων:
Σπουδαιότερα βιβλία εἶναι: Πράξεις Πέτρου, Πράξεις Παύλου, Πράξεις Ἀνδρέα, Πράξεις Ἰωάννου, Πράξεις Θωμᾶ.
Ἐπίσης εἶναι γνωστές Πράξεις Θαδδαίου, Ἐπιστολή Ἀβγάρου, Πράξεις Φιλίππου, Πράξεις Βαρνάβα, Πράξεις Πέτρου καί Παύλου, Πράξεις Παύλου καί Θέκλας, Πράξεις Ἀνδρέα καί Ματθία, Πράξεις καί μαρτύριον Ματθαίου κ.ἄ.

Γ. Ψευδώνυμα ἀποστολικά συγγράμματα:
Τό κήρυγμα Πέτρου, Τά κηρύγματα Πέτρου, Ἡ πρός Λαοδικεῖς Ἐπιστολή, Ἀλληλογραφία Παύλου καί Σενέκα.
Ἐπίσης ἡ 3η πρός Κορινθίους Ἐπιστολή καί Ἐπιστολή τοῦ Ψευδο-Τίτου.

Δ. Ἀπόκρυφες ἀποκαλύψεις:
Ἀποκάλυψις Πέτρου, Ἀποκάλυψις Παύλου, Ἀποκάλυψις Θωμᾶ.
Διασώθηκαν ἐπίσης ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Σοφονία, τοῦ Ἠλία, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Στεφάνου, τρεῖς ἄλλες ἀποκαλύψεις τοῦ Ἰωάννου, πολλές ἀποκαλύψεις τῆς Μαρίας, τοῦ Βαρθολομαίου, τοῦ Ζαχαρία κ.ἄ. κ.ἄ.

Ὁ κατάλογος τῶν Ἀποκρύφων εἶναι μακρύς: Κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο ὑπάρχει «Ἀμύθητον πλῆθος ἀποκρύφων καί νόθων γραφῶν» (Εἰρην. Αἱρεσ. Ι 20,1). Ἕνα ἀπό τά κείμενα αὐτά εἶναι καί τό περί οὗ πολύς ὁ λόγος εὐαγγέλιον τοῦ Ἰούδα. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος ἐπίσκοπος Κύπρου στό περίφημο βιβλίο του «Κατά αἱρέσεων ὀγδοήκοντα» ἀναφέρει ὅτι τό κείμενο αὐτό, τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα, ἦταν ἔργο κάποιας αἱρετικῆς γνωστικῆς ὁμάδος τῶν ἀρχαίων χρόνων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τό ὄνομα Καϊανοί. Τό ὄνομά τους αὐτό τό ἔλαβαν ἀπό τόν γνωστό μας Κάιν, τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως, τόν ὁποῖο θεωροῦσαν πατέρα τους. Αὐτοί ἐπαινοῦσαν τόν Κάιν, τούς Σοδομῖτες, τόν Ἡσαῦ, τόν Κορέ, οἱ ὁποῖοι κατ᾽ αὐτούς εἶχαν τήν τέλεια γνώση. Θεωροῦσαν ὅτι ὁ Ἰούδας ἦταν συγγενής τους: «Καί τοῦτον γάρ θέλουσιν εἶναι συγγενῆ ἑαυτῶν, καί ἐν γνώσεως ὑπερβολῇ τόν αὐτόν καταριθμοῦσιν. Ὥστε καί συνταγμάτιόν τι φέρειν ἐξ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅ Εὐαγγέλιον τοῦ Ἰούδα καλοῦσι...» (MPG 41,653.656).
Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού βίωνε καί βιώνει τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπέρριψε κατηγορηματικά ὅλα αὐτά τά κείμενα, ὡς νόθα καί μή περιέχοντα τήν ὑγιῆ ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἀντιθέτως βεβαίωσε ὡς γνήσια προφητικά καί ἀποστολικά κείμενα, πού ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν σωτηρία, μόνον ὅσα περιέλαβε στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.


Ἡ ἱστορία τοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
α. Τό πρωτότυπο κείμενο

Ἡ γλώσσα τῆς Π.Δ. Τά περισσότερα ἀπό τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνεγράφησαν πρωτοτύπως στήν Ἑβραϊκή γλώσσα. Ἡ Ἑβρ. γλῶσσα ἀνήκει στίς χαναανιτικές γλῶσσες, οἱ ὁποῖες μαζί μέ τίς ἀραμαϊκές ἀποτελοῦν τόν λεγόμενο βορειοδυτικό κλάδο τῶν σημιτικῶν γλωσσῶν. Τήν Ἑβρ. γλώσσα ὁμιλοῦσαν οἱ Ἰσραηλῖτες μέχρι τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία. Ἐπειδή ὅμως στήν συνέχεια ἐπικράτησε στούς Ἰουδαίους τῆς Παλαιστίνης ἡ ἀραμαϊκή γλώσσα, ὁρισμένα μεταγενέστερα τεμάχια τῆς Π.Δ. ἐγράφησαν πρωτοτύπως στήν ἀραμαϊκή. Τέλος ἐγράφησαν πρωτοτύπως στήν ἑλληνική γλώσσα τά Β´ καί Γ´ Μακκαβαίων καί ἡ Σοφ. Σολ.
Γραφή καί συγγραφικά μέσα. Τά πρωτότυπα κείμενα τῆς Π.Δ., ὅπως αὐτά βγῆκαν ἀπό τά χέρια τῶν ἱερῶν συγγραφέων, ὅπως εἶναι φυσικό, δέν ἔχουν διασωθεῖ. Τά κείμενα διατηρήθηκαν ἀπό γενεά σέ γενεά μέσα ἀπό συνεχεῖς ἀντιγραφές, στίς ὁποῖες ὅμως δέν ἔλλειψαν τά λάθη, οἱ διορθώσεις καί οἱ τροποποιήσεις ἀναλόγως μέ τήν ἐποχή. Σ᾽ αὐτά νά προσθέσουμε τήν δυσκολία τῆς ἑβραϊκῆς γραφῆς, ἡ ὁποία στήν ἀρχαία της μορφή ἀποτελεῖτο μόνο ἀπό σύμφωνα, ὅπως καί τήν ἀνεπάρκεια τῶν γνώσεών μας γιά τήν ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας Ἑβραϊκῆς γλώσσης καί γραφῆς καί γιά τά μέσα γραφῆς στό ἀρχαῖο Ἰσραήλ.
Πρίν ἀπό τόν προφήτη Ἰερεμία δέν ἔχουμε σαφῆ στοιχεῖα περί τῆς ὕλης καί τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἐγράφοντο τά βιβλία. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι στά παλαιά ἐκεῖνα χρόνια γιά τήν γραφή ἐχρησιμοποιοῦντο ὄστρακα καί λίθινες, πήλινες, μεταλλικές ἤ ξύλινες πλάκες, οἱ ὁποῖες ἐχαράζοντο μέ ὀξεία γραφίδα (Ἐξ. 31,18. 34,1. Ἠσ. 8,1. 30,8. Ἰερ. 17,1. Ἀββ. 2,2. Ἰώβ 19,24 κ.λπ.). Ἀπό τόν Ἰερεμία μαθαίνουμε ὅτι στήν ἐποχή του γιά τά βιβλία ἐχρησιμοποιεῖτο ὁ κύλινδρος, ὁπότε τό ἀντίστοιχο ὑλικό γραφῆς θά ἦταν ἡ διφθέρα ἤ ὁ πάπυρος (Ἰερ. 36,2. Πρβλ. Ἠσ. 34,4. Ἰεζ. 2,9-10. 9,2. Ζαχ. 5,1). Τά βιβλία τότε ἐγράφοντο μέ γραφίδα καί μελάνι κατά στῆλες, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ πρώτη φαίνεται ὅτι ἦταν πάντοτε δεξιά. Ἀσφαλῶς ὅμως οἱ Ἑβραῖοι θά χρησιμοποιοῦσαν καί παλαιότερα πάπυρο, ἀφοῦ αὐτός ἦταν γνωστός στήν Συρία τοὐλάχιστον ἀπό τό 1100 π.Χ., ἀλλά καί διφθέρα (Ἠσ. 8,16. 39,9. Ἰερ. 29,25. 32,14. Δ´ Βασ. 19,14). Ἀπό τόν 2ο αἰ. μ.Χ. ἐμφανίζεται καί ἡ μορφή τοῦ κώδικος, τήν ὁποία ἔχουν τά περισσότερα σωζόμενα χειρόγραφα τῆς Π.Δ.
παλαιότατη ἑβραϊκή γραφή εἶναι ἡ παλαιά χαναανιτική, ἡ ὁποία συγγενεύει στενῶς πρός τήν παλαιά φοινικική. Αὐτή κυκλοφοροῦσε στήν Παλαιστίνη παραλλήλως πρός τήν βαβυλωνιακή σφηνοειδῆ, ἡ ὁποία ἦταν ἡ κρατοῦσα γραφή σέ ὅλη τήν Δυτική Ἀσία. Οἱ Ἰσραηλῖτες θά γνώρισαν τήν γραφή αὐτή ὅταν ἐγκατεστάθησαν στήν Παλαιστίνη ἤ θά εἶχαν παραλάβει αὐτήν πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἐγκατάστασή τους σ᾽ αὐτήν ἀπό τούς Κεναίους ἤ Κενῖτες, ὅταν διήρχοντο ἀπό τήν Σιναϊτική χερσόνησο.
Τό μασωριτικό κείμενο. Τό ἑβραϊκό κείμενο τῆς Π.Δ. πού κυκλοφορεῖ σήμερα ὀνομάζεται «μασωριτικό», γιατί ἡ διατήρησή του καί ἐξασφάλισή του ἕως τῶν ἡμερῶν μας ὀφείλεται στούς Ἰουδαίους λογίους, οἱ ὁποῖοι ἤκμασαν ἀπό τόν 7ο-10ο αἰ. μ.Χ. καί οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονται Μασωρῖτες. Αὐτοί ὀνομάζονται ἔτσι ἐπειδή ἦταν οἱ θεματοφύλακες τῆς Μασώρας, δηλαδή τῆς παραδόσεως. Τό ἔργο τῶν Μασωριτῶν ἦταν πολύ μεγάλο ἐπειδή αὐτοί συνέλεξαν, συστηματοποίησαν καί συνέχισαν τήν παραδεδομένη κριτική ἐργασία τῶν προηγουμένων γενεῶν ἐπί τοῦ κειμένου τῆς Π.Δ. Ὁ πρῶτος ἴσως ὁ ὁποῖος ἄσκησε ἐκτεταμένα μία τέτοια ἐργασία ἦταν ὁ Ἔσδρας. Οἱ γραμματεῖς συνέχισαν τήν κριτική ἐργασία στά ἱερά κείμενα μέχρι τήν λεγόμενη Σύνοδο τῆς Ἰαμνείας (περί τό 100 μ.Χ.), ἔπειτα δέ συνέχισαν οἱ Ταναΐμ καί οἱ Ταλμουδιστές. Διάδοχοι αὐτῶν ἦταν οἱ Μασωρῖτες.
Ἤδη κατά τόν 2ο μ.Χ. αἰ., ὅταν ἔκλεισε ὁριστικῶς ὁ κανόνας τῆς Π.Δ., φαίνεται ὅτι εἶχε διαμορφωθεῖ ὁριστικῶς καί ἡ βάση τοῦ Μασωριτικοῦ κειμένου. Τά πορίσματα τῆς προηγουμένης κριτικῆς ἐργασίας τά ὁποῖα παρεδίδοντο προφορικῶς, ἄρχισαν τότε νά καταγράφονται ἀπό τούς Μασωρῖτες. Αὐτοί προσπάθησαν μέ σεβασμό πρός τό κείμενο νά διορθώσουν τίς παλαιότερες ἀλλοιώσεις, παραφθορές κ.λπ. πού ὑπῆρχαν σ᾽ αὐτό. Παρά τήν μεγάλη τους προσπάθεια ὅμως δέν ἦταν δυνατόν νά ἐπιτύχουν πλήρως στό ἔργο τους, διότι τά ἱερά κείμενα δέν περιεβάλλοντο ἐξ ἀρχῆς μέ τό κῦρος πού ἀπέκτησαν μετέπειτα καί εἶχαν γίνει σ᾽ αὐτά πολλές ἐπεμβάσεις. Παρεισέφρησαν στό κείμενο τόσο ἀκούσια ἀντιγραφικά σφάλματα ὅσο καί σκόπιμες μεταβολές τοῦ ἱεροῦ κειμένου γιά δογματικούς λόγους.
Ἀλλά καί μεταξύ τῶν Μασωριτῶν δέν ὑπῆρχε πάντοτε ὁμοιομορφία στά διάφορα ζητήματα περί τό βιβλικό κείμενο. Τά κυριώτερα φυτώρια τῶν Μασωριτῶν ἦταν στήν Παλαιστίνη καί στήν Βαβυλωνία. Οἱ πιό σπουδαῖοι Μασορίτες ἦταν οἱ ben-Naphtali καί ben-Ascher (α´ μισό τοῦ 10ου μ.Χ. αἰῶνος). Περί τά τέλη τοῦ 12ου αἰ. ἐπεκράτησε τό κείμενο τοῦ ben-Ascher, χωρίς ὅμως νά παραθεωρηθεῖ τελείως ἡ ἐργασία τοῦ ben-Naphtali, ἀφοῦ γιά ἀρκετό χρόνο μετά τά περισσότερα ἑβραϊκά κείμενα ἐμφανίζουν ἀνάμεικτο κείμενο.
Τέλεια ὁμοιομορφία μεταξύ τῶν χειρογράφων αὐτῶν ἐπῆλθε μόλις κατά τόν 14ο αἰ., ὅταν δημιουργήθηκε συμβιβαστικῶς ἑνιαῖο καί κοινῶς παραδεκτό κείμενο (τό λεγόμενο textus receptus).
Ἑβραιοαραμαϊκά χειρόγραφα τῆς Π.Δ. Τέτοια χειρόγραφα σώζονται πάνω ἀπό 1500, διαιρούμενα στίς ἑξῆς κατηγορίες: α) Σέ ἐπίσημα, «ἱερά»«συναγωγικά», δηλ. αὐτά πού χρησιμοποιοῦσαν στήν λατρεία καί τά ὁποῖα εἶναι πάντοτε εἰλητά, γραμμένα σέ διφθέρα ἤ περγαμηνή, χωρίς στίξη, καί β) σέ ἰδιωτικά, σέ αὐτά δηλαδή πού προορίζοντο γιά ἰδιωτική χρήση. Αὐτά ἔχουν τήν μορφή εἰλητῶν ἤ βιβλίων καί εἶναι γραμμένα ἤ ἐπί περγαμηνῆς ἤ ἐπί χάρτου.
Ὡς πρός τήν χρονολόγηση τῶν χειρογράφων αὐτῶν, ἐξαιρέσει τοῦ παπύρου Nash, τῶν χειρογράφων τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης, ὁρισμένων βαβυλωνιακῶν ἀποσπασμάτων ἀπό τόν 7ο-9ο αἰ. καί ὁρισμένων τεμαχίων τοῦ Ἑβρ. βιβλίου τῆς Σ. Σειράχ, ὅλα τά ἄλλα διασωθέντα χειρόγραφα δέν εἶναι παλαιότερα ἀπό τόν 9ο αἰ.
Οἱ σημαντικότεροι ἀρχαῖοι χειρόγραφοι κώδικες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού διασώζουν ὁλόκληρο τό κείμενο τῶν βιβλίων της εἶναι ὁ Codex Aleppo (929 μ.Χ.) καί ὁ Codex Leningrad B 19A (1008 μ.Χ.). Σ᾽ αὐτούς βασίζονται σήμερα οἱ ἐπιστημονικές ἐκδόσεις τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου.
Ἀπό τίς νεότερες αὐτές ἐπιστημονικές κριτικές ἐκδόσεις τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου σημαντικές εἶναι οἱ ἑξῆς:
α) Ἡ ἔκδοση τοῦ P. Haupt, The Sacred Books of the Old Testament. A critical edition of the Hebrew Text, Leipzig 1893 ἑξ.
β) Ἡ ἔκδοση τοῦ R. Kittel, Biblia Hebraica, Stuttgart 1905, μέ ἐπανεκδόσεις τό 1912 καί 1937.
γ) Ἡ ἔκδοση τῶν K. Elliger καί W. Rudolph, Biblia Hebraica Stuttgartensia, Stuttgart 1967-1977. Αὐτή ἡ ἔκδοση ἀποτελεῖ σήμερα τήν ἀρτιότερη κριτική ἔκδοση τῆς Ἑβρ. Μασώρας.
δ) Ἡ ἔκδοση τοῦ Ἑβρ. Πανεπιστημίου τῆς Ἰερουσαλήμ μέ τήν γενική ἐπιμέλεια τοῦ M. Goschen-Gottstein, ἡ ὁποία ἄρχισε μέ τήν δημοσίευση τοῦ Α´ τόμου της τό 1975.
ε) Ἡ ἐκλαϊκευτικοῦ χαρακτῆρος ἑβρ. Βίβλος τοῦ N. H. Snaith, Torah, Nebhi’im, Kethubhim, τήν ὁποία ἐξέδωσε στό Λονδίνο τό 1956 σέ μικρό σχῆμα ἡ Βρεταννική Βιβλική Ἑταιρία.


Ἡ ἱστορία τοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
β. Οἱ παλαιές μεταφράσεις τῆς Π.Δ.

Γιά τήν ἱστορία τοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι πολύ σημαντικές καί οἱ παλαιές μεταφράσεις του. Διότι, ἐνῶ τά περισσότερα χειρόγραφα τοῦ πρωτοτύπου Ἑβρ. κειμένου δέν εἶναι παλαιότερα τοῦ 9ου αἰ. μ.Χ., οἱ ἀρχαῖες μεταφράσεις του διασώζουν παλαιότερες γραφές του κατά πολλές ἑκατοντάδες χρόνια.

Ἡ Σαμαρειτική Πεντάτευχος

Mέ τόν ὅρο «Σαμαρειτική Πεντάτευχος» δέν ἐννοοῦμε κάποια σαμαρειτική μετάφραση τῆς ἑβραϊκῆς Πεντατεύχου, ἀλλά τήν ἄστικτη ἔκδοση τῆς ἑβραϊκῆς Πεντατεύχου στήν σαμαρειτική γραφή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐξελιγμένη γραφή τῆς χαναανιτικῆς. Τό κείμενο αὐτό παρέδωσε ἡ σαμαρειτική θρησκευτική κοινότητα. Στήν Σαμαρειτική Πεντάτευχο ἔχουν σημειωθεῖ περίπου 6.000 γραφές διαφορετικές ἀπό τό Μασωριτικό, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ περισσότερες εἶναι φύσεως ὀρθογραφικῆς κ.λπ. Μερικές ὅμως διαφορές εἶναι οὐσιαστικότερες καί μέ ἰδιαίτερη σπουδαιότητα. Ἀπό τίς γραφές αὐτές περί τίς 2.000 συμφωνοῦν μέ τό κείμενο τῶν Ο´, τό ὁποῖο ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι καί τά δύο αὐτά κείμενα στηρίζονται σέ κοινό πρότυπο, τό ὁποῖο ἀντιπροσωπεύει παράδοση παλαιότερη τῆς μασωριτικῆς. Τό σαμαρειτικό κείμενο, ἄν καί δέν εἶναι ἀπηλλαγμένο σφαλμάτων ἀκουσίων ἤ σκοπίμων καί ὑπολείπεται κάπως σέ σπουδαιότητα ἔναντι τοῦ μασωριτικοῦ, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἡ μεγάλη ἀξία του, ἀκριβῶς ἐπειδή σέ πολλά σημεῖα συμφωνεῖ μέ παλαιές μεταφράσεις καί παρέχει γραφές πού προτιμῶνται ἀπό τήν κριτική τοῦ κειμένου.

Ἡ μετάφραση τῶν Ο´

«Μετάφρασις τῶν Ο´» ἤ ἀκριβέστερα «Μετάφρασις τῶν ΟΒ´» μεταφραστῶν λέγεται ἡ παλαιότατη γνωστή σέ ᾽μᾶς ἑλληνική μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτή εἶναι καί ἡ πιό παλαιά ἀπό ὅλες τίς μεταφράσεις τοῦ κειμένου τῆς Π.Δ., περιλαμβάνει τά λεγόμενα ΔευτεροκανονικάἈναγινωσκόμενα βιβλία καί ἀπό τόν τόπο στόν ὁποῖο δημιουργήθηκε, τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ὀνομάζεται καί «Ἀλεξανδρινή» μετάφραση. Ἱστορικές πληροφορίες γιά τήν γένεση τῆς μεταφράσεως αὐτῆς μᾶς δίνει ἡ ψευδεπίγραφη «Ἐπιστολή τοῦ Ἀριστέου» καί ἔπειτα καί ἡ ἰουδαϊκή παράδοση. Ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀριστέου, ἡ Πεντάτευχος μετεφράσθη στήν ἑλληνική ἐπί τοῦ Πτολεμαίου Β´ τοῦ Φιλαδέλφου (285-246 π.Χ.) ἀπό ἑλληνιστές Ἰουδαίους στό νησί «Φάρος» τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἐπί τῇ βάσει παλαιστινῶν ἑβραϊκῶν χειρογράφων. Στήν μετάφραση αὐτή φαίνεται ὅτι συμμετεῖχαν Ἰουδαῖοι καί ἑλληνομαθεῖς λόγιοι καί ὅτι ἀντίγραφο αὐτῆς ἀπετέθη στήν βασιλική βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἡ μετάφραση, κατά τήν ἐπικρατοῦσα σήμερα γνώμη, φιλοπονήθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια γιά τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν ἐκεῖ πολυάριθμων Ἰουδαίων (ἐπί Φίλωνος περί τό 1.000.000), οἱ ὁποῖοι εἶχαν λησμονήσει τήν ἑβραϊκή καί ὁμιλοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα. Τό ἔργο τῆς μεταφράσεως ἄρχισε στά μέσα τοῦ γ´ αἰ. καί ὁλοκληρώθηκε γιά ὅλη τήν Π.Δ. στό β´ μισό τοῦ 2ου π.Χ. αἰ.
Ἡ γλώσσα τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´ εἶναι ἡ λεγόμενη ἑλληνιστική κοινή καί μάλιστα ἡ δημώδης κοινή, διανθισμένη μέ πολυάριθμους σημιτισμούς, δηλαδή σημιτικούς τρόπους ἐκφράσεως. Μάλιστα, παρά τό ὅτι τά βιβλία τῆς Π.Δ. μεταφράστηκαν σέ ἕνα μεγάλο διάστημα 150 περίπου χρόνων, ὑπάρχει σέ μεγάλο βαθμό ἑνότητα στήν χρησιμοποιούμενη γλώσσα.
Ὡς κοινά μεταφραστικά γνωρίσματα τῶν Ο´ μποροῦν νά θεωρηθοῦν ἡ συνήθης ἀπόδοση τοῦ Γιαχβέ μέ τό «Κύριος», ἡ κατά τό δυνατόν ἀποφυγή ἀνθρωπομορφισμῶν καί ἐκφράσεων πού στεροῦνται λεπτότητος, ἡ ἀντικατάσταση τολμηρῶν ποιητικῶν εἰκόνων μέ ἀφηρημένες ἐκφράσεις, ἡ κλίση πρός διασάφηση μεσσιακῶν χωρίων κ.λπ.
Γιά νά κατανοήσουμε τήν ἀξία τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´ καί τῶν δυσκολιῶν πού συναντῶνται σ᾽ αὐτήν πρέπει νά ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας τά ἑξῆς:
α) Ὅτι ἡ μετάφραση αὐτή ἀποτελεῖ τήν πιό παλαιά γνωστή μετάφραση τῆς Π.Δ. καί μία ἀπό τίς σπάνιες μεταφραστικές ἀπόπειρες στόν ἀρχαῖο κόσμο.
β) Ὅτι πρόκειται γιά μετάφραση ἀπό νεκρή γλώσσα, καί μάλιστα σημιτική, στήν ἑλληνική.
γ) Ὅτι δέν πρόκειται γιά τό ἔργο ἑνός ἀνδρός ἀλλά περισσοτέρων μεταφραστῶν μέ ποικίλη μόρφωση καί ποικίλες ἑρμηνευτικές μεθόδους.
δ) Ὅτι πρόκειται γιά μετάφραση στήν Ἀλεξάνδρεια, ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν ἐκεῖ μεταφραστικῶν μεθόδων μᾶλλον παρά τῶν παλαιστινῶν.
καί ε) Ὅτι οἱ μεταφραστές στηρίχθηκαν σέ πρωτότυπα κείμενα πολύ παλαιότερα τῶν μασωριτικῶν, τά ὁποῖα ὅμως ἦταν ἄστικτα.

Κῦρος καί ἐπίδραση τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´. Τά ἐπί μέρους ἑλληνικά μεταφράσματα τῆς Π.Δ. συνελέγησαν καί συνεκρότησαν μία ἑνιαία Βίβλο, ἡ ὁποία μέχρι τά μέσα τοῦ β´ μ.Χ. αἰ. ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἐθεωρεῖτο ὡς κείμενο ἱερό, εἰσήχθη δέ ἀπό τήν ἰουδαϊκή Συναγωγή καί στήν χριστιανική Ἐκκλησία. Ὅμως ἡ χρησιμοποίησή της ἀπό τούς χριστιανούς στίς χριστολογικές συζητήσεις τους πρός τούς Ἰουδαίους, συνετέλεσε στό νά καταστῆ ὕποπτη καί μισητή στούς Ἰουδαίους καί νά διαβληθεῖ ὡς δῆθεν νοθευμένη ἀπό τούς χριστιανούς. Ἔτσι ἡ μετάφραση αὐτή ἔχασε τό κῦρος της στόν ἰουδαϊκό κόσμο, ἀλλά κέρδισε πολλαπλάσιο κῦρος στήν χριστιανική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τήν χρησιμοποίησε καί τήν χρησιμοποιεῖ μέχρι σήμερα καί τήν θεωρεῖ, ὄχι βέβαια θεόπνευστη, ὅπως πολλοί ὑποστήριξαν, ἀλλά «θεόθεν οἰκονομηθεῖσα», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Εὐσεβίου (Εὐαγγ. Προπαρ. Η´ α´).
Ἀνάλογη πρός τό κῦρος της ὑπῆρξε καί ἡ ἐπίδραση τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´, ὄχι μόνο στήν ἑλληνιστική ἰουδαϊκή Διασπορά καί στήν Παλαιστίνη, ἀλλά φυσικά καί στήν χριστιανική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, τοὐλάχιστον στήν Ἀνατολή, χρησιμοποιοῦσε κυρίως τήν ἑλληνική γλώσσσα στήν λατρεία καί τήν θεολογία της. Ἀλλά καί γενικώτερα ἡ ἐπίδραση τῆς Π.Δ. ἦταν πολύ σημαντική γιά τήν θρησκευτική καί πνευματική ἐξέλιξη τοῦ ἑλληνίζοντος ἐθνικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος δι᾽ αὐτῆς ἔλαβε γνώση τῆς ἠθικῆς μονοθεΐας τῆς Π.Δ. Δέν εἶναι ὑπερβολικός ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ἡ μετάφραση αὐτή ἐξασφάλισε στόν παλαιό Ἰουδαϊσμό παγκόσμια σπουδαιότητα.
Ἱστορία τοῦ κειμένου τῶν Ο´ – Ἀναθεωρήσεις του. Ἡ ἱστορία τοῦ κειμένου τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´ μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Ὠριγένους εἶναι ἐλάχιστα γνωστή. Ὅπως ὅμως εἶναι φυσικό σ᾽ αὐτό, λόγω τῶν πολλῶν καί συνεχῶν ἀντιγραφῶν του, θά εἶχαν παρεισφρήσει πολλά ἀντιγραφικά λάθη. Ἐπίσης ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς Ἰουστῖνος κατηγοροῦσε τούς συγχρόνους του Ἰουδαίους, ἴσως ὄχι ἐντελῶς ἄδικα, γιά νοθεία πολλῶν χωρίων τῶν Ο´, τά ὁποῖα εὐνοοοῦσαν τούς χριστιανούς. Παρόμοια μομφή ἐπέρριψαν καί οἱ Ἰουδαῖοι κατά τῶν χριστιανῶν, χωρίς ὅμως νά προσαγάγουν ἐπαρκεῖς ἀποδείξεις. Ὁ μεγάλος Ὠριγένης (185-254 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε ἐκτός ἀπό τήν Ἑλληνική καί τήν ἀρχαία Ἑβραϊκή γλώσσα, συνέλαβε τό μεγαλεπίβολο σχέδιο νά ἀποκαταστήσει τό κῦρος τῆς ἑλληνικῆς Π.Δ. καί ἔτσι νά παράσχει ἀσφαλές ἔδαφος στίς συζητήσεις Ἰουδαίων καί χριστιανῶν. Ἀπό τό κριτικό του ἔργο προέκυψε ἡ λεγόμενη «ἀναθεώρηση τοῦ Ὠριγένους», ἡ ὁποία ἤθελε νά διορθώσει τήν προηγουμένη προωριγένειο ἔκδοση τῶν Ο´, τήν λεγομένη «κοινή». Στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ. προέκυψαν δύο νέες ἀναθεωρήσεις τῶν Ο´, ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Λουκιανοῦ στήν Ἀντιόχεια καί ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Ἠσυχίου στήν Αἴγυπτο. Οἱ ἀναθεωρήσεις αὐτές, ἄν καί ὡς σκοπό εἶχαν νά διορθώσουν τό κείμενο, πολλές φορές, μέ τίς νέες ἀναγνώρσεις πού προσέφεραν, συνέβαλαν στήν περαιτέρω ἐπιδείνωσή του.
Τά χειρόγραφα τῆς μεταφράσεως τῶν Ο´. Τό κείμενο τῶν Ο´ διεσώθη σέ πολυάριθμα χειρόγραφα, μεγαλογράμματα καί μικρογράμματα. Τά παλαιότερα καί πιό σπουδαῖα ἀπό αὐτά εἶναι α) Ὁ Βατικανός Κώδικας (Β), ὁ ὁποῖος φυλάσσεται στήν βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ (4ος αἰ.), β) ὁ Σιναϊτικός Κώδικας (Σ ἤ א), ὁ ὁποῖος βρέθηκε ἀπό τόν Tischendorf στήν Ἁγία Αἰκατερίνη τοῦ Σινᾶ (1859), γ) Ἀλεξανδρινός Κώδικας (Α, ε´ αἰ., Βρετ. μουσεῖο), δ) ὁ παλίμψηστος Κώδικας τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου (C, ε´ αἰ.), πού βρίσκεται στήν ἐθν. βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων κ.ἄ.
Νεώτερες ἔντυπες ἐκδόσεις τῶν Ο´.
Ἀπό τίς πιό ἀξιόλογες νεώτερες κριτικές ἐκδόσεις τῶν Ο´ ἀναφέρουμε μεταξύ τῶν ἄλλων τίς ἑξῆς:
α) Τήν ἔκδοση τοῦ H. B. Swete, The Old Testament according to the Septuagint, vol. III, Cambridge, 1887-1894,
β) Τήν ἔκδοση τῶν A. F. Brooke - N. McLean κ.., The Old Testament in Greek, vol. IV, Cambridge, 1906-1935,
γ) Τήν ἔκδοση τοῦ J. Ziegler, Septuaginta. Vetus Testamentum Graecum, Goettingen, 1931 ἑξ.
δ) Τήν ἔκδοση τοῦ A. Rahlfs, Septuaginta. Id est Vetus Testamentum Graece jucta LXX interpretes, vol. II, Stuttgart, 1935.


Ἄλλες παλαιές ἑλληνικές μεταφράσεις

Ἀπό τά μέσα περίπου τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ., λόγω τῆς δυσπιστίας τῶν Ἰουδαίων πρός τήν μετάφραση τῶν Ο´, ἐμφανίστηκαν στήν ἑλληνιστική διασπορά νέες ἑλληνικές μεταφράσεις, ἡ μετάφραση τοῦ Ἀκύλα, τοῦ Συμμάχου καί τοῦ Θεοδοτίωνος.
Ὁ Ἀκύλας μετέφρασε περί τό 130 μ.Χ. τά βιβλία τοῦ ἰουδαϊκοῦ κανόνος τῆς Π.Δ. στήν ἑλληνική. Ἡ μετάφραση αὐτή ἦταν πιστή στό γράμμα τοῦ πρωτοτύπου μέχρι δουλικότητος καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐθεωρεῖτο ὕποπτη γιά ἀντιχριστιανική νόθευση. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἐκτόπισε τούς Ο´ ἀπό τίς ἰουδαϊκές συναγωγές. Σήμερα ἀπό τήν μετάφραση αὐτή δέν σώζονται παρά ὁρισμένα μόνο ἀποσπάσματα.
Περί τά μέσα τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. ἐξέδωσε νέα μετάφραση τῆς Π.Δ. καί ὁ ἐξ Ἐφέσου ἰουδαῖος προσήλυτος Θεοδοτίων. Ἡ μετάφρασή του εἶναι μᾶλλον ἐπεξεργασία ἤ ἐλεύθερη ἀναθεώρηση τῶν Ο´, ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἑβρ. κειμένου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἡ μετάφραση αὐτή ἀπέλαυσε μεγαλύτερης συμπαθείας ἀπό τήν μετάφραση τοῦ Ἀκύλα, ὅπως ἀποδεικνύει καί ἡ προτίμηση τῆς Ἐκκλησίας σ᾽ αὐτήν στό βιβλίο τοῦ προφήτου Δανιήλ, ἔναντι τῆς ἀντιστοίχου μεταφράσεως τῶν Ο´. Δυστυχῶς καί αὐτή ἡ μετάφραση χάθηκε, μέ τήν ἐξαίρεση ὁρισμένων μόνο ἀποσπασμάτων.
Λίγα χρόνια ἀργότερα, ὁ ἐκ Σαμαρείας καταγόμενος ἐβιωνίτης Σύμμαχος ἐφιλοτέχνησε νέα μετάφραση, πιστή βεβαίως στό ἑβρ. πρωτότυπο τῆς ἐποχῆς του, διακρινόμενη ὅμως ταυτόχρονα γιά ἑλληνοπρέπεια καί κομψότητα λόγου καί μέ τάση πρός ἐκλείανση τῶν ἀνθρωπομορφικῶν περί Θεοῦ ἐκφράσεων. Δυστυχῶς καί ἀπό αὐτήν τήν μετάφραση σώθηκαν μόνο ἀποσπάσματα στά Ἑξαπλᾶ τοῦ Ὠριγένους.

Λατινικές μεταφράσεις

Μνημεῖα ἐκκλησιαστικῆς φιλολογίας στήν λατινική γλώσσα παλαιότερα τοῦ πάπα Βίκτωρος Α´ (189-199 μ.Χ.) δέν σώζονται, γεγονός τό ὁποῖο ὀφείλεται ἴσως στό ὅτι ἡ Ρωμαϊκή ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε κατά τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ὡς ἐπίσημη ἐκκλ. γλώσσα τήν ἑλληνική. Ἀλλά ἡ βαθμιαία διείσδυση τοῦ Εὐαγγελίου στά κατώτερα λαϊκά στρώματα τῆς βορείου Ἰταλίας καί Ἀφρικῆς κατέστησε ἀναγκαία τήν λατινική μετάφραση τοὐλάχιστον τῶν πιό εὔχρηστων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἰκάζεται λοιπόν, βάσει μαρτυριῶν ἀρχαίων Λατίνων ἐκκλ. συγγραφέων, ὅτι λατινική μετάφραση βιβλίων τῆς Π.Δ. θά ἄρχισε ἀπό τό β´ ἥμισυ τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ. Δέν γνωρίζουμε ὅμως ἄν πρόκειται γιά πολλές μεταφράσεις ἤ γιά μία μόνο, ἐμφανιζόμενη μέ διάφορες μορφές. Τό πιθανώτερον εἶναι ὅτι μόνο σέ ὁρισμένα βιβλία, στά πιό εὔχρηστα, ὑπῆρχαν περισσότερες ἀπό μία μεταφράσεις. Ἐπειδή δέ ὁ Αὐγουστῖνος ἀπό τίς πολλές αὐτές μεταφράσεις τῆς ἐποχῆς του συνιστᾶ μία, τήν «Ἰταλικήν» (Itala), ὡς πιστοτέρα στό γράμμα καί στό νόημα τοῦ κειμένου, ἐπεκράτησε στήν Δύση κάθε μεταφραστική προσπάθεια στήν Βίβλο πού προηγήθηκε τοῦ Ἱερωνύμου νά χαρακτηρίζεται ὡς Itala.
Κοινά γνωρίσματα τῶν μεταφράσεων αὐτῶν εἶναι ἡ προσκόλληση στά ἑλληνικά πρωτότυπα καί ὁ δημώδης χαρακτήρας τῆς λατινικῆς γλώσσας πού χρησιμοποιεῖται σ᾽ αὐτές.
Πρός θεραπεία τῆς συγχύσεως, ἡ ὁποία ἐδημιουργεῖτο στά πολλαπλᾶ κείμενα τῆς λατινικῆς Βίβλου λόγω τῶν ἐπανειλημμένων ἀντιγραφῶν καί διορθώσεων, ὁ πάπας Δάμασος Α´ († 384) ἀνέθεσε στόν Ἱερώνυμο, ἄνδρα εἰδήμονα τῆς ἑλληνικῆς καί ἔπειτα καί τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης, τήν ἀναθεώρηση τῶν παλαιῶν ἑλληνικῶν μεταφράσεων, ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου. Ὁ Ἱερώνυμος, ἀρχίζοντας τό ἔργο του τό 383, διόρθωσε πρῶτα τήν Κ.Δ. καί ἔπειτα τό Ψαλτήριο καί ὁρισμένα ἀκόμη βιβλία τῆς Π.Δ. Δέν ἀρκέστηκε ὅμως στήν ἐργασία αὐτή. Συμπλήρωσε στήν Παλαιστίνη τήν ἑβρ. μόρφωσή του καί ἀνέλαβε τήν ἐκπόνηση νέας μεταφράσεως τῆς Π.Δ. ἐπί τῇ βάσει τοῦ συγχρόνου του Ἑβρ. καί ἀραμαϊκοῦ πρωτοτύπου (390-405). Ἡ μετάφραση αὐτή εἶναι γραμμένη σέ κομψότερη λατινική γλώσσα ἀπό τήν παλαιά ἰταλική μετάφραση καί, παρά τίς ἀρχικές ἀντιδράσεις ἐναντίον της λόγω τῆς ἀπομακρύνσεώς της ἀπό τήν μετάφραση τῶν Ο´, σιγά-σιγά ἐπεβλήθη καί ὀνομάσθηκε «κοινή» (Vulgata).

Ταργκουμίμ ἤ ἀραμαϊκές μεταφράσεις

Ταργκουμίμ ὀνομάζονται οἱ μεταφράσεις ἤ μᾶλλον παραφράσεις τῆς Π.Δ. στήν ἀραμαϊκή γλώσσα. Αὐτές προέκυψαν ἀπό τίς πρακτικές ἀνάγκες τῆς συναγωγικῆς λατρείας τοῦ μεταιχμαλωσιακοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος, εὑρισκόμενος μεταξύ ἀραμαιοφώνων λαῶν, εἶχε ἀρχίσει νά μαθαίνει τήν ἀραμαϊκή, λησμονώντας τήν μητρική του ἑβραϊκή γλώσσα. Κατά τούς χρόνους τοῦ Κυρίου ὑπῆρχαν ἤδη γραπτά Ταργκουμίμ. Τά παλαιότερα ἀπό τά ὑπάρχοντα κείμενα τῶν Ταργκουμίμ ἀνάγονται στόν 3ο μ.Χ. αἰ. Ὅμως σέ αὐτά ὑπάρχει καί προχριστιανικό ὑλικό καί γι᾽ αὐτό αὐτά εἶναι σημαντικά γιά τήν ἐπιστήμη.

Οἱ Συριακές μεταφράσεις

Συριακές μεταφράσεις ὀνομάζονται, κατ᾽ ἀντιδιαστολή πρός τά Ταργκουμίμ, οἱ μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού χρησιμοποιήθηκαν εἴτε στήν Συριακή Ἐκκλησία εἴτε σέ συριακούς χριστιανικούς κύκλους. Οἱ μεταφράσεις αὐτές λόγω τῆς ἀρχαιότητός τους ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν κριτική τοῦ κειμένου τῆς Π.Δ.
Ἡ πιό παλαιά καί πιό σπουδαία ἀπό τίς συριακές μεταφράσεις τῆς Π.Δ., ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ ἐπίσημη Βίβλος τῆς Συριακῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ «Πεσίττα» ἤ «Πεσιττώ», ἡ ὁποία ἔγινε ἐπί τῇ βάσει τοῦ Ἑβρ. κειμένου πιθανῶς πρό τῶν μέσων τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ., ἐάν ὄχι καί ἐνωρίτερα.

Ἄλλες ἀρχαῖες μεταφράσεις

Ἐπίσης ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια ἔχουν γίνει καί ἄλλες μεταφράσεις σέ πολλές ἀρχαῖες γλῶσσες: Ἔχουμε κοπτικές μεταφράσεις (ἀρχές 3ου αἰ.), οἱ ὁποῖες φιλοπονήθηκαν γιά τίς ἀνάγκες τῶν χριστιανῶν τῆς Αἰγύπτου, ἐπίσης τήν λεγομένη «Αἰθιοπική μετάφραση», τήν «Γοτθική μετάφραση» (μέσα τοῦ 4ου αἰ. ὑπό τοῦ ἐπισκόπου τῶν Βησιγότθων Οὐλφίλα), τήν «Ἀρμενική μετάφραση» (α´ μισό 5ου αἰ.), τήν «Γεωργιανή μετάφραση», τήν «Σλαυονική μετάφραση» (ἀπό τόν Κύριλλο καί Μεθόδιο τόν 9ο αἰ.) καί διάφορες ἀραβικές καί περσικές μεταφράσεις.
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἤδη ἀπό τήν 1η μ.Χ. χιλιετία ἡ Ἁγία Γραφή εἶχε μεταφραστεῖ στίς περισσότερες γλῶσσες τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Κάθε ἔθνος τό ὁποῖο δεχόταν τήν χριστιανική πίστη ὡς πρῶτο μέλημά του εἶχε νά μεταφράσει στήν γλώσσα του τό ἱερό αὐτό κείμενο, τό ὁποῖο ἐθεωρεῖτο τότε, ὅπως καί σήμερα, ὡς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.


Τό κείμενο τῆς Κ.Δ. καί παράδοσή του

Κανένα βιβλίο τῆς ἀρχαιότητος δέν διασώθηκε σέ τόσα πολλά ἀντίγραφα καί μέ σχετική πιστότητα πρός τό ἀρχέτυπο κείμενο, ὅπως τά βιβλία τῆς Κ.Δ. Τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο τῆς Κ.Δ. εἶναι ὁ πάπυρος ἀριθμός 52, πού περιέχει τούς στίχ. 18,31-33 καί 37-38 τοῦ Ἰωάν. καί ἀνάγεται στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰ. (120), ἐνῶ οἱ ἑπόμενοι διασωθέντες πάπυροι ἀνάγονται περίπου στό 200. Ἀντίθετα τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν προέρχεται ἀπό τόν 13ο αἰ., οἱ διάλογοι τοῦ Πλάτωνα διασώθηκαν σέ χειρόγραφα ἀπό τό 1200 μ.Χ. κ. ἑξ., ἐνῶ τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο τῶν τραγωδιῶν τοῦ Αἰσχύλου ἀνάγεται περίπου στό 1000. Ἡ χρονική ἀπόσταση, συνεπῶς, πού χωρίζει τό πρωτότυπο κείμενο τῆς Κ.Δ. ἀπό τά ἀρχαιότερα ἀντίγραφά του, ἀνέρχεται σέ 50-150 ἔτη. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἔδειξε ἰδιαίτερη εὐαισθησία καί φροντίδα γιά τήν διατήρηση, προστασία καί αὐθεντική διάδοση τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ., ὅπως βεβαιώνει ἡ κριτική ἐργασία τοῦ ᾽Ωριγένους καί τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν ἀναθεωρητῶν. Ὡστόσο δέν διασώθηκε κανένα αὐτόγραφο κείμενο τῆς Κ.Δ. καί τοῦτο ὀφείλεται προφανῶς τόσο στήν κακή ποιότητα τοῦ γραφικοῦ ὑλικοῦ (πάπυρος) ὅσο καί στίς δύσκολες ἱστορικές συνθῆκες καί συγκυρίες, πού ἀντιμετώπισε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία (π.χ. ἁρπαγή καί καύση τῶν ἱερῶν βιβλίων στήν διάρκεια τῶν διωγμῶν κ.ἄ.).
Τό κείμενο τῆς Κ.Δ. παραδόθηκε στίς γενεές μέ πολλαπλό τρόπο: 1) Μέ τούς παπύρους, 2) μέ τίς περγαμηνές ἤ μεμβράνες, 3) τά λεξιονάρια ἤ ἐκλογάδια, 4) τίς παραθέσεις τῶν ἐκκλ. συγγραφέων καί Πατέρων καί 5) μέ τίς ἀρχαῖες μεταφράσεις.
πάπυρος ἦταν τό πιό γνωστό ὑλικό γραφῆς κατά τά ἑλληνιστικά χρόνια. Παρασκευαζόταν μέ εἰδική ἐπεξεργασία ἀπό τό ὁμώνυμο φυτό τῆς Αἰγύπτου. Ἀπό τόν κορμό τοῦ παπύρου ἔκοβαν λωρίδες, τίς ὁποῖες κολλοῦσαν κατακόρυφα μέ εἰδική κόλλα καί ἐσχημάτιζαν τό πρῶτο στρῶμα. Πάνω σ᾽ αὐτό ἐπικολλοῦσαν ἕνα δεύτερο στρῶμα μέ ἄλλες ὁριζόντιες λωρίδες. Ὕστερα ἀπό λείανση ἐσχημάτιζαν τό πρῶτο φύλλο (τό λεγόμενο «πρωτόκολλον»), στό ὁποῖο ἐπικολλοῦσαν δεύτερο, τρίτο κ.λπ. Τό μῆκος τῶν συγκολλημένων φύλλων μποροῦσε νά φθάσει ὡς τά δέκα μέτρα. Τά φύλλα τοῦ παπούρου τύλιγαν σέ ἕνα ξύλο καί ἔτσι σχηματιζόταν ἕνας ἐπιμήκης κύλινδρος (τό «εἰλητόν» ἤ «εἰλητάριον»), πού ὀνομαζόταν καί «βίβλος», «βύβλος» ἤ «βιβλίον». Οἱ γραφεῖς ἔγραφαν ἐπάνω στήν μία πλευρά τοῦ φύλλου τοῦ παπύρου μέ εἰδικό κάλαμο καί εἰδική μελάνη (πρβλ. Γ´ Ἰωάν. 13). Ὁ πάπυρος ἦταν σχετικά φθηνό ὑλικό, ἦταν ὅμως εὐάλωτος στίς ἐξωτερικές συνθῆκες. Στούς παπύρους καί προκειμένου γιά ἐμπορικά ἤ ἰδιωτικά κείμενα ἔγραφαν συνήθως μία δημώδη γραφή, μέ μικρά γράμματα, ἑνωμένα μεταξύ τους (εἶναι ἡ λεγομένη «ἐπισεσυρμένη γραφή», literae cursivae). Μέ τήν γραφή αὐτή ἐγράφησαν πιθανῶς τά αὐτόγραφα τῶν βιβλίων τῆς Κ.Δ.
Ἔχουν διασωθεῖ περίπου 88 πάπυροι μέ ἀποσπάσματα βιβλίων τῆς Κ.Δ. καί εἶναι γνωστοί μέ τό γράμμα Ρ καί μέ ἐκθέτη τόν εἰδικό ἀριθμό τους. Οἱ πιό σημαντικοί πάπυροι εἶναι οἱ ἑξῆς:
Ρ52· περιέχει τά τεμάχια Ἰωάν. 18,31-33.37-38, ἀνάγεται περίπου στό 120 καί φυλάσσεται στήν βιβλιοθήκη John Rylands τοῦ Manchester.
Οἱ Ρ45-47· περιέχουν: Ὁ 45 Εὐαγγέλια καί Πράξεις, Ὁ 46 ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί ὁ 47 τήν Ἀποκ. 9-17. Εἶναι γνωστοί ὡς Chester Beatty, φυλάσσονται στό Δουβλῖνο, χρονολογοῦνται ἀπό τό 250.
Ρ66· περιέχει σχεδόν ὁλόκληρο τό κατά Ἰωάννην, εἶναι γνωστός ὡς πάπυρος Bodmer II, φυλάσσεται στό Coligny τῆς Γενεύης, ἀπό τό 200 περίπου.
Ρ75· περιέχει τό Λουκ. 3-18. 22-24 καί Ἰωάν. 1-15, εἶναι γνωστός ὡς πάπυρος Bodmer XIV-XV, ἀνάγεται πρίν τό 200.

2. Ἀπό τόν 4ο αἰ. ἄρχισε νά διαδίδεται εὐρύτερα ὡς ὑλικό γραφῆς ἡ μεμβράνηπεργαμηνή (ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό τήν πόλη Πέργαμο). Ἦταν γνωστή καί σέ ἀρχαιότερους χρόνους, ὡστόσο δέν ἦταν διαδεδομένη ἡ χρήση της, ἐξ αἰτίας τοῦ ὑψηλοῦ κόστους της. Ἡ περγαμηνή ἦταν ἐπεξεργασμένο δέρμα ζώων, κυρίως αἰγός, προβάτου, μόσχου, ἀντιλόπης κ.ἄ. Ἐσχημάτιζαν φύλλα, τά ὁποῖα δίπλωναν καί προσέθεταν σ᾽ αὐτά δεύτερο, τρίτο διπλωμένο φύλλο (εἶναι τά λεγόμενα «τρισσάδια») ἤ τέταρτο («τετράδια») κλπ. Τά συρραμμένα φύλλα τῆς περγαμηνῆς ἀποτελοῦσαν τό «τεῦχος» ἤ τόν «κώδικα». Ἔγραφαν καί στίς δυό πλευρές του καί σέ κατακόρυφες παράλληλες στῆλες. Ἐπειδή ἡ περγαμηνή ἦταν ἀκριβό ὑλικό, γι᾽ αὐτό σέ πολλές περιπτώσεις ἀπέξυναν ἤ ἀπάλοιφαν τήν πρώτη γραφή καί πάνω σ᾽ αὐτήν ἔγραφαν ἕνα ἄλλο κείμενο. Οἱ κώδικες αὐτοί εἶναι γνωστοί ὡς «παλίμψηστοι». Ἀπό τόν 13ο αἰ. καί ἑξῆς τήν ἀκριβῆ περγαμηνή ἀντικατέστησε τό σκληρό χαρτί, πού παρασκευαζόταν ἀπό λινό ὕφασμα.
Στίς περγαμηνές ἔγραφαν κεφαλαῖα γράμματα, χωρισμένα μεταξύ τους, χωρίς ὅμως διάκριση λέξεων ἤ προτάσεων καί χωρίς τόνους ἤ στίξη (π.χ. ENARXHHNOLOGOC). Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ τρόπου γραφῆς προέκυψαν μέ τόν χρόνο κατά τήν ἀντιγραφή καί διάφορα ἀκούσια ἤ σκόπιμα λάθη. Αὐτή ἡ γραφή εἶναι γνωστή ὡς μεγαλογράμματη (literae uncialesmaiusculae). Μέ τήν γραφή αὐτή καθιερώθηκαν, γιά τά λεγόμενα ἱερά ὀνόματα ὁρισμένες συντμήσεις, ὅπως UC (Θεός), IC (Ἰησοῦς), ΧC (Χριστός), YC (Υἱός), KC (Κύριος) κ.ἄ. Ἡ γραφή αὐτή διατηρήθηκε περίπου ὡς τόν 9ο αἰ. καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν μικρογράμματη· διατηρήθηκε ὅμως ὡς τόν 11ο αἰ. Ἡ μικρογράμματη γραφή (literae minusculae) (ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά σέ χειρόγραφο τοῦ ἔτους 835) εἶναι ἐκλεπτυσμένη, σέ σύγκριση μέ ἐκείνη τῶν ἀρχαίων παπύρων καί ἀργότερα χρησιμοποιεῖ τονισμό, στίξη καί πλῆθος συντμήσεων. Φυσικά οἱ μικρογράμματοι κώδικες, ἐπειδή εἶναι μεταγενέστεροι, δέν ἔχουν τήν ἴδια ἀξία γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. μέ τούς παπύρους καί τούς μεγαλογράμματους κώδικες.
Στήν ἀρχή τῶν χειρογράφων ἐμφανίζονται, ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰ. (Ἀλεξανδρινός κώδικας), Πρόλογοι ἤ «ὑποθέσεις» τοῦ κειμένου, μέ πληροφορίες γιά τόν συγγραφέα, τίς συνθῆκες προελεύσεως καί τό περιεχόμενο τό βιβλίου. Τό κείμενο διαχωρίζεται συχνά σέ θεματικές ἤ ἐννοιολογικές ἑνότητες (κωλομετρία, μέ σχετική ἀρίθμηση στό περιθώριο· ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος διαχώρισε τό περιεχόμενο τῶν Εὐαγγελίων σέ ἑνότητες, τίς ὁποῖες καταχώρησε σέ 10 «κανόνες», γιά νά διευκολύνει τήν ἀναγνώριση τῶν Συνοπτικῶν παραλλήλων). Οἱ ἑνότητες αὐτές («κεφάλαια») χαρακτηρίζονται μέ σχετικούς «τίτλους», πού ἀποδίδουν συνοπτικά τό περιεχόμενό τους. Στό τέλος δίδονται συχνά πληροφορίες γιά τόν ἀριθμό τῶν στίχων τοῦ βιβλίου (στιχομετρία) ἤ τόν τόπο συγγραφῆς του.
Σύμφωνα μέ τό ὑλικό καί τόν τύπο τῆς γραφῆς ἡ παλαιογραφία, ἡ ἐπιστήμη τῆς ἀναγνώσεως ἀρχαίων χειρογράφων, μπορεῖ μέ σχετική ἀκρίβεια νά προσδιορίσει καί τόν χρόνο τοῦ χειρογράφου. Δηλ. οἱ ἀρχαιότεροι πάπυροι μέ τήν ἐπισεσυρμένη γραφή φθάνουν ὡς τόν 4ο αἰ. Οἱ κώδικες σέ περγαμηνή καλύπτουν τό διάστημα ἀπό τόν 4ο ὡς τόν 9ο αἰ., ἐνῶ στούς δύο ἑπομένους αἰ. ἀπαντοῦν ταυτόχρονα ἡ μεγαλογράμματη καί ἡ μικρογράμματη γραφή. Ἀπό τόν 11ο αἰ. καί ἑξῆς (σέ περγαμηνούς ἤ χαρτώους κώδικες) ἐπικρατεῖ ἀποκλειστικά ἡ μικρογράμματη γραφή.
Τό κείμενο τῆς Κ.Δ. διασώθηκε σέ 274 μεγαλογράμματους κώδικες (οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονται μέ ἕνα κεφαλαῖο γράμμα τοῦ λατινικοῦ ἤ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, π.χ. A B C κ.λπ.) καί σέ 2800 μικρογράμματους περγαμηνούς ἤ χαρτώους κώδικες (οἱ ὁποῖοι ἀριθμοῦνται μέ ἀραβικούς ἀριθμούς ἀπό τό 1 καί ἑξῆς). Μερικοί μόνον κώδικες περιέχουν ὁλόκληρο τό κείμενο τῆς Κ.Δ. («πανδέκτης»), ἐνῶ συνήθως ἄλλοι ἔχουν τό κείμενο τῶν Εὐαγγελίων (Τετραευαγγέλια), ἄλλοι τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου καί τῶν Καθολικῶν Ἐπιστολῶν (Ἀπόστολοι) ἤ καί τῶν Πράξεων (Πραξαπόστολοι).

Οἱ σπουδαιότεροι ἀπό τούς μεγαλογράμματους κώδικες εἶναι οἱ ἑξῆς:
א S: Ὁ Σιναϊτικός Κώδικας· ἀνάγεται στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ., περιέχει σχεδόν ὁλόκληρη τήν Π. καί τήν Κ.Δ. καί φυλάσσεται στό Βρετανικό Μουσεῖο.
Α: Ὁ Ἀλεξανδρινός Κώδικας· ἀνάγεται στόν 5ο αἰ., περιέχει τήν Κ.Δ., ἐκτός ἀπό τό Ματθ. 1-25 καί Β´ Κορ. 4-12 καί βρίσκεται ἐπίσης στό Βρεταννικό Μουσεῖο.
Β: Ὁ Βατικανός Κώδικας· ἀνάγεται στόν 4ο αἰ., περιέχει τήν Π. καί τήν Κ.Δ. ὡς τό Ἑβρ. 9,14, χωρίς τίς Ποιμαντικές ἐπιστολές, τήν Φιλήμ. καί τήν Ἀποκ. Βρίσκεται στήν βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ.
C: Ὁ παλίμψηστος Κώδικας μέ ἔργα τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου (κατά τόν 12ο αἰ.)· ἀνάγεται στόν 5ο αἰ., περιέχει τά 5/8 τῆς Κ.Δ. καί φυλάσσεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων.
D ἤ κώδικας τοῦ Βέζα: ἀνάγεται τόν 6ο αἰ., περιέχει σχεδόν ὁλόκληρο τό κείμενο τῶν Εὐαγγελίων καί τῶν Πράξεων, βρίσκεται στό Παν/μιο τοῦ Κέϊμπριτζ.
DClaromontanus: περιέχει τίς Ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί τήν Ἑβρ., ἀνάγεται στόν 5ο αἰ. καί φυλάσσεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων.

Ὅπως ἤδη εἴπαμε, τό κείμενο τῆς Κ.Δ. παραδόθηκε στίς γενεές μέ πολλαπλό τρόπο: 1) Μέ τούς παπύρους, 2) μέ τίς περγαμηνές ἤ μεμβράνες, 3) τά λεξιονάρια ἤ ἐκλογάδια, 4) τίς παραθέσεις τῶν ἐκκλ. συγγραφέων καί Πατέρων καί 5) μέ τίς ἀρχαῖες μεταφράσεις. Ἀφοῦ ἀναφερθήκαμε στούς παπύρους καί τίς περγαμηνές τώρα θά ἀναφερθοῦμε στά λεξιονάρια ἤ ἐκλογάδια, τίς παραθέσεις τῶν ἐκκλ. συγγραφέων καί τίς ἀρχαῖες μεταφράσεις.

3. Στήν Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰ., ἐμφανίσθηκε τό εἶδος τῶν λεγόμενων «λεξιοναρίων»«ἐκλογαδίων» (γνωστῶν μέ τό γράμμα l[ectionarium] καί ἐκθέτη 1,2,3 κ.λπ.), πού περιέχουν τίς ἀναγινωσκόμενες στήν λειτουργία περικοπές τῶν Εὐαγγελίων (Εὐαγγελιστάρια), τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἐπιστολῶν (Πραξαπόστολοι). Τό κείμενο τῶν λεξιοναρίων ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία. Ὄχι μόνον ἐπειδή ἀνάγεται σέ ἀρχαία ἐποχή, ἀλλά καί διότι, ἐξ αἰτίας τῆς λειτουργικῆς του χρήσεως, δοκίμασε ἐλάχιστες παραλλαγές. Ὡς σήμερα ἀριθμοῦνται περίπου 2209 χειρόγραφα ἐκλογαδίων.
Τό σύνολο τῶν διασωθέντων χειρογράφων τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. (πάπυροι, περγαμηνές καί λεξιονάρια) ἀνέρχεται περίπου στόν ἀριθμό τῶν 5371. Πλήρη κατάλογο καί περιγραφή τῶν χειρογράφων μπορεῖ νά δεῖ κανείς στήν 26η ἔκδ. τῆς Κ.Δ. τῶν Nestle-Aland.
4. Σημαντική πηγή γιά τήν γνώση καί τήν ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. εἶναι καί οἱ παραθέσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καί Πατέρων. Αὐτές ἀρχίζουν ἤδη ἀπό τόν 2ο αἰ. (Ἀποστολικοί Πατέρες) καί πληθαίνουν μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, καθώς τό κείμενο τῆς Κ.Δ. ἀπέκτησε ἱερό κῦρος καί ἀπόλυτη αὐθεντία. Ἡ ἰδιαίτερη ἀξία τῶν παραθέσεων αὐτῶν συνίσταται στό γεγονός ὅτι ἐκπροσωποῦν ἕναν ὁρισμένο τύπο κειμένου σέ μιάν ὁρισμένη ἐποχή. Κατά γενικό κανόνα τό κείμενο τῆς Κ.Δ. τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων ἀνάγεται σέ ἀρχαιότερη ἐποχή ἀπό ἐκεῖνο τῶν χειρογράφων. Βεβαίως δέν ὑπάρχει ἀπόλυτη ὁμοιομορφία τοῦ κειμένου τῶν πατερικῶν παραπομπῶν τῆς Κ.Δ. καί τοῦτο ὀφείλεται εἴτε στήν ἀπό μνήμης παράθεση εἴτε στούς κηρυγματικούς, ἀπολογητικούς, πολεμικούς ἤ ποιμαντικούς σκοπούς, πού ἐπεδίωκαν οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς. Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ὅμως εἶναι δυνατή ἡ ἀποκατάσταση ἑνοτήτων τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. ἀπό τά πατερικά παραθέματα καί δέν εἶναι ἀπίθανη ἡ ὑπόθεση ὅτι πολλές φορές τό κείμενο πού αὐτές φέρουν ἀνάγεται σέ προευαγγελική μορφή. Τίς παραθέσεις τῶν ἑλλήνων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καί Πατέρων ἐρευνᾶ συστηματικά καί ἐκδίδει περιοδικά τό Centre d’ analyse et de documentation patristique τοῦ Στρασβούργου στό ἔργο Biblia Patristica.
5. Ἀνάλογη ἀξία ἔχουν καί οἱ ἀρχαῖες μεταφράσεις τῆς ΚΔ. Κατά κανόνα ἀνάγονται σέ ἀρχαιότερο κείμενο ἀπό ἐκεῖνο τῶν χειρογράφων καί συνεπῶς πλησιάζουν τό ἀρχικό κείμενο. Ἀπό χρονολογική ἄποψη προηγεῖται ἡ ἀρχαία λατινική μετάφραση, γνωστή ὡς Vetus Itala. Αὐτήν ἀντικατέστησε ἡ μετάφραση τοῦ Ἱερωνύμου, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πάπα Δαμάσου, γνωστή ὡς Vulgata (4ος αἰ.). Ὕστερα ἀπό ἀντιρρήσεις ἐπικράτησε τελικά στήν λατινική ἐκκλησία. Ἡ Β´ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποφάσισε τήν ἔκδοση μιᾶς Nova Vulgata. Μεγάλη σημασία ἔχει ἡ συριακή μετάφραση, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀρχαιότητός της, ἀλλά καί ἐπειδή ἡ συριακή γλώσσα ἐμφανίζει κάποια συγγένεια μέ τήν ἀραμαϊκή, τήν γλῶσσα τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων. Πρώτη συριακή μετάφραση (τῶν Εὐαγγελίων) εἶναι ἐκείνη τοῦ Τατιανοῦ (τό Διατεσσάρων) καί ἀντικαταστάθηκε κατά τόν 5ο αἰ. μέ τήν γνωστή Πεσιτώ. Διασώθηκαν δύο ἀκόμη συριακές μεταφράσεις τῆς Κ.Δ. ἀπό τήν ἴδια ἐποχή, ἡ Syra Sinaitica (ἀνευρέθη στό Σινᾶ) καί ἡ γνωστή ὡς Syra Curetoriana (ἀπό τόν ἐκδότη της W. Cureton). Τόν 6ο αἰ. ἐμφανίστηκε ἡ μετάφραση τοῦ Φιλόξενου ἐπισκόπου Mabug (ἡ Φιλοξένειος), τήν ὁποία ἀναθεώρησε ὁ Θωμᾶς, ἐπίσκοπος Ἡρακλείας (ἡ Ἡρακλειανή). Ἤδη ἀπό τόν 3ο αἰ. μεταφράστηκε ἡ Κ.Δ. σέ δύο διαλέκτους τῆς κοπτικῆς γλώσσας, στήν σαχιδική καί τήν βοχαϊρική, πού ἀποδίδουν ἀρχαιότατους τύπους κειμένων. Ἐκτός ἀπό τίς μεταφράσεις αὐτές εἶναι γνωστές καί οἱ νεώτερες, γοτθική (τοῦ Οὐλφίλα), ἀρμενική, αἰθιοπική, γεωργιανή, ἀραβική, περσική καί παλαιοσλαβική, πού στηρίζονται ὅμως σέ νεώτερες μορφές τοῦ κειμένου ἤ μεταφράσεις τῆς Κ.Δ.

6. Ἡ πολλαπλῆ χειρόγραφη παράδοση τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. θέτει καί τό λεγόμενο πρόβλημα τῆς κριτικῆς τοῦ κειμένου της. Αὐτό εἶναι γνωστό ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὠριγένη. Εἶναι φυσικό ὅτι μέ τήν ἀντιγραφή τῶν ἀρχαιοτέρων χειρογράφων προέκυψαν μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου σημαντικές παραλλαγές τοῦ κειμένου. Αὐτές ὀφείλονται εἴτε σέ ἀκούσια λάθη τῶν ἀντιγραφέων (ἐξ αἰτίας τῆς συνεχόμενης γραφῆς) εἴτε σέ σκόπιμες διορθώσεις ἤ παρεμβολές εἴτε στήν ἀνάγκη νά διασαφηνιστοῦν παρερμηνευόμενα δογματικά χωρία. Ἐπίσης πολλοί ἀντιγραφεῖς σημείωναν στό περιθώριο τοῦ χειρογράφου δικές τους ἐπεξηγήσεις (τίς λεγόμενες «γλῶσσες»). Τά ἀκούσια ἤ σκόπιμα αὐτά λάθη καθώς καί οἱ σημειώσεις τοῦ περιθωρίου ἐνσωματώθηκαν μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου στό κυρίως κείμενο καί, ἐξ αἰτίας τῆς ἱερότητός πού ἀπέκτησε, διατηρήθηκαν στά ἑπόμενα χειρόγραφα. Ἡ λεγομένη κριτική τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. ἐφαρμόζει διπλῆ μέθοδο, τήν ἐξωτερική καί ἐσωτερική, δηλ. α) ἐρευνᾶ τήν ποικιλία τῶν γραφῶν ἤ παραλλαγῶν τοῦ κειμένου καί προσδιορίζει τήν ἀρχαιότητά τους καί β) μέ βάση ὁρισμένους κανόνες ἀποπειρᾶται νά φθάσει κατά τό δυνατόν στήν ἀρχαιότερη γραφή.
Ἡ κριτική τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. ἔχει καταλήξει σέ ὁρισμένα συμπεράσματα πού ἰσχύουν σήμερα γενικώτερα. Τό κείμενο τῆς Κ.Δ. διακρίνεται σέ τέσσερις μεγάλους τύπους, σύμφωνα μέ τήν προέλευσή τους. Αὐτοί εἶναι: α) Ὁ ἀλεξανδρινός (αἰγυπτιακός) ἤ οὐδέτερος τύπος μέ κύριους ἐκπροσώπους τόν Βατικανό (Β) καί τόν Ἀλεξανδρινό (Α) κώδικα. Διακρίνεται γιά τήν σχετική ἀξιοπιστία καί ἀρχαιότητά του (ἀνάγεται ὡς τόν 2ο αἰ.). β) Ὁ «δυτικός» τύπος, πού διασώθηκε στίς ἀρχαῖες λατινικές μεταφράσεις καί σέ συγγράμματα λατίνων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Διακρίνεται γιά τίς διορθωτικές ἤ ἐπεξηγηματικές παρεμβάσεις του. γ) Ὁ συριακός ἤ γνωστότερος ὡς ἀντιοχειανός βυζαντινός ἤ τό «κοινό κείμενο» (γνωστό μέ τό πρωτόγραμμα Μ). Ἀνάγεται στόν ἀναθεωρητή πρεσβύτερο Λουκιανό († 311) καί ἐπικράτησε στά χρόνια τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας στήν ἑλληνική Ἐκκλησία. Εἶναι τό κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου, τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, τῶν λειτουργικῶν ἀναγνωσμάτων καί τῶν ἀρχαίων μεταφράσεων μετά τό 300. Ἴσχυε ὡς παραδεδομένο κείμενο καί διακρίνεται γιά τήν τάση του νά ἐξομαλύνει γλωσσικές ἀτέλειες, νά ἐναρμονίζει διάφορες γραφές καί νά διασαφηνίζει δογματικές ἀσάφειες. δ) Ὁ τύπος τῆς Καισαρείας, πού προῆλθε ἀπό τήν Αἴγυπτο καί μεταφέρθηκε (πιθανῶς ἀπό τόν Ὠριγένη) στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Εἶναι μικτός τύπος, μέ παραλλαγές τοῦ οὐδέτερου καί τοῦ δυτικοῦ κειμένου. Ἐπίσης τά μικρογράμματα χειρόγραφα κατατάσσονται συνήθως σέ οἰκογένειες, τίς ὁποῖες διακρίνουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, ὅπως εἶναι οἱ πιο γνωστές οἰκογένειες FerrarLake, σύμφωνα μέ τόν εἰσηγητή τους.
7. Μετά τήν ἀνακάλυψη τῆς τυπογραφίας ἄρχισαν καί οἱ πρῶτες ἔντυπες ἐκδόσεις τῆς Κ.Δ. Δυστυχῶς λόγω ἀγνοίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί τῆς ἐπιρροῆς τῆς Βουλγάτας, ἐμφανίστηκαν ἀρχικῶς μόνον ἐκδόσεις της λατινικῆς μεταφράσεως τῆς Κ.Δ. Τό σχέδιο ἐκδόσεως τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου συνέλαβε πρῶτος ὁ Ἱσπανός καρδινάλιος τοῦ Τολέδου Ximenes καί μάλιστα μέ παράλληλη ἐκτύπωση τοῦ ἑλληνικοῦ καί τοῦ λατινικοῦ κειμένου. Ἡ πολύγλωττη αὐτή ἔκδοση (τό κείμενο τῆς Π.Δ. ἐκδόθηκε τό 1520, ἐνῶ τῆς Κ.Δ., πού ἦταν ἕτοιμο τό 1514, δέν ἔλαβε τήν παπική ἔγκριση) ἔμεινε γνωστή ὡς πολύγλωσσος Complutensis, ἀπό τήν λατινική ὀνομασία τῆς πόλεως Ἀλκάλα (Complutum), ὅπου καί ἐκτυπώθηκε. Τήν καθυστέρηση αὐτή ἐκμεταλλεύτηκε ὁ Ἑλβετός τυπογράφος J. Froben, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε τήν ἐπιμέλεια τῆς νέας ἐκδόσεως στόν οὑμανιστή Ἔρασμο. Ἡ ἔκδοση αὐτή ὁλοκληρώθηκε βιαστικά τό 1516 στήν Βασιλεία, στηρίχθηκε σέ ἐλάχιστα χειρόγραφα καί περιεῖχε πολλά λάθη. Ἐκτός ἀπό τό ἑλληνικό πρωτότυπο περιέλαβε παράλληλη λατινική μετάφραση τοῦ Ἐράσμου. Ἐκτυπώθηκε σύντομα σέ πολλαπλές ἐκδόσεις καί παρά τίς ἀτέλειές της ἐπικράτησε γενικώτερα. Στήν συνέχεια ἀκολούθησαν πολλές νέες προσπάθειες, πού στηρίχθηκαν στό κείμενο τοῦ Ἐράσμου, ὅπως τοῦ R. Estienne (Στεφάνου) (Παρίσι, 1546-1551, τέσσερις ἐκδόσεις, ἡ τελευταία περιέχει καί τήν σημερινή διαίρεση τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. σέ κεφάλαια καί στίχους, πού ὀφείλεται στόν ἐπίσκοπο Καντεβρυγίας Στέφανο Langton, 13ος αἰ.), τοῦ Θεοδώρου Βέζα (Γενεύη, ἐννέα ἐκδόσεις 1565-1604) καί τῶν ἀδελφῶν Ἐλζεβίρ (Leiden, Amsterdam, ἑπτά ἐκδόσεις, 1624-1678). Μέ τήν δεύτερη ἔκδοσή της ἐπικράτησε στήν Δύση ὡς τό καθιερωμένο κείμενο (textus receptus), ἄν καί εἶχε πολλές ἀτέλειες. Τό κείμενο αὐτό, συμπληρωμένο μέ κριτικές παραλλαγές, κυριάρχησε καί κατά τόν 18ο αἰ. μέ τίς ἐκδόσεις τοῦ J. J. Wettstein (1751/52) (εἰσήγαγε πρῶτος τόν χαρακτηρισμό τῶν μεγαλογραμμάτων κωδίκων μέ κεφαλαῖο γράμμα καί τῶν μικρογραμμάτων μέ ἀραβικό ἀριθμό) καί τοῦ J. J. Griesbach (1774-1806).
Ἡ κυρίως ἐπιστημονική ἐργασία γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ πρωτοτύπου κειμενου τῆς Κ.Δ., μέ κριτικό ἔλεγχο τῶν χειρογράφων καί σύγκριση τῶν διαφόρων γραφῶν τους, ἀρχίζει τόν 19ο αἰ. Πρῶτος ὁ φιλόλογος K. Lachmann ἐφάρμοσε τούς φιλολογικούς κανόνες στήν ἔρευνα καί ἔκδοση τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. καί ἀποπειράθηκε νά ἀποκαταστήσει τό ἐκκλησιαστικό κείμενο, ὅπως ἦταν γνωστό κατά τόν 4ο αἰ. (Βερολῖνο 1831). Τό ἔργο αὐτό συνέχισε ὁ πολύς C von Tischendorf, ὁ ὁποῖος ἀξιοποίησε τόν Σιναϊτικό Κώδικα τῆς Μονῆς Σινᾶ καθώς καί πολλά ἄγνωστα ὡς τότε χειρόγραφα (δύο τόμοι, 1869-72, Λειψία). Ἡ ἔκδοση αὐτή παραμένη καί σήμερα πολύτιμη, ἐξ αἰτίας τοῦ κριτικοῦ της ὑπομνήματος. Στήν Ἀγγλία δύο μεγάλοι ἐρευνητές τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ., οἱ B. F. Westcott καί F. J. A. Hort ἐξέδωσαν μία μνημειώδη ἔκδοση τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου, μέ βάση τόν Βατικανό κώδικα (Λονδῖνο 1881, 1896, αὐτοί εἰσηγήθηκαν καί τήν διάκριση τοῦ κειμένου σέ οὐδέτερο, ἀλεξανδρινό, δυτικό καί συριακό ἤ ἀντειοχιανό τύπο). Παράλληλα στήν Γερμανία ἐμφανίσθηκαν οἱ κριτικές ἐκδόσεις τοῦ B. Weiss (1894-1905) καί τοῦ H. von Soden (1913, εἰσηγήθηκε τήν διάκριση τριῶν τύπων κειμένου, τοῦ κοινοῦ, τοῦ ἡσυχιανοῦ καί τοῦ ἰεροσολυμητικοῦ), ἐνῶ ὁ R. C. Gregory (1900- 1909) ἐπεσήμανε γιά πρώτη φορά τήν ἀξία τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐκλογαδίων. Τήν προσπάθεια ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀρχικοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ. ἀνέλαβαν συλλογικά ἀμερικανοί καί εὐρωπαῖοι ἐρευνητές, τό ἔργο τους ὅμως ἔμεινε ἡμιτελές. Τό ἀπόσταγμα τῆς κριτικῆς αὐτῆς προσπάθειας ἀποτελεῖ ἡ γνωστή ἔκδοση τῆς Κ.Δ. τοῦ Eberhard Nestle (ἀπό τό 1898), πού συνέχισε ὁ υἱός του Erwin Nestle (1930). Περιέχει καί ἀξιοποιεῖ ὅλα σχεδόν τά γνωστά ἀπόγραφα τῆς Κ.Δ., τά λεξιονάρια, τίς παραθέσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καί συγγραφέων, τίς ἀρχαῖες μεταφράσεις καθώς καί τίς γραφές τῶν νεωτέρων κριτικῶν ἐκδόσεων. Τήν ἔκδοση τοῦ κειμένου τοῦ Nestle συνεχίζει ἀπό τό 1957 ὁ K. Aland, στά πλαίσια τοῦ «Ἰνστιτούτου ἐρεύνης τοῦ κειμένου τῆς Κ.Δ.», πού ἵδρυσε καί διευθύνει ὁ ἴδιος στό Münster τῆς Γερμανίας (ὡς σήμερα ἔχουν ἐκτυπωθεῖ 27 ἐκδόσεις σέ πολλαπλές ἀνατυπώσεις). Τό κείμενο αὐτό εἶναι βέβαια τό πληρέστερο, δέν εἶναι ὅμως ἀπόλυτα δεσμευτικό. Τό κείμενο τοῦ Nestle ἐξέδωσαν καί οἱ Ἡνωμένες Βιβλικές Ἑταιρεῖες (United Bible Societies), τό ἐμπλούτισαν ὅμως μέ πληρέστερες ἀναφορές στά ἐκλογάδια καί στούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς (4η ἔκδοση, 1993).
Στήν ἑλληνική Ἐκκλησία ἔχει γίνει μία καί μοναδική προσπάθεια γιά μία ἀξιόπιστη ἔκδοση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ (βυζαντινοῦ) κειμένου τῆς Κ.Δ. Τήν πρωτοβουλία ἀνέλαβε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ἀνέθεσε τό 1899 τό ἔργο αὐτό σέ ἐπιτροπή Ἀρχιερέων, μέ κύριο συντελεστή τόν καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης Β. Ἀντωνιάδη (Ἡ Καινή Διαθήκη ἐγκρίσει τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Κων/πολις 1904, μέ πολλαπλές ἀνατυπώσεις). Στηρίζεται κυρίως σέ 60 χειρόγραφα (ἀπό τόν 9ο ὡς τόν 14ο αἰ.) τῆς Κων/λεως, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἰεροσολύμων καί Ἀθηνῶν. Εἶναι σήμερα τό καθιερωμένο κείμενο τῆς Κ.Δ. στόν χῶρο τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, χρειάζεται ὅμως ὁπωσδήποτε συμπλήρωση καί ἀναθεώρηση.

πατήστε εδώ 

ΠΗΓΕΣ-ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Παν. Μπρατσιώτου, Ἐπίτομος Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἀθῆναι.
Σεβ. Γόρτυνος Ἰερεμίου Φούντα, Ἁπλῆ καί σύντομη Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, περιοδικό Ἑρμηνεία, Ὀκτώβριος 2005, Ἀριθμ. 5.
Καλαϊντζάκη Στ., Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη. Α´ Γενική Εἰσαγωγή.
Ἰω. Παναγόπουλου, Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα, 1995. 


2 σχόλια:

  1. Σπουδή στην Αντορθόδοξη δαιμονολογία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. «Ἣ ᾿Εκκλησία δέν εἶνε μόνον ὁ φύλαξ καί ἐγγυητής τῆς Πίστεως, ἀλλά καί τῆς Γραφῆς.» Ν. Σωτηρόπουλος, Ερμηνεία δύσκολων χωρίων της Γραφής, τ. Α´, σ.11

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.