Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (6)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου


Γ΄ ΨΑΛΜΟΙ καί ΣΟΦΙΑ (Ποιητικά [Στιχήρη]
καί Σοφιολογικά ἤ Διδακτικά βιβλία)
Στά βιβλία αὐτά ἀνήκουν οἱ Ψαλμοί καί τά βιβλία Ἰώβ, Παροιμίαι, Ἐκκλησιαστής, Ἆσμα Ἀσμάτων, ὅπως καί τά δευτεροκανονικά: Σοφία Σολομῶντος ἤ ἁπλῶς «Σοφία» καί Σοφία Σειράχ (οἱ Δυτικοί ὀνομάζουν ἀπό παλαιά τό βιβλίο «Ecclesiasticus»).
Τό βιβλίο ΨΑΛΜΟΙ ἤ Ψαλτήριο (Ἑβρ. «σέφερ τεχιλίμ», δηλαδή «βιβλίο ὕμνων») ἀποτελεῖται ἀπό 150 ψαλμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι συγκροτημένοι ἀπό παλαιά σέ πέντε βιβλία (1-40· 41-71· 72-88· 89-105· 106-150), κάθε δέ βιβλίο τελειώνει μέ τήν δοξολογία «Εὐλογητός Κύριος ὁ Θεός Ἰσραήλ ἀπό τοῦ αἰῶνος καί εἰς τόν αἰῶνα. Γένοιτο»). Στούς Ψαλμούς ἐκφράζεται
ἡ θρησκευτική πείρα καί τά ποικίλα θρησκευτικά συναισθήματα εἴτε ὁρισμένων ἀτόμων εἴτε καί ὁλόκληρης τῆς ἰσραηλιτικῆς συναγωγῆς. Ὅπως φαίνεται ἀπό τίς ἐπιγραφές τῶν Ψαλμῶν, ἀλλά καί ἀπό αὐτό τό περιεχόμενό τους, οἱ περισσότεροι τῶν Ψαλμῶν προέρχονται ἀπό τόν Δαυΐδ, οἱ δέ ὑπόλοιποι Ψαλμοί προέρχονται ἀπό διαφόρους ποιητές καί τῆς προαιχμαλωσιακῆς (Μωυσῆς, Σολομῶν κ.ἄ.) καί τῆς μεταιχμαλωσιακῆς ἐποχῆς. Κατά τό περιεχόμενό τους οἱ Ψαλμοί ἄλλοι εἶναι ὕμνος καί εὐχαριστία πρός τόν Θεό, ἄλλοι εἶναι θρῆνος γιά κάποια συμφορά, ἰδιαίτερο ὅμως ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ Μεσσιακοί Ψαλμοί καί οἱ Ψαλμοί μετανοίας, ἀκόμη δέ καί οἱ ἐσχατολογικοί Ψαλμοί. [22]
Τό Ψαλτήριο ἔχει μεγάλη χρήση στήν Ἐκκλησία μας, ὥστε ὁ Μ. Βασίλειος νά τό καλεῖ «Ἐκκλησίας φωνήν» (Ὁμιλία εἰς τόν α΄ Ψαλμ. MPG 29,213). Καί ὁ Ἰησοῦς (Ματθ. 26,30. 27,46. Λουκ. 23,46 κ.ἄ.) καί οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί (Α΄ Κορ. 14,26. Ἐφεσ. 5,19. Κολ. 3,16. Ἰακ. 5,19. Πράξ. 16,25) ἔκαναν χρήση τοῦ Ψαλτηρίου, ἀλλά ἰδιαίτερα ἡ χρήση τοῦ Ψαλτηρίου γίνεται ἄφθονη στήν θεία λατρεία. Δέν ὑπάρχει ἀκολουθία στήν Ἐκκλησία μας, ἔστω καί μικρή, ἡ ὁποία νά στερεῖται ψαλμοῦ. «Στούς Ψαλμούς ἡ χριστιανική Ἐκκλησία εἶδε προδιατυπουμένας βασικάς χριστιανικάς ἀληθείας καί δή καί προαγγελίαν τῆς διά τοῦ Χριστοῦ λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων καί ἐλεύσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Χαστούπης, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1981, σελ. 369).
Από τούς παλαιούς ἐκκλησιαστικούς πατέρες καί συγγραφεῖς ἑρμήνευσαν τό βιβλίο οἱ: Ἱππόλυτος Ρώμης (MPG 10), Ὠριγένης (MPG 12 καί 17), Εὐσέβιος Καισαρείας (MPG 23/24), Δίδυμος ὁ Τυφλός MPG 39), Μ. Ἀθανάσιος (MPG 27), Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (MPG 69), Διόδωρος Ταρσοῦ (MPG 33), Θεόδωρος Μοψουεστίας (MPG 66), Θεοδώρητος Κύρου (MPG 80), Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (MPG 55), Ἡσύχιος ὁ Ἰεροσολυμίτης (MPG 27 [σελ. 649 ἑξ.] καί 93), Μ. Βασίλειος (MPG 29) καί Γρηγόριος Νύσσης (MPG 44). Στήν Λατινική Πατρολογία στό Ψαλτήριο ἔχουμε τίς ἐργασίες τῶν: Ἱερωνύμου (MPL 26), Αὐγουστίνου (MPL 36/37), Κασσιοδώρου (MPL 70) κ.ἄ.
Τό βιβλίο τοῦ ΙΩΒ (Ἑβρ. «Ἰγιώβ») ἀσχολεῖται γενικά μέ τά ἀνθρώπινα παθήματα καί ἰδιαίτερα μέ τήν αἰτία τῶν παθημάτων τοῦ δικαίου ἀνθρώπου καί τό πῶς συμβιβάζονται αὐτά μέ τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀσχολεῖται δηλαδή τό βιβλίο μέ τά πρόβλημα τῆς θεοδικίας. Στό πρόβλημα δίδονται διάφορες λύσεις, ὅτι τά παθήματα δυνατόν νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἁμαρτιῶν ἤ μέσον καθάρσεως καί ἀναδείξεως τῆς ἀρετῆς. Ἡ εἰδική ὅμως περίπτωση τῶν παθημάτων τοῦ Ἰώβ δέν ἔχει λύση, ἀλλά λέγεται γι᾿ αὐτήν ὅτι οἱ σοφές τοῦ Κυρίου βουλές εἶναι ἀνεξερεύνητες. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδος διαβάζονται περικοπές ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ, ἀκριβῶς γιατί τό βιβλίο ἀσχολεῖται μέ τό πρόβλημα τῶν παθημάτων τοῦ δικαίου, πού βρίσκει τήν πιό μεγαλειώδη ἔκφρασή του στό πρόσωπο τῶν Παθημάτων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος περί τῆς ὑπομονῆς τοῦ Ἰώβ ἀπό τόν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (βλ. 5,11 καί Ἰώβ 1,21 ἑξ.) καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραθέτει χωρία ἀπό τό βιβλίο του (βλ. Α΄Κορ. 3,19 καί Ἰώβ 5,13. Ρωμ. 11,35 καί Ἰώβ 41,11).
Ἐργασίες στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ ἀπό τούς παλαιούς ἐκκλησιαστικούς πατέρες καί συγγραφεῖς ἔκαμαν οἱ: Ὠριγένης (MPG 12 καί 17), Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (MPG 64 καί τό ἀποδοθέν σ᾿ αὐτόν ἔργον εἰς 56), Ἡσύχιος ὁ Ἰεροσολυμίτης (24 ὁμιλίες εἰς Ἰώβ 1-20 ἀρμεν. ἔκδ. ἀπό τόν Ch. Tscherakian, Βενετία1913) καί Ὀλυμπιόδωρος (MPG 93). Στήν Λατινική Πατρολογία στόν Ἰώβ ἔχουμε τίς ἐργασίες τῶν: Ἱερωνύμου (MPL 23 καί 26· στήν πραγματικότητα ὅμως τό ἔργο εἶναι ἀγνώστου συγγραφέως), Αὐγουστίνου (MPL 34), Γρηγορίου Διαλόγου (MPL 70) κ.ἄ.
Τό βιβλίο ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ (Ἑβρ. «μισλέ Σελωμώ» = «Παροιμίες Σολομῶντος»), χρονολογεῖται χωρίς ἀμφιβολία ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σολομῶντος. Μερικοί ὅμως ἑρμηνευτές τοποθετοῦν μερικές ἀπό αὐτές τίς παροιμίες σέ μία μεταγενέστερη ἐποχή καί ὑποστηρίζουν ὅτι τό βιβλίο αὐτό ἔλαβε τήν μορφή του μετά τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία. Τό βιβλίο εἶναι συλλογή λογίων γνωμικῶν καί παραβολῶν μέ τίς ὁποῖες ἐπιδιώκεται ἡ διδασκαλία τῆς ἀληθινῆς «σοφίας», γιά νά τήν οἰκειωθοῦν οἱ ἄνθρωποι καί νά εὐτυχήσουν. Ἡ «σοφία» αὐτή κατ᾿ οὐσίαν ἀνάγεται στόν Θεό καί ἡ θεοσέβεια χαρακτηρίζεται στό βιβλίο ὡς «ἀρχή σοφίας» (1,7). Σέ πολλές ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας διαβάζοναι περικοπές ἀπό τό βιβλίο αὐτό, γιατί γιά τούς χριστιανούς ἡ «Σοφία τοῦ Θεοῦ» εἶναι προσωποποιημένη καί σαρκωμένη στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται συχνή παράθεση ἤ ἀναφορά σέ χωρία ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Βλ. Λουκ. 14,10 καί Παροιμ. 25,7. Ρωμ. 3,15 καί Παροιμ. 1,16. Ἑβρ. 12,5 καί Παροιμ. 3,11. Ἰακ. 4,6 καί Παροιμ. 3,34. Α΄ Πέτρ. 4,18 καί Παροιμ. 11,31. Α΄ Πέτρ. 5,5 καί Παροιμ. 3,34. Β΄ Πέτρ. 2,22 καί Παροιμ. 26,11.
Ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς πατέρες καί συγγραφεῖς ἀσχολήθηκαν μέ τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν οἱ: Ἱππόλυτος (MPG 10, ἀποσπάσματα) Ὠριγένης (MPG 13 καί 17, ἀποσπάσματα), Δίδυμος ὁ Τυφλός (MPG 39, ἀποσπάσματα), Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (MPG 64, ἀποσπάσματα), Προκόπιος Γαζαῖος (MPG 87Α, ἀλλά μᾶλλον τό ἔργο τό φερόμενο ὑπό τό ὄνομα αὐτοῦ εἶναι ἀγνώστου συγγραφέως), Ὀλυμπιόδωρος (MPG 93, ἀποσπάσματα), Σαλώνιος Γενούης (MPL 53) καί Βέδας Αἰδέσιμος (MPL 91).
Τό βιβλίο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ ἐπιγράφεται: «ντιβρέ κωχέλεθ μπέν-Νταβίδ μέλεχ μπιρουσαλάϊμ», δηλαδή «Ρήματα ἐκκλησιαστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ βασιλέως (Ἰσραήλ) ἐν Ἰερουσαλήμ» (1,1). Πρόκειται γιά τόν σοφό βασιλέα Σολομῶντα, ὡς κήρυκα καί ὁμιλητή σέ θρησκευτική συνάθροιση. Ἑρμηνευτές ὅμως χρονολογοῦν τό βιβλίο ἀπό τόν 3ο αἰ. π.Χ. καί ἀνακαλύπτουν σ᾿ αὐτό ἕνα ἑλληνιστικό πνεῦμα, πού ἀποκτήθηκε ἀπό τούς Ἰουδαίους τῆς διασπορᾶς, εὑρισκομένους μεταξύ τῶν Ἐθνικῶν. Στό βιβλίο ἐξετάζεται τό πρόβλημα τῆς ἀξίας τοῦ παρόντος βίου καί τῆς πρέπουσας χρήσης τῶν ἀγαθῶν τοῦ κόσμου. Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ἀφοῦ πρῶτα ὁ ἄνθρωπος πιστέψει τήν ἀλήθεια ὅτι ὅλα τά ἐγκόσμια εἶναι μάταια («ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης», 1,2. 12,8), χωρίς νά ἐξαιρεθεῖ ἀπό αὐτόν τόν κανόνα οὔτε καί αὐτή ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ἄς ἀπολαμβάνει μέν ὁ ἄνθρωπος μέ μέτρο τά ἀγαθά τοῦ παρόντος βίου (2,24 ἑξ. 3,1-15. 5,17. 9,7 ἑξ.), νά μή λησμονεῖ ὅμως τόν Θεό, τίς ἐντολές του καί τήν μέλλουσα κρίση (3,14. 4,17-18. 11,9-12,8.13 ἑξ.). Ὅλη ἡ πραγματεία τελειώνει μέ τήν ἑξῆς ὡραία καί χαρακτηριστική κατακλείδα: «Τέλος λόγου τό πᾶν ἄκουε· τόν Θεόν φοβοῦ καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος. Ὅτι σύμπαν τό ποίημα ὁ Θεός ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντί παρεωραμένῳ, ἐάν ἀγαθόν καί ἐάν πονηρόν» (12,13-14). «Ἐν ἄλλοις λόγοις εὑρισκόμεθα ἐνταῦθα πρό σκεπτικῆς, ἐν μέρει δέ καί ἀγνωστικιζούσης πως ἀπαισιοδοξίας ὑπερνικωμένης δι᾿ αἰσιοδοξίας ἐμπνεομένης ὑπό τῆς πίστεως εἰς τόν Θεόν» (Π. Μπρατσιώτης, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, σελ. 321). Ὅλο τό ἔργο μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς μία διατριβή περί τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου συντεταγμένη ὡς ἐπί τό πλεῖστον σέ ποιητική μορφή.
Στήν Καινή Διαθήκη ὑποδηλώνεται ἕνα χωρίο ἀπό τό βιβλίο Ἐκκλησιαστής. Βλ. 5,15 καί Α΄ Τιμ. 6,7. Ἀπό τούς παλαιούς ἐκκλησιαστικούς πατέρες καί συγγραφεῖς ἐργασίες ἐπί τοῦ βιβλίου μᾶς παρέδωσαν οἱ: Γρηγόριος Νεοκαισαρείας (MPG 10), Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (MPG 10), Γρηγόριος Νύσσης (MPG 44), Ὀλυμπιόδωρος (MPG 93) καί Ἱερώνυμος (MPL 23).
Τό βιβλίο ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ (τό ὡραιότερο δηλαδή ἀπό ὅλα τά σολομώντεια ἄσματα), Ἑβρ. «σίρ χασσιρίμ», εἶναι ἕνα λυρικό ἆσμα μέ ἑνότητα, πού ἐκφράζει σέ διαλογική μορφή τήν θερμή ἀγάπη δύο μνηστευμένων προσώπων, τήν βαθμιαία γένεση αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρῶτα (1,2-5,1) καί τήν ὡρίμανση καί τελείωση αὐτῆς ἔπειτα (5,2-8,14). Τό ἆσμα αὐτό διαδραματίζεται πότε μέν στήν Ἰερουσαλήμ, πότε δέ στήν ὕπαιθρο. Καί ὁ μέν μνηστήρας ἐμφανίζεται ὡς βασιλεύς Σολομῶν, ἡ δέ μνηστή ὡς Σουλαμῖτις, ποιμενίδα ἀπό τήν Σουνάμ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰσσάχαρ. Οἱ ἑρμηνευτές τό θεωροῦν ὡς γαμήλιο χαναανιτικό ἆσμα δύσκολο νά χρονολογηθεῖ. Τό ἆσμα αὐτό μπορεῖ νά σταθεῖ στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μόνο μέ τήν ἀλληγορική του ἑρμηνεία, ὅτι δηλαδή ὁ ποιητής του σκόπευε νά παραστήσει τήν πνευματική σχέση τοῦ Γιαχβέ μέ τόν Ἰσραήλ, ἤ τοῦ Σολομῶντος μέ τήν σοφία καί, προφητικῶς, τήν σχέση τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησία. Συμβαίνει δέ στήν Παλαιά, ἀλλά καί στήν Καινή Διαθήκη νά ἐξεικονίζεται ἡ θεία ἀγάπη μέ τόν συζυγικό δεσμό (Ὠσ. 1,2. 2,4. Ἰερ. 2,2. 3,1. Ματθ. 22,2 ἑξ. 25,1 ἑξ. Β΄ Κορ. 11,2. Ἐφ. 5,25-33 κ.ἄ.).
Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἄσματος ὡς κανονικοῦ βιβλίου ἔγινε τό πρῶτον στήν Σύνοδο τῆς Ἰαμνείας περί τό 100 μ.Χ. Ἡ ὑπαγωγή ὅμως τοῦ Ἄσματος στόν Κανόνα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἀπό τήν Ἐκκλησία μας καί ἀπό τήν Ἰουδαϊκή Συναγωγή ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ἔγινε βάσει τῆς ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας τοῦ βιβλίου, ὅτι δηλαδή αὐτό ἐξυμνεῖ τήν πρός τόν περιούσιο λαό ἀγάπη τοῦ Γιαχβέ καί ἀντιστοίχως τήν πρός τήν Ἐκκλησία ἤ πρός κάθε ψυχή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Από τούς παλαιούς ἐκκλησιαστικούς πατέρες καί συγγραφεῖς ἑρμήνευσαν τό βιβλίο οἱ: Ἱππόλυτος Ρώμης (MPG 10), Ὠριγένης (MPG 13 καί 17), Γρηγόριος Νύσσης (MPG 44), Θεοδώρητος Κύρου (MPG 81), Φίλων ἐπίσκοπος τῆς ἐν Κύπρῳ Καρπασίας (MPG 40), Προκόπιος Γαζαῖος (MPG 87B), Ἀμβρόσιος (MPL 15), Αὐγουστῖνος (MPL 36/37) καί Γρηγόριος Διάλογος (MPL 79).
Τό βιβλίο ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ἤ ἁπλῶς Σοφία εἶναι δευτεροκανονικό καί ἀποτελεῖ μία παραίνεση, πού τίθεται στό στόμα τοῦ Σολομῶντος καί ἀπευθύνεται καί πρός τούς Ἰουδαίους καί πρός τούς Ἐθνικούς καί ἔχει ὡς θέμα τήν ἀνάδειξη τῆς σοφίας τοῦ Ἰσραήλ ἔναντι τῆς ψευδωνύμου σοφίας τοῦ κόσμου. Σκοπός τοῦ βιβλίου εἶναι νά ἐνισχύσει μέ τά μέσα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας τήν ἰουδαϊκή πίστη καί ἰουδαϊκή καρτερία.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γνωρίζει τό βιβλίο καί κάνει χρήση αὐτοῦ. Βλ. Σοφ. Σολ. 11,22. 12,12-18. 13,1-9 καί τά χωρία Ρωμ. 1,19 ἑξ. 9,19-23 κ.ἄ.
Τό βιβλίο ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ, δευτεροκανονικό καί αὐτό, εἶναι, ὅπως καί τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, ἕνα ἀπάνθισμα ἀπό θρησκευτικά καί ἠθικά διδάγματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἕνα δηλαδή δοκίμιο ἠθικῆς, χωρίς ὅμως συστηματική τάξη. Κύριος σκοπός τοῦ συγγραφέως τοῦ βιβλίου εἶναι νά βοηθήσει τούς Ἰουδαίους – πού τούς περιστοίχιζαν τόσοι κίνδυνοι καί μάλιστα ὁ κίνδυνος τῆς ἑλληνικῆς ἐπιδράσεως – νά βιώσουν τήν μεταδοθεῖσα σ᾿ αὐτούς, διά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, «παιδεία» καί «σοφία» καί νά παραμείνουν σταθεροί στήν πίστη τῶν πατέρων τους. Ἡ κύρια ἔννοια τοῦ βιβλίου εἶναι ὅτι ἡ σοφία, τῆς ὁποίας ἀρχή εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου, εἶναι ἡ βάση τῆς ἠθικῆς.
Ἡ Καινή Διαθήκη κάνει χρήση τοῦ βιβλίου τῆς Σοφίας Σειράχ. Βλ. Ἰακ. 1,16 καί Σοφ. Σειρ. 4,34. 5,13. Α΄ Τιμ. 6,9 καί Σοφ. Σειρ. 11,18. Λουκ. 12,19 καί Σοφ. Σειρ. 1,18. Ματθ. 19,17 καί Σοφ. Σερ. 15,16 κ.ἄ. 


(Συνεχίζεται)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[22] Ὡραία γενική μελέτη περί τῶν Ψαλμῶν καί περί ἑβραϊκῆς ποιήσεως καθόλου βλ. στό ἔργο τοῦ Π. Μπρατσιώτου Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην2 (Ἐκδότης Ν. Μπρατσιώτης, Ἀθῆναι 1993, σελ. 264 ἑξ.). Βλ. ἐπίσης Β. Βέλλα, τήν εἰσαγωγή στό βιβλίο του Ἐκλεκτοί Ψαλμοί3, Ἐν Ἀθήναις 1960. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.