Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (9)

 Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου



 
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΜΑΣ
Ἡ γλώσσα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Οἱ γλῶσσες στίς ὁποῖες ἐγράφησαν τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ ἑβραϊκή, ἡ ἀραμαϊκή καί ἡ ἑλληνική γλώσσα.
Η Ἑβραϊκή εἶναι ἡ γλώσσα στήν ὁποία ἐγράφη τό μεγαλύτερο μέρος τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πρόκειται γιά τήν ἀρχαία ἤ βιβλική ἑβραϊκή, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς εἶναι διαφορετική ἀπό τήν μετέπειτα ἀραμαϊκή γλώσσα, πού ἐπεκράτησε στήν Παλαιστίνη ἀπό τόν 6ο αἰώνα καί ἑξῆς (τήν μετα-βιβλική, ὅπως τήν λέγουμε), καί ἡ ἀρχαία αὐτή ἑβραϊκή πάλι εἶναι διάφορη καί ἀπό τήν ὁμιλουμένη σήμερα στό κράτος τοῦ Ἰσραήλ γλώσσα, τήν καλουμένη Νεοεβραϊκή. Ἡ γλώσσα αὐτή ἀνήκει στόν βορειοδυτικό κλάδο καί συγκεκριμένα
στήν χαναανιτική οἰκογένεια τῶν σημιτικῶν γλωσσῶν. Εἶναι λοιπόν συγγενής μέ τήν ἀραβική καί τήν βαβυλωνιακή γλώσσα καί διαφέρει κατά πολύ ἀπό τίς εὐρωπαϊκές γλῶσσες. Οἱ σημιτικές γλῶσσες [27] παλαιότερα ὁμιλοῦντο ἀπό τήν Μεσοποταμία μέχρι τίς ἀκτές τῆς Μεσογείου Θαλάσσης καί ἀπό τήν Ἀρμενία μέχρι τά νότια ἄκρα τῆς Ἀραβίας, ὅπως καί σέ πολλά νησιά τῆς Μεσογείου καί στά βόρεια τῆς Ἀφρικῆς, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένες σημιτικές ἀποικίες. Οἱ λαοί πού μιλοῦσαν τίς γλῶσσες αὐτές κατάγονταν ἀπό τόν Σήμ, τόν υἱό τοῦ Νῶε (βλ. Γεν. 10) καί γι᾿ αὐτό οἱ γλῶσσες αὐτές λέγονται «Σημιτικές». Ἡ ἀρχαία λοιπόν αὐτή ἑβραϊκή γλώσσα διεδέχθη κατά κάποιο τρόπο τήν χαναανιτική. Γιά τόν μελετητή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀναγκαία ἡ γνώση τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης, ἀφοῦ τό πλεῖστον τῶν βιβλίων της ἐγράφησαν στήν γλώσσα αὐτή. [28]
῾Η Ἀραμαϊκή γλώσσα εἶναι μία συγγενής γλώσσα μέ τήν ἑβραϊκή. Εἶναι σημιτική καί αὐτή καί ἀπό τόν 6ο αἰώνα π.Χ. ἀντικατέστησε τήν ἑβραϊκή, γιατί ἦταν ἡ καθουμιλουμένη γλώσσα σέ ὅλη τήν Ἀνατολή. Ἦταν ἡ γλώσσα τοῦ ἐμπορίου, τῶν δικαστηρίων καί τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν πιό εὔκολη ἀπό τήν ἑβραϊκή. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός κήρυξε στήν ἀραμαϊκή γλώσσα. Χρησιμοποιήθηκε μέχρι τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. Σήμερα ἡ γλώσσα αὐτή χρησιμοποιεῖται ὡς λειτουργική γλώσσα σέ κάποιες ἀνατολικές θρησκεῖες. Στήν ἀραμαϊκή γλώσσα εἶναι γραμμένα τά βιβλία τοῦ Τωβίτ, τῆς Ἰουδίθ, κάποιες περικοπές τοῦ Δανιήλ (2,4β-7,28) καί τοῦ Β΄ Ἔσδρ. (4,8-6,18. 7,12-20), ὅπως καί δύο ἄλλοι στίχ. τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἰερ. 10,11. Γεν. 31,47). Εἶναι πιθανόν ὅτι ἀρχικά καί κάποιο εὐαγγελικό κείμενο ἦταν γραμμένο στήν ἀραμαϊκή.
῾Η Ἑλληνική τῆς Βίβλου δέν εἶναι ἡ γλώσσα τῶν μεγάλων κλασσικῶν, ἀλλά ἡ κοινή ἑλληνιστική γλώσσα πού ὁμιλεῖτο στήν ἀνατολική λεκάνη τῆς Μεσογείου ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ἡ μορφή τῆς γλώσσας αὐτῆς εἶναι πιό ἁπλή ἀπό τήν κλασσική, ἀλλά μέ πιό πλούσιο λεξιλόγιο. Στήν Βίβλο ἡ ἑλληνική αὐτή μορφή τῆς γλώσσας ἔχει σημιτισμούς. Εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, τοῦ Β΄Μακκαβαίων καί τοῦ βιβλίου τῆς Σοφίας Σολομῶντος. Σέ αὐτή τήν γλώσσα μεταφράστηκαν κατά τόν 3ο καί 2ο αἰώνα π.Χ. ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· αὐτή ἦταν ἡ πιό παλαιά μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ περίφημος Μετάφραση τῶν Ο΄.
Χαρακτηριστικά τῆς Ἑβραϊκῆς γλώσσης [29]
Ἀφοῦ τά πλεῖστα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐγράφησαν στήν Ἑβραϊκή γλώσσα εἶναι ἀνάγκη, νομίζουμε, νά γράψουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικά τῆς γλώσσας αὐτῆς.
Ἡ παλαιά ἑβραϊκή γραφή κατά παλαιά ἄποψη δέν πρέπει νά προῆλθε ἀπό βαβυλωνιακή ἤ κυπριακή ἤ κρητική ἐπίδραση, ἀλλά ἀπό αἰγυπτιακά ἱερογλυφικά, ὅπως τό μαρτυροῦν σχετικές ἐπιγραφές ἀπό τήν Βύβλο τῆς Παλαιστίνης (2η π.Χ. χιλ/δα) καί τήν Σιναϊτική χερσόνησο. [30] Κατά ἄλλους ὅμως ἡ ἑβραϊκή γραφή ἔχει προέλθει ἀπό τήν φοινικική καί μάλιστα ἀπό τήν ἑλληνική. [31] Ἀποτελεῖται δέ ἡ παλαιά αὐτή γραφή ἀπό εἴκοσι δύο σύμβολα, μέ ἦχο συμφώνων. Ἐπειδή δέ μερικά ἀπό αὐτά τά σύμφωνα παρουσιάζουν μεγάλη ὁμοιότητα, γι᾿ αὐτό κατά τήν ἀντιγραφή τοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐγίνοντο λάθη. Ἡ ἀρχαία αὐτή γραφή χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς Ἑβραίους γιά πολύ χρόνο, ἀλλά μετά τούς χρόνους τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας (586 π.Χ.) μαζί μέ τήν ἀραμαϊκή γλώσσα ἦρθε στούς Ἰουδαίους καί ἡ ἀραμαϊκή γραφή, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ χαρακτηριζόμενη ἀπό αὐτούς τούς Ἰουδαίους ὡς «ἀσσυριακή», «κεθάβ ἀσσουρί») «τετράγωνη» γραφή, λεγομένη ἔτσι ἀπό τό σχῆμα τῶν γραμμάτων της. Στήν γραφή αὐτή, πού εἶχε συροαραμαϊκή προέλευση, ἐγράφησαν ἀρχικά, μετά τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία, διάφορα κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τά νεώτερα· ἀργότερα ὅμως, γιά λόγους ὁμοιομορφίας, μετεγράφησαν σ᾿ αὐτήν καί τά παλαιότερα. Ὁπωσδήποτε ἡ ἀραμαϊκή γλώσσα καί γραφή ἦταν κατά τούς χρόνους τοῦ Κυρίου σέ κοινή χρήση στούς Ἰουδαίους τῆς Παλαιστίνης, ὅπως αὐτό μπορεῖ νά τό συμπεράνουμε ἀπό τό μικρό ἰῶτα κατά τούς χρόνους ἐκείνους (βλ. Ματθ. 5,18).
Καί ἡ γραφή αὐτή, ἡ τετράγωνος ἀραμαϊκή, ἀπετελεῖτο ἀπό σύμφωνα μόνο· ἦταν δυσανάγνωστη καί περιεῖχε ἀφορμές γιά σφάλματα, γιατί ἐκτός τῶν ἄλλων, κατά τήν γραφή αὐτή δέν ἐγίνοντο χωρισμοί μεταξύ τῶν λέξεων (ἦταν γραφή scriptio continua), ἀλλά ὅλες οἱ λέξεις ἦταν ἑνωμένες μεταξύ τους. Καί γεννᾶται τό ἐρώτημα: Ὁ χωρισμός τῶν λέξεων, γιά νά δοθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ κειμένου, γινόταν πάντοτε σωστά;32
Ἕνα ἀξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό πού ἔχει ἡ ἑβραϊκή γλώσσα, μαζί μέ ὅλες σχεδόν τίς σημιτικές γλῶσσες, εἶναι τό τρισύμφωνο τῆς ρίζας τῶν ρημάτων της. Ἀρχικά ἴσως ὑπῆρχαν καί ρήματα μέ δύο σύμφωνα, τά ὁποῖα ὅμως ἐνωρίς ἀναπτύχθηκαν σέ τρισύμφωνα. Ἀκόμη πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἑβραϊκή γλώσσα τῶν βιβλικῶν χρόνων κατέγραφε μόνο σύμφωνα, τά δέ φωνήεντα ὑπενοοῦντο. Εἶναι δέ ἀλήθεια ὅτι καί σέ μᾶς ἡ βάση μιᾶς λέξης, πού ἀποδίδει τήν ἔννοιά της, εἶναι τά σύμφωνα. Ἄς λάβουμε ὡς παράδειγμα τήν λέξη «κήρυξ». Ἄν στά συμφωνά της παρεμβάλλουμε ἄλλα φωνήεντα, λόγου χάριν τά ο, α, σχηματίζεται διαφορετική μέν λέξη, ἡ λέξη «κόραξ», ἡ ὁποία ὅμως ἔχει τό ἴδιο κατά βάση νόημα μέ τήν πρώτη, γιατί καί ὁ «κήρυξ» καί «ὁ κόραξ» φωνάζουν, «κράζουν». Ἀφοῦ ἡ ἑβραϊκή γλώσσα στήν ἀρχαία της μορφή κατέγραφε μόνο σύμφωνα, γιά νά διαβάσουν τά κείμενά της ἔπρεπε νά τήν γνώριζαν καλά καί διαβάζοντάς την νά προσέθεταν τά φωνήεντα. Ἀλλά φωνηέντιζαν καλά τήν λέξη;
Οἱ διάφορες ἐναλλαγές στίς μορφές τοῦ ρήματος γίνονται γενικά μέ τήν ἐναλλαγή τῶν φωνηέντων στήν ρίζα τοῦ ρήματος. Λαμβάνουμε ὡς παράδειγμα τό ρῆμα «γράφω» («κιαθάβ»), πού στήν ἑβραϊκή περιέχει τό τρισύμφωνο k - t - b. Τά σύμφωνα αὐτά παραμένουν ἀμετάβλητα σέ ὅλες τίς κλίσεις τοῦ ρήματος, ἐναλλάσσονται ὅμως τά φωνήεντα γιά τόν σχηματισμό τῶν διαφόρων μορφῶν του. Ἔτσι ἔχουμε:
«κιαθάβ»    ἔγραψε
«κιεθώβ      γράψε (προστακτική)
«κιωθέβ»    γράφων
«κιαθούβ»   εἶμαι γραμμένος
«κιαθώβ»    γράφειν
Οἱ προσωπικές ἀντωνυμίες στίς περισσότερες περιπτώσεις προστίθενται στό ρῆμα ὡς καταλήξεις. Ἔτσι στήν μία λέξη τοῦ ρήματος ἔχουμε καί δεύτερη λέξη, τήν προσωπική ἀντωνυμία. Ἡ σύντομη αὐτή γραμματική μορφή εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ ἑβραϊκές προτάσεις εἶναι σύντομες καί συμπαγεῖς. Αὐτή ἡ σύντομη μορφή στίς ἑβραϊκές προτάσεις παρατηρεῖται ἰδιαίτερα στά ποιητικά μέρη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Σέ πολλές περιπτώσεις τό Ἑβραϊκό κείμενο ἔχει σχεδόν τό μισό τῶν λέξεων ἀπό τίς μεταφράσεις του σέ ξένες γλῶσσες. Ὁ περίφημος 21ος ψαλμός γιά παράδειγμα ἔχει 57 λέξεις στό Ἑβραϊκό κείμενο, ἐνῶ ἔχει 99 στήν Μετάφραση τῶν Ο΄. Ὁ ποιητικός στίχ. Ἰώβ 30,22 ἔχει 6 λέξεις στό Ἑβραϊκό, ἐνῶ ἔχει 10 στούς Ο΄ καί 18 στήν ἀγγλική μετάφραση τῆς King James Version (γενομένη τό ἔτος 1611) καί 24 στήν ἄλλη ἀγγλική μετάφραση Revised Standard Version (γενομένη τό ἔτος 1952).
Ἡ κατασκευή τῆς ἑβραϊκῆς προτάσεως εἶναι πολύ ἁπλῆ. Οἱ προτάσεις συνήθως εἶναι σύντομες καί συνδέονται μεταξύ τους μέ τόν σύνδεσμο «καί» («βέ»), ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μεταφραστεῖ καί μέ τίς λέξεις «ἀλλά», «λοιπόν», «ἔτσι» κ.ἄ. Γιά παράδειγμα παραπέμπουμε στό Γεν. κεφ. 12, στό ὁποῖο ἔχουμε πολλές σύντομες προτάσεις καί συνεχεῖς χρήσεις τοῦ συνδέσμου «καί».
Ἄλλο χαρακτηριστικό τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας εἶναι ὅτι εἶναι πτωχή σέ ἐπίθετα καί ἐπιρρήματα καί αὐτό γιά τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς ἔχει μεγάλη δυσκολία, ὅταν ἐκφράζουν ἀφηρημένες ἔννοιες. Τά χρησιμοποιούμενα ὡς ἐπιρρήματα στήν ἑβραϊκή προέρχονται ἀπό ρηματικές καί ὀνοματικές ρίζες. Καί ὀνόματα στήν ἑβραϊκή γλώσσα χρησιμοποιοῦνται μέ ἐπιρρηματική ἔννοια.
Σύμφωνα καί πρός ἄλλες σημιτικές γλῶσσες ἡ ἑβραϊκή ἔχει ὁρισμένα γράμματα, τά ὁποῖα δέν ἀπαντοῦν στίς Ἰνδο-Εὐρωπαϊκές γλῶσσες. Ἔχει τρία h καί τρία s μέ διάφορες γραφές τό καθένα ἀπό αὐτά (h, j, k καί s, c, v). Ὁμοίως καί τά ἑβραϊκά γράμματα «ἄλεφ» (a) καί «ἅγιν» ([) δέν ὑπάρχουν στήν γλώσσα μας καί ἀντιστοιχοῦν τό μέν πρῶτον πρός τό ψιλό πνεῦμα (᾿), τό δέ δεύτερο πρός τό δασύ (῾).
Ἐνῶ σέ μᾶς τό ρῆμα εἶναι συνδεδεμένο μέ τήν ἔννοια τοῦ χρόνου καί ἐκφράζει ἄν ἡ πράξη τοῦ ρήματος γίνεται στό παρόν ἤ ἔγινε στό παρελθόν ἤ θά γίνει στό μέλλον, στήν ἑβραϊκή γλώσσα τό ρῆμα εἶναι ἀπηλλαγμένο ἀπό τήν ἔννοια τοῦ χρόνου. Ἐκφράζει μόνο ἄν μία πράξη εἶναι τετελεσμένη, βεβαία ἤ ὄχι, ἄσχετα ἄν αὐτή ἡ τετελεσμένη ἤ μή τετελεσμένη πράξη ἔγινε στό παρελθόν ἤ θά ἀνήκει στό μέλλον. Ὁ ἀναγνώστης τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου ἀντιλαμβάνεται ἀπό τήν συνάφεια τόν χρόνο στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ τετελεσμένη ἤ μή τετελεσμένη πράξη τοῦ ρήματος.
Στό σύνολό της ἡ ἑβραϊκή γλώσσα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δεικνύει μεγάλη ἑνότητα. Παρατηροῦμε ὅμως σ᾿ αὐτήν καί μερικές ἐλαφρές διαφορές γλώσσης. Ἡ ὕπαρξη αὐτῶν τῶν διαφορῶν δικαιολογεῖται ἀπό τό ὅτι ὁ Ἰσραήλ ἦταν χωρισμένος σέ διάφορες φυλές πού κατοικοῦσαν σέ διάφορες περιοχές. Γιά παράδειγμα ἀναφέρουμε τούς Ἐφραϊμίτες, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦσαν νά προφέρουν τό σύμφωνο sh (v). Γι᾿ αὐτό τήν λέξη shibboleth (στάχυς) τήν ἐπρόφεραν sibboleth (βλ. Κριτ. 12,5.6).
Ἡ ἑβραϊκή ποίηση διαφέρει ἀπό τόν πεζό λόγο στό ὅτι αὐτή χρησιμοποιεῖ πολύ τούς παραλληλισμούς. Ἐπίσης στά ποιητικά βιβλία καί ποιητικά τεμάχια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀφθονοῦν οἱ συνώνυμες λέξεις· ὡς κλασσικό παράδειγμα ἀναφέρουμε τούς στίχ. Ἰώβ 4,10.11. Σέ δύο μόνο στίχους εὑρίσκουμε πέντε διάφορες λέξεις γιά τήν ἔκφραση τοῦ «λέοντος». Αὐτός ὅμως ὁ πλοῦτος τῶν ἐκφράσεων τῶν ποιητικῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προκαλεῖ μεγάλη δυσχέρεια στόν μεταφραστή τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου.
Ὅπως κάθε γλώσσα, ἔτσι καί ἡ ἑβραϊκή γλώσσα ἔχει μερικούς ἰδιωματισμούς. Γιά παράδειγμα: Γιά νά μιλήσει ὁ Ἑβραῖος γιά τόν ναό τοῦ Θεοῦ λέγει «ὁ ναός τῆς ἁγιότητος»· γιά νά πεῖ γιά κάποιον πού ἄρχισε νά πηγαίνει κάπου, λέγει «σηκώθηκε καί πῆγε»· καί γιά νά ἐκφράσει τήν παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ λέγει «ἦλθε πρό προσώπου τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἑλληνική μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Ο΄ καθώς καί ἄλλες ἑλληνικές μεταφράσεις της περιέχουν τίς ἐκφράσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὅπως καί ἄλλους ἑβραϊσμούς. Ἔτσι δημιουργήθηκε μία ἰδιαίτερη γλώσσα, ἡ ἑλληνική γλώσσα τῆς Βίβλου. Ἡ δομή τῆς γλώσσας αὐτῆς εἶναι σχεδόν ἡ ἴδια μέ τήν ἑλληνική πού μιλοῦσαν σέ ὅλη τήν λεκάνη τῆς Μεσογείου μεταξύ τοῦ 2ου αἰ. π.Χ. καί τοῦ 1ου αἰ. μ.Χ. Πολλές ὅμως λέξεις καί ἐκφράσεις τῆς γλώσσας αὐτῆς ἔχουν μία εἰδική ἔννοια, χαρακτηριστική στόν Ἑβραῖο καί στόν Ἀραμαῖο.
Προβλήματα φωνηεντισμοῦ
Ὅσο οἱ Ἑβραῖοι ὁμιλοῦσαν τήν παλαιά ἑβραϊκή γλώσσα, φωνηέντιζαν καλά τίς λέξεις τοῦ ἀφωνηέντιστου Ἑβραϊκοῦ κειμένου, ἄν καί ὑπῆρχε πάντοτε ὁ κίνδυνος τῆς διαφορετικῆς ἀναγνώσεως κάποιας λέξεως. Ὅταν ὅμως ἡ γλώσσα αὐτή ἔπαυσε νά εἶναι ἡ ζώσα γλώσσα τοῦ λαοῦ, τότε ἡ ἀνάγνωση τοῦ χωρίς φωνήεντα Ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἦταν καθόλου εὔκολη· γι᾿ αὐτό καί ἔγιναν διάφορες προσπάθειες γιά τήν ἐφεύρεση συστήματος φωνηέντων γιά τήν ὀρθή ἀνάγνωση τοῦ κειμένου.
 
1η προσπάθεια: Οἱ Ἐσσαῖοι
Τό 1946, κοντά στήν Νεκρά Θάλασσα, στό Qumran, ἀνακαλύφθηκαν χειρόγραφα ἀνήκοντα σέ μία ἰουδαϊκή αἵρεση. Πρόκειται περί τῶν Ἐσσαίων, οἱ ὁποῖοι ἐγκαταστάθηκαν σ᾿ αὐτή τήν περιοχή τόν 2ο αἰ. π.Χ. καί ἔφυγαν τό 1ο αἰ. μ.Χ. Τά χειρόγραφά τους τά εἶχαν τακτοποιήσει καλά σέ ἕνα σπήλαιο, χωρίς νά μπορέσουν νά ἐπιστρέψουν πάλι στήν περιοχή. Σπουδάζοντες τά χειρόγραφα αὐτά οἱ εἰδικοί, ἀνακάλυψαν ὅτι οἱ Ἐσσαῖοι χρησιμοποιοῦσαν κάποια σύμφωνα (a, h, w, y) ὡς «μητέρες τῆς ἀναγνώσεως» (matres lectionis, litterae quiescentes), σύμφωνα πρός δήλωση φωνηέντων.
2η προσπάθεια: Οἱ Μασωρῖτες
Ἡ δεύτερη προσπάθεια φωνηεντισμοῦ τοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔγινε μετά Χριστόν ἀπό πολλές γενεές γραμματέων. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία, τό 66 μ.Χ. ἐξερράγη ἡ Ἰουδαϊκή ἐπανάσταση κατά τῶν Ρωμαίων, ἡ ὁποία ὅμως κατεστάλη ἀπό τόν Οὐεσπασιανό καί τόν Τίτο καί κατέληξε στήν ἅλωση τῆς Ἰερουσαλήμ καί τήν καταστροφή τοῦ ναοῦ τό 70 μ.Χ. Οἱ Ἰουδαῖοι ἐκδιώχθηκαν καί ἀρχίζει ἡ διασπορά τους. Ἡ μόνη κληρονομία πού τούς ἀπέμεινε ἦταν ἡ Ἁγία Γραφή. Ἡ διασπορά καθιστοῦσε ἀκόμη περισσότερο δύσκολη τήν σωστή ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ κειμένου, γιατί οἱ Ἰουδαῖοι τώρα βρέθηκαν σέ ἐντελῶς ξένο περιβάλλον καί λησμονοῦσαν ἔτσι τήν γλώσσα τους. Γι᾿ αὐτό χρειάστηκε νά καθιερωθεῖ σύστημα φωνηέντων γιά νά προστεθοῦν στά σύμφωνα γιά τήν ὀρθή ἀνάγνωση τοῦ κειμένου. Τήν προσπάθεια αὐτή τήν ἀνέλαβαν οἱ Μασωρῖτες, οἱ ὁποῖοι φωνηέντισαν τό κείμενο βάσει τῆς παραδοσιακῆς του ἀναγνώσεως καί γι᾿ αὐτό τό κείμενο πού παρουσίασαν ὀνομάστηκε Μασωριτικό καί αὐτοί Μασωρῖτες (= κάτοχοι τῆς παραδόσεως· ἀραμαϊκό ρῆμα μεσάρ = παραδίδω). Στό Μασωριτικό αὐτό κείμενο ἐπεκράτησε τό Τιβεριανό σύστημα, πού θέτει τά φωνήεντα κάτω ἀπό τά σύμφωνα. Ἡ ὅλη ἐργασία τῶν Μασωριτῶν διήρκεσε ἀπό τόν 6ο μ.Χ. αἰ. μέχρι τόν 10 μ.Χ. αἰ. Πάλι ὅμως θά ἐρωτήσουμε: Φωνηεντίστηκε σωστά τό κείμενο;

Στερέωση τοῦ βιβλικοῦ κειμένου
Γιά νά ἐμποδίσουν κάθε ἀλλαγή πού θά ἐπερχόταν ἀπό τούς μετέπειτα ἀντιγραφεῖς, οἱ Μασωρῖτες ὑπελόγισαν ὅλα τά γράμματα, παρέστησαν λεπτομερῶς ὅλο τό κείμενο μέ τήν βοήθεια τῶν σημειώσεων στό περιθώριο, στήν βάση τῶν σελίδων καί στό τέλος τῶν βιβλίων. Ἔτσι τό κείμενο καθορίστηκε ὁριστικά. Οἱ Μασωρῖτες ἐπεσήμαναν τά λάθη, χωρίς ὅμως νά τά διορθώσουν, γιατί δέν εἴχαμε κανένα ἀνάλογο λογοτεχνικό γεγονός γιά τοιαύτη βοήθεια. Τά πιό παλαιά λογοτεχνικά κείμενα χρονολογοῦνται ἀπό τόν 10ο αἰ. Τά προηγούμενα κείμενα αὐτῆς τῆς χρονολογίας εἶναι σπάνια, γιατί τά χειρόγραφα ἐκάησαν ἀπό τούς Ἰουδαίους, γιά νά ἀποφευχθεῖ κάθε βεβήλωση. Ἐκτός ἀπό τά χειρόγραφα τῆς Κουμράν ἀνακαλύφθηκαν καί κάποια χειρόγραφα στήν σοφίτα τῆς συναγωγῆς τοῦ Καΐρου. Μεταξύ τῶν μασωριτικῶν χειρογράφων καί τῶν χειρογράφων τῆς Κουμράν ὑπάρχουν λίγες διαφορές. Τό Ἑβραϊκό κείμενο πού ἔχουμε εἶναι τό Μασωριτικό. Ἡ μόνη ἀλλαγή πού ἔγινε στό κείμενο μετά τούς Μασωρῖτες εἶναι ἡ διαίρεση τοῦ κειμένου σέ κεφάλαια καί σέ στίχους. Ἡ διαίρεση σέ κεφάλαια ἔγινε γιά πρώτη φορά τό 1206 ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Κανταουρίας Στέφανο Langton στό κείμενο τῆς λατινικῆς μεταφράσεως Vulgata καί σέ στίχους ἀπό τόν παρισινό ἐκδότη Ροβέρτο Στέφανο. Τό 1330 ἀπό τό κείμενο τῆς Vulgata μεταφέρθηκε στό Ἑβραϊκό κείμενο ἡ διαίρεση τῶν κεφαλαίων ἀπό τόν S. ben Ismael, ἐνῶ ἡ διαίρεση σέ στίχους στό Ἑβραϊκό κείμενο ἄρχισε ἀπό τό Ψαλτήριο τό 1556 καί ὁλοκληρώθηκε σέ ὁλόκληρη τήν ἑβραϊκή βίβλο ἀπό τό 1571 καί μετά. 
 
Χειρόγραφα καί ἔντυπες ἐκδόσεις τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου
1. Τά παλαιότερα χειρόγραφα τοῦ Ἑβαϊκοῦ κειμένου εἶναι τοῦ 9ου αἰ. μ.Χ. καί εἶναι μασωριτικά. Προμασωριτικά χειρόγραφα μέχρι τό 1947 εἴχαμε μερικά μόνο φύλλα ἀπό τόν πάπυρο Nash (μεταξύ 200 π.Χ. καί 100 μ.Χ.), πού περιέχουν τόν Δεκάλογο. Μέ τά εὑρήματα ὅμως τῆς Κουμράν (Νεκρά Θάλασσα) τό 1947 ἔχουμε καί ἄλλα χειρόγραφα ἀπό τήν προμασωριτική περίοδο καί μάλιστα τό βιβλίο τοῦ Ἠσαΐου, πού χρονολογεῖται τόν 1ο αἰ. π.Χ. Αὐτό εἶναι τό ἀρχαιότερο ἑβραϊκό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀπό τούς πιό γνωστούς ἀρχαίους χειρόγραφους κώδικες τοῦ Μασωριτικοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου σημειώνουμε μόνο: α) Τόν κώδικα τῶν Προφητῶν (προγενεστέρων καί μεταγενεστέρων) τῆς συναγωγῆς τοῦ Καΐρου (895 μ.Χ.), πού εἶναι καί τό ἀρχαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο τοῦ Μασωριτικοῦ κειμένου. – β) Τόν Aleppo Codex (Κώδικας τῆς Σεφαρδικῆς συναγωγῆς τοῦ Χαλεπίου 929 π.Χ.), πού περιέχει ὁλόκληρο τό Μασωριτικό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. – γ) Τόν Κώδικα Β 19α Leningradensis (1008 μ.Χ.), πού βρίσκεται στό Λένινγκραντ καί περιέχει ὁλόκληρη τήν Παλαιά Διαθήκη.
2. Μέ τήν ἀνακάλυψη τῆς τυπογραφίας ἔχουμε καί ἔντυπες ἐκδόσεις τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου. Στήν ἀρχή ἐξεδίδοντο μεμονωμένα βιβλία καί συλλογές βιβλίων, ἀλλά στήν συνέχεια ἐξεδίδετο καί ὁλόκληρο τό Μασωριτικό Ἑβραϊκό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀπό τίς νεώτερες κριτικές ἐκδόσεις τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου σημειώνουμε τίς ἑξῆς: α) Τήν 3η ἔκδοση τῆς Biblia Hebraica τοῦ R. Kittel, πού δημοσιεύθηκε στήν Στουτγκάρδη τό 1937. Τό σημαντικό τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι βασίζεται σέ Μασωριτικό κείμενο κατά πολύ ἀρχαιότερο ἀπό αὐτό πού κυκλοφοροῦσε προηγουμένως καί ὅτι παρουσιάζει ἑνιαία μορφή χωρίς ἀποκλίσεις. Εἶναι τό κείμενο τοῦ ben Asher ἀπό τόν παλαιό κώδικα Β 19α Leningradensis (1008 μ.Χ.), πού εἴπαμε προηγουμένως. – β) Τήν ἔκδοση τῆς Biblia Hebraica Stuttgartensia τῶν K. Elliger - W. Rudolph, πού δημοσιεύθηκε καί αὐτή στήν Στουτγκάρδη τό 1977. Καί αὐτή ἐπίσης βασίζεται στό κείμενο τοῦ ben Asher καί ἀποτελεῖ σήμερα τήν καλύτερη κριτική ἔκδοση τοῦ Μασωριτικοῦ κειμένου. – γ) Ὁμοίως στό ἴδιο κείμενο τοῦ ben Asher βασίζεται καί ἡ ἀπό τήν Βρεττανική Βιβλική Ἑταιρία ἀπό τό 1958 ἐκδιδομένη Ἑβραϊκή Παλαιά Διαθήκη ὑπό τήν ἐπιμέλεια τοῦ N. H. Snaith. 
(Συνεχίζεται)
YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 [27] Βλ. περί αὐτῶν στίς Γραμματικές τῆς Ἑβραϊκῆς γλώσσας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Β. Βέλλα, Ἠλ. Οἰκονόμου, Ἑλ. Χριστινάκη καί Β. Παπαδοπούλου. – Ὡς λεξικό τῆς Ἑβρ. γλώσσης πλῆρες στήν Ἑλληνική γλώσσα προτείνουμε τό Ι. Λάουνδς, ΛΕΞΙΚΟΝ ΕΒΡΑΪΚΟΝ-ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ, Ἐκδ. «ΤΟ ΑΝΩΓΕΙΟ», Ἀθήνα 2010. 
[28] Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς ζητοῦσε, ἡ διδασκαλία τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας νά γίνεται καί στά Γυμνάσια. Ὁ ἴδιος δέ ἀπό τούς ὑποψηφίους Ἀρχιερεῖς ἀπαιτοῦσε καί τήν ἀκριβῆ γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, τῆς λατινικῆς καί τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης: «Παρά τήν ἀκριβῆ γνῶσιν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης οἱ Ἀρχιερεῖς χρεωστοῦν νά γνωρίζωσι καί τήν Λατινικήν γλῶσσαν διά τούς γράψαντας εἰς αὐτήν δυτικούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκόμη, ἀφοῦ τά Γυμνάσιά μας πλουτισθῶσιν ἀπό διδασκάλους Ἀσιανῶν γλωσσῶν, καί τήν Ἑβραϊκήν, διά τήν γραμμένην εἰς ταύτην τήν γλῶσσαν καί ὄχι πάντοτε ὀρθά μεταφρασμένην ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα Παλαιάν Γραφήν» (Ἀδ. Κοραῆ, Σημειώσεις εἰς τό προσωρινόν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1822 ἔτους. Ἔκδοσις Θ. Βολίδου, Ἀθῆναι 1933, σελ. 61). Λίγο δέ ἀργότερα ὁ ἀοίδιμος Γ. Ριζάρης συντάσσοντας κατά τό 1840 τήν διαθήκη του ἀπαιτοῦσε καί αὐτός, στήν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἱδρυομένη Ἐκκλησιαστική Σχολή νά διδάσκεται καί ἡ ἑβραϊκή γλώσσα, πράγμα τό ὁποῖο ἐτηρήθη πιστά μέχρι τό 1917 στήν Ριζάρειο Σχολή. Βλ. Β. Βέλλα, Γραμματική τῆς Ἑβραϊκῆς γλώσσης, Ἀθῆναι 1959, σελ. 7.8. 
[29] Βλ. Τό πρῶτο ὑπόμνημά μας στήν Γένεση, Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς 1985, σελ. 13 ἑξ.
[30] Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην,2 Ἐν Ἀθήναις 1975, σ. 529 καί Σ. Καλανζάκη, Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Α΄Γενική Εἰσαγωγή, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 112. 
[31] Βλ. Χριστινάκη Ἑλ., Γραμματική τῆς Ἑβραϊκῆς Γλώσσης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἀθήνα 2003, σελ. 33-38.  
[32] Κατά τήν ἰουδαϊκή παράδοση εἰσηγητής τῆς «τετραγώνου» γραφῆς στούς Ἰουδαίους ὑπῆρξε ὁ Ἔσδρας. Τό παλαιότερο σωζόμενο στήν «τετράγωνη» γραφή βιβλικό κείμενο εἶναι ὁ πάπυρος τοῦ Nasch, ὁ καταγόμενος ἀπό τόν β΄ π.Χ. αἰώνα καί ὁ ὁποῖος περιέχει τόν Δεκάλογο (Ἐξ. 20,2-17. Δευτ. 5,6 ἑξ.) καί τήν ἀρχή τῆς προσευχῆς Schema‘ (Δευτ. 6,1-5). Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, σελ. 530. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.