Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ (1)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου
 

1. ΓΕΝΙΚΩΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ*

Ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «προφήτης»

Συνήθως, ὅταν λέγουμε «προφήτης» νοοῦμε ἐκεῖνον πού προλέγει τά μέλλοντα. Ἡ ἑρμηνεία ὅμως αὐτή δέν εἶναι ἀκριβῶς σωστή. Ἡ λέξη «προφήτης» συντίθεται ἀπό τήν πρόθεση «πρό» καί τό ρῆμα «φημί» = λέγω. Ἀλλά ἡ πρόθεση «πρό» ἐδῶ δέν ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «πρίν», ἀλλά τοῦ «ἀντί». Ὁμιλῶ ἀντί κάποιου ἄλλου. Οἱ προφῆτες λέγονται ἔτσι γιατί ὁμιλοῦν ἀντί τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι τά στόματα τοῦ Θεοῦ στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων (βλ. Ἰερ. 15,19)· γι᾿ αὐτό καί ἡ ἑβραϊκή ὀνομασία τῶν προφητῶν στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι nabi ἀπό ρῆμα naba πού σημαίνει κράζω, μιλῶ. Κατ᾿ αὐτήν τήν ἑρμηνεία, ὁ κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ κάνει ἔργο προφήτου, εἶναι τό στόμα τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ ἔννοια τοῦ προφήτου, τοῦ προλέγοντος τά μέλλοντα, γι᾿ αὐτό καί οἱ προφῆτες παλαιότερα ὀνομάζοντο «βλέποντες» (ro’e, ἑβραϊκά). [1] Ἡ κύρια ὅμως ὀνομασία τοῦ προφήτου εἶναι nabi καί δηλοῖ τόν κήρυκα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.


Ἡ ἐμφάνιση τῶν προφητῶν

Γιά πρώτη φορά τούς προφῆτες στό Ἰσραήλ τούς συναντοῦμε ὀργανωμένους ἐπί τοῦ Σαμουήλ (τόν 11ον αἰώνα). Ὁ Σαμουήλ συμβουλεύει τόν Σαούλ, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε γιά τούς χαμένους ὄνους του, νά πορευθεῖ στήν πόλη Γκιβεά καί ἐκεῖ θά συναντήσει ὁμάδα προφητῶν πού θά κατέβαιναν ἀπό τόν λόφο (Α΄ Βασ. 10,5). Παρουσιάζονται, λοιπόν, τήν ἐποχή αὐτή οἱ προφῆτες ὀργανωμένοι σέ ὁμάδες. Ἀλλά, ἄν τήν ἐποχή τοῦ Σαμουήλ παρουσιάζονται ἔτσι ὀργανωμένοι οἱ προφῆτες, θά πρέπει τήν ἐμφάνιση μεμονωμένων προφητῶν νά τήν ἀποδώσουμε πολύ ἀρχαιότερα, ὥστε νά ὑπάρξει χρόνος κατά τόν ὁποῖον αὐτοί συσπειρώθηκαν καί συγκρότησαν ὁμάδες.
Οἱ ὁμάδες τῶν προφητῶν συνήθως διέμειναν στούς διαφόρους ἱερούς τόπους τῆς ὑπαίθρου, ὅπως τῆς Βαιθήλ, τῆς Ἰεριχώ, τῆς Γκιλγκάλ κ.λπ. Στίς ὁμάδες τῶν προφητῶν εἰσήρχοντο νεαροί στήν ἡλικία. Εἶχαν ἕνα ἀρχηγό, τόν ὁποῖο καλοῦσαν «πατέρα» (Γ΄ Βασ. 6,21)· φοροῦσαν ὁρισμένη στολή, δερμάτινο χιτώνα καί δερμάτινη ζώνη περί τήν ὀσφύν τους (Δ΄ Βασ. 1,8). Στό μέτωπό τους ἔφεραν διακριτικό σημεῖο, πού δήλωνε ὅτι ἀνῆκαν στήν τάξη τῶν προφητῶν.

Ἡ θεία κλήση**

Οἱ προφῆτες ἦταν κεκλημένοι ἀπό τόν Θεό νά δράσουν στήν κοινωνία. Εἶναι ὅμως λάθος νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός κάλεσε κάποιον γιά προφήτη αὐτομάτως, ἔτσι ἀπότομα, χωρίς τήν προετοιμασία καί προεργασία τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Πρίν ἀπό τήν κλήση κάποιου στό προφητικό ἀξίωμα ὑπό τοῦ Θεοῦ, προηγήθηκε μακρά πνευματική προετοιμασία τοῦ ἰδίου τοῦ προσώπου.
Οἱ προφῆτες προσεγγίζοντας τόν Θεό καί πρίν ἀπό τήν κλήση τους, εἶχαν σχηματίσει μέσα τους ἕναν ὑψηλό πνευματικό κόσμο· μέ αὐτόν τόν κόσμο ἐθέλγοντο καί μέ αὐτόν ἐτρέφοντο. «Οἱ λόγοι σου μοῦ εἶναι τροφή, οἱ λόγοι σου μοῦ προξενοῦν χαρά», λέγει ὁ Ἰερεμίας ἀποτεινόμενος στόν Θεό (15,16). Ἡμέρα δέ μέ τήν ἡμέρα ἐγοητεύοντο δυνατώτερα καί θελκτικώτερα τόν Θεό, ἤθελαν νά τόν προσεγγίσουν περισσότερο, νά τόν οἰκειοποιηθοῦν καί νά τόν κηρύξουν στό Ἰσραήλ διαμαρτυρόμενοι γιά τίς παραβάσεις τοῦ νόμου του. Σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἐνατενίσεώς τους πρός τόν Θεό εὑρισκόμενοι, καί τοῦ βαθέος πόνου τους γιά τό κακό τῆς κοινωνίας, τούς ἦλθε ἡ κλήση ἀπό τόν Θεό γιά τό προφητικό ἔργο. Ὅσο κι ἄν τό προφητικό ἔργο ἐλογίζετο δύσκολο, οἱ προφῆτες παρεδίδοντο στήν θεία κλήση, ἡ ὁποία ἦταν πολύ θελκτική καί γλυκειά. Σ᾿ αὐτήν τήν θεία κλήση γιά τό προφητικό ἔργο ἀναφερόμενος ὁ Ἰερεμίας λέγει στόν Θεό σ᾿ ἕνα προχωρημένο στάδιο τοῦ βίου του: «Μέ μάγεψες, Θεέ μου, κι ἄφησα τόν ἑαυτό μου νά μαγευθεῖ» (Ἰερ. 20,7)!
Τήν κλήση γιά τό προφητικό ἔργο οἱ προφῆτες θεωροῦν σάν μία δύναμη πού ἔρχεται ἀπό ἔξω, ἀπό τόν Θεό, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται νά ἀντισταθεῖ· τήν θεωροῦν σάν μία ἰσχυρή βοή πού κατακλύζει τά ὦτα τους καί τήν ψυχή τους. Ὅπως ὅταν βρυχᾶται ὁ λέοντας, λέγει ὁ προφήτης Ἀμώς, θέλοντας καί μή θέλοντας ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, ἔτσι καί ὅταν ὁ Θεός καλεῖ γιά ἕνα ἔργο δέν εἶναι δυνατόν παρά ὁ ἄνθρωπος νά παραδοθεῖ, νά ὑπακούσει καί νά δεχθεῖ τήν κλήση. «Λέων ἐρεύξεται, τίς οὐ φοβηθήσεται; Κύριος ἐλάλησε, τίς οὐ προφητεύσει;» (Ἀμ. 3,8).
Πρέπει ὅμως νά ποῦμε ἐδῶ ὅτι ἡ θεία αὐτή κλήση δέν καταργεῖ τήν ἀτομική τοῦ ἀνθρώπου συνείδηση, δέν ἐξαφανίζει τό ἀνθρώπινο «ἐγώ». Ὁ προφήτης δέν εἶναι νεκρό ὄργανο κατά τήν ἐξαγγελία τῶν θείων βουλῶν, ἀλλά πείθεται πρῶτα περί τῆς ἀληθείας τῶν προφητειῶν πού θά διαλαλήσει καί προχωρεῖ στό ἔργο του μέ πλήρη τήν συμμετοχή τῆς ἀνθρωπίνης συνειδήσεώς του.


Τό κακό τῆς κοινωνίας στήν ἐποχή τῶν προφητῶν

Στήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ ἐρχόμενοι νά ἐργαστοῦν οἱ προφῆτες μέ τόν ἁγνό τους πνευματικό κόσμο, τόν ὁποῖο εἶχαν δημιουργήσει, εὑρίσκοντο σέ ἕναν ἐντελῶς ἀντίθετο κόσμο πρός τόν ἰδικό τους· ἡ διαφθορά εἶχε πλημμυρίσει τήν ἰσραηλιτική χώρα, «κέχυται ἐπί τῆς γῆς» κατά τήν ἔκφραση τοῦ προφήτου Ὠσηέ (4,2). Θά σᾶς παραθέσω σέ μετάφραση ὁρισμένες περικοπές ἀπό τά προφητικά κείμενα, στά ὁποῖα ζωγραφίζεται ἡ κακία τῆς κοινωνίας, στήν ὁποία ἔζησαν καί ἔδρασαν οἱ προφῆτες.

Ὁ Μιχαίας μονολογώντας λέγει:
«Ἀλλοίμονο σέ μένα, γιατί ὁμοιάζω μέ ἄνθρωπο
πού μαζεύει στάχυα μετά τόν θερισμό
καί σταφύλια μετά τόν τρυγητό...
Ὁ εὐσεβής χάθηκε ἀπό τήν χώρα
καί ἀγαθός δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλοι τους εἶναι θανάσιμοι ἐγκληματίες
ὁ ἕνας κυνηγάει τόν ἄλλο.
.............................................
Ὁ ἀξιωματοῦχος ζητάει πληρωμή,
ὁ κριτής κρίνει κατά τήν ἐπιθυμία του
καί ὁ ἰσχυρός διαστρέφει τό δίκαιο» (7,1-3).

Ἡ ἁμαρτία προχώρησε πολύ, ὥστε διέρρηξε καί τόν δεσμό τῆς φιλίας καί αὐτούς ἀκόμη τούς ἱερούς οἰκογενειακούς δεσμούς. Γι᾿ αὐτό καί συμβουλεύει ὁ ἴδιος προφήτης:

«Μήν ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν φίλο
.....................................................
Καί πρόσεχε: Μήν ἐμπιστεύεσαι τίποτε
στήν σύζυγό σου.
Ὁ υἱός περιφρονεῖ τόν πατέρα,
ἡ θυγατέρα ἐπαναστατεῖ κατά τῆς μητέρας της,
ἡ νύφη κατά τῆς πεθερᾶς της
καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς οἰκογένειάς του»
(7,5-6).

Τήν ἠθική διαφθορά τῶν ἀνθρώπων τῆς κοινωνίας τήν παρουσιάζει πολύ δυνατά ἕνας σύντομος λόγος τοῦ προφήτου Ἀμώς:

«Υἱός καί πατήρ αὐτοῦ
εἰσεπορεύοντο ἐπί τήν ἰδίαν παιδίσκην» (2,7). [2]


Ἡ πρώτη κρίση

Ὁ ἐρχομός τῶν προφητῶν σέ μία τέτοια διεφθαρμένη κοινωνία, ἡ ἐπαφή αὐτή μέ ἕναν κόσμο ἐντελῶς ἀντίθετο πρός τόν δικό τους, τούς δημιουργοῦσε ἀπό τήν πρώτη στιγμή μία ἐσωτερική ταραχή, μία κρίση θά ἐλέγαμε. Εἶναι ἡ πρώτη κρίση τήν ὁποία ὑφίστανται στό ἔργο τους. Τήν κρίση αὐτή, πού ἐπηρεάζει καί τό σωματικό «εἶναι» τοῦ προφήτου, ἐκφράζει πολύ δυνατά ὁ Ἰερεμίας σέ ἕνα μικρό του μονόλογο κατά τήν νεαρή του ἡλικία, ὅταν, ὁ συνεπαρμένος αὐτός ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ προφήτης, βρέθηκε μπροστά στήν διαφθορά τῆς κοινωνίας:

«Ἡ καρδιά μου λέγει ὁ προφήτης –
σπαράσσεται μέσα μου·
ὅλα τά κόκκαλά μου τρέμουν.
Εἶμαι σάν ἕνας μεθυσμένος,
ἀπό τό κρασί κυριευμένος
πρό τοῦ Θεοῦ, πρό τῶν ἁγίων Του λόγων.
.................................................................
Ἡ χώρα εἶναι γεμάτη ἀπό μοιχούς,
προσπάθειά τους εἶναι τό κακό
καί δύναμή τους ἡ κακία» (23,9-10).

Ὁ ἕνας κόσμος, ὁ κόσμος τοῦ προφήτου: «Πρό τοῦ Θεοῦ, πρό τῶν ἁγίων Του λόγων»!
Ὁ ἄλλος κόσμος, ἡ τραγική πραγματικότητα μιᾶς κοινωνίας πού ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό: «Ἡ χώρα εἶναι γεμάτη ἀπό μοιχούς»!...
Ἡ ἀντίθεση τῶν δύο αὐτῶν κόσμων δημιουργεῖ, ὅπως εἴπαμε, ταραχή στήν ψυχή τοῦ προφήτου, τήν ὁποία ἐξέφρασε ὁ Ἰερεμίας στόν παραπάνω μονόλογό του. Εἶναι δέ πολύ φυσικό καί ψυχολογικό αὐτό νά συμβαίνει, ἰδιαίτερα στά πρῶτα ἔτη ἐργασίας ἑνός πνευματικοῦ ἐργάτου.
Παρά τήν ταραχή ὅμως αὐτή, παρά τήν κρίση αὐτή, ὁ προφήτης δέν φεύγει, δέν ἐγκαταλείπει τό ἔργο του, τό ὁποῖο ἄρχισε· συνεπαρμένος ἀπό τόν ζῆλο νά δώσει, νά φυτεύσει τόν ὡραῖο δικό του κόσμο καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους, θά μείνει στήν κοινωνία γιά νά συνεχίσει τό ἔργο του, παρά τίς δυσχέρειες πού ἐμφανίστηκαν ἀπό τήν ἀρχή.


Οἱ ἀγῶνες τῶν προφητῶν

Κατ᾿ ἀνάγκην τώρα ὁ προφήτης θά ἀρχίσει νά κατακρημνίζει καί νά ἐκριζώνει εἴδωλα καί ὁλόκληρους ἁμαρτωλούς κόσμους, πού ἦταν ριζωμένοι στήν κοινωνία, γιά νά φυτεύσει σ᾿ αὐτήν τόν δικό του πνευματικό κόσμο. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀποστέλλοντας τόν Ἰερεμία στό προφητικό ἔργο τοῦ λέγει:

«Ἰδού, σήμερα προφήτη στά ἔθνη
καί στά βασίλεια σέ κατέστησα,
νά ἐκριζώνεις καί νά καταστρέφεις,
νά ἀνοικοδομεῖς καί νά φυτεύεις» (1,10).

Διπλό, λοιπόν, εἶναι τό ἔργο τοῦ προφήτου, ἀρνητικό καί θετικό: Ἡ καταστροφή καί ἐκρίζωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου καί ἡ φύτευση καί ἀνοικοδόμηση τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Οἱ προφῆτες ἀρχίζουν πόλεμο καί μάλιστα σφοδρό πόλεμο ἐναντίον ἁμαρτωλῶν θεσμῶν καί καταστάσεων: Ἐλέγχουν ψεύτικες διδασκαλίες, κατακρημνίζουν εἴδωλα, πού ἐθεωροῦντο ἱερά, καί ἀπευθύνουν τόν δυνατό τους ἔλεγχο καί σέ πρόσωπα πού ἦταν ὑπεύθυνα γιά τό παρατηρούμενο κακό στήν κοινωνία, στούς θρησκευτικούς καί πολιτικούς ἀρχηγούς. Στήν πολεμική αὐτή οἱ προφῆτες εἶναι ἀτρόμητοι. Πρέπει ὅμως νά ποῦμε ὅτι ἡ πολεμική αὐτή τῶν προφητῶν δέν προέρχεται ἀπό ἐχθρότητα, ἀπό ἐσωτερική πολεμική διάθεση, ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη τους στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, γιά νά γκρεμιστοῦν ἀπό αὐτήν τά τείχη τῆς ἁμαρτίας καί νά ἀνοικοδομηθοῦν οἱ λαμπροί οἶκοι τῆς ἀρετῆς. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ κάθε πνευματικό ἐργάτη. «Ὅσο δέ ἡ πίστις τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου – λέγει ὁ μακαριστός καθηγητής Βέλλας – εἰς τήν ἀλήθειαν τοῦ ὑπ᾿ αὐτοῦ πρεσβευομένου κόσμου εἶναι βαθυτέρα, τόσον καί ὁ πόλεμος κατά τοῦ ψευδοῦς κόσμου εἶναι βιαιότερος». [3] Εἶναι πολυάριθμες οἱ περικοπές καί τά χωρία στά προφητικά βιβλία, ὅπου βλέπουμε τόν ὀξύ ἔλεγχο τῶν προφητῶν στόν σφοδρό τους πόλεμο ἐναντίον τοῦ κακοῦ.


Πολεμική τοῦ κόσμου κατά τῶν προφητῶν

Ὁ πόλεμος αὐτός τῶν προφητῶν πού προσέβαλε βαθιά ριζωμένες καταστάσεις καί ἔθιγε ὑψηλά ἱστάμενα πρόσωπα, ἐγέννησε φυσικά καί τήν σφοδρή ἀντίδραση τοῦ κόσμου ἐναντίον τους. Ἡ ἀντίδραση αὐτή τοῦ κόσμου κατά τῶν προφητῶν ἀρχίζει ἀπό μία ψυχρή ἀδιαφορία πρός τό κήρυγμά τους καί κορυφώνεται στήν εἰρωνεία καί τό μαρτύριο ἐναντίον τους.
Ἄς ἀναφέρουμε ὀλίγα μόνον χωρία καί ὁρισμένες μόνον σχετικές περικοπές ἀπό τά προφητικά βιβλία.
Ὅταν ὁ Ἠσαΐας προφήτευε καταστροφή στό Ἰσραήλ, οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπαντοῦσαν μέ περιφρόνηση καί εἰρωνεία: Ἄς γίνει, ἄς τήν κάνει ὁ Θεός γρήγορα· νά δοῦμε θά γίνει (ἡ καταστροφή); «Τό τάχος ἐγγισάτω ἅ ποιήσει, ἵνα ἴδωμεν, καί ἐλθάτω ἡ βουλή τοῦ ἁγίου Ἰσραήλ, ἵνα γνῶμεν» (5,19)!...

Γιά τόν Ὠσηέ ἔλεγαν:
«Ἀνόητος εἶναι ὁ προφήτης,
τρελλός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος»
(Ὠσ. 9,7).
καί ὄχι μόνον αὐτό ἀλλά:
«Ὁ Ἐφραίμ παραμένει
παρά τήν σκηνήν τοῦ προφήτου,
παγίδες στήνει σέ ὅλους τούς δρόμους του»
(Ὠσ. 9,8 ἑξ.).

Ἡ μεγαλύτερη ὅμως πολεμική, ὅπως φαίνεται ἀπό τά κείμενα, ἔγινε κατά τοῦ προφήτου Ἰερεμίου. Ὁ προφήτης ὁμιλεῖ γιά ἀνθρώπους πού παρακολουθοῦσαν τό κήρυγμά του μέ πρόθεση μήπως ἀκούσουν κάτι, πού θά εἶχε βαρειές εὐθύνες γι᾽ αὐτόν καί θά ἐπέφερε τέλος τόν θάνατό του. Πραγματικά, οἱ ἐχθροί του εἶχαν ἀποφασίσει τόν θάνατό του (βλ. Ἰερ. 18,12-22.17,18). Τό κήρυγμά του γινόταν ἀντικείμενο γέλωτος καί ὀνειδισμοῦ. Ὁ προφήτης φέρει πάντοτε τόν ὀνειδισμό τοῦ Θεοῦ (Ἰερ. 15,15). Ὁ Ἰερεμίας παραπονεῖται ὅτι ἔγινε «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἔριδος καί τῆς διαμάχης σέ ὅλο τόν κόσμο» (Ἰερ. 15,16). Ὅλοι τόν καταρῶνται, ὅλοι τόν ἔχουν ἐγκαταλείψει (Ἰερ. 15,10.11.17)!...
Τό μέγεθος καί τήν σκληρότητα τῆς πολεμικῆς ἐναντίον τοῦ προφήτου Ἰερεμίου δεικνύει μία ὀργανωθεῖσα ἀπόπειρα δολοφονίας ἐναντίον του στήν πατρίδα του Ἀναθώθ. Στό ἀνόσιο αὐτό ἐγχείρημα – πού ἦταν κυρίως ἔργο τῶν ψευδοπροφητῶν καί τῶν ἱερατικῶν κύκλων – εἶχαν λάβει μέρος ἀκόμη καί συγγενεῖς τοῦ Ἰερεμίου. Ὁ προφήτης ἐκλήθη στήν πατρίδα του νά συμμετάσχει σέ ἕνα δεῖπνο, στό ὁποῖο εἶχαν σχεδιάσει νά τοῦ βάλουν δηλητήριο στό ψωμί του καί ἔτσι νά πεθάνει:

«Ὁ Κύριος μέ ἐπληροφόρησε καί ἐγνώρισα·
Εἶδα τί ἔπραττα,
ἀλλ᾿ ἐγώ ἤμουν σάν ἄκακος ἀμνός,
ὁδηγούμενος σέ σφαγή.
Δέν ἐγνώριζα ὅτι εἶχαν συνομωτήσει 
ἐναντίον μου, λέγοντες:
Ἄς βάλουμε δηλητηριῶδες ξύλο
στόν ἄρτο τοῦ Ἰερεμίου
καί ἄς ἐξαφανίσουμε αὐτόν
ἀπό τήν γενεά τῶν ζώντων ἀνθρώπων,
γιά νά λησμονηθεῖ ἐντελῶς τό ὄνομά του”»
(11,18-19).

Ἡ πολεμική αὐτή τοῦ κόσμου ἀπέβαινε γιά τούς προφῆτες ἀληθινό μαρτύριο. Δυνατοί ὅμως αὐτοί στήν πίστη, σταθεροί στήν ἀποστολή τους δέν ἐκλονίζοντο ἀπό τήν πολεμική, ἄν καί ἔπασχον ἀπό αὐτήν· δέν ἀπεδεικνύοντο δειλοί, ὥστε νά ἐγκαταλείψουν τό ἔργο τους, ἀλλά παρέμεναν πιστοί στήν ἀποστολή τους, συνεχίζοντες τό ἔργο τους, παρά τίς δυσχέρειες καί τίς ἀπογοητεύσεις καί τούς θανάτους πού ἀντιμετώπιζαν.

«Τοὐναντίον ἐγώ – λέγει ὁ προφήτης Μιχαίας – εἶμαι πλήρης δυνάμεως
γιά νά ἐξαγγέλλω τήν ἀσέβεια τοῦ Ἰακώβ
καί τήν ἁμαρτία τοῦ Ἰσραήλ» (3,8).

Αὐτή ἡ πίστη ἔκανε τούς προφῆτες στούς ἀγῶνες τους ἰσχυρούς σάν τόν βράχο, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἠσαΐου (50,7), σκληρούς ἀδάμαντες κατά τόν Ἰεζεκιήλ (3,8-19). Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ἡ δυνατή πίστη τῶν προφητῶν στήν ἀλήθεια τοῦ κόσμου πού ἐκήρυτταν τούς χάριζε ψυχική γαλήνη καί ἠρεμία, ὥστε νά στέκονται ἥσυχοι στήν θύελλα τοῦ ἐναντίον τους ἐξαγριωμένου κόσμου.
Καί εἶναι μέν ἀλήθεια ὅτι παρουσιάζονται κουρασμένοι οἱ προφῆτες ἀπό τήν πολεμική τοῦ κόσμου, ὁ δέ πολυπαθής Ἰερεμίας κλαυθμυρίζει καί παραπονεῖται ἀκόμη καί κατά τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἰερ.15,10 ἑξ. 20,7-18), γιατί σάν νά μή βλέπει τήν συμπαράστασή του, ἀλλά μετά τήν ἀνθρώπινη αὐτή κρίση τους πάλι ἐμφανίζονται δυνατοί καί προσκολλημένοι στήν προφητική τους ἀποστολή. Aὐτό συμβαίνει, γιατί οἱ προφῆτες αἰσθάνονται τό προφητικό τους χάρισμα σάν μία δύναμη ἰσχυρή, πού συγκλονίζει τό εἶναι τους καί στήν ὁποία δέν μποροῦν νά ἀντισταθοῦν.

«Ὁσάκις σκέφτομαι νά μήν θυμηθῶ τόν Θεό
λέγει ὁ Ἰερεμίας –
νά μήν μιλήσω πλέον στό ὄνομά του,
τότε νοιώθω μέσα μου μία καυστική φωτιά,
μιά φλόγα στά κόκκαλά μου.
Προσπαθῶ νά ὑποφέρω (αὐτό τό πῦρ)
ἀλλά δέν μπορῶ» (Ἰερ. 20,8).


Γνήσιος προφητικός λόγος

Στό ἔργο τους οἱ προφῆτες ὡς μόνο μέσον δράσεως ἔχουν τόν λόγο, γραπτό καί προφορικό. Ἡ δύναμη τοῦ θείου λόγου παριστάνεται στά προφητικά κείμενα σάν σφυρί, πού πέφτει στόν ἄκμονα καί δίνει μορφή στόν ἐπάνω σ᾿ αὐτόν πυρωμένο σίδηρο (Ἰερ. 23,29)· παριστάνεται σάν ξίφος καί βέλος πού εἰσχωροῦν βαθιά στό ἀνθρώπινο σῶμα (Ἠσ. 49,2· βλ. καί Ἐφ. 6,17. Ἑβρ. 4,12). Γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ τους οἱ προφῆτες δέν χρησιμοποιοῦν τήν βία ἤ τήν πολιτική δύναμη, ἀλλά μόνον τόν λόγο, μόνον τό κήρυγμα καί μάλιστα κήρυγμα ἀσυμβίβαστο πρός τήν νοοτροπία τοῦ συγχρόνου τους κόσμου. Δέν ἀλλοίωναν τίς ἀρχές τους, δέν νόθευαν τόν προφητικό λόγο γιά νά κερδίσουν τάχα ὀπαδούς· τέτοια τακτική εἶναι ξένη στούς προφῆτες. Οἱ προφῆτες κρατοῦσαν ψηλά τόν λόγο τους, κήρυτταν κήρυγμα ἀπερίτμητο, καί προσπαθοῦσαν καί ἔκαναν μεγάλο ἀγώνα νά ἀνεβάσουν ἐκεῖ ψηλά τόν λαό, ὁ ὁποῖος, γιά τήν ἀποστασία του ἀπό τόν Θεό, βρισκόταν πολύ χαμηλά πνευματικῶς.

«Αὐτοί (οἱ ἄνθρωποι) ὀφείλουν
νά ἐπιστρέψουν σέ σένα
καί ὄχι ἐσύ σ᾿ αὐτούς»,
λέγει ὁ Θεός στόν Ἰερεμία
(15,19).

Προφήτης ὁ ὁποῖος στόν διωγμό του ἐνόθευε τό κήρυγμα, ἀλλοίωνε τίς ἀρχές του καί ἐκήρυττε κατά τήν βούληση καί τήν ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ, γιά νά ἐξουδετερώσει τήν ἐναντίον του πολεμική, αὐτός ἐγίνετο ψευδοπροφήτης, προδότης τῆς ἱερᾶς του ἀποστολῆς. Τούς προδότες αὐτούς οἱ προφῆτες ἀποκαλοῦν λαοπλάνους καί τούς ἐλέγχουν σφοδρότατα, γιατί δέν κηρύττουν τήν ἀλήθεια, ἀλλά τόν δόλο. «Ἡ ἀλήθεια ὀφείλει νά εἶναι πάντα στό στόμα τοῦ ἱερέως καί δόλος νά μήν ὑπάρχει στά χείλη του», λέγει ὁ προφήτης Μαλαχίας (2,6). Ὁ λαός ὅμως ἤθελε εὐχάριστο κήρυγμα, κήρυγμα κολακευτικό τῶν ἀδυναμιῶν του· ἀλλά αὐτό εἶναι ἀπάτη καί ψέμα.

«Ἐάν ἐγώ ἐπεδίωκα μάταια καί ἀπατηλά
λέγει κάπου ὁ Μιχαίας –
καί προεφήτευα ψεύδη ἀπό μέθη καί κραιπάλη,
τότε θά ἤμουνα προφήτης τοῦ λαοῦ αὐτοῦ»
(2,11).


Πενιχρά τά ἀποτελέσματα τῶν προφητῶν στήν ἐποχή τους

Ὡς κοινό χαρακτηριστικό παρουσιάζεται στούς προφῆτες τό παράπονο γιά τά πενιχρά, τά μηδαμινά ἀποτελέσματα τῶν κόπων τους. «Ἀλλοίμονο σέ μένα – φωνάζει ὁ Μιχαίας ἐξετάζοντας τά ἀποτελέσματα τῆς ἐργασίας του –γιατί μοιάζω μέ αὐτόν πού μαζεύει ὀπῶρες μετά τήν συγκομιδή. Κανένα σταφύλι δέν ὑπάρχει γιά φάγωμα, κανένα πρωτόβλαστο σύκο νά τό ἐπιθυμήσει ἡ ψυχή μου» (7,1). Ὁ δέ προφήτης Ἠσαΐας παρουσιάζει καί αὐτόν τόν Μεσσία ἀπογοητευμένο γιά τά πενιχρά ἀποτελέσματα τῆς ἐργασίας του στόν λαό. «Ἐγώ δέ – λέγει ὁ Μεσσίας – εἰς μάτην καί γιά τό τίποτε ἐκοπίασα. Εἰς μάτην ἐδαπάνησα τήν ζωή μου» (Ἠσ. 49,4).
Στούς παραπονούμενους ὅμως προφῆτες γιά τήν μικρή ἀπήχηση τοῦ ἔργου τους στόν λαό διδάσκει ὁ Θεός ὅτι ὁ πνευματικός ἐργάτης δέν κρίνεται ἀπό τά ἀποτελέσματά του στό ἔργο του, ἀλλά ἀπό τό ἄν αὐτός ἐξετέλεσε πιστῶς καί ἀπαρεγκλίτως τό καθῆκον του. Ἄν τό κήρυγμα τῶν προφητῶν εἶχε μικρά ἀποτελέσματα στόν λαό, αὐτό δέν βαρύνει αὐτούς ἀλλά τόν λαό, πού στάθηκε ἀνίκανος νά τό κατανοήσει καί νά τό ἐκτιμήσει. Θά ἔλθει ὅμως ἀργότερα μία ἄλλη ἐποχή, περισσότερο ὥριμη πνευματικά, πού θά ἐκτιμήσει τήν ὑψηλή διδασκαλία τῶν προφητῶν (Ὠσ. 8,12. 9,2. Μιχ. 2,11. Ἠσ. 53,10).
Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι οἱ προφῆτες εἶχαν καί κύκλους μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐδέχοντο πλήρως τήν διδασκαλία τους. Καί σ᾿ αὐτόν τόν κύκλο ἀναπαυόταν ἡ ταραγμένη καί κουρασμένη ἀπό τήν πολεμική τοῦ κόσμου καρδιά τους.

«Ἰδού ἐγώ καί τά παιδία
πού μοῦ ἔδωκε ὁ Θεός» (8,18).

λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας μέ χαρά καί ἱερή καύχηση

Καί ὁ ἴδιος ὁ προφήτης πάλι λέγει ὅτι θέλει νά καταγράψει τήν διδασκαλία του – πού ἀπερρίφθη ἀπό τούς συγχρόνους του – νά δέσει καί νά σφραγίσει τό εἰλητάριο καί νά τό παραδώσει στούς μαθητές του γιά φύλαξη στόν μέλλοντα χρόνο:

«Θέλω νά δέσω τήν μαρτυρία,
νά σφραγίσω τήν διδασκαλία
γιά τούς μαθητές μου» (8,16).

 (Συνεχίζεται)

 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 
* Ἡ ὑπάρχουσα βιβλιογραφία περί τῶν προφητῶν, ἡμετέρα καί ξένη, εἶναι ἐκτενής. Σημειώνουμε τά ἑξῆς ἔργα: Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1936, σ. 356 ἑξ. (Περί τῶν προφητῶν καί προφητείας καθόλου, ἔνθα καί πλουσιωτάτη παλαιά βιβλιογραφία). ― Β. Βέλλα: Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ,3 τόμ. Α΄καί Β΄, Ἀθῆναι 1968. Θεός καί Ἱστορία ἐν τῇ Ἰσραηλιτική Θρησκείᾳ (ἐναρκτήριον μάθημα τήν 13ην Νοεμβρίου 1933). Ὁ Παῖς τοῦ Κυρίου, Ἀθῆναι 1969. Ὁ Πνευματικός ἄνθρωπος κατά τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἐν Ἀθήναις 1959. Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθῆναι 1979, σ. 217 ἑξ. ― Παναγιώτη Ἀνδριοπούλου, Μαθήματα Βιβλικῆς Ἱστορίας (προφητικές μορφές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης), Ἀθήνα 1989. ― Στήν σειρά La Sainte Bible (Παρίσι 1956 ἑξ.), τόμ. VII, Le Prophétisme, σ. 7 ἑξ. ― Συνιστοῦμε ἰδιαιτέρως τό ἔργο τοῦ Emil Balla, Die Botschaft der Propheten, Tübingen. A. Robert A. Feuillet, Einleitung in die Heilige Schrift, τόμ. Ι, σ. 465 ἑξ. ― Gleason L. καί Archer Jr., A survey of Old Testament Introduction, Chicago. The Jerome Biblical Commentary,15 London 1986, σ. 223 ἑξ. (Introduction to Prophetic Literature). — Bible Commentary, τόμ. 4, Washington 1976, σ. 25 ἑξ. (The Role of Israel in Old Testament Prophecy). ― Γιά τόν προφήτη Ἰερεμία, τοῦ ὁποίου ἡ μνεία γίνεται ἐκτενής στήν παρούσα μελέτη βλ. ὑπομνήματα τῶν: Friedrich Nötscher, Das Buch Jeremias, Bonn 1934. Helmut Lamparter, Prophet wider Willen (στήν Σειρά, Die Botschaft des Alten Testaments) Stuttgart 1964 καί ἰδιαίτερα βλ. τήν ἐργασία τοῦ ἰδικοῦ μας Β. Βέλλα, Ὁ Προφήτης Ἰερεμίας (στό ἀναφερθέν ἔργο Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π.Δ., Β΄τόμ.).
[1] Ἡ ὀνομασία τῶν Προφητῶν «βλέποντες» δέν ἐσήμαινε ἀποκλειστικῶς τήν πρόβλεψη τοῦ μέλλοντος· τό «ὁ βλέπων» ἀναφέρεται καί στό παρόν. Οἱ προφῆτες ἔβλεπαν καθαρά τά γεγονότα τοῦ παρόντος· ἔβλεπαν τό σωτήριο σχέδιο τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτά καί προέτρεπαν τούς ἀνθρώπους σέ μετάνοια γιά τήν σωτηρία τους. Γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζοντο «βλέποντες». Συμβαίνει δέ στήν Π. Δ. καί ἡ λέξη «ὅρασις» νά ἔχει τήν ἔννοια ὄχι μόνον τῶν ὁραμάτων περί τοῦ μέλλοντος, ἀλλά τοῦ λόγου, τοῦ κηρύγματος. Ὁλόκληρο τό βιβλίο τοῦ Ἠσαΐου καλεῖται «ὅρασις» (1,1), ἄν καί μία μόνον ὅραση περιέχει τό βιβλίο του (τήν ὅραση τῆς κλήσεως στό 6ο κεφ.). Ἡ λέξη «ὅρασις» ἐδῶ σημαίνει τόν λόγο τοῦ «βλέποντος», δηλαδή τοῦ προφήτου.
[2] Εἶναι πολυάριθμα τά σχετικά χωρία στά προφητικά βιβλία, τά ὁποῖα δείχνουν τό ποικίλο κακό, θρησκευτικό, ἠθικό καί κοινωνικό, πού συνέβαινε στήν κοινωνία στήν ὁποία εἰργάζοντο οἱ Προφῆτες.
[3] Στό βιβλίο του Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος κατά τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ᾿Αθῆναι 1959 , σ. 28.
** Auld A.G., "Word of God and Words of Man: Prophets and Canon", εἰς L. Eslinger and G. Taylor, eds. Ascribe to the Lord, Journal for the Study of the Old Testament Supplement Series 67· Sheffield: Sheffield Academic Press, 1988: 237-51. Barton J., "The Prophets and the Cult", εἰς J. Day, ed. Temple and Worship in Biblical Israel, London/New York: T & T Clark, 2005: 111-22. Τοῦ ἰδίου, Oracles of God: Perceptions of Ancient Prophecy in Israel after the Exile. London: Darton, Longman & Todd, 1986. Τοῦ ἰδίου, "The Law and the Prophets: Who are the Prophets?" Old Testament Library 23 (1984), 1-18. Begg C.T., "The Classical Prophets in the Chronistic History," Biblische Zeitschrift 32 (1988), 100-107. Blenkinsopp J., A History of Prophecy in Israel: From the Settlement in the Land to the Hellenistic Period, Philadelphia: Westminster Press, 1983. Carroll R.P., “Prophecy and Society”, εἰς R.E. Clements, ed. The World of Ancient Israel, Cambridge: Cambridge University Press, 1989: 203-25. Christensen D.L., Transformations of the War Oracles in Old Testament Prophecy, Harvard Dissertations in Religion 3· Missoula, MT: Scholars Press, 1975. Clements R.E., "Prophecy as Literature: A Re-Appraisal," εἰς D.G. Miller, ed. The Hermeneutical Quest. Allison Park, PA: Pickwick Press, 1986: 56-76. Τοῦ ἰδίου, "The Form and Character of Prophetic Woe Oracles", Semitics 8 (1982), 17-29. Τοῦ ἰδίου, Prophecy and Tradition, Oxford: Blackwell, 1975. Crenshaw J.L., Prophetic Conflict: Its Effect upon Israelite Religion, Beihefte zur Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 124; Berlin: de Gruyter, 1971. DeVries S.J., "Futurism in the Pre-exilic Minor Prophets Compared with that of the Post-exilic Minor Prophets", εἰς P.L. Redditt and A. Schart, eds. Thematic Threads in the Book of the Twelve. Beihefte zur Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 325· Berlin: de Gruyter, 2003: 252-72. Everson A.J., "Days of Yahweh", Journal of Biblical Literature 93 (1974), 329-37. Fenton T.L., "Israelite Prophecy: Characteristics of the First Protest Movement", in J.C. de Moor, ed. The Elusive Prophet. Leiden: Brill, 2001: 129-41. Freedman D.N., "The Law and the Prophets", Congress Volume: VT Sup 9 (1963), 250-65. Gerstenberger E., "The Woe-Oracles of the Prophets", Journal of Biblical Literature 81 (1962), 249-63. Gnuse R.K., No Other Gods: Emergent Monotheism in Israel, Journal for the Study of the Old Testament Supplement Series 241· Sheffield: Sheffield Academic Press, 1997. Graffy A., A Prophet Confronts His People: The Disputation Speech in the Prophets, Rome: Biblical Institute Press, 1984. Hayes J.H., "The Usage of Oracles Against Foreign Nations in Ancient Israel," Journal of Biblical Literature 87 (1968), 81-92. Hunter A.V., Seek the Lord! A Study of the Meaning and Function of the Exhortations in Amos, Hosea, Isaiah, Micah, and Zephaniah, Baltimore: St. Mary's Seminary and University, 1982. Overholt T.W., Prophecy in History: The Social Reality of Intermediation”, Journal for the Study of the Old Testament Biblical Studies 48 (1990), 3-29. Petersen, D.L., Late Israelite Prophecy: Studies in Deutero-Prophetic Literature and in Chronicles, Society of Biblical Literature Monograph Series 23· Missoula, MT: Scholars Press, 1977. Raitt T.M., "The Prophetic Summons to Repentance", Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 83 (1971), 30-49. Westermann C., Prophetic Oracles of Salvation in the Old Testament, Louisville: Westminster/John Knox, 1991. Whybray R.N., "Prophecy and Wisdom", in Israel's Prophetic Tradition, Cambridge: Cambridge University Press, 1982. Williams J., "The Alas-Oracles of the Eighth Century Prophets," Hebrew Union College Annual 38 (1967), 75-91.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.