Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (3)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου




 (Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

 
ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

1. Συγκρίσεις ἐπί τῶν πατριαρχικῶν διηγήσεων

Ἀπό τίς προηγούμενες διηγήσεις περί τῶν Πατριαρχῶν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, ὅπως αὐτές παριστάνονται στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, παρατηροῦμε ὅτι οἱ διηγήσεις περί τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Ἰακώβ εἶναι μακρές, ἐνῶ τοῦ Ἰσαάκ εἶναι ὀλιγοστές.
Αὐτό μπορεῖ νά τό ἑρμηνεύσει κανείς ἀπό τό ὅτι ἡ Γένεση θέλει νά ἐξάρει τόν προπάτορα Ἀβραάμ καί κυρίως νά ἐξάρει τόν γενάρχη τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τόν Ἰακώβ. Ἀκόμη μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι ἡ Γένεση ὁμιλεῖ περισσότερο περί τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Ἰακώβ, γιατί ἐπί τῶν Πατριαρχῶν αὐτῶν ἔγιναν οἱ μεγαλύτερες μεταναστεύσεις, ὅπως ἤδη ἔχουμε πεῖ. Ἀκόμη στίς διηγήσεις περί τῶν Πατριαρχῶν παρατηροῦμε εὔκολα ὅτι οἱ διηγήσεις περί τοῦ Ἰακώβ ἔχουν περισσότερο συγκεκριμένο τό διάγραμμά τους. Καί εἶναι καλύτερα τοποθετημένες χρονολογικῶς καί παρουσιάζουν μεγαλύτερη ὀργανική σχέση μεταξύ τους. Ἐπί πλέον, παρατηροῦμε ὅτι οἱ διηγήσεις περί τοῦ Ἀβραάμ τόν παρουσιάζουν νά περιφέρεται στήν ἐντεῦθεν τοῦ Ἰορδάνου χώρα, στήν Παλαιστίνη, ἐνῶ οἱ διηγήσεις περί τοῦ Ἰακώβ τόν παρουσιάζουν περισσότερο σάν μιά προσωπικότητα τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρας. Τέλος, παρατηροῦμε ὅτι τό ὑπερφυσικό στοιχεῖο εἶναι ἐντονώτερο στίς διηγήσεις περί τοῦ Ἰακώβ. Ὅμως, παρά τίς διαφορές καί τίς ἀνωμαλίες πού παρατηροῦνται στίς διηγήσεις μας, οἱ ὁποῖες ἑρμηνεύονται καί ἀπό τήν προέλευσή τους (στοματικές παραδόσεις) καί ἀπό τόν διαρρεύσαντα χρόνο μέχρι νά καταγραφοῦν καί ἀπό τόν διηγηματικό τους χαρακτήρα, τό διάγραμμά τους εἶναι εὐκρινές καί πρέπει ἀσφαλῶς νά τό δεχθοῦμε ὡς ἱστορικό.


2. Τό γενικό διάγραμμα τῶν πατριαρχικῶν διηγήσεων

Ὡς ἑξῆς ἔχει τό γενικό αὐτό διάγραμμα: Φυλή ἤ φυλές σημιτικές, μέ ἀραμαϊκή τήν προέλευσή τους, ὅπως μᾶς τό βεβαιώνει τό χωρίο Δευτ. 26,5 («Ἀραμαῖος περιπλανώμενος ἦταν ὁ πατέρας μου», ἔλεγε τό «πιστεύω» τῶν Ἰσραηλιτῶν) ξεκίνησαν ἀπό τήν Μεσοποταμία μέ τήν ἀρχηγία τοῦ Ἀβραάμ κατευθυνόμενες πρός τόν νότο. Αὐτό, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλοτε, συνδυάζεται μέ τίς μεταναστεύσεις τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖες παρατηροῦνται κατά τό πρῶτο ἥμισυ τῆς β΄ χιλιετηρίδος π.Χ. Οἱ φυλές αὐτές, πού διάγουν νομαδικό βίο, εἰσέβαλαν στήν Παλαιστίνη, δέν κατόρθωσαν ὅμως νά κατακτήσουν ἔδαφος γιά μόνιμη ἐγκατάσταση, γι᾿ αὐτό καί περιφέρονταν ἀπό τόπο σέ τόπο, ἐξακολουθώντας νά διάγουν τόν νομαδικό τους βίο. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ παριστάνεται νά ἔχει τό αἴσθημα ὅτι εἶναι ξένος στήν Παλαιστίνη, ὅτι εἶναι «πάροικος» σ᾿ αὐτήν (Γεν. 21,23 καί 23,4). Μόνο ἕνα τμῆμα ἀπό τίς φυλές αὐτές φαίνεται νά ἐγκαταστάθηκε κάπως μονιμώτερα στήν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου. Πρέπει νά μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι οἱ φυλές αὐτές μετακινοῦνται στήν κεντρική καί τήν νότια Παλαιστίνη καί δέν κατεβαίνουν πρός τά εὐφορώτερα μέρη τῆς Παλαιστίνης, στήν Φιλισταϊκή περιοχή, γιά παράδειγμα, ἤ στήν πεδιάδα Ἐσδραλών, οὔτε μεταβαίνουν στήν Ὑπεριορδανία, περιοχή πού εἶχε καταλληλότερους τόπους γιά τήν βοσκή τῶν ποιμνίων. Αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι στά μέρη αὐτά κατοικοῦσε περισσότερο συμπαγής πληθυσμός καί δέν θά δεχόταν λοιπόν τήν εἰσβολή ξένων φυλῶν στήν περιοχή τους.
Ἡ εἰσβολή αὐτή τῶν φυλῶν μέ ἀρχηγό τόν Ἀβραάμ δέν φαίνεται νά ἔφερε ἀναστάτωση στήν Παλαιστίνη καί αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τόν εἰρηνικό χαρακτήρα τοῦ Ἀβραάμ, πού τόν ἔκανε νά συμβιώνει εἰρηνικά μέ τούς ἐντοπίους κατοίκους τῆς γῆς στήν ὁποία εἰσῆλθε. Ἀλλά ἐξηγεῖται πάλι καί ἀπό τό ὅτι οἱ εἰσβολεῖς ἦταν ὀλιγάριθμοι καί ἀπό τό ὅτι τά μέρη στά ὁποῖα ζήτησαν οἱ εἰσβολεῖς νά παραμείνουν ἦταν μέρη ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἄγονα. Ἐάν ὑπό τό πρῖσμα τῆς συνεχοῦς μεταναστεύσεως δοῦμε καί τήν διήγηση τῆς καθόδου τοῦ Ἀβραάμ στήν Αἴγυπτο, τότε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἕνα μέρος τῶν φυλῶν πού εισέβαλαν ὑπό τόν Ἀβραάμ ἐπεχείρησε καί εἰσβολή στήν Αἴγυπτο, ἀπ᾿ ὅπου ὅμως ἀναγκάστηκε γρήγορα νά ἐπιστρέψει. Παρά τήν συνεχῆ αὐτή μετακίνηση τῶν εἰσβαλόντων, ἄν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν τήν ἐντολή τοῦ Ἀβραάμ στόν ἔμπιστο δοῦλο του Ἐλεάζαρ νά μήν ἐπιτρέψει ποτέ στόν Ἰσαάκ νά ἐπιστρέψει στήν Μεσοποταμία, θά ποῦμε ὅτι ἄρχισε νά δημιουργεῖται στίς ψυχές τῶν εἰσβαλόντων ἕνα αἴσθημα γιά μόνιμη ἐγκαταβίωση στήν Παλαιστίνη.
Μέ τόν Ἐλεάζαρ, πού εἶχε πορευθεῖ στήν Μεσοποταμία γιά ἀνεύρεση νύμφης γιά τόν Ἰσαάκ, ὅταν ἐπέστρεψε στήν Παλαιστίνη ἀπό ἐκεῖ, φαίνεται νά ἔχουμε νέο κύμα μεταναστῶν. Οἱ νέοι μετανάστες, ὅπως φαίνεται ἀπό τίς σχετικές διηγήσεις, δέν ἦταν πολλοί, γι᾿ αὐτό καί δέν μεταβλήθηκε ἡ ζωή καί ἡ ἐγκατάσταση τῶν προηγουμένων συγγενῶν εἰσβολέων. Ὁ Ἰσαάκ στόν ὁποῖον ἀνῆκαν οἱ νέοι μετανάστες κινεῖται καί αὐτός στά μέρη ὅπου εἶχε ἐγκατασταθεῖ ὁ πατέρας του Ἀβραάμ. Μόνο ὁ Ἠσαῦ κατόρθωσε νά ἐξαπλωθεῖ καί νά ἐγκατασταθεῖ καί αὐτός ὄχι σέ πεδινά μέρη, ἀλλά στά ὄρη Σηείρ τῆς Ἐδώμ. Σπουδαιότερο ὅμως ἦταν τό κύμα τῶν μεταναστῶν πού ἦλθε καί αὐτό ἀπό τά ἴδια μέρη τοῦ βορρᾶ μέ τόν Ἰακώβ. Τότε φαίνεται νά εἰσέβαλαν στήν Παλαιστίνη ὁλόκληρες φυλές. Γι᾿ αὐτό καί οἱ διηγήσεις μας ὑπογραμμίζουν τήν δύναμη καί τό μέγα πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού ἀκολούθησαν τόν Ἰακώβ. Γι᾿ αὐτό, πάλι λόγω τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πλήθους τῶν μεταναστῶν, ὁ Λάβαν, ὅταν ἀντίκρυσε στά ὄρη τῆς Γιλεάδ τό μέγα αὐτό πλῆθος, φοβήθηκε καί ἄλλαξε διάθεση πρός τόν Ἰακώβ καί ἀντί πολέμου πρόσφερε εἰρήνη σ᾿ αὐτόν.
Ἀπό αὐτό πάλι κατανοεῖται καί ἡ ἀλλαγή τῆς στάσεως τοῦ Ἠσαῦ, ὁ ὁποῖος δέχτηκε φιλικώτατα τόν ἀδελφό του Ἰακώβ καί ἐθαύμασε τήν μεγάλη συνοδεία του. Τό νέο αὐτό κύμα τῆς μεταναστεύσεως ἔθιξε κυρίως τήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρα καί γι᾿ αὐτό οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως παρουσιάζουν τόν Ἰακώβ ὡς προσωπικότητα μᾶλλον τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρας, ὅπως εἴπαμε. Καί εἶναι μέν ἀλήθεια ὅτι οἱ διηγήσεις μᾶς παρουσιάζουν τόν Ἰακώβ ὅτι διάβηκε τόν Ἰαββώκ καί περιφερόταν ἐντεῦθεν-δυτικῶς τοῦ Ἰορδάνου, πρέπει ὅμως νά εἶναι πάλι ἀλήθεια ὅτι ἕνα μέρος τῶν ἀνθρώπων του θά παρέμεινε ἀσφαλῶς στήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρα, ὅπως φαίνεται ἀπό τά μέρη τά ὁποῖα καθαγίασε ὡς ἱερά. Οἱ ὑπόλοιποι δέ, οἱ ὁποῖοι πέρασαν στήν ἐντεῦθεν τοῦ Ἰορδάνου περιοχή, ἑνώθηκαν μέ τούς προηγούμενους μετανάστες. Ὅλο αὐτό τό πλῆθος τώρα καί μέ τούς νέους μετανάστες του δέν κατόρθωσε νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα στήν Παλαιστίνη. Δημιουργήθηκαν μέν μερικά ἱερά, ὅπως ἡ Βεερσεβά, ἡ Χεβρών καί ἡ Βαιθήλ, ἀλλά ὅλα αὐτά δέν εἶχαν μόνιμο χαρακτήρα. Γι᾿ αὐτό καί μία πείνα, ἡ ὁποία χτύπησε τήν Παλαιστίνη, ὅπως συχνά συνέβαινε αὐτό, ἀνάγκασε τούς υἱούς τοῦ Ἰακώβ νά μεταναστεύσουν μέ εὐκολία στήν Αἴγυπτο. Καί αὐτό πάλι πρέπει νά τό δοῦμε ὑπό τό πρῖσμα τῶν μεταναστεύσεων καί ἄλλων λαῶν πρός τήν Αἴγυπτο. [25] Θά εἶναι σφάλμα νά πιστεύσουμε ὅτι ὅλοι οἱ μετανάστες στήν Παλαιστίνη ἀπό τόν Ἀβραάμ καί στήν συνέχεια κατέφυγαν ὅλοι αὐτοί στήν Αἴγυπτο. Αὐτό οὔτε οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως τό πιστοποιοῦν, γιατί αὐτές παρουσιάζουν μόνο τούς υἱούς τοῦ Ἰακώβ νά κατεβαίνουν στήν Αἴγυπτο· ἀλλά οὔτε καί τά ἐξωβιβλικά κείμενα μᾶς ἐπιτρέπουν νά δεχθοῦμε μιά τέτοια ἐκδοχή (ὅτι ὅλοι δηλαδή οἱ μετανάστες στήν Παλαιστίνη ἀπό τόν Ἀβραάμ καί ἑξῆς κατέβηκαν ὅλοι στήν Αἴγυπτο), γιατί αὐτά τά κείμενα παρουσιάζουν Ἰσραηλῖτες νά εἶναι ἐγκατεστημένοι στήν Παλαιστίνη, πρίν ἀπό τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο [26] Μόνο ἕνα μέρος – καί ἀσφαλῶς τό μεγαλύτερο – κατέβηκε στήν Αἴγυπτο, ἐνῶ ὅσοι εἶχαν κατορθώσει νά ἐγκατασταθοῦν στήν Παλαιστίνη κάπως μονιμώτερα καί νά μεταπηδήσουν ἀπό τήν νομαδική στήν ἡμινομαδική ἤ γεωργική ζωή, αὐτοί παρέμειναν στήν Παλαιστίνη. Ἀκόμη μπορεῖ νά ὑποθέσει κανείς ὅτι ἕνα μέρος τῶν κατερχομένων μέ σκοπό τήν Αἴγυπτο παρέμεινε κατά τήν διάβασή του στήν Σιναϊτική χερσόνησο. Καί τό λέγουμε αὐτό, διότι ἐκεῖ κατά τήν ἔξοδό τους οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπό τήν Αἴγυπτο εὑρῆκαν φιλόξενο ἔδαφος. Τέτοια κύματα εἰσβολέων προερχομένων ἀπό τόν βορρᾶ γνώριζε συχνά ἡ Αἴγυπτος καί σ᾿ αὐτήν ὅλοι οἱ πεινῶντες λαοί τοῦ βορρᾶ εἶχαν στραμμένα τά βλέμματά τους.


3. Ἱστορικά πρόσωπα οἱ Πατριάρχες

Ἀπό παλαιά ταλαιπωρεῖ ἕνα πρόβλημα σχετικά μέ τούς Πατριάρχες, τό ὁποῖο ἐτέθη καί πάλι πρός ἔρευνα μετά τά εὑρήματα τῆς Ras Shamra: Τό πρόβλημα εἶναι, ἄν πραγματικά οἱ Πατριάρχες εἶναι ἱστορικά πρόσωπα. Μερικοί ἀπό τούς ἐρευνητές εἶπαν ὅτι οἱ Πατριάρχες ἀρχικά ἦταν θεοί καί ὑποβιβάστηκαν ἔπειτα στήν τάξη τῶν ἀνθρώπων. [27] Ἡ θεωρία αὐτή πολεμήθηκε, ἀλλά μετά τά εὑρήματα τῆς Ras Shamra ἐπανῆλθε, γιατί στό κείμενο Keret τῶν εὑρημάτων αὐτῶν, ὁ Τεράχ, τόν ὁποῖον πολλοί ἐταύτισαν πρός τόν Θάρα, τόν πατέρα τοῦ Ἀβραάμ, παρουσιάζεται ὡς θεός τῆς σελήνης. Οἱ μή δεχόμενοι λοιπόν τήν ἱστορικότητα τῶν Πατριαρχῶν, εἶπαν ὅτι ὁ πατέρας τοῦ Ἀβραάμ ἦταν ἀρχικά θεός, ὑποβιβάστηκε ἔπειτα στήν τάξη τῶν ἀνθρώπων καί ἔγινε πατέρας τοῦ Ἀβραάμ. Θά ἀντικρούσουμε τήν θεωρία αὐτή μέ βάση τά δυνατά αὐτά ἐπιχειρήματα τοῦ Βέλλα:
(α) Καί σέ ἄλλους λαούς, ὅπου παρουσιάζονται ὡς θεοί οἱ γενάρχες τους, δέν λέγεται ὅτι αὐτοί ἦταν θεοί καί ὑποβιβάστηκαν ἔπειτα στήν σφαίρα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, τό ἀντίθετο, ἀπό ἄνθρωποι ἀναβιβάστηκαν καί ἔγιναν θεοί.
(β) Κανένα κείμενο τῆς ἀρχαιότητος, μέχρι καί τά τελευταίως εὑρεθέντα, δέν μαρτυρεῖ ὅτι ὑπῆρξε θεός Ἀβραάμ, θεός Ἰσαάκ καί θεός Ἰακώβ. Καί αὐτά ἀκόμη τά κείμενα τῆς Ras Shamra, πού μπορεῖ ἐξ ἄλλου καί διαφορετικά νά ἑρμηνευθοῦν, καί ἄν μνημονεύουν θεό τόν Τεράχ, δέν ἀποδεικνύουν τήν συνταύτιση αὐτοῦ πρός τόν ὁμώνυμο πατέρα τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ ὁμοιότητα ἤ καί ἡ ταυτότητα ἀκόμη τῶν κυρίων ὀνομάτων πρός τά ὀνόματα θεῶν, δέν ἀποδεικνύει, μόνη αὐτή, τήν συνταύτιση τῶν προσώπων αὐτῶν πρός τούς θεούς. Καί τά ὀνόματα Ναχώρ, Σάρα, Λάβαν μπορεῖ νά εἶναι ὀνόματα θεῶν καί μάλιστα τῆς Σελήνης, ἀλλά δέν σημαίνει αὐτό, χωρίς κανένα ἄλλο ἀποδεικτικό στοιχεῖο, ὅτι τά πρόσωπα αὐτά εἶναι θεοί.
(γ) Πουθενά στίς διηγήσεις μας δέν ὑπάρχει κάποιο λατρευτικό ἤ μυθολογικό στοιχεῖο, πού νά προδίδει τήν κάποτε λατρεία τῶν Πατριαρχῶν ὡς θεῶν καί τόν ὑποβιβασμό τους ἔπειτα στήν τάξη τῶν ἀνθρώπων. Τό ὅτι στίς διηγήσεις μας ὁ τάφος τῶν Πατριαρχῶν θεωρεῖται ἱερός, αὐτό στούς Σημῖτες ἰσχύει γιά κάθε τάφο. Ἀλλά, ἄν αὐτό ἴσχυε ἰδιαίτερα γιά τούς τάφους τῶν Πατριαρχῶν, αὐτό θά ἐδείκνυε μᾶλλον προβιβασμό τῶν Πατριαρχῶν σέ θεούς καί ὄχι τό ἀντίθετο, ὅπως δέχονται οἱ ὀπαδοί τῆς παραπάνω θεωρίας.
Καί ἡ ἄλλη θεωρία, πού εἶπαν γιά τούς Πατριάρχες, ὅτι δηλαδή αὐτοί προσωποποιοῦν διάφορες φυλές, ὅπως αὐτό συμβαίνει στούς Ἕλληνες (Αἴολος, Ἴων κλπ.), δέν εὐσταθεῖ. Κατά πρῶτον λέγουμε ὅτι φυλή Ἀβραάμ, Ἰσαάκ ἤ Ἰακώβ σέ κανένα κείμενο δέν φαίνεται, εἴτε βιβλικό εἴτε ἐξωβιβλικό κείμενο. Ἀλλά καί ἄν αὐτό συνέβαινε, ἄν δηλαδή εἴχαμε φυλές μέ τό ὄνομα τῶν Πατριαρχῶν, δέν θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ Πατριάρχες προσωποποιοῦν διάφορες φυλές, γιατί εἶναι πολύ φυσικό ὁ γενάρχης νά δίνει τό ὄνομα στόν δημιουργούμενον ἀπ᾿ αὐτόν λαό.
Οἱ διηγήσεις μας παρουσιάζουν τούς Πατριάρχες ζωηρά καί καθαρά μέ ἀνθρώπινο χαρακτήρα καί ὅποιος διαβάζει τίς διηγήσεις αὐτές ἀποκτᾶ μέ σαφήνεια τήν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται περί ἀνθρώπων, περί προσωπικοτήτων καί ὄχι περί φυλῶν καί λαῶν. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, οἱ διηγήσεις παρουσιάζουν τούς Πατριάρχες νά σκέπτονται καί νά ἐνεργοῦν σάν ἄτομα διαφορετικά ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, νά ἔχουν ἀτέλειες καί νά ἔχει ὁ καθένας τόν δικό του χαρακτήρα. Διαφορετική εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τόν Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ ἀπό τόν Ἡσαῦ κλπ. Κάθε Πατριάρχης δρᾶ ὡς ἕνα ἰδιαίτερο πρόσωπο καί δίνει στίς διηγήσεις μας ἔντονο τό προσωπικό του χρῶμα.
Ὡς συμπέρασμα λέγουμε ὅτι οἱ Πατριάρχες ἦταν ἱστορικά πρόσωπα, ὅπως ἔτσι μᾶς τά παρουσιάζει ἡ Παλαιά Διαθήκη καί ὅπως ἔτσι οἱ ἐρευνητές τό δέχονται. [28]


4. Ἡ θρησκεία τῶν Πατριαρχῶν

Οἱ πηγές μας παρουσιάζουν τούς Πατριάρχες νά πιστεύουν σέ ἕνα καί μόνο Θεό, ἀντίθετα μέ τόν πολυθεϊσμό, πού ἐπικρατοῦσε καί στήν Μεσοποταμία, ἀπ᾿ ὅπου προῆλθαν οἱ Πατριάρχες καί ἀπό τήν Παλαιστίνη, ὅπου ἦρθαν. Ἤδη ὁ Ἀβραάμ παριστάνεται νά λατρεύει ἕνα μόνο Θεό, χωρίς οἱ πηγές μας νά μᾶς λέγουν ἀπό ποῦ ἔλαβε τήν πίστη αὐτή. Κατά τήν σαφῆ μαρτυρία τοῦ χωρίου Ἰησ. Ν. 24,2 οἱ πατέρες τοῦ Ἀβραάμ Τεράχ καί Ναχώρ, «οἱ ὁποῖοι παρώκησαν πέραν τοῦ ποταμοῦ, λάτρευσαν ἄλλους θεούς». Τό χωρίο αὐτό ἀφήνει νά συμπεράνουμε ὅτι ἡ μονοθεΐα ἄρχισε ἀπό τόν Ἀβραάμ. Πιθανόν τό ἴδιο νά σημαίνει καί ἡ φράση, πού ἀπαντᾶ συχνά στήν Παλαιά Διαθήκη, «ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ...».
Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως πλευρά οἱ διηγήσεις μας δίνουν τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ Ἀβραάμ δέν γνωρίζει τώρα γιά πρώτη φορά τόν Θεό. Ἀντίθετα ὁ Θεός πού ἀποκαλύπτεται συχνά στόν Ἀβραάμ, ὅπως μᾶς τόν παρουσιάζουν οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως, φαίνεται νά εἶναι γνώριμος στόν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος δέν ρωτᾶ γιά τήν φύση Του. Ἀλλά αὐτό, λέγει ὡραῖα ὁ Βέλλας, «ἴσως νά ὀφείλεται εἰς τήν φύσιν τῶν διηγήσεων, αἱ ὁποῖαι πολλά σημεῖα παρατρέχουν». Ὁ μονοθεϊσμός αὐτός τῶν Πατριαρχῶν ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τόν πολυθεϊσμό, ὁ ὁποῖος ἐπικρατοῦσε σέ ὁλόκληρη τήν Ἀνατολή, ἑπομένως καί στήν Παλαιστίνη. Στήν Παλαιστίνη ὅμως, κατά τό περίφημο 14ο κεφάλ. τῆς Γενέσεως, ἤδη στήν ἐποχή τῶν Πατριαρχῶν εἶχαν ἀναφανεῖ τάσεις ἑνοθεϊσμοῦ, δηλαδή «μοναρχικοῦ πολυθεϊσμοῦ», ὅπως λέγεται. Ἡ ἔκφραση αὐτή σημαίνει ὅτι μεταξύ τῶν πολλῶν ἀναγνωριζομένων θεῶν ἕνας εἶναι ὁ ὕψιστος Θεός.
Ἄν καί στίς διηγήσεις τῆς Γενέσεως φαίνεται σαφέστατα ὅτι οἱ Πατριάρχες εἶναι μονοθεϊστές, ὅμως εἰπώθηκε ὅτι καί αὐτοί λάτρευαν πολλούς θεούς καί μάλιστα κατ᾿ ἐξοχήν τόν θεό τῆς Σελήνης, πού ἡ λατρεία του ἤκμαζε στήν Μεσοποταμία, ἀπ᾿ ὅπου ἦρθαν οἱ Πατριάρχες. Θέλησαν δέ τήν ἐσφαλμένη αὐτή γνώμη νά τήν στηρίξουν στά εὑρήματα τῆς Ras Shamra, ὅπου ὁ Τεράχ – τόν ὁποῖο εἴπαμε ταύτισαν μέ τόν πατέρα τοῦ Ἀβραάμ – παρουσιάζεται ὡς θεός τῆς Σελήνης. Ἀλλά πουθενά στίς πηγές μας δέν παριστάνονται οἱ Πατριάρχες νά λατρεύουν τήν Σελήνη ἤ ἄλλους θεούς. Τό ὅτι κάποιοι προέρχονται ἀπό ἕναν τόπο πού λατρεύεται ὁ θεός τῆς σελήνης, δέν σημαίνει ὅτι ὁπωσδήποτε καί αὐτοί θά λατρεύουν αὐτόν τόν θεό, μάλιστα δέ, ὅπως ἰσχυρά σκέπτεται καί λέγει ὁ Βέλλας, ὅταν αὐτοί εἶναι νομάδες καί περιφέρονται ἀπό τόπο σέ τόπο καί γνωρίζουν πολλές μορφές θρησκειῶν. Ἄλλως τε καί ἡ μετέπειτα Ἰσραηλιτική παράδοση, ἄν καί ἀπό τόν Μωυσῆ ἀναγνωρίζει μία νέα ἐποχή τῆς θρησκείας, ὅμως δέν θέτει καθόλου ὑπό ἀμφισβήτηση τόν μονοθεϊσμό τῶν Πατριαρχῶν· ἀντίθετα τόν Θεό τοῦ Μωυσέως τόν παρουσιάζει ὡς Θεό τῶν πατέρων.
Ἐπίσης, ἡ ἀπόλυτη ἀντίθεση τῆς θρησκείας τῶν Πατριαρχῶν μέ τήν Χαναανιτική θρησκεία μᾶς κάνει νά ἀπορρίψουμε παντελῶς τήν διατυπωθεῖσα πάλι ἐσφαλμένη γνώμη περί τῆς θρησκείας τῶν Πατριαρχῶν ὅτι πρόκειται περί ἴδιας θρησκείας μέ τήν Χαναανιτική, τῶν κειμένων τῆς Ras Shamra. Ὁ λατρευόμενος ἀπό τούς Πατριάρχες Θεός Ἔλ εἶναι σαφῶς διάφορος ἀπό τά Ἐλείμ τῶν Χαναναίων.29 Ἀκόμη πρέπει ἀσφαλῶς νά ἀπορρίψουμε καί τήν ἄλλη ἐσφαλμένη γνώμη περί τῆς θρησκείας τῶν Πατριαρχῶν, κατά τήν ὁποίαν αὐτοί ἐλάτρευαν στήν ἀρχή τούς θεούς τῶν Ἀραμαίων, μετά ἐλάτρευσαν τόν Ἔλ, ὁ ὁποῖος, κατά τούς ὀπαδούς τῆς θεωρίας αὐτῆς, ἀφομοίωνε διαφόρους θεούς καί τέλος κατέληξαν στόν Γιαχβέ, στόν Θεό τῆς φυλῆς τους. [30] Τέτοια ἐξέλιξη θρησκείας δέν φαίνεται στίς διηγήσεις μας.

Ὁ Θεός τῶν Πατριαρχῶν στό πρωτότυπο Ἑβραϊκό κείμενο ὀνομάζεται Ἔλ. Ἡ ὀνομασία αὐτή, κατά τήν ἐτυμολογία της, δηλώνει τόν ἰσχυρό, τόν δυνατό. Αὐτός ὁ Ἔλ εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός τοῦ Ἰσραήλ, τόν Ὁποῖο ἀργότερα θά δοῦμε μέ τό ὄνομα Γιαχβέ. Ὁ Ἔλ αὐτός τῶν Πατριαρχῶν ἀνάλογα μέ τίς ἰδιότητές Του καί ἀνάλογα πάλι μέ τά τοπικά ἱερά στά ὁποῖα ἐλατρεύετο, προσελάμβανε διάφορα χαρακτηριστικά ὀνόματα. Ἔτσι ἐκαλεῖτο «Ἔλ Ὀλάμ» (= Θεός Αἰώνιος, Γεν. 21,33), «Ἔλ Ροΐ» (= Θεός ἐπιβλέπων, Γεν. 16,13), «Ἔλ Παχάδ ( = Θεός φοβερός, Γεν. 31,42.53), «Ἔλ Βαιθήλ» (= Θεός τῆς Βαιθήλ, Γεν. 31,13. 35,7), Ἔλ Ἐλυόν (= Θεός ὕψιστος, Γεν. 14,18 ἑξ.) κ.λπ. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά τονίσουμε εἶναι ὅτι πουθενά στίς πηγές μας ὁ Θεός τῶν Πατριαρχῶν Ἔλ δέν ταυτίζεται πρός τόν Βάαλ, τόν Θεό τῆς Παλαιστίνης, ἀλλά ἀντίθετα ἡ ἰσραηλιτική παράδοση διέκρινε μέ σαφήνεια τόν Ἔλ ἀπό τόν Θεό τῶν Χαναναίων Βάαλ.
Ὁ Ἔλ συχνά στίς διηγήσεις τῆς Γενέσεως χαρακτηρίζεται ὡς «Θεός τοῦ Ἀβραάμ» (Γεν. 24,12. 26,24. 27,42. 28,13. 31,42). Αὐτό γίνεται γιά νά διακριθεῖ ὁ Θεός αὐτός ἀπό τούς ἄλλους θεούς πού λατρεύονται στήν Παλαιστίνη ἀπό τούς λαούς πού κατοικοῦν ἐκεῖ. Ἄλλοτε ὁ Ἔλ χαρακτηρίζεται ὡς «Θεός τοῦ Ἰσαάκ» (Γεν. 27,20. 28,13. 31,5.42. 41,1.3) ἤ προσδιορίζεται ὡς ὁ «φόβος τοῦ Ἰσαάκ» (31,42.54), ὡς ὁ Θεός δηλαδή ὁ Ὁποῖος προξενεῖ φόβο στόν Ἰσαάκ. Ἄλλοτε πάλι ὁ Ἔλ χαρακτηρίζεται ὡς ὁ «δυνάστης τοῦ Ἰα­κώβ» (Γεν. 49,24) καί ἄλλοτε πάλι ὡς «Θεός τῶν πατέρων Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ» (Γεν. 32,9. 48,15) ἤ «Θεός Ἀβραάμ καί Θεός Ἰσαάκ καί Θεός Ἰακώβ» (Γεν. Ἐξ. 3,6).
Ἀλλά αὐτή ἡ ποικιλία τοῦ χαρακτηρισμοῦ τοῦ Θεοῦ ἄλλοτε ὡς «Θεοῦ τοῦ Ἀβραάμ», ἄλλοτε ὡς «Θεοῦ τοῦ Ἰσαάκ», ἄλλοτε ὡς «ἰσχυροῦ τοῦ Ἰακώβ» καί ἄλλοτε ὡς «Θεοῦ τῶν πατέρων Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ» ἔκανε παλαιότερα τόν A. Alt [31] νά θελήσει νά ἀποδείξει ὅτι στήν ἀρχή ἦταν τρεῖς θεοί, πού τήν λατρεία τους τήν ἵδρυσαν οἱ τρεῖς Πατριάρχες δι᾿ ἀποκαλύψεως. Μέ τήν παρέλευση ὅμως τοῦ χρόνου καί τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐννοίας τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος οἱ τρεῖς θεοί, πού τούς λάτρευαν οἱ φυλές, οἱ γύρω ἀπό κάθε Πατριάρχη, ἑνώθηκαν σέ ἕνα θεό, τόν «Θεό τῶν πατέρων Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ», ὁ ὁποῖος τέλος, λέγει ὁ Alt, συνταυτίστηκε μέ τόν Γιαχβέ τοῦ Μωυσέως, ὁπότε καί ἐπιτεύχθηκε ἡ ἐθνική ἑνότητα τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ θεωρία αὐτή ὀρθῶς τονίζει ὅτι ὁ Θεός τῶν Πατριαρχῶν εἶναι διάφορος ἀπό τούς θεούς τῆς Παλαιστίνης καί ὀρθῶς πάλι δέχεται ὅτι ὁ Θεός ἔγινε συνειδητός στούς Πατριάρχες μέ ἀποκάλυψη. Δέν εἶναι ὅμως καθόλου σωστό τό ὅτι δέχεται τρεῖς διαφορετικούς θεούς. Στίς ἱερές διηγήσεις τῆς Γενέσεως οἱ Πατριάρχες μᾶς παρουσιάζονται νά ἔχουν ἕνα καί τόν αὐτό Θεό. Ὁ Θεός τῶν Πατριαρχῶν εἶναι ἕνας. Ἡ ὀνομασία «Θεός τῶν πατέρων Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ», ὅπως λέγει ὁ Βέλλας, δεικνύει τήν ἑνότητα τῆς παραδόσεως τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδή ὁ «Θεός τοῦ Ἰσαάκ καί Ἰακώβ» δέν εἶναι διαφορετικός ἀπό τόν «Θεό τοῦ Ἀβραάμ». Πιθανῶς σέ κάθε Πατριάρχη ὑπῆρχαν συγκεντρωμένες διάφορες φυλές, οἱ ὁποῖες χρησιμοποιοῦσαν διαφορετική ὀνομασία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί αὐτό πάλι δέν σημαίνει καθόλου ὅτι οἱ φυλές αὐτές εἶχαν ἀναγκαίως καί διαφορετικό Θεό. [32] Οἱ διάφοροι χαρακτηρισμοί «ὁ φόβος τοῦ Ἰσαάκ»«ὁ ἰσχυρός τοῦ Ἰακώβ» θέλουν νά παραστήσουν ὄχι διαφορετικό Θεό, ἀλλά ὁρισμένες ἰδιότητες τοῦ ἑνός Θεοῦ. Τόν Alt, πού ἀπό τίς διάφορες ὀνομασίες τοῦ Θεοῦ τῶν Πατριαρχῶν εἶπε ὅτι κάθε Πατριάρχης πίστευε διαφορετικό Θεό, τόν ἀντιμετώπισε ὁ O. Procksch [33] μέ τό ἑξῆς δυνατό ἐπιχείρημα: Ἡ κοινή χρησιμοποίηση ἀπό τούς Πατριάρχες τοῦ Ἱεροῦ τῆς Βεερσεβά, ἡ παραμονή σ᾿ αὐτό καί τῶν τριῶν Πατριαρχῶν καί ὁ ἴδιος πάντοτε χαρακτήρας τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, δεικνύουν ὅτι πρόκειται περί τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ.
Τόν Θεό τους οἱ Πατριάρχες πίστευαν ὡς παντοδύναμο Θεό, στόν Ὁποῖο τίποτα δέν εἶναι ἀδύνατο (Γεν. 18,14) καί ὡς τοιοῦτον τόν ἐπικαλοῦντο γιά εὐλογία (Γεν. 12,8). Ὡς παντοδύναμος ὁ Θεός τῶν Πατριαρχῶν Ἔλ καλεῖται «Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς» (Γεν. 24,3.7), εἶναι ὁ πάροχος τῆς ζωῆς (Γεν. 16,2. 20,17. 29,31. 30,2), εἶναι φοβερός λόγω τῆς δυνάμεώς του (Γεν. 22,12).
Στόν Θεό τους οἱ Πατριάρχες ἀπέδιδαν καί ἠθικές ἰδιότητες. Ἔτσι ὁ Θεός ἐποπτεύει τήν τήρηση τῆς ἠθικῆς τάξεως (Γεν. 20,9 ἑξ.), τιμωρεῖ τό κακό, καταστρέφει ὁλόκληρες πόλεις, ἐπειδή ἁμαρτάνουν (Γεν. 18,20 ἑξ.), παιδεύει τόν Ἰακώβ γιά τήν ἀπάτη του στόν ἀδελφό του καί παιδεύει καί τά παιδιά του γιά τήν διαγωγή τους πρός τόν ἀδελφό τους Ἰωσήφ (Γεν. 42,21). Ἀλλοῦ ὁ Θεός παριστάνεται σάν φρουρός τῶν συνθηκῶν (Γεν. 31,49) καί τιμωρός αὐτῶν πού παραβαίνουν τόν ὅρκο (Γεν. 21,27 ἑξ. 31,42 ἑξ.).
Ὁ Θεός αὐτός τῶν Πατριαρχῶν ἀναδεικνύεται ζωηρά στίς διηγήσεις μας ὡς Θεός κατευθύνων τήν ἱστορία σέ ἕναν ὁρισμένο σκοπό. Αὐτή ἡ ἰδέα κυριαρχεῖ σέ ὅλες τίς πατριαρχικές διηγήσεις καί μέ βάση αὐτή τήν ἰδέα ἐξελίσσονται τά γεγονότα, γιά νά πραγματοποιήσουν τόν τιθέμενο στήν ἱστορία σκοπό. Ἡ κλήση τοῦ Ἀβραάμ, οἱ συνεχεῖς σ᾿ αὐτόν καί στούς ἀπογόνους του ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ παραμένουν ἀκατανόητες χωρίς νά ὑποθέσουμε ἕνα βαθύτερο σκοπό στήν ἱστορία. Ἡ ἱστορία εἶναι τό πεδίο τῆς δράσεως τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς θείας διακυβερνήσεως καί θείας προνοίας σ᾿ αὐτήν. Οἱ διηγήσεις τῶν Πατριαρχῶν δείχνουν καθαρά ὅτι στήν ἱστορία, παρά τίς ἀτέλειες τῶν ἀνθρώπων καί παρά τίς ἀντιδράσεις τους, τελικά πραγματοποιεῖται τό θεῖο σχέδιο. Αὐτό φαίνεται ἰδιαίτερα καθαρά καί ὡραῖα στήν διήγηση τοῦ Ἰακώβ καί τοῦ Ἰωσήφ (Γεν. 45,5-8. 50,20). Βέβαια ὁ Θεός γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του χρησιμοποιεῖ ἀνθρώπους, καί ἐν προκειμένω τούς Πατριάρχες, ἀλλά Αὐτός ὁ Ἴδιος εἶναι Ἐκεῖνος πού κατευθύνει τά νήματα τῆς ἱστορίας.
Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ὁ κατευθύνων τήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων δέν παριστάνεται μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά Τόν χωρίζει χάσμα μέγα ἀπό αὐτούς. Ἀντίθετα ὁ Θεός φέρεται νά εἶναι πολύ πλησίον τῶν ἀνθρώπων. Κατεβαίνει καί ἀνεβαίνει στόν οὐρανό (Γεν. 17,22), συναναστρέφεται καί συνομιλεῖ μέ τούς ἀνθρώπους (Γεν. 18,1 ἑξ.), ἐμφανίζεται σέ ὄνειρο καί στούς ἐθνικούς ἀκόμη (Γεν. 20,3. 40,8. 41,16) καί ἀνακοινώνει τίς βουλές Του στά ἀρεστά του πρόσωπα (Γεν. 18,17). Ἀπό ἕνα τέτοιο Θεό πολύ φυσικά ζητοῦν τήν εὐλογία Του (Γεν. 12,8. 21,23. 27,27 ἑξ.).
Ἐξετάζοντας γενικά τήν παραδεδομένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τῶν Πατριαρχῶν στίς διηγήσεις μας παρατηροῦμε ὅτι ὁ Θεός παριστάνεται νά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό ἠθικές ἀτέλειες καί νά εἶναι παντοδύναμος. Ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό κύριο χαρακτηριστικό τοῦ Θεοῦ τῶν Πατριαρχῶν εἶναι ξαναλέγουμε ὅτι Αὐτός εἶναι πού διευθύνει καί κατευθύνει τήν ἱστορία σέ ὁρισμένο σκοπό. Ἡ ἰδέα αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ὁ κατευθύνων τήν ἱστορία σέ ὁρισμένο σκοπό, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι μεταγενέστερη στήν θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί εἶναι ζυμωμένη μέ τήν ψυχή καί τίς πράξεις τῶν Πατριαρχῶν. Μόνο μέ τήν πίστη στόν Θεό ὡς κατευθύνοντος τήν ἱστορία ἐπιχειροῦν οἱ Πατριάρχες τήν μετανάστευσή τους καί παραμένουν στήν Παλαιστίνη ὡς πλάνητες, ὑποφέροντες τά δεινά μιᾶς ἄστατης καί ἀβεβαίας ζωῆς.
Περί τῆς λατρείας τῶν Πατριαρχῶν πρός τόν Θεό τους ἔχουμε καί περί αὐτοῦ ἀρκετές πληροφορίες ἀπό τίς διηγήσεις μας. Ὁ Θεός μπορεῖ νά λατρεύεται παντοῦ. Σέ κάθε τόπο μπορεῖ νά ἱδρυθεῖ θυσιαστήριο. Ἰδιαίτερα ὅμως ὁ Θεός λατρεύεται στά μέρη ὅπου ἐμφανίζεται καί ἐκεῖ ἱδρύονται θυσιαστήρια (Γεν. 12,7.8. 13,18. 22,1 ἑξ. 26,24. 35,7 ἑξ.). Ἔτσι στήν ἐποχή τῶν Πατριαρχῶν διαμορφώνονται τά πρῶτα ἱερά: Τῆς Συχέμ, τῆς Βεερσεβά, τῆς Χεβρών καί τῆς Βαιθήλ. Τά ἱερά αὐτά ἀργότερα θά ἐξελιχθοῦν σέ ὀνομαστά ἱερά.
Ἡ συνηθισμένη μορφή τῆς λατρείας εἶναι ἡ προσ­φορά αἱματηρῆς θυσίας (Γεν. 23,13). Ἡ περικοπή Γεν. 15,1 ἑξ. κατά τήν ὁποία τά τεμάχια τῶν θυσιαζομένων ζώων δέν κατακαίγονται στό θυσιαστήριο, ἀλλά προσφέρονται ὠμά στόν Θεό, παρουσιάζει πιθανόν ἀρχαιοτέρα μορφή θρησκείας, λέγει ὁ Βέλλας. Ἄν κατά τήν ἐποχή αὐτή πού μελετοῦμε, τήν Πατριαρχική ἐποχή, ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ὅλα τά εἴδη τῶν αἱματηρῶν θυσιῶν, πού συναντοῦμε ἀργότερα, αὐτό δέν τό γνωρίζουμε. Παράλληλα πρός τήν αἱματηρή θυσία στήν πατριαρχική ἐποχή φαίνεται γνωστή καί ἡ ἀναίμακτη θυσία καί οἱ σπονδές, κατά τίς ὁποῖες ἔχυναν ἔλαιο ἤ οἶνο στό θυσιαστήριο ἤ στά ἱερά ἀντικείμενα (Γεν. 28,18. 35,14) ἤ πρόσφεραν ἄρτους, ἐδέσματα καί ἄλλα (Γεν. 18,6). Τίς θυσίες αὐτές καί γενικῶς τά σχετικά μέ τήν λατρεία τά ἐπιτελοῦν οἱ Πατριάρχες, χωρίς νά ἐμφανίζονται ἱερεῖς (Γεν. 18,8. 13,4. 21,33. 22,1. 39,54. 46,1). Δέν ἀποκλείεται ὅμως, ὑποθέτει ὁ Βέλλας, νά ὑπῆρχαν τήν ἐποχή αὐτή καί πρόσωπα ἀφιερωμένα στόν Θεό, χωρίς βέβαια ἡ ἀνάμειξή τους στά τῆς λατρείας νά εἶναι ἀπαραίτητη. Τά ἱερά ἱδρύονται κοντά σέ δέντρα, σέ πηγές καί σέ φρέατα (βλ. 12,6. 13,18. 16,17. 21,33. 25,11). Οἱ θυσίες δέν προσφέρονται μόνο σέ τεχνητά θυσιαστήρια, ἀλλά καί σέ φυσικούς βράχους (Γεν. 12,7.8. 13,18. 28,11.18. 31,46). Προτοῦ νά μεταβοῦν στά ἱερά γιά νά προσφέρουν θυσία, ἐπλένοντο καί ἐστολίζοντο, ὅταν δέ ἔμπαιναν σ᾿ αὐτά ἔβγαζαν τά σανδάλια τους. Ὁ Βέλλας θεωρεῖ πιθανόν ὅτι κατά τήν τέλεση τῆς θυσίας τήν ἐποχή αὐτή γινόταν καί ἱερός χορός γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο. Τήν ἀνθρωποθυσία δέν τήν ἐξασκοῦσαν οἱ Πατριάρχες, ἄν καί ἦταν γνώριμη στήν Παλαιστίνη μέ τήν μορφή μάλιστα τῆς θυσίας τῶν παιδιῶν. Κατά τόν Βέλλα πάλι ἡ διήγηση τῆς θυσίας τοῦ Ἰσαάκ καταργεῖ τήν ἀνθρωποθυσία καί ὑποδεικνύει τήν μόνη ἐπιτρεπομένη θυσία. Ἔννοια θυσίας ἔχει καί ἡ περιτομή, ἡ ὁποία κατά τό Γεν. 17,1-14 εἰσάγεται ἀπό τόν Ἀβραάμ, σάν ὁρατό σημεῖο τῆς διαθήκης μέ τόν Θεό. Ἀναμφίβολα οἱ Πατριάρχες πίστευαν σέ ἀγγέλους (Γεν. 32,3), ὅπως ἐπίσης θά δέχονταν καί τήν ὕπαρξη δαιμόνων, γιατί ἡ πίστη αὐτή εἶναι πανάρχαια, τήν εὑρίσκουμε δέ αὐτήν λίγο ἀργότερα νά μαρτυρεῖται στούς Ἰσραηλῖτες. [34] Ὡς πρός τήν ζωή μετά τόν θάνατο μέ βεβαιότητα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ Πατριάρχες πίστευαν στήν ἐξακολούθηση τῆς ζωῆς καί φαίνεται αὐτό καθαρά ἀπό τήν σημασία πού ἀπέδιδαν στήν ταφή τῶν νεκρῶν καί ἀπό τά κτερίσματα στούς τάφους. Δέν ἔχουμε ὅμως ἀνεπτυγμένη τήν ἐποχή αὐτή συγκεκριμένη διδασκαλία γιά τήν μεταθανάτια ζωή. Τούς τάφους οἱ Πατριάρχες τούς θεωροῦσαν ἱερούς, χωρίς ὅμως νά σημαίνει αὐτό ὅτι αὐτοί ἐξασκοῦσαν νεκρολατρία. Τά τεραφείμ, πού ἔκλεψε ἡ Ραχήλ ἀπό τόν πατρικό της οἶκο, ἦταν μᾶλλον ἐφέστιοι θεοί μέ ἀνθρώπινη πιθανόν μορφή καί εἶχαν ἀραμαϊκή τήν προέλευσή τους.
Ἀπό τίς θρησκευτικές ἑορτές οἱ Πατριάρχες φαίνεται νά ἐγνώριζαν τήν ἑορτή τοῦ Σαββάτου, τήν ἑορτή τῆς Νουμηνίας καί τῆς κουρᾶς τῶν ποιμνίων (Γεν. 38,12.13. Α΄ Βασ. 25,2.36. Β΄ Βασ. 13,23.24) καί ἴσως μία μεγάλη ἀκόμη ἐτήσια ἑορτή τελουμένη στήν ἔρημο (Ἐξ. 3,18. 5,1.3).
Αὐτή κατά τίς πηγές μας εἶναι ἡ διαγραφομένη θρησκεία τῶν Πατριαρχῶν. Καί ἡ θρησκεία αὐτή παρουσιάζεται ὡς ἰδιαίτερη θρησκεία, πού δέν μπορεῖ νά συνταυτιστεῖ μέ τίς θρησκεῖες πού ἐπικρατοῦσαν στήν Μεσοποταμία καί τήν Παλαιστίνη, οὔτε νά ἑρμηνευθεῖ ὅτι προῆλθε ἀπό αὐτές.


5. Γενικός χαρακτηρισμός τῶν Πατριαρχῶν καί ἰδιαίτερα τοῦ Ἀβραάμ

Οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως παρουσιάζουν τόν Ἀβραάμ ὡς τύπον ἀνθρώπου πού πιστεύει ἀπόλυτα στόν Θεό καί ὑπακούει ἀναντίρρητα σ᾿ Αὐτόν. Λόγω τῆς πίστης του αὐτῆς ἐγκαταλείπει τήν πατρίδα του καί ὑφίσταται ὅλες τίς ταλαιπωρίες ἑνός πλάνητος καί ἄστατου βίου μέσα σέ μία ξένη χώρα. Παρά τίς ἀντιξοότητες καί τίς δυσχέρειες πού συναντᾶ, παραμένει πιστός στόν Θεό καί ἐλπίζει στήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεών του καί πεθαίνει μέ τήν στερεά αὐτή ἐλπίδα. Ἀναμφίβολα, ἡ πίστη αὐτή τοῦ Ἀβραάμ στηρίζεται σέ δυό βασικές ἔννοιες: Στήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ πρῶτα, ὅπως αὐτό τό τονίζει ἡ πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή («λογισάμενος [ὁ Ἀβραάμ] ὅτι καί ἐκ νεκρῶν ἐγείρειν δυνατός ὁ Θεός», 11,9) καί στήν ἰδέα ὅτι ἡ ἱστορία κατευθύνεται ὑπό τοῦ Θεοῦ, δεύτερον. Χωρίς τήν πίστη σ᾿ αὐτές τίς δύο βασικές ἔννοιες εἶναι ἀδύνατον νά νοήσουμε τίς τολμηρές ἐνέργειες καί πράξεις τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως μᾶς τίς παρουσιάζει ἡ Γένεση. Εἶναι ἀναρίθμητα τά χωρία τῶν διηγήσεών μας, στά ὁποῖα παρουσιάζεται ὁ Ἀβραάμ νά ὑποτάσσεται στό θεῖο κέλευσμα καί νά πιστεύει ἀπόλυτα στόν Θεό (πρβλ. Γεν. 12,1 ἑξ. 22,1 ἑξ. 15,6. 26,5). Οἱ διηγήσεις μας παρουσιάζουν τόν Ἀβραάμ ὡς ἥρωα πίστεως καί ὡς τύπο τοῦ πιστεύοντος στόν Θεό ἀνθρώπου. Καί ἡ πίστη αὐτή τοῦ Ἀβραάμ, ἡ ὁποία τόν ἐμψυχώνει καί τόν καθοδηγεῖ, ἀμοίβεται ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος, ἀκριβῶς γι᾿ αὐτήν του τήν πίστη, τοῦ ὑπόσχεται νά τοῦ δώσει τήν γῆ τῆς Παλαιστίνης (Γεν. 26,5). Ἡ πίστη δέ αὐτή λογίζεται στόν Ἀβραάμ «εἰς δικαιοσύνην», κατά τό περίφημο χωρίο Γεν. 15,6: «Καί ἐπίστευσε Ἀβραάμ τῷ Θεῷ καί ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην».
Καί ἡ Καινή Διαθήκη ἐξυμνεῖ τόν Ἀβραάμ γιά τόν ἴδιο λόγο, ὡς τύπο καί παράδειγμα τῆς πίστεως στόν Θεό. Ἡ μέν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή (βλ. 4,1 ἑξ.) ἑρμηνεύοντας τό χωρίο Γεν. 15,6, πού μνημονεύσαμε παραπάνω, κηρύττει ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἐδικαιώθη διά τῆς πίστεως· ἡ δέ πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή (11,8) πλέκει τό ἐγκώμιο αὐτῆς τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ καί λέγει: «Πίστει παρῴκησεν εἰς γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετά Ἰσαάκ καί Ἰακώβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς».
Ἡ πίστη αὐτή δέν παρουσιάζεται στόν Ἀβραάμ σάν μιά παιδική καί ἀφελής πίστη, ἀλλά σάν μιά πίστη πού δοκιμάστηκε σκληρά. Ἡ δοκιμασία τῆς πίστης τοῦ Ἀβραάμ φαίνεται στά ἑξῆς: (α) Στό ἀβέβαιο τοῦ ἐγχειρήματός του νά φύγει μακρυά ἀπό τήν Μεσοποταμία καί νά πορευθεῖ πρός τό ἄγνωστο, «μή ἐπισταμένου ποῦ ἔρχεται», ὅπως τό λέγει ἡ πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή (11,8). (β) Στούς ἀγῶνες του καί τίς ἔριδές του πρός τούς λαούς τῆς Παλαιστίνης. (γ) Στήν ἀδυναμία του μέχρι τόν θάνατό του νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα σέ κάποιο μέρος τῆς Παλαιστίνης. (δ) Στήν μέχρι τά γεράματά του ἀτεκνία, ἡ ὁποία καθιστοῦσε προβληματική τήν ἐκπλήρωση τῶν θείων ὑποσχέσεων. Ὅλα αὐτά δοκίμαζαν πράγματι σκληρά καί καθημερινά τήν πίστη τοῦ Ἀβραάμ. Ἀλλά ἡ πίστη του δοκιμάστηκε σκληρότατα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, ὅταν ὁ Θεός τοῦ ἐζήτησε νά θυσιάσει τόν υἱόν του Ἰσαάκ. Ἡ σύγκρουση τώρα τῆς ὑπακοῆς τοῦ Ἀβραάμ στόν Θεό πρός τήν φυσική του ἀγάπη στό παιδί του τό καταλαβαίνουμε ὅτι θά ἦταν ἕνα μαρτύριο γιά τήν ψυχή του. Τήν σύγκρουση αὐτή δέν μᾶς τήν ζωγραφίζουν μέν οἱ πηγές μας, μᾶς μαρτυροῦν ὅμως ὅτι ὁ Ἀβραάμ βασανίστηκε καί δοκιμάστηκε γιά λίγες μέρες καί ἔπειτα ἤρεμος καί γαλήνιος πῆρε τήν ἀπόφαση νά ὑπακούσει στόν Θεό, παρά στά ἀνθρώπινα αἰσθήματά του. Πραγματικά λοιπόν ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ εἶναι πίστη δοκιμασμένη, πίστη βαθειά, τήν ὁποία τίποτα δέν μποροῦσε νά μεταθέσει. Ὅπως τό βλέπουμε ἀπό τίς διηγήσεις τῆς Γενέσεως ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ δέν εἶναι μία ἁπλή θεωρητική πίστη, ἀλλά πίστη πού ἐκδηλώνεται ἐξωτερικῶς καί μέ ἔργα καί ἔτσι ἀπέβη μιά ζωντανή πίστη, ὅπως ὀρθῶς τό λέγει καί τό ἀναπτύσσει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Ἀβραάμ ὁ πατήρ ἡμῶν οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἀνενέγκας τόν Ἰσαάκ τόν υἱόν αὐτοῦ ἐπί τό θυσιαστήριον; Βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνήργει τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη καί ἐπληρώθη ἡ Γραφή ἡ λέγουσα. “Ἐπίστευσε δέ Ἀβραάμ τῷ Θεῷ καί ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην” καί “φίλος τοῦ Θεοῦ” ἐκλήθη» (2,21-23).
Ἡ πίστη αὐτή τοῦ Ἀβραάμ, ἡ ὁποία φαίνεται νά ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς θρησκείας του, εἶναι μεμιγμένη μέ τό δέος, μέ τόν φόβο, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπό τήν αἰσθητή ἀπόσταση Θεοῦ καί ἀνθρώπων. [35] Πολύ ὡραῖα λέγει ὁ διδάσκαλος Βασίλειος Βέλλας ὅτι «ἐν τοῖς σημείοις τούτοις νομίζει τις ὅτι ἀκούει ἕνα Ἠσαΐα πρό τοῦ Ἠσαΐου»!
Τήν πίστη αὐτή καί τήν ὑπακοή στόν Θεό δεικνύει ὁ Ἀβραάμ ἔχοντας τήν συναίσθηση ὅτι εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ ἕνα ὄργανο γιά τήν ἐκπλήρωση ὁρισμένων σκοπῶν του στήν ἱστορία, σκοπῶν προορισμένων γιά τό ἀπώτερο μέλλον. Βέβαια τούς σκοπούς αὐτούς δέν μπορεῖ νά τούς συλλάβει πλήρως ὁ Ἀβραάμ, νοεῖ ὅμως ὅτι γίνεται ὁ γενάρχης ἀπογόνων, ἀπό τούς ὁποίους πρόκειται νά εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς.
Βεβαίως καί ὁ ᾽Ισαάκ καί ὁ Ἰακώβ παριστάνονται νά πιστεύουν στόν Θεό καί νά λαμβάνουν τίς ἴδιες παραγγελίες ἐλπίζοντες τήν ἐκπλήρωση αὐτῶν μελλοντικά. Στίς διηγήσεις μας ὅμως δέν τονίζεται τόσο πολύ ἡ πίστη τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ ὅσο τονίζεται ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ. Ὀρθῶς ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ Ἰσαάκ παρουσιάζεται μᾶλλον ὡς τύπος τῆς ὑπομονῆς, γιατί ἀναμένει πραγματικά μέ ὑπομονή τήν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων, ὁ δέ Ἰακώβ ὡς τύπος μᾶλλον τῆς ἐλπίδας. Αὐτή ἡ ἐλπίδα φαίνεται μέν νά χάνεται κάπως ἀπό τόν Ἰακώβ μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς Παλαιστίνης καί τήν κάθοδό του, αὐτοῦ καί τῶν υἱῶν του στήν Αἴγυπτο, ἔχει ὅμως βάση, λόγω τῶν πολυαρίθμων ἀπογόνων του καί τῆς μονίμου κάποτε ἐγκαταστάσεως κάποιων φυλῶν του στήν Παλαιστίνη. Καί οἱ τρεῖς ὅμως Πατριάρχες εἶχαν τήν ἀρετή τῆς ἐλπίδος καί μέ τήν ἀρετή αὐτή ἀπέθαναν. Λέγει σχετικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του (11,13): «Κατά πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες μή κομισάμενοι τάς ἐπαγγελίας ἀλλά πόρρωθεν αὐτάς ἰδόντες καί ἀσπασάμενοι καί ὁμολογήσαντες ὅτι ξένοι καί παρεπίδημοί εἰσιν ἐπί τῆς γῆς».
Ὡς ἠθική προσωπικότητα ὁ Ἀβραάμ εἶναι ἀνώτερος καί τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ. Εὐσεβής πρός τόν Θεό ἄνθρωπος ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές Του καί φυλάττει ὅλα τά προστάγματά Του (Γεν. 26,5). Εἶναι φιλόξενος καί εἰρηνικός πρός τούς ἀνθρώπους καί ἐπιζητεῖ μέ τήν εἰρηνική ὁδό νά ἐξομαλύνει τίς διαφορές μέ αὐτούς. Στήν συναναστροφή μαζί τους αὐτός πράττει πάντα τό ἀγαθό, γιατί ὁ Θεός του εἶναι ὁ φύλακας τῶν ἠθικῶν νόμων, εἶναι ὁ Θεός πού τιμωρεῖ τό κακό καί τά ἐν ἀγνοίᾳ ἀκόμη ἁμαρτήματα (Γεν. 26,10), ἄν καί ὁ Ἀβραάμ δέν εἶχε γνωρίσει γραπτῶς τέτοια ὡραία διδασκαλία περί Θεοῦ. Σάν τόσο δίκαιος καί εὐσεβής ὁ Ἀβραάμ παριστάνεται νά ἔχει δύναμη παρά τῷ Θεῷ. Ὁ Θεός εἰσακούει τήν παράκλησή του καί μέ τήν προσευχή του δύναται νά ἀποτραπεῖ τό κακό (Γεν. 20,7.17). Σ᾽ αὐτόν ὁ Θεός ἀνακοινώνει τίς σκέψεις του (Γεν. 18,17) καί μαζί του συζητεῖ τό πρόβλημα τῆς καταστροφῆς τῶν δικαίων μέ τούς ἀδίκους (Γεν. 18,23 ἑξ.). Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος πού λαμβάνει τόν τίτλο τοῦ «προφήτου» (Γεν. 20,7). Δέν παραλείπουν ὅμως οἱ πηγές μας νά παρουσιάσουν καί σκιερόν κάπως σημεῖον τοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἀβραάμ, τό τέχνασμα τό ὁποῖον αὐτός χρησιμοποίησε εὑρισκόμενος στήν Αἴγυπτο, ὅταν παρουσίασε ψευδῶς τήν σύζυγό του Σάρρα ὡς ἀδελφή του (Γεν. 12,11 ἑξ.). Στόν Ἰακώβ ὅμως οἱ διηγήσεις μας ἀποδίδουν περισσότερες ἠθικές ἀτέλειες, γιατί τόν παρουσιάζουν νά ἀπατᾶ τόν πατέρα του καί τόν ἀδελφό του καί τόν πεθερό. Ὁ Ἰακώβ γενικά εἶναι ὁ τύπος τοῦ πανούργου ἀνθρώπου.
Ἡ θρησκευτική σημασία τῆς ἐμφανίσεως τῶν Πατριαρχῶν καί μάλιστα τοῦ Ἀβραάμ ἔγκειται στό ὅτι στό μέσον ἑνός πολυθεϊστικοῦ καί εἰδωλολατρικοῦ κόσμου ὁ Ἀβραάμ καί οἱ ἄλλοι Πατριάρχες ἔχουν τήν πίστη σέ ἕνα Θεό, στόν Ὁποῖο ἀπέδιδαν ὄχι μόνον ἠθικές ἰδιότητες, ἀλλά Τόν παρουσιάζουν καί ὡς κατευθύνοντα τήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καί ὡς προνοοῦντα περί αὐτῶν, προλειαίνοντας ἔτσι τόν δρόμο γιά τήν μετέπειτα διδασκαλία στήν ἐποχή τοῦ Μωυσέως. Ἀκόμη ὁ Ἀβραάμ μέ τήν πίστη του καί τήν ὑπακοή του στόν Θεό διέγραψε τήν οὐσία τῆς πορείας μας πρός τόν Θεό. Ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα θά τά ἐκτιμήσουμε ἀκόμη περισσότερο, ἐάν σκεφθοῦμε ὅτι δέν εἶχε δοθεῖ ἀκόμη ὁ Νόμος. Ἀλλά ὅπως ὡραῖα παρατηρεῖ ὁ Φίλων, «νόμος αὐτός (ὁ Ἀβραάμ) ὤν καί θεσμός ἄγραφος». [36]
Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καθηγητής μας Βέλλας, ὅτι καί ἡ μωσαϊκή ἐποχή καί ἡ μετ᾽ αὐτήν ἀμέσως ἐποχή, ἀλλά καί ἡ προφητική περίοδος δέν ἀνέδειξε ἀρκούντως τίς μορφές τῶν Πατριαρχῶν. Αὐτό ἀπό τόν ἴδιο τόν Καθηγητή ἑρμηνεύεται ἀπό τό ὅτι ἡ μεγάλη μορφή τοῦ Μωυσέως ἐπεσκίασε τούς Πατριάρχες, τά δέ γεγονότα τῆς Ἐξόδου ἀπό τήν Αἴγυπτο καί μετά ἀπό αὐτήν ἔφεραν σέ δευτέρα θέση τήν πατριαρχική ἐποχή. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Ἀβραάμ λαμβάνει τόν τίτλο τοῦ «πατέρα πολλῶν ἐθνῶν» (Γεν. 14,4-5) καί μάλιστα «τοῦ πατέρα» τῶν Ἰσραηλιτῶν (Ἐξ. 3,15. Ἰησ. Ν. 24,3. Ἠσ. 51,2 κ.λπ. Πρβλ. καί Λουκ. 1,7. 3,8. Ἰω. 8,33.37 κ.λπ.). Γι᾽ αὐτό καί τονίζεται ἰσχυρότατα ἡ καταγωγή ἀπό τόν Ἀβραάμ (Ἐξ. 32,13. 33,11. Δευτ. 1,8 κ.λπ. Πρβλ. καί Ματθ. 3,9. Λουκ. 3,8. Ἰω. 8,33). Ἀκόμη περισσότερο ὁ Ἀβραάμ λαμβάνει τόν τιμητικό τίτλο τοῦ «δούλου» τοῦ Θεοῦ (Ἐξ. 32,13. Δευτ. 9,27. Ψαλμ. 104,6.42) καί χαρακτηρίζεται ὡς ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Θεός! (Ἠσ. 41,8. Α´ Παραλ. 20,7).
Στήν μετέπειτα ἰουδαϊκή παράδοση καί φιλολογία ὁ Ἀβραάμ καταλαμβάνει ἐξέχουσα θέση. Ἐν πρώτοις τονίζεται ὁ μονοθεϊσμός πού ἔφερε ὁ Ἀβραάμ [37] καί ἐξαίρεται ἡ δοκιμασθεῖσα πίστη του, [38] ἐνῶ, ἀφ᾽ ἑτέρου, τονίζεται ἡ ἠθική του τελειότητα, χαρακτηριζομένου ὡς δικαίου ἀνθρώπου. [39] Ἀκόμη μάλιστα ἡ ἰουδαϊκή παράδοση, θέλοντας νά ἐξάρει τήν προσωπικότητα τοῦ Ἀβραάμ, προσδίδει σ᾽ αὐτόν καί διάφορα θαύματα γενόμενα ἀπ᾽ αὐτόν [40] καί τόν παρουσιάζει ἀκόμη ὅτι ἐδίδαξε τούς Αἰγυπτίους καί τούς Φοίνικες ἀριθμητική καί ἀστρονομία ἀπό τούς Χαλδαίους. [41] Ὁ τάφος τοῦ Ἀβραάμ στήν Χεβρών ἀποτελοῦσε ἱερό προσκύνημα τῶν Ἰουδαίων. [42] Ἡ ἀνάδειξη αὐτή τοῦ Ἀβραάμ στήν μεταγενέστερη αὐτή ἐποχή βαίνει παράλληλα πρός τόν τονισμό τῆς καταγωγῆς τῶν Ἰουδαίων ἀπό τόν Ἀβραάμ, γιά νά καταστεῖ ἔτσι ἐμφανής ἡ ἰδιαίτερη σχέση τους πρός τόν Θεό καί γιά νά τονιστοῦν λοιπόν τά ἰδιαίτερα δικαιώματά τους στήν ἱστορία, πού ἀπορρέουν ἀπό τήν δοθεῖσα στόν Ἀβραάμ εὐλογία καί ἀπό τήν διαθήκη τοῦ Θεοῦ μαζί του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀβραάμ ἀποβαίνει ὁ θρησκευτικός καί ἠθικός γενάρχης τοῦ Ἰούδα, «ὁ ἀρχηγός νέας ἀνθρώπων σπορᾶς». [43] Παράλληλα ὅμως ἐξαίρονται καί οἱ μορφές τῶν δύο ἄλλων Πατριαρχῶν καί ἔτσι ἡ τριάδα Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, πού ἐμφανίζεται ἐνωρίς (Ἐξ. 2,24. 3,6. Δευτ. 1,8. 6,10. 9,27), γίνεται συχνότερη στήν μετέπειτα ἐποχή (Ἰδθ 8,26. Β´ Μακ. 1,2. Βλ. καί Ματθ. 8,11. Μάρκ. 12,26).
Καί στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἀβραάμ ἀπολαμβάνει μεγάλη τιμή καί ἡ σημασία του ἀναγνωρίζεται σέ ὅλο τό σχέδιο τῆς θείας Προνοίας. Παράλληλα μέ τόν Μωυσῆ ὁ Ἀβραάμ εἶναι ὁ συχνότερα μνημονευόμενος στήν Καινή Διαθήκη. Γι᾽ αὐτόν ὁ Κύριος εἶπε «Ἀβραάμ, ὁ πατήρ ὑμῶν, ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν, καί εἶδε καί ἐχάρη» (Ἰωάν. 8,56). Στήν δέ γνωστή παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, ὁ Ἀβραάμ παριστάνεται νά εὑρίσκεται στήν μακαριότητα (Λουκ. 16,19 ἑξ.). Δέν παραλείπει δέ ἡ Καινή Διαθήκη νά ἐξάρει τήν πίστη καί τήν ὑπακοή τοῦ Ἀβραάμ στόν Θεό καί νά τόν ἀναδείξει ὡς τύπο τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου (Ἰω. 8,39 ἑξ. Ἰακ. 2,21.24. Ρωμ. 4,1 ἑξ. Ἑβρ. 11,8 ἑξ.). Στήν ἀπό τόν Ἀβραάμ ὅμως καταγωγή, πού τόσο πολύ τόνιζαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἡ Καινή Διαθήκη ἔδωσε τελείως πνευματικό περιεχόμενο, καθ᾽ ὅσον ὄχι ἡ σαρκική καταγωγή, ἀλλά ἡ πνευματική καταγωγή ἀναδεικνύει τά ἀληθινά τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, τά ὁποῖα δύναται νά ὑπάρχουν καί μεταξύ τῶν Ἰουδαίων καί μεταξύ τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου. [44]

 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[25] Πρβλ. W. Albright, Von der Steinzeit zum Christentum. 1949, σ. 200. Th. Robinson, A History of Israel vol. I 1938, σ. 72. Βλ. καί τό ἑπόμενο κεφάλαιο τῆς παρούσης σειρᾶς περί τοῦ Μωυσέως.
[26] Βλ. καί τό ἑπόμενο κεφάλαιο τῆς παρούσης σειρᾶς περί τοῦ Μωυσέως.
[27] Τήν γνώμη αὐτή διατύπωσαν οἱ WincKler, Ed Mecyer, Jeremias κ.ἄ.
[28] Πρβλ. R. Kittel, Geschichte des Volkes Israel6 1923. E. Sellin, Geschichte des Israelitisch–Jüdischen Volkes 1924. W. Albright, Von der Steinzeit zum Christentum 1949. Alb. Alt, Der Gott der Väter 1929 κ.λπ.
[29] Βλ. Β. Βέλλα, Θρησκ. Προσωπ., σελ. 40.
[30] Πρβλ. E. Dhorme, La religion des Hébreux nomades. 1937.
[31] Βλ. Alb. Alt, Der Gott der Väter 1929.
[32] Πρβλ. καί A. Lods, The Religion of Israel, ἐν Record and Revelation, 1938, σελ. 201.
[33] Βλ. O. Procksch, Theologie des A.T., 1950, σελ. 56.
[34] Πρβλ. O. Oesterley – Th. Robinson, Hebrew Religion, 1949.
[35] Βλ. τούς χαρακτηρισμούς τοῦ Θεοῦ, πού εἴπαμε στήν παρούσα μελέτη, «Θεός φοβερός», «ὁ φοβος τοῦ Ἰσαάκ».
[36] Φίλ. Περί Ἀβραάμ § 276.
[37] Ἰωβηλ. 11,16 ἑξ. 12,1-21. Ἰωσ. Ἀρχ. Ι, 155 «Διά τοῦτο καί φρονεῖν μεῖζον ἐπ᾽ ἀρετῇ τῶν ἄλλων ἠργμένος καί τήν περί Θεοῦ δόξαν, ἥν ἅπασι συνέβαινε εἶναι, καινίσαι καί μεταβαλεῖν ἔγνω. Πρῶτον οὖν τολμᾷ Θεόν ἀποφήνασθαι δημιουργόν τῶν ὅλων ἕνα...». Πρβλ. καί Φίλ. Περί Ἀβρ. § 70 «ταύτῃ τοι τῇ δόξῃ συντραφείς καί χαλδαΐσας μακρόν τινα χρόνον, ὥσπερ ἐκ βαθέος ὕπνου διοίξας τό τῆς ψυχῆς ὄμμα καί καθαράν αὐγήν ἀντί σκότους βαθέος βλέπειν ἀρξάμενος ἠκολούθησε τῷ φέγγει καί κατεῖδεν, ὅ μή πρότερον ἐθεάσατο».
[38] Σ. Σειρ. 44,20 «καί ἐν πειρασμῷ εὑρέθη πιστός» Α´ Μακ. 2,52 «Ἀβραάμ οὐχί ἐν πειρασμῷ εὑρέθη πιστός καί ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην;». Κατά τήν βραδυτέρα ἰουδαϊκή παράδοση δεκάκις ἐδοκιμάσθη ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ. Ἰωβηλ. 19,8.
[39] Πρβλ. Σ. Σειρ. 44,20 «ὅς συνετήρησε νόμον Ὑψίστου καί ἐγένετο ἐν διαθήκῃ μετ᾽ αὐτοῦ καί ἐν σαρκί αὐτοῦ ἔστησε διαθήκην». Βλ. καί Σ. Σολ. 10,5-6 καί Ἰωσ. Ἀρχ. Ι, 256 «Τελευτᾷ δέ Ἅβραμος μετ᾽ ὀλίγον ἀνήρ πᾶσαν ἀρετήν ἄκρος καί τῆς περί αὐτόν σπουδῆς ἀξίως ὑπό τοῦ Θεοῦ τετιμημένος».
[40] Ἰωβηλ. 11,16 ἑξ.
[41] Πρβλ. Ἰωσ. Ἀρχ. Ι, 167-168 «...τήν τε ἀριθμητικήν αὐτοῖς χαρίζεται καί τά περί τήν ἀστρονομίαν παραδίδωσι. Πρό γάρ τῆς Ἁβράμου παρουσίας Αἰγύπτιοι ταύτην εἶχον ἀμαθῶς· ἐκ Χαλδαίων γάρ τοῦτο ἐφοίτησεν εἰς Αἴγυπτον, ὅθεν ἦλθε καί εἰς Ἕλληνας». Βλ. καί Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπαρ. ΙΧ 17-18.
[42] Ἰωσ. Ἰουδ. Πόλ. IV 532 «ὧν τά μνημεῖα μέχρι νῦν ἐν τῇδε τῇ πολίχνῃ (τῇ Χεβρών) δείκνυται πάνυ καλῆς μαρμάρου».
[43] Φιλ. Περί Ἀβρ. § 46.
[44] Ρωμ. 4,1 ἑξ. 9,7 ἑξ. Γαλ. 3,7.9.29. 4,22 ἑξ. κ.λπ. Πρβλ. καί J. Jeremias, Ἀβραάμ εἰς TWNT. τόμ. Α´ 1933 σ. 9 ἑξ. καί J. Danielou, Abraham dans la tradition Chrétienne στό ἔργο Abraham, père des croyants 1952.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.