Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ (2)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου



 
2. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ*

Ἐρχόμεθα τώρα σέ σημαντικό μέρος τῆς μελέτης μας, στήν διδασκαλία τῶν προφητῶν, ἡ ὁποία στρέφεται γενικῶς γύρω ἀπό τρία θέματα: Τόν Θεό, τήν ἱστορία (στήν ὁποία ἐμπλέκεται καί ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀνθρώπου, γιατί αὐτός εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ἱστορίας) καί τόν Μεσσία.


α) Περί τοῦ Θεοῦ [4]

1). Εἶναι «ἅγιος». Γιά τόν Θεό οἱ προφῆτες διδάσκουν ὅτι εἶναι «ἅγιος». Ἡ λέξη ὅμως αὐτή «ἅγιος» (ἑβραϊκά «καδώς») δέν σημαίνει μόνον τόν ἀναμάρτητο, ὅπως ἑρμηνεύεται σήμερα, ἀλλά κυρίως ὁ Θεός λέγεται «ἅγιος», γιατί εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς φύσεως, γιατί εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τοῦ σύμπαντος, ὁ παντοκράτορας. Ἐκτείνεται ὅμως ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «ἅγιος» γιά τόν Θεό καί στήν ἠθική σφαίρα· ὁ Θεός καλεῖται «ἅγιος» καί ὡς ἀπόλυτη ἠθική ὀντότητα, ὡς τό τέλειο καί ἀσύγκριτο ἠθικό ὄν, πού ἔθεσε καί ἐποπτεύει τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Θεός λέγεται «καδώς», δηλαδή «ἅγιος» μέ τήν ἔννοια τοῦ κυρίαρχου τοῦ σύμπαντος, τοῦ παντοδύναμου, ἀλλά καί τοῦ ἀπόλυτου ἠθικοῦ ὄντος. Τήν διδασκαλία αὐτή περί τοῦ ἁγίου Θεοῦ ἀνέπτυξε ἰδιαίτερα ὁ προφήτης Ἠσαΐας, φαίνεται ὅμως καί στούς ἄλλους προφῆτες.
Στόν ἅγιο αὐτό Θεό ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει ἀπόλυτη πεποίθηση, πίστη καί νά αἰσθάνεται δέος, ἀρετές πού γεννῶνται ἀπό τήν συναίσθηση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καί ἠθικῆς ἀτέλειας (Ἠσ. κεφ. 6. 7,9. 28,16. 30,15)· καί ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει ἀπόλυτη ὑπακοή στόν ἅγιο Θεό, νά εἶναι πρόθυμος νά Τόν ὑπηρετήσει (Ἠσ. 6,8. Μιχ. 6,8).
Κατά τήν ἀνωτέρω ἔννοια περί τοῦ ἁγίου Θεοῦ ἁμαρτία κατά τούς προφῆτες εἶναι ἡ μή ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ. Ἁμαρτία εἶναι ἡ ὕβρις, ἡ ὁποία βλασφημεῖ τήν θεία ἁγιότητα μέ τίς δύο ἔννοιές της, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀπόλυτης παντοκρατορίας καί τήν ἔννοια τῆς ἀπολύτου ἠθικῆς καθαρότητος. Ἁμαρτία εἶναι ἡ μή ἀναγνώριση τῆς ἀπόλυτης κυριαρχίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ παραδοχή καί ἄλλων θεῶν ἤ δυνάμεων καί ἡ καταπάτηση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Ἔτσι λοιπόν οἱ προφῆτες ἐλέγχουν τόν Ἰσραήλ γιατί μαζί μέ τόν Γιαχβέ, τόν ἀληθινό Θεό, λατρεύει καί ἄλλους θεούς, τούς ὁποίους παρέλαβε ἀπό τούς γείτονές του εἰδωλολάτρες λαούς· ἐλέγχουν τούς ἄρχοντες γιά τήν λεγομένη «πολιτική τῶν συμμαχιῶν», μέ τήν ὁποία ζητοῦν νά εὕρουν σέ ξένα εἰδωλολατρικά ἔθνη βοήθεια, μέ τήν ὑποχρέωση μάλιστα νά παραλάβουν τήν λατρεία τῶν ἐθνῶν αὐτῶν. Καί τέλος οἱ προφῆτες ἐλέγχουν τόν Ἰσραήλ γιά τήν ἠθική του διαφθορά. Ὅλος αὐτός ὁ ἀγώνας τῶν προφητῶν ἑρμηνεύεται καί κατανοεῖται καλῶς ἀπό τήν περί «ἁγίου», περί τοῦ «καδώς», παράσταση τοῦ Θεοῦ, πού εἶχαν σχηματίσει.

2). Εἶναι παγκόσμιος. ᾿Επειδή ὁ Θεός εἶναι «ἅγιος», δηλαδή παντοκράτορας, ἀπόλυτος κύριος, γι᾿ αὐτό εἶναι καί παγκόσμιος. Γιατί, ἀσφαλῶς, δέν μπορεῖ νά λέγομε τόν Θεό ἀπόλυτο κύριο, ἄν παραδεχόμαστε κάπου ἀλλοῦ, σέ ἄλλα μέρη, καί ἄλλους θεούς. Ἤδη ὁ ἀρχαιότερος ἀπό τούς προφῆτες, τοῦ ὁποίου κατέχουμε γραπτά κείμενα, ὁ Ἀμώς, ἐκήρυξε τόν Θεόν ὡς παγκόσμιο. Γι᾿ αὐτό καί ἀπειλεῖ μέ καταστροφή ὄχι μόνον τόν Ἰσραήλ, ἀλλά καί ἄλλα ἔθνη, γιατί αὐτά παρέβησαν τόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, τόν φυτεμένο στίς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς (βλ. Ἀμ. κεφ. 1).
Ἀπόρροια τῆς ἐννοίας τῆς παγκοσμιότητος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὅλα τά ἔθνη εἶναι ἴσα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Αὐτό βέβαια δέν ἀκουόταν εὐχάριστα στό Ἰσραήλ, πού θεωροῦσε τόν ἑαυτό του προνομιοῦχο λαό, ὡς λαό δηλαδή κεκτημένον ἰδιαίτερα δικαιώματα στήν ἱστορία, καί τόν Θεό Γιαχβέ τόν θεωροῦσε ὡς ἰδικό του μόνον Θεό. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ αἰτία πού οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπέκρουαν τό περί καταστροφῆς τοῦ ἔθνους τους κήρυγμα τῶν προφητῶν. Ἡ καταστροφή τοῦ Ἰσραήλ γι᾿ αὐτούς ἐσήμαινε καί τήν ἐξαφάνιση τοῦ Γιαχβέ, γιατί δέν δύναται νά νοηθεῖ ὡς ὑπάρχων, ἀφοῦ κατεστράφη τό μοναδικό Του ἔθνος, τό Ἰσραήλ. Ἡ ἔννοια ὅμως τῆς παγκοσμιότητος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἰσότητος ὅλων τῶν ἐθνῶν ἀπέναντί του, τήν ὁποία ἀνέπτυξαν οἱ προφῆτες, ἔσωσε τήν ἰσραηλιτική θρησκεία. Γιατί δέν ἐπιτρέπεται νά λέγομε ὅτι ἡ καταστροφή τοῦ Ἰσραήλ συμπαρασύρει σέ ἐξαφάνιση καί τόν Θεό, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι Θεός ὅλων τῶν ἐθνῶν καί ὄχι τοῦ Ἰσραήλ μόνον.
Ὅλα τά ἔθνη, λοιπόν, εἶναι ἴσα ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀμώς μάλιστα φθάνει στό σημεῖο νά παραλληλίσει τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο, γιά τήν ὁποία τόσο ἐκαυχῶντο οἱ Ἰσραηλῖτες, μέ τήν ἔξοδο τῶν Φιλισταίων ἀπό τήν Κιαφθώρ καί τῶν Ἀραμαίων ἀπό τήν Κήρ!

«Δέν μοῦ εἶστε ὅπως οἱ Αἰθίοπες
σεῖς, τέκνα τοῦ Ἰσραήλ;
Δέν ἔβγαλα τόν Ἰσραήλ ἀπό τήν Αἴγυπτο
καί τούς Φιλισταίους ἀπό τήν Κιαφθώρ
καί τούς Ἀραμαίους ἀπό τήν Κήρ;» (9,7).

Ἔτσι βλέπουμε τόν Θεό νά ἀποστέλλει τόν προφήτη Ἰωνᾶ καί πέραν, μακράν τοῦ Ἰσραήλ, στήν χώρα τῶν Ἀσσυρίων γιά νά κηρύξει καί ἐκεῖ, γιατί, σάν Θεός ὅλων τῶν ἐθνῶν, ἐνδιαφέρεται καί γιά τούς εἰδωλολάτρες Ἀσσυρίους καί ὄχι γιά τόν Ἰσραήλ μόνον. Καί μάλιστα ὁ Ἰωνᾶς, δέσμιος καί αὐτός τῆς ἀντιλήψεως τῶν Ἰσραηλιτῶν τῆς ἐποχῆς του, ὅτι δηλαδή ὁ Γιαχβέ εἶναι Θεός τοῦ Ἰσραήλ μόνον, δέν ἤθελε νά πορευθεῖ στήν πρωτεύουσα τῶν Ἀσσυρίων Νινευΐ, γι᾿ αὐτό καί φάνηκε ἀπρόθυμος καί ἀρνήθηκε στήν ἀρχή νά ὑπακούσει στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὁ Θεός τόν ἐδίδαξε διά θαύματος ὅτι Αὐτός εἶναι πραγματικά παγκόσμιος καί ὅτι κινεῖ – σάν «καδώς» πού εἶναι – τίς δυνάμεις τῆς φύσεως γιά νά πραγματοποιηθεῖ τό θέλημά Του, ἡ σωτηρία δηλαδή καί ἄλλων ἐθνῶν.
Ἀκόμη ὁ προφήτης Ἠσαΐας χαρίζει στήν ἀνθρωπότητα ὡς παγκόσμια καί τήν μορφή τοῦ Μεσσίου. Γιατί παρουσιάζει ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀκόμη μέχρι τῶν μακρυνῶν νήσων, νά προσμένουν τήν ἔλευση τοῦ Μεσσίου (Ἠσ. 42,4). Καί αὐτός πάλι ὁ Μεσσίας ἀπευθύνει σέ ὅλον τόν κόσμο τήν θεία του διδασκαλία καί λέγει:

«Ἀκούσατέ μου νῆσοι
καί ἀκροασθεῖτε λαοί μακρυνοί»
(Ἠσ. 49,1).


3). Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν παράσταση τοῦ Θεοῦ ὡς «καδώς», ὡς «ἁγίου» δηλαδή, μία ἔκφραση πού, ὅπως εἴπαμε, δηλώνει τήν μεγαλειότητα καί τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ἀπορρέει ἡ ἀλήθεια ὅτι καί ἡ λατρεία του πρέπει νά εἶναι καθαρή, ὑψηλή καί ἁγία, ἀξία τοῦ ἁγίου Θεοῦ, στόν Ὁποῖο καί προσφέρεται.
Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης φωνάζουν καί διαμαρτύρονται γιά τήν λατρεία, ἔτσι ὅπως τήν τελοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι· γιατί ἦταν λατρεία τῶν τύπων μόνον καί δέν ἄγγιζε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Πολύ εὔστοχα ὁ προφήτης Ἠσαΐας χαρακτηρίζει τήν λατρεία αὐτή ὡς λατρεία τοῦ στόματος μόνον καί τῶν χειλέων μόνον καί παρουσιάζει αὐτόν τόν Θεό νά λέγει:

«Ὁ λαός αὐτός μέ τό στόμα του μέ πλησιάζει
καί μέ τά χείλη του μέ τιμᾶ,
ἐνῶ ἡ καρδιά του εἶναι μακρυά ἀπό Ἐμένα»
(Ἠσ. 29,13).

Ἀλλά ἤδη ὁ ἀρχαιότερος ἀπό τούς προφῆτες, ἀπό τόν ὁποῖο κατέχουμε γραπτά κείμενα, ὁ προφήτης Ἀμώς, ἀπορρίπτει τήν λατρεία, ἔτσι ὅπως ἐτελεῖτο ἀπό τούς συγχρόνους του, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐδέσμευαν τόν Θεό ὡς ὄντα ὑποχρεωμένον νά τούς ἐκπληρώσει τά θελήματά τους, ἐνῶ συγχρόνως αὐτοί στήν ζωή τους καταπατοῦσαν τό δίκαιο. Παραθέτω μία περικοπή τοῦ προφήτου, ὅπου παριστάνει αὐτόν τόν Θεό νά λέγει:

«Μισῶ, ἀπορρίπτω τίς ἑορτές σας
καί δέν δύναμαι νά δεχθῶ τίς πανηγύρεις σας.
Ναί! Ὅταν μοῦ προσφέρουν ὁλοκαυτώματα,
δέν ἀλλάσσω διάθεση·
καί δέν δέχομαι τίς προσφορές σας.
Ἀπομακρύνατε ἀπό ἐμένα
τόν θόρυβο τῶν ὕμνων σας,
τούς δέ τόνους τῆς λύρας σας
δέν θέλω νά ἀκούσω.
Ἀλλά ἄς ἀναβλύζει σάν τό νερό τό δίκαιο
καί ἡ δικαιοσύνη σάν ἀστείρευτος ποταμός»
(5,21-25).

Οἱ προφῆτες δέν ἐδίσταζαν νά ἀποκαλοῦν ὡς ἀνωφελῆ, ἀκόμη δέ καί ὡς ἁμαρτωλή τήν ἰουδαϊκή λατρεία, γιατί δέν προήγαγε πνευματικῶς τόν λαό, ἀλλά ἀντιθέτως τόν ἐζημίωνε, ἀφοῦ τοῦ κατέπνιγε τήν ἀληθινή θρησκευτικότητα σέ πλῆθος τελετουργικῶν διατάξεων, γιά τίς ὁποῖες ἐπίστευαν ὅτι μέ τήν πιστή τους μόνον ἐκτέλεση θά εὕρουν τόν Θεό καί θά συνδιαλλαγοῦν μαζί του. Πράγματι ἡ ἰουδαϊκή λατρεία, ἔτσι ὅπως ἐτελεῖτο, καλλιεργοῦσε στόν λαό μία ψευδῆ καί ἀπατηλή θρησκευτικότητα καί γι᾿ αὐτό τήν ἀπέρριπταν οἱ προφῆτες. Ὁ προφήτης μάλιστα Μαλαχίας φθάνει στό σημεῖο νά πεῖ, «νά κλεισθοῦν οἱ θύρες τοῦ ναοῦ καί νά μήν προσφέρεται θυσία στό θυσιαστήριο» (1,10), ἀκριβῶς γιά τόν τρόπο καί τήν ἁμαρτωλή καρδιά μέ τήν ὁποία τήν προσέφεραν.

β) Περί τῆς ἱστορίας [5]

Ἰδιαιτέρως ὡραία εἶναι ἡ διδασκαλία – ἡ θεολογία καλύτερα – τῶν προφητῶν σχετικῶς μέ τήν ἱστορία, στήν ὁποία φαίνεται ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό τήν ἀρχή λέγω ὅτι οἱ προφῆτες συνέδεσαν τόν Θεό στενῶς μέ τήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καί διδάσκουν ὅτι ἡ ἱστορία δέν εἶναι τυχαία πλοκή γεγονότων, ἀλλά διευθύνεται ἀπό τόν Θεό καί κατευθύνεται ἀπό αὐτόν σέ ἕνα τελικό σκοπό. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως γιά τήν κατάληψη τῆς διδασκαλίας τῶν προφητῶν περί τῆς ἱστορίας νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν τά ἑξῆς, τά ὁποῖα καί χρειάζονται εἰδική προσοχή γιά τήν κατανόησή τους:
Στό Ἰσραήλ, ὅπου ἔδρασαν οἱ προφῆτες, ἔχουμε δύο ἔννοιες συνδέσεως τῆς ἱστορίας μέ τόν Θεό, μία παλαιοτέρα καί μία στά μετέπειτα χρόνια, στήν ἐποχή τῶν προφητῶν τοῦ Η΄ αἰῶνος. Κατά τήν παλαιοτέρα ἔννοια, ὁ Θεός συνδέεται μέ τήν ἱστορία, γιατί Αὐτός εἶναι πού ἔθεσε τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο καί πρέπει, λοιπόν, σάν ἠθικός καί δίκαιος Θεός νά ἐπεμβαίνει στόν κόσμο γιά νά φυλάγει τήν τάξη αὐτή. Πραγματικά, ἡ ἔννοια τοῦ δημιουργοῦ καί τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, τοῦ «καδώς», πού εἴδαμε στήν προηγουμένη ἑνότητα, ἀποσποῦσε τόν Θεό ἀπό τόν κόσμο· ἡ ἔννοια ὅμως τοῦ Θεοῦ ὡς ἠθικοῦ καί δικαίου, ὡς Αὐτοῦ πού ἔθεσε τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο, ἔφερε τόν Θεό σέ στενή σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ὡς ἐπαγρυπνοῦντα γιά τήν τήρηση τῆς ἠθικῆς τάξεως πού ἔθεσε.
Ἀλλά σέ θρησκεῖες πού εἶχαν ἀνεπτυγμένη διδασκαλία περί τῆς μεταθανατίου ζωῆς καί περί τῆς λεγομένης «ἐξατομικεύσεως τῆς θρησκείας» (ὅτι, δηλαδή, ὁ Θεός ἔρχεται σέ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐπικοινωνία μέ κάθε ἄτομο χωριστά, καί κάθε ἄτομο εἶναι αὐτό μόνο του ὑπεύθυνο ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ) δέν ἦταν ἀναγκαῖο νά συνδεθεῖ ὁ Θεός μέ τήν ἱστορία, γιατί ἡ ἀμοιβή ἤ ἡ τιμωρία ὑπό τοῦ Θεοῦ στόν τηρητή ἤ παραβάτη τῶν θείων ἐντολῶν μπορεῖ νά γίνει κατά τρόπο πού ἀφορᾶ μόνον τό ἄτομο («ἐξατομίκευση τῆς θρησκείας») ἤ νά ἀναβληθεῖ στήν πέραν τοῦ τάφου ζωή χωρίς νά θίξει τόν ροῦν τῆς ἱστορίας. Ἡ ἰσραηλιτική ὅμως θρησκεία στήν ἀρχαιοτέρα της ἐποχή μᾶς παρουσιάζεται ὡς θρησκεία πού ἀφορᾶ τό σύνολο καί ὄχι τό ἄτομο καί ἀκόμη σέ αὐτή τήν ἐποχή ἡ ἰσραηλιτική θρησκεία δέν ἔχει ἀναπτύξει τήν πίστη στήν μετά θάνατον ζωή (γιά τόν πόλεμο κατά τῆς νεκρομαντείας ἴσως), ἀλλά ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτήρα.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀπό τήν ἀρχή στήν ἰσραηλιτική θρησκεία ὁ Θεός συνδέθηκε πολύ μέ τήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καί ἀφοῦ ἡ θρησκεία αὐτή εἶχε ἀρχικῶς ἐγκόσμιο χαρακτήρα, ὅπως εἴπαμε, ἡ θεία ἐνέργεια ἐκδηλώνεται παρέχοντας ὑλική ἀμοιβή καί εὐτυχία στόν εὐσεβῆ καί στέρηση καί δυστυχία στόν ἀσεβῆ. Κατά τήν ἀρχική αὐτή ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας στό Ἰσραήλ ἡ ἐξωτερική εὐτυχία ἑνός ἀνθρώπου εἶναι δεῖγμα τῆς εὐσεβείας του καί ἡ δυστυχία κάποιου θεωρεῖται δεῖγμα τῆς ἁμαρτωλότητός του.
Ὁ ἀνωτέρω τύπος τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας παρουσιάζει προτερήματα, ἔχει ὅμως καί ἀδύνατα σημεῖα. Πράγματι, κατά τόν τύπο αὐτόν ἡ ἱστορία εἶναι ἕνα πεδίο στό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία μάλιστα δέν παρουσιάζεται ὡς αὐθαίρετη, ἀλλά κινεῖται κατά δίκαιο τρόπο, ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλά ἀκριβῶς αὐτό τό σημεῖο, πού μᾶς παρουσιάζει τήν θεία ἐνέργεια ὄχι ὡς ἐλεύθερη ἀλλά ὡς ρυθμιζόμενη ἀπό τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, καί τό ἄλλο σημεῖο πού μᾶς παρουσιάζει τήν θεία ἐνέργεια ὡς ἀπολύτως καταληπτή ἀπό τόν ἄνθρωπο, γιατί κινεῖται ἀνάλογα μέ τίς πράξεις του, αὐτά τά δύο φαίνονται ὡς ἀδύνατα σημεῖα τοῦ τύπου αὐτοῦ, τῆς κατ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας.
Καί ἡ κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο πάλι σύνδεση Θεοῦ καί ἱστορίας μᾶς παρουσιάζει τήν ἱστορία χωρίς κανένα ἀπώτερο σκοπό· γιατί μᾶς τήν παρουσιάζει σάν μία συνεχῆ ἐναλλαγή τιμωρίας καί ἀμοιβῆς τῶν ἀνθρώπων καί τόν Θεό ὡς δεμένο σ᾿ αὐτήν τήν μηχανική ἀνταπόδοση.
Καί τό ἄλλο ἀκόμη, τό σοβαρώτερο, τό ὁποῖο καί συνέβη καί πού ταλαιπώρησε κατά τήν πρώτη αὐτή καί παλαιά σύνδεση Θεοῦ καί ἱστορίας, κατά τήν ὁποία ἡ θεία ἐνέργεια παρουσιάζεται νά ἀμοίβει τόν εὐσεβῆ μέ εὐτυχία καί νά τιμωρεῖ τόν κακό μέ δυστυχία: Εἶναι τό πρόβλημα τῆς «θεοδικίας». Πῶς, δηλαδή, ἑρμηνεύεται ἡ παρατηρουμένη δυστυχία τῶν εὐσεβῶν καί ἡ εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν, οἱ κίνδυνοι καί ἡ καταστροφή τέλος τοῦ ἰσραηλιτικοῦ κράτους; Τά συμβαίνοντα αὐτά ἐφαίνοντο ὡς ἀντίθετα πρός τήν τεθεῖσα ἀρχή τῆς ἱστορίας: ὅτι ὁ Θεός παρέχει εὐτυχία στόν τηροῦντα τίς ἐντολές Του, τιμωρεῖ δέ τόν παραβαίνοντα αὐτές. Κατά τήν παλαιά ἀντίληψη (τήν ἀπορρέουσα ἀπό τήν πρώτη αὐτή ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας) ὅτι οἱ ἁμαρτίες πατέρων μεταβαίνουν στούς ἀπογόνους (ἀφοῦ ἡ θρησκεία ἀφορᾶ τό σύνολο κατά τήν ἔννοια αὐτή τῆς ἱστορίας) ἐξηγεῖται κάπως τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας· γιατί ἡ δυστυχία ἑνός εὐσεβοῦς μποροῦσε νά ἑρμηνευθεῖ ὅτι προέρχεται ἀπό τίς ἁμαρτίες ἑνός προγόνου του. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἡ παλαιά αὐτή ἀντίληψη τοῦ «καθολικοῦ» τύπου τῆς θρησκείας ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ καί νά ἀκούεται ἡ ἄλλη διδασκαλία τῆς «ἐξατομικεύσεως τῆς θρησκείας», ὅτι, δηλαδή, ὅπως εἴπαμε, κάθε ἄνθρωπος εἶναι αὐτός μόνος ὑπεύθυνος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, τότε τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας συγκλόνιζε, πράγματι, καί ἔθετε σέ κίνδυνο τήν πίστη στόν Θεό. Ἀπό τίς σχετικές μαρτυρίες ἀναφέρω μόνον τί ἔλεγαν οἱ σύγχρονοι τοῦ προφήτου Μαλαχίου: «Μάταιο εἶναι νά ὑπηρετεῖ κάποιος τόν Θεό· τί κερδίσαμε ὅταν τηρήσαμε τίς ἐντολές Του; Τώρα ἐμεῖς μακαρίζουμε τούς ὑπερήφανους· προοδεύουν ὅταν πράττουν τήν ἀνομία καί σώζονται ὅταν πειράζουν τόν Θεό... Ὅποιος πράττει τό κακό εἶναι ἀρεστός στούς ὀφθαλμούς τοῦ Θεοῦ· σέ τέτοιους ἀνθρώπους ἀρέσκεται ὁ Θεός. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ὁ Θεός τῆς δικαιοσύνης;» (Μαλ. 3,14-18. 2,17).
Στήν Παλαιά Διαθήκη γίνονται πολλές προσπάθειες γιά τήν λύση τοῦ προβλήματος τῆς θεοδικίας. Κινοῦνται ὅμως οἱ προσπάθειες αὐτές στό πλαίσιο τῆς πρώτης ἐννοίας συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας, κατά τήν ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἡ θρησκεία παρουσιάζεται μέ ἐγκόσμιο χαρακτήρα καί οἱ πράξεις τοῦ Θεοῦ θεωροῦνται ὡς ἀπολύτως καταληπτές ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὡς καλυτέρα φαίνεται ἡ λύση πού δίδει ὁ προφήτης Ἰερεμίας: Ὅτι καί στά γεγονότα τῆς ἀτομικῆς μας ζωῆς καί γενικῶς τῆς ἱστορίας, στά ὁποῖα δέν φαίνεται νά λάμπει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει καί ἐκεῖ ἀκόμη ἡ ἐνέργεια τοῦ δικαίου Θεοῦ. Ἡ λύση αὐτή τοῦ προφήτου Ἰερεμίου εἶναι δυναμική, γιατί θεωρεῖ ὡς ἀδύνατη τήν κατανόηση τῆς θείας ἐνέργειας στήν ἱστορία, ἀντίθετα, δηλαδή, ἀπό τήν μέχρι τώρα κρατοῦσα ἀντίληψη.
Ἡ ἀντίληψη τοῦ Ἰερεμίου ὅτι ὁ Θεός κατευθύνει τήν ἱστορία μέ πράξεις, τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κατανοεῖ, εἶναι εἰλημμένη ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα καί ἔχει τήν ρίζα της σέ ἄλλη, σέ μιά δεύτερη ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας. Κατά τήν ἔννοια αὐτή τό ἔργο τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία δέν εἶναι καταληπτό, ὅπως κατά τήν πρώτη ἔννοια.
Ἡ πρώτη ἀντίληψη περί ἱστορίας ξεκινοῦσε ἀπό τήν ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ καί δικαίου Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε. Ἡ δεύτερη ὅμως ἀντίληψη βασίζεται στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπης. Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή ἡ ἱστορία ἀρχίζει μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, πού ἔφερε στόν ἄνθρωπο τήν ἀπώλεια τοῦ παραδείσου καί τήν διαστροφή τῆς φύσεώς του πρός τό κακό. Ὁ Θεός ὅμως ἀπό ἀγάπη ἐπεμβαίνει στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους γιά τήν σωτηρία του, ἐκλέγει ἕνα λαό, τόν Ἰσραήλ, καί συνάπτει μαζί του διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ, ἀποκαλύπτοντας σ᾿ αὐτόν τό θέλημά του, γιά νά ἐργασθεῖ δι᾿ αὐτοῦ τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅπως τό καταλαβαίνουμε, σ᾿ αὐτήν τήν δεύτερη ἔννοια τῆς ἱστορίας ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀπόλυτος κύριος καί ρυθμιστής της, χωρίς νά περιορίζεται στά στενά ὅρια τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὅπως στήν πρώτη ἔννοια, καί κατευθύνει τήν ἱστορία σέ ἕνα τελικό σκοπό: τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Καί κατ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια ὅλα τά γεγονότα ἔχουν τό νόημά τους καί συνδέονται μεταξύ τους, συντείνοντα ὅλα στόν τελικό αὐτό σκοπό τῆς ἱστορίας. Ὁπωσδήποτε δέ θά πραγματοποιηθεῖ ὁ σωτηριολογικός σκοπός τῆς ἱστορίας, γιατί κατευθύνεται ἀπό αὐτόν τόν παντοδύναμο Θεό· καί γι᾿ αὐτό θά ἔχει τό τέλος του, τήν πραγματοποίησή του, τήν ἀνάκληση δηλαδή τῶν πρωτοπλάστων ἐκ τῆς πτώσεως, τήν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στήν κατάσταση τοῦ παραδείσου. Ἔτσι ἄρχισε στό Ἰσραήλ νά διαμορφώνεται ἡ ἐσχατολογία, ἡ διδασκαλία δηλαδή περί τῶν ἐσχάτων τῆς ἱστορίας ἡμερῶν, κατά τήν ὁποία ἡ ἱστορία θά καταλήξει στήν ἐπικράτηση τῆς θείας βουλῆς.
Κατά τήν πρώτη περί τῆς ἱστορίας ἀντίληψη, ἡ ἱστορία προσλαμβάνει ὁρισμένο τύπο, τήν ἀμοιβή τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καί ρυθμίζεται ἀναλόγως τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, γι᾿ αὐτό καί θεωρεῖται ὡς πλήρως κατανοητή. Κατά τήν δευτέρα ὅμως παραπάνω ἀντίληψη ἡ ἱστορία κατευθύνεται ἀπό τήν βούληση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δρᾶ ἐλευθέρως, γι᾿ αὐτό καί δέν εἶναι κατά πάντα κατανοητή. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἱστορία κατά τήν ἀντίληψη αὐτή δέν γίνεται ἀντικείμενο κριτικῆς, ἀλλά πίστεως, τά δέ γεγονότα τῆς ἱστορίας προσλαμβάνουν διάφορες σημασίες καί θεωροῦνται ὡς μυστηριώδεις πράξεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ἐξυπηρετοῦν τόν γενικό τῆς ἱστορίας σκοπό, τήν σωτηρία δηλαδή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Οἱ προφῆτες ἐκήρυτταν, πράγματι, ὅτι ἡ ἱστορία δέν εἶναι πάντοτε κατανοητή, διότι βαίνει κατά θεῖο σχέδιο: «Θαυμαστή εἶναι ἡ βουλή αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), μεγάλη ἡ σύνεσις αὐτοῦ», ἀναφωνεῖ ὁ Ἠσαΐας θαυμάζονας τήν πλοκή τῶν γεγονότων τῆς ἱστορίας (28,29 κατά τό Ἑβραϊκό). Καί τό ἀκατανόητο τῆς ἱστορίας ἐκφράζων ὁ ἴδιος προφήτης λέγει: «Παράδοξο εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, περίεργη εἶναι ἡ πράξη του» (28,12) καί παρεισάγει τόν Θεό νά λέγει στούς ἀνθρώπους: «Οὐ γάρ εἰσιν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαί ὑμῶν, οὐδ᾿ ὥσπερ αἱ ὁδοί ὑμῶν αἱ ὁδοί μου» (55,8).
Πρός τήν πραγματοποίηση τῆς θείας βουλῆς στήν ἱστορία προσκόπτει ἡ ἑδρεύουσα στόν ἄνθρωπο ἁμαρτία, ἡ ὁποία βεβαίως δέν προέρχεται ἀπό τόν ἅγιο δημιουργό Θεό, ἀλλά ἔχει τήν ἀρχή της στήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ὁποία ἐπέφερε τήν ἐξασθένηση τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς προφῆτες, ὅταν ἡ ἁμαρτία κυριαρχήσει τόν ὅλο ἄνθρωπο τοῦ γίνεται δευτέρα φύση του, ὥστε αὐτή νά μή δύναται πλέον νά μεταβληθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ἡ πάρδαλη, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰερεμίου, δέν δύναται νά ἀλλάξει τό χρῶμα της (Ἰερ. 13,23). Δέν δύναται ὅμως ἡ ἁμαρτία νά ματαιώσει τό καθορισθέν ὑπό τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ σωτηριολογικό σχέδιο, πού ἀποτελεῖ τό τέλος, τόν σκοπό τῆς ἱστορίας. Ἡ νίκη δέ κατά τῆς ἁμαρτίας ἐπέρχεται ὄχι διά τῆς μετανοίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐπιστροφῆς του πρός τόν Θεό – πράγματα πού, λόγω κυριαρχούσης ἁμαρτίας, δέν εἶναι δυνατά στόν ἄνθρωπο – ἀλλά διά θαύματος ἐξ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀποστολῆς τοῦ λυτρωτοῦ Μεσσίου, τόν ἐρχομό τοῦ ὁποίου μέ πάλλουσα καρδία ἀναγγέλλουν οἱ προφῆτες.
Ἡ λύση αὐτή γιά τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ μόνη δυνατή, ὅπως αὐτό φαίνεται σαφῶς ἀπό αὐτήν τήν ἱστορία καί δή τήν ἰσραηλιτική ἱστορία, ἀπό τήν ὁποία βλέπουμε πόσο ἄκαρπο ἀπέβαινε τό κήρυγμα τῶν προφητῶν περί ἐπιστροφῆς ἐκ τῆς ἁμαρτίας καί πόσο δύσκολο εἶναι ὁ ἀπό τήν ἁμαρτία κυριευθείς ἄνθρωπος νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό αὐτήν. Γι᾿ αὐτό καί ἀπό ἐνωρίς σχηματίζεται στό Ἰσραήλ ἡ περί προόδου τῆς ἁμαρτίας ἀντίληψη, κατά τήν ὁποία, ὅταν πλέον ἡ ἁμαρτία κυριεύσει τήν ἄνθρωπο, ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει τήν πώρωση, ὥστε μέ τήν τέλεια αὐτή ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας νά τιμωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία. [6] Τό ἄκαρπο τοῦ κηρύγματός τους οἱ προφῆτες τό ἀποδίδουν σέ πώρωση, σέ βαθύ ὕπνο, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἠσαΐου, ἐπιβληθέντα ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ (29,10). Ἡ διδασκαλία αὐτή περί τῆς προόδου τῆς ἁμαρτίας καί περί τῆς πωρώσεως, ἐφαρμοσθεῖσα ὑπό τῶν προφητῶν στό σωτηριολογικό θέμα, προπαρασκεύασε τόν Ἰσραήλ νά δεχθεῖ τήν διδασκαλία περί τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου· γιατί ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας στόν Ἰσραήλ γινόταν σαφές ὅτι δέν μποροῦσε αὐτός νά σωθεῖ διά τῶν ἰδίων του δυνάμεων. Καί ἄν αὐτό ἦταν ἀδύνατο γιά τόν Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τόν Νόμο, πολύ περισσότερο δέν ἦταν δυνατόν νά λυτρωθοῦν ἀφ᾿ ἑαυτῶν τά ἔθνη. Ἔτσι ἡ περί προόδου τῆς ἁμαρτίας ἀντίληψη ἐξυπηρέτησε τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τῆς λυτρώσεως, ἄνοιξε θύρα εὐσπλαγχνίας στά ἔθνη. Σύμφωνα μέ τά παραπάνω δυνάμεθα νά νοήσουμε κάπως τούς λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «συνέκλεισεν ὁ Θεός τούς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τούς πάντας ἐλεήσῃ» (Ῥωμ. 11,32) καί τό ὅτι ὁ αὐτός Ἀπόστολος καλεῖ μυστήριο τήν σωτηρία τῶν ἐθνῶν διά τῆς πωρώσεως τοῦ Ἰσραήλ, λέγων: «Οὐ γάρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τό μυστήριον τοῦτο...ὅτι πώρωσις ἀπό μέρους τοῦ Ἰσραήλ γέγονεν ἄχρις οὗ τό πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ» (Ρωμ. 11,25).


γ) Περί τοῦ Μεσσίου

Τό πλέον σημαντικό θέμα, πού ἀποτελεῖ τόν σκοπό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό «τέλος» αὐτῆς, εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Μεσσίου. Σ᾿ αὐτό τό γεγονός «τελειώνει», (ἐκπληρώνει τό «τέλος» της) ἡ Παλαιά Διαθήκη, γιατί ὁ σκοπός της ἦταν νά προετοιμάσει τήν ἀνθρωπότητα γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Μεσσίου. Οἱ «ἔσχατοι» χρόνοι γιά τήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ὁ καιρός τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου, γι᾿ αὐτό καί ὁ συνθέτης τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος ἀπευθυνόμενος στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο λέγει: «Ἄχραντε ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα...».
Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁμιλοῦν συχνά στά κείμενά τους γιά τόν Μεσσία καί ἔτσι ἐδημιούργησαν στόν λαό τόν πόθο γιά τόν ἐρχομό του. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας (βλ. Λουκ. 4,16-30). Ἔχουν γραφεῖ ἀρκετά βιβλία σχετικῶς μέ τήν χριστολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφερόμενα ἰδιαιτέρως στά προφητικά βιβλία. [7] Οἱ προφῆτες ἀναφέρονται κυρίως σέ τρία χαρακτηριστικά, σέ τρεῖς εἰκόνες σχετικές μέ τήν μορφή τοῦ Μεσσίου. Κατά τήν πρώτη εἰκόνα παριστάνουν τόν Μεσσία ὡς ἕνα μεγάλο βασιλέα, σάν τόν Δαυΐδ, πού θά φέρει τήν ἀπολύτρωση καί τήν δικαίωση τοῦ Ἰσραήλ. Κατά τήν δεύτερη εἰκόνα ὁ Μεσσίας παριστάνεται σάν ἕνας πού πάσχει, ἀκόμη καί πού πεθαίνει ὡς ἐξιλαστήριο θύμα γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων· καί κατά τήν τρίτη εἰκόνα ὁ Μεσσίας περιγράφεται ὡς ἡ πλέον ζωντανή παρουσία τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ μεταξύ τοῦ λαοῦ του.
Ἄς μιλήσουμε γιά τίς εἰκόνες αὐτές ἀναφερόμενοι στήν διδασκαλία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Μεσσίου.
1) Ἡ εἰκόνα τοῦ Μεσσίου ὡς δαυϊτικοῦ βασιλέως παρουσιάζεται σέ πολλά προφητικά κείμενα. Ὁ Ἠσαΐας παριστάνει τόν Μεσσία σάν ἕνα «κλῶνο πού θά φυτρώσει ἀπό τό στέλεχος (τοῦ δένδρου) τοῦ Ἰεσσαί καί σάν ἕνα βλαστό πού θά πετάξει ἀπό τίς ρίζες του» (11,1), δηλαδή σάν ἕνα βασιλέα ἀπό τήν γραμμή τοῦ Δαυΐδ. Ἡ εἰκόνα τοῦ μεσσιακοῦ βασιλέως ἀναπτύσσεται ἐπίσης στά βιβλία τοῦ Ἰερεμίου καί τοῦ Ἰεζεκιήλ. Ἄς ἀκούσουμε τίς προφητικές τους φωνές:

Ἰδού, ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, στίς ὁποῖες θά ἐκπληρώσω τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσα... (στόν λαό μου). ᾿Εκεῖνες τίς ἡμέρες καί ἐκεῖνον τόν καιρό θά κάνω νά βλαστήσει γιά τόν Δαυΐδ ἕνας βλαστός δικαιοσύνης· καί αὐτός θά ἐξασκήσει κρίση καί δικαιοσύνη στήν γῆ. Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες θά σωθεῖ (ὁ λαός τοῦ Θεοῦ) καί θά κατοικεῖ μέ ἀσφάλεια (Ἰερ. 33,14-16 κατά τό Ἑβρ. Βλ. καί 23,5-6 κατά τούς Ο΄καί Ἑβρ.).

Θά καταστήσω σ᾿ αὐτά (τά πρόβατά μου) ἕναν ποιμένα, τόν δοῦλο μου Δαυΐδ, καί θά τά ποιμάνει. Θά τά ποιμάνει καί θά εἶναι ποιμένας τους. Καί ἐγώ ὁ Κύριος θά εἶμαι Θεός τους καί ὁ δοῦλος μου Δαυΐδ θά εἶναι ἄρχοντας μεταξύ τους. Ἐγώ, ὁ Κύριος τό εἶπα... Ὁ δοῦλος μου Δαυΐδ θά εἶναι βασιλεύς τους· καί ὅλοι θά ἔχουν ἕναν ποιμένα. Θά ἀκολουθοῦν τίς ἐντολές μου καί θά φυλάττουν προσεκτικά τά διατάγματά μου. (Ἰεζ. 34,23-24. 37,24).

Οἱ προφητεῖες αὐτές ἀσφαλῶς δέν ἀναφέρονται στόν Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος εἶχε πρό πολλοῦ ἀποθάνει, ἀλλά στόν Μεσσία, πού θά κατάγεται ἀπό τήν γραμμή τοῦ βασιλέως Δαυΐδ.
Οἱ προφῆτες ἐπίσης μᾶς λέγουν ὅτι ὁ βασιλεύς Μεσσίας θά γεννηθεῖ στήν πόλη Βηθλεέμ (Μιχ. 5,2), ἀπό ὅπου κατήγετο τό δαυϊτικό γένος καί ὅτι μία ἡμέρα θά εἰσέλθει ταπεινά στά Ἰεροσόλυμα ἐπάνω σ᾿ ἕναν ὄνο. Ὁ προφήτης Ζαχαρίας εἶπε:

«Χαῖρε σφόδρα, θυγατέρα Σιών,
φώναζε ἀπό χαρά, θυγατέρα τοῦ Ἰσραήλ.
Ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται σέ σένα,
δίκαιος καί νικητής αὐτός,
ταπεινός καί ἐπιβαίνοντας σέ ἕναν ὄνο
καί μάλιστα σέ πῶλο, σέ νεαρό ὄνο»
(Ζαχ. 9,9).
Ὁ Ἰησοῦς μᾶς λέει ἡ Καινή Διαθήκη ὅτι εἶναι πράγματι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας πού προκατήγγειλαν οἱ προφῆτες, γιατί κατήγετο ἀπό τόν οἶκο τοῦ Δαυΐδ (Ματθ. 1,1-17), γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ (Λουκ. 2,1-7) καί ἔκανε τήν θριαμβευτική του εἴσοδο στά Ἱεροσόλυμα ἐπιβαίνοντας σέ ἕναν ὄνο (Ματθ. 21,1-11).
2) Ἡ εἰκόνα τοῦ Μεσσίου, ὡς ἐκείνου πού πάσχει γιά τά ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ, παριστάνεται περισσότερο καθαρά καί μέ βάθος στά τέσσερα γνωστά τεμάχια τοῦ βιβλίου τοῦ Ἠσαΐου, πού ὁμιλοῦν γιά τόν «Δοῦλο τοῦ Γιαχβέ» (42,1-9. 49,1-6. 50,4-9. 52,13-53,12). Στήν ἀρχή τοῦ πρώτου τεμαχίου ὁ Θεός λέγει στήν ἀνθρωπότητα γιά τόν Μεσσία:

«Ἰδού ὁ δοῦλος μου, τόν ὁποῖο κρατῶ,
ὁ ἐκλεκτός μου,
στόν ὁποῖο εὐαρεστήθηκε ἡ ψυχή μου.
Ἔθεσα τό πνεῦμα μου σ᾿ αὐτόν.
Νόμο θά φέρει στά ἔθνη.
Δέν θά φωνάζει, δέν θά κραυγάζει,
οὔτε θά ἀκούγεται στούς δρόμους.
Κάλαμο τεθλασμένο δέν θά ἀποσυντρίψει
καί λυχνία καπνίζουσα δέν θά ἀποσβέσει.
Μέ πιστότητα θά ἐξαγγείλει τόν Νόμο.
Δέν θά κουραστεῖ οὔτε θά συντριβεῖ,
ἕως ὅτου ἐγκαταστήσει τόν Νόμο στήν γῆ.
Τήν ἀλήθεια αὐτοῦ προσμένουν οἱ νῆσοι»
(Ἠσ. 42,1-4).

Στήν περικοπή αὐτή μᾶς παριστάνεται ὁ Θεός νά ἐμφανίζει στήν ἀνθρωπότητα τόν Μεσσία ἐγκαθιστώντας τον στό μεσσιακό του ἀξίωμα. Κατά τήν περικοπή μας ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος στόν ὁποῖον Αὐτός εὐαρεστεῖται (βλ. καί Ματθ. 3,17. 17,5), γιατί ὄχι μόνον ἀνταποκρίνεται στίς βουλές Του, ἀλλά καί εἶναι πρόθυμος καί μπορεῖ νά τίς ἐκτελέσει, γιατί εἶναι καί αὐτός Θεός, ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Στήν περικοπή μας περιγράφεται στήν συνέχεια τό ἔργο πού θά κάνει ὁ Μεσσίας: Θά φέρει νέα θρησκεία, ἡ ὁποία δέν θά εἶναι γιά τόν Ἰσραήλ μόνον, ἀλλά γιά ὅλο τόν κόσμο, γιά ὅλα τά ἔθνη. Καί τέλος στήν περικοπή μας ἀναφέρεται ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά ἐργασθεῖ ὁ Μεσσίας, γιά νά ἐγκαταστήσει τήν νέα αὐτή θρησκεία. Θά ἐργασθεῖ μέ πιστότητα καί ἀφοσίωση καί μέ πολλή ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους, πού εἰκονίζονται μέ σπασμένα καλάμια καί μέ τρεμοσβύνοντα λυχνάρια. Ὡραιότατος καί πολύ διδακτικός γιά τόν πνευματικό ἐργάτη εἶναι ὁ στίχος 42,3: «Κάλαμο συντεθλασμένο δέν θά ἀποσυντρίψει καί λυχνία καπνίζουσα δέν θά ἀποσβέσει». Ἄς ἀκούσουμε τόν μακαριστό Διδάσκαλο Βασίλειο Βέλλα ἑρμηνεύοντα ὡραῖα τόν στίχο αὐτόν: «Ὁ Μεσσίας ἔρχεται, κατά τόν ὡραιότατον τοῦτον στίχον, νά ἀναζητήσῃ κατά πρῶτον λόγον τόν κάλαμον τόν τεθλασμένον καί τήν καπνίζουσαν λυχνίαν, τούς ἀνθρώπους τούς ραγισμένους κατά τήν συνείδησιν, τό πνεῦμα, τήν ψυχήν· τούς ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων τό πνεῦμα εἶναι σχεδόν ἐσβεσμένον, τούς ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων τό φῶς τό ἐσωτερικόν ἀρχίζει νά τρεμοσβύνῃ, ἡ ἐσωτερική λυχνία νά ἀναδίδῃ τάς τελευταίας ἀναλαμπάς ἐλλείψει ἐλαίου, κινδυνεύουσα τελείως νά σβεσθῇ. Πρός τοιούτους συντετριμμένους ψυχικῶς ἔρχεται ὁ Μεσσίας οὐχί διά νά τούς ἀποσυντρίψῃ μέ τήν δύναμίν του, μέ ἕνα φλογερόν κατά τῆς ἁμαρτίας κήρυγμα, οὐχί διά νά ἀποσβέσῃ μέ ἕνα φύσημα τοῦ στόματός του τήν καπνίζουσαν λυχνίαν, ἀλλά πλήρης ἀγάπης καί συμπαθείας νά σκύψῃ ἐπάνω των, διά νά συνδέσῃ καί ἐπιδέσῃ τόν σπασμένον κάλαμον, ὥστε νά σταθῇ ὄρθιος, νά χύσῃ ἔλαιον εἰς τήν λυχνίαν, ὥστε αὕτη νά ἀναδώσῃ τήν λάμψιν καί φωτίσῃ τό ἐσκοτισμένον ἐσωτερικόν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ὁμοιάζει ἑπομένως ὁ Mεσσίας πρός τόν ζηλωτήν κήρυκα, ὁ ὁποῖος μέ τά καυστικά του κηρύγματα ζητεῖ ἀμεθόδως νά ἐπαναφέρῃ τούς ἁμαρτωλούς. Xρειάζεται μακρά, ἐπίπονος καί ἀθόρυβος κατ᾿ ἄτομον ἐργασία μέ θερμουργόν πνοήν, μέ σύστημα ἰάσεως καί ἐπιδέσεως, ὥστε ἡ ἐσωτερική φλόγα νά ξαναζωντανεύσῃ μέσα εἰς ἕνα κατάλληλον κλῖμα. Ἐμφανῶς βλέπει τις ἐν τῷ στχ. τούτῳ ὅτι ὁ ψυχικός θάνατος ἤ ἡ ζωή ἑνός κινδυνεύοντος ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐργασίαν τοῦ πνευματικοῦ ἐργάτου. Διό καί ἡ εὐθύνη τούτου εἶναι τεραστία. Ἔκδηλος εἶναι ἐν τῷ στχ. τούτῳ ἡ ἀγάπη τοῦ προφήτου πρός τούς δυστυχεῖς τούτους ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους μεταξύ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ καί τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου». [8]
«Δοῦλος τοῦ Γιαχβέ», ὁ Μεσσίας, θά φέρει τήν σωτηρία διά τοῦ Πάθους του ὄχι μόνον στούς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Ἰακώβ, ἀλλά σέ ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς. Σέ ἕνα ὡραιότατο πάλι στίχο ὁ προφήτης Ἠσαΐας παρουσιάζει τόν Θεό νά δικαιώνει τόν κουρασμένο ἀπό τήν ἐπίπονο ἐργασία του καί θλιμμένο κάπως γιά τά πενιχρά του ἀποτελέσματα Μεσσία (βλ. Ἠσ. 49,5) εὐρύνοντάς του τό ἔργο, γιατί τό κάνει παγκόσμιο. Ὁ Θεός λέγει στόν Μεσσία:

«Μικρόν [9] εἶναι τό νά εἶσαι δοῦλος μου,
γιά νά ἀνορθώσεις τίς φυλές τοῦ Ἰακώβ
καί νά ἐπαναφέρεις τούς σωζομένους τοῦ Ἰσραήλ!
Θά σέ καταστήσω φῶς τῶν ἐθνῶν,
γιά νά φτάσει ἡ σωτηρία μου
μέχρι τά πέρατα τῆς γῆς» (Ἠσ. 49,6). [10]

Ἡ ἐξιλαστήριος θυσία τοῦ Μεσσίου, διά τῆς ὁποίας θά ἐπιτευχθεῖ ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, περιγράφεται στήν μακρά περικοπή Ἠσ. 52,13-53,12 (βλ. ἐπίσης καί 50,4-11). Παραθέτουμε ὁλόκληρη τήν περικοπή αὐτή ἀριθμημένη κατά στίχους, ἐπειδή καί θά τήν σχολιάσουμε γενικῶς ἀποδίδοντας τό νόημά της:

52,13 «Ἰδού ὁ δοῦλος μου θά εὐδοκιμήσει,
θά ὑψωθεῖ, θά δοξασθεῖ
καί θά ἀνεβεῖ πολύ ψηλά.
14 Ὅπως πολλοί θά ἐκπλαγοῦν γι᾿ αὐτόν –
γιατί τόσο παραφθαρμένο θά εἶναι τό πρόσωπό του,
ὥστε νά διαφέρει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου
καί ἡ ὄψη του ἀπό τήν ὄψη τῶν υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου –,
15 ἔτσι καί πολλά ἔθνη θά ταραχθοῦν γι᾿ αὐτόν,
βασιλεῖς θά φράξουν τό στόμα τους,
γιατί ὅ,τι δέν ἐλέχθη γι᾿ αὐτούς εἶδαν
καί ὅ,τι δέν ἄκουσαν ἔμαθαν.
53,1 Ποιός θά ἐπίστευε στήν προφητεία μας
καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ
σέ ποιό ἄλλο γεγονός ἀποκαλύφθηκε
(πιό ἰσχυρά);
2 Ἀναπτύχθηκε (ὁ Μεσσίας) σάν φυτό πρό αὐτοῦ,
σάν ρίζα ἀπό ξηρά γῆ.
Δέν εἶχε ὄψη οὔτε ὡραιότητα
καί εἴδαμε αὐτόν –
οὔτε τέτοια μορφή, ὥστε νά τόν ἀγαπήσουμε.
3 Περιφρονημένος, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τούς ἀνθρώπους,
ἄνθρωπος τῶν θλίψεων
καί οἰκεῖος πρός τούς πόνους,
ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο κρύβει κανείς τό πρόσωπο,
καταφρονημένος καί μή ὑπολογιζόμενος.
4 Αὐτός, πραγματικά, βάστασε τίς ἀσθένειές μας
καί φορτώθηκε τίς θλίψεις μας.
Ἐμεῖς δέ τόν θεωρήσαμε ὅτι κτυπήθηκε,
πληγώθηκε καί ταλαιπωρήθηκε ἀπό τόν Θεό.
5 Αὐτός ὅμως τραυματίστηκε γιά τίς ἁμαρτίες μας,
πληγώθηκε γιά τίς ἀνομίες μας.
Τό Πάθος του ἔγινε γιά τήν δική μας εἰρήνη·
διά τῆς πληγῆς του ἰαθήκαμε.
6 Ὅλοι ἐμεῖς πλανηθήκαμε σάν πρόβατα,
ἕκαστος στράφηκε πρός τόν δρόμο του.
Ὁ Θεός μας ἔβαλε πάνω σ᾿ αὐτόν
τίς ἁμαρτίες ὅλων μας.
7 Βασανίστηκε καί ὅμως ὑπέμεινε,
οὔτε ἄνοιξε τό στόμα του·
σάν τό πρόβατο πού φέρεται στήν σφαγή
καί σάν τόν ἀμνό, πού ἄφωνος στέκεται 
μπροστά σ᾿ αὐτόν πού τόν κείρει
(ἔτσι δέν ἄνοιξε τό στόμα του).
8 Ἀνηρπάγη μέ κάκωση
καί καταδικαστική ἀπόφαση·
μεταξύ τῆς γενεᾶς του ποιός τόν σκεπτόταν;
Ἀποχωρίστηκε ἀπό τήν ζωή τῶν ζώντων,
θανατώθηκε γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ μου.
9 Καί τοποθέτησαν τόν τάφο του μεταξύ τῶν ἀσεβῶν
καί τό μνῆμα του μεταξύ τῶν κακούργων,
ἄν καί δέν ἔκανε καμμιά ἁμαρτία
καί δέν βρέθηκε στό στόμα του ἀπάτη.
10 Ὁ Θεός ὅμως εὐδόκησε
νά τόν κτυπήσει μέ πληγές,
κατέστησε τήν ζωή του ἱλαστήρια θυσία.
Θά ἴδει σπέρμα, τό ὁποῖο θά ζήσει μακρές ἡμέρες·
ὅ,τι σχεδίασε ὁ Θεός,
δι᾿ αὐτοῦ (τοῦ σπέρματος) θά ἐκπληρωθεῖ.
11 Μετά τήν ταλαιπωρία τῆς ψυχῆς του
θά ἴδει φῶς,
θά χορτάσει ἀπό φῶς,
θά δικαιώσει ὁ δοῦλος μου τούς πολλούς,
γιατί θά βαστάσει τίς ἁμαρτίες τους.
12 Γι᾿ αὐτό τούς πολλούς θά δώσω σ᾿ αὐτόν μερίδα
καί ὡς λάφυρα θά λάβει τούς ἰσχυρούς,
γιατί παρέδωσε τήν ζωή του σέ θάνατο
καί συγκαταριθμήθηκε μεταξύ τῶν ἁμαρτωλῶν,
ἐνῶ αὐτός βάστασε τήν ἁμαρτία τῶν πολλῶν
καί μεσιτεύει ὑπέρ τῶν ἁμαρτωλῶν»

Ἡ περικοπή αὐτή εἶναι πολύ σπουδαία, ἡ σπουδαιοτέρα ἀπό τίς τέσσερις προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐου περί τοῦ «Δούλου τοῦ Γιαχβέ». Σ᾿ αὐτήν τήν προφητεία ὁ προφήτης μᾶς παρουσιάζει τόν Μεσσία πάλι ὡς παγκόσμια προσωπικότητα, πού ἡ διδασκαλία του θά προκαλέσει τήν κατάπληξη τῶν βασιλέων ὅλων τῶν ἐθνῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπό θαυμασμό «θά φράξουν τό στόμα τους» ἀκούγοντας γι᾿ αὐτόν (52,14.15). Ἰδιαιτέρως ἡ περικοπή μας ἀναφέρεται στό Πάθος τοῦ Μεσσίου (53,2 ἑξ.), τό ὁποῖο ὁ προφήτης περιγράφει μέ πολλή παραστατικότητα, σάν ὁ ἴδιος νά ἦταν αὐτόπτης. Παρουσιάζει δέ ὁ Ἠσαΐας τό Πάθος τοῦ Μεσσίου ὡς μεγάλο καί παράδοξο γεγονός, ὡς τό μεγαλύτερο γεγονός τῆς ἱστορίας, τό ὁποῖο σάν νά φοβᾶται νά τό ἐξαγγείλει, γιατί πιθανόν νά φανεῖ ἀπίστευτο λόγω τοῦ ὕψους καί τοῦ βάθους τοῦ περιεχομένου του· γι᾿ αὐτό καί λέει ἀπό τήν ἀρχή ὁ προφήτης: «Ποιός θά πίστευε στήν προφητεία μας;» (53,1). «Ὁ προφήτης οὐδένα ψέγει, ἀλλ᾿ ἐπιθυμεῖ νά ἐξάρῃ τό μέγεθος τῆς προφητείας» (Βέλλας, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π. Δ., Ἐκδόσεις ΕΝΝΟΙΑ, σελ. 291). Ἀλλ᾿ ὁ Ἠσαΐας στήν ἀνωτέρω προφητεία του δίνει καί θεολογική ἑρμηνεία τῶν παθημάτων τοῦ Μεσσίου. Στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἄκουγαν γιά παθήματα κάποιου, νόμιζαν ὅτι αὐτός τιμωρεῖται ἀπό τόν Θεό γιά τά ἁμαρτήματά του (βλ. 53,4β). Ὁ Μεσσίας ὅμως, λέγει ὁ Ἠσαΐας, δέν πάσχει γιά δικά του ἁμαρτήματα, γιατί εἶναι ἀναμάρτητος (53,9β.12β), ἀλλά πάσχει γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα: «Αὐτός, πραγματικά, βάστασε τίς ἀσθένειές μας καί φορτώθηκε τίς θλίψεις μας... Τραυματίστηκε γιά τίς ἁμαρτίες μας, πληγώθηκε γιά τίς ἀνομίες μας» (53,4.5). Ὁ θάνατος του εἶναι θυσία ἐξιλαστήριος (53,10), γι᾿ αὐτό καί ὁ Μεσσίας φέρει μέ ἀταραξία τό Πάθος (53,7). Μετά ὅμως τόν θάνατό του, ὁ Μεσσίας θά ἐπανέλθει στήν ζωή (53,11), θά ἀναστηθεῖ καί γύρω ἀπό αὐτόν θά δημιουργηθεῖ μία κοινότητα, ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θά εἶναι αἰώνια καί διά τῆς ὁποίας θά ἐκπληρώνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὁ προφήτης λέγει γιά τόν Μεσσία: «Θά ἴδει σπέρμα, τό ὁποῖο θά ζήσει μακρές ἡμέρες· ὅ,τι ἐσχεδίασε ὁ Θεός, δι᾿ αὐτοῦ (τοῦ σπέρματος) θά ἐκπληρωθεῖ» (53,10β). [11]
Γιά τόν πάσχοντα Μεσσία μαζί μέ τόν προφήτη Ἠσαΐα καί ὁ προφήτης Ζαχαρίας λέγει ὅτι θά κεντηθεῖ στό σῶμα του (Ζαχ. 12,10)· καί τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν λέγει ὅτι θά τρυπηθοῦν τά χέρια του καί τά πόδια του (21,17). Οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης βλέπουν αὐτά τά κείμενα τοῦ Ἠσαΐου, τοῦ Ζαχαρίου καί τόν Ψαλμ. 21 νά ἐκπληρώνονται στόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ (βλ. Ματθ. 8,17. Ρωμ. 4,25. Ἑβρ. 9,28. Α΄Πέτρ. 2,24).
Εἴπαμε ὅτι στίς σχετικές προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐου ὡς «Δοῦλο τοῦ Γιαχβέ» πρέπει νά ἐννοήσουμε τόν Μεσσία. Ἄν ὅμως διαβάσουμε συνολικῶς τίς προφητεῖες αὐτές καί ἄν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι τό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία μας (μετάφραση τῶν Ο΄), ἤδη τήν πρώτη ἀπό αὐτές τίς προφητεῖες, 42,1 ἑξ., τήν ἀνάγει στό Ἰσραήλ, μέ τήν προσθήκη τῶν λέξεων «Ἰακώβ» καί «Ἰσραήλ», μᾶς δημιουργεῖται πρόβλημα. Γύρω ἀπό τό πρόβλημα αὐτό ἀσχολήθηκε καί ὁ μακαριστός Καθηγητής μας Βασίλειος Βέλλας, ὁ ὁποῖος, ἐλέγχοντας μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα τό σφαλερόν τῶν ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἀναφέρει ὅλες τίς προφητεῖες αὐτές τοῦ Ἠσαΐου περί τοῦ «Δούλου τοῦ Γιαχβέ» στόν Μεσσία, στόν Ἰησοῦ Χριστό τῆς Καινῆς Διαθήκης· θεωρεῖ δέ ὁ Καθηγητής μας ὡς ἐσφαλμένη τήν γενομένη ἀπό τούς Ο΄προσθήκη τῶν λέξεων «Ἰακώβ» καί «Ἰσραήλ» στήν πρώτη ἀπό αὐτές τίς προφητεῖες, «μεταβαλόντες οὕτω – ὅπως λέγει – τό Μεσσιακόν περιεχόμενον τοῦ ὅλου τεμαχίου εἰς προφητείαν ἀναφερομένην εἰς τόν Ἰσραηλιτικόν λαόν». Προσθέτει δέ ὁ μακαριστός Διδάσκαλος ὅτι ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος παραθέτει τήν πρώτη αὐτή προφητεία τοῦ Ἠσαΐου (βλ. Ματθ. 12,18 ἑξ.), δέν ἀκολουθεῖ τήν μετάφραση τῶν Ο΄, γιατί παραλείπει τίς λέξεις «Ἰακώβ» καί «Ἰσραήλ». [12]
Θά μπορούσαμε ὅμως γιά τίς προφητεῖες αὐτές τοῦ Ἠσαΐου περί τοῦ «Δούλου τοῦ Γιαχβέ» νά ἐλέγαμε γενικῶς τά ἑξῆς: Μερικές φορές σ᾿ αὐτές ὡς «Δοῦλος τοῦ Γιαχβέ» παριστάνεται ὁλόκληρο τό ἰσραηλιτικό ἔθνος, μερικές φορές τό σεσωσμένο ἀπό τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία κατάλοιπο καί μερικές φορές ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος θά ἐκπληρώσει τελείως τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ περί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ὅπως παραδέχονται καί σύγχρονοι ἑρμηνευτές, τά ἄσματα τοῦ Ἠσαΐου γιά τόν «Δοῦλο τοῦ Γιαχβέ» παριστάνουν τόν «Δοῦλο» σάν «τό ἐκλεκτό ὄργανο τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ὁποίου θά ἀποκαλυφθεῖ τό θέλημα καί ὁ σκοπός Του... Ὁ Ἰσραήλ ὡς ὁλόκληρο ἔθνος θεωρεῖται ὡς ὁ Δοῦλος. Τά παθήματά του σκόπευαν νά ὠφελήσουν τόν κόσμο. Ἐπίσης, τό πιστό κατάλοιπο τοῦ Ἰσραήλ βλέπεται καί αὐτό ὡς ἕνας Δοῦλος. Αὐτό τό πιστό κατάλοιπο εἶναι ὁ Δοῦλος, διά τοῦ ὁποίου ἡ ἀληθινή θρησκεία θά παραμείνει ζωντανή καί θά διασπαρεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο. Ἀλλά ὁ Ἰσραήλ σάν ὁ Δοῦλος καί τό πιστό κατάλοιπο πάλι σάν ὁ Δοῦλος εἶναι βήματα, πού ὁδηγοῦν ἀκριβῶς στήν εἴσοδο τοῦ πάσχοντος Δούλου τοῦ Γιαχβέ ὡς προσώπου. Ὁ Δοῦλος εἶναι κατά πρῶτον τό ἔθνος, ἔπειτα ὁ ἀληθινός Ἰσραήλ ἤ τό πιστό κατάλοιπο καί τέλος Ἐκεῖνος, πού θά πάθει γιά τήν ἁμαρτία καί τήν δυστυχία τοῦ κόσμου». [13]
3) Ἡ παράσταση τέλος τοῦ Μεσσίου ὡς Θεοῦ, ὡς τῆς παρουσίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, βρίσκεται σέ πολλά προφητικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ προφήτης Μιχαίας λέγει γιά τόν μεσσιακό βασιλέα, πού θά γεννηθεῖ στήν Βηθλεέμ, ὅτι «αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. 5,2), ὅτι δηλαδή εἶναι προαιώνιος. Τό χωρίο αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρουν στόν σαρκωθέντα Υἱό τοῦ Θεοῦ, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος κατά τήν θεία φύση Του γεννήθηκε ἀπό τόν Θεό Πατέρα «πρό πάντων τῶν αἰώνων», ὅπως ὁμολογοῦμε στό «Πιστεύω...» μας (βλ. Ἰωάν. 1,1-18). Καί σέ μία περικοπή ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δανιήλ, ἡ ὁποία ἔχει ἐκληφθεῖ ὡς μεσσιακή προφητεία καί ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἀπό τούς Χριστιανούς, διαβάζουμε τήν κατωτέρω ὅραση:

«Καί ἰδού μέ τίς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ
ἐρχόταν κάποιος σάν υἱός ἀνθρώπου
καί ἔφθασε μέχρι τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν
καί τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον αὐτοῦ.
Σ᾿ αὐτόν δόθηκε ἐξουσία καί δόξα καί βασιλεία,
ὥστε ὅλοι οἱ λαοί, τά ἔθνη καί οἱ γλῶσσες
αὐτόν νά ὑπηρετοῦν.
Ἡ ἐξουσία του, ἐξουσία αἰώνιος,
ἡ ὁποία δέν θά παρέλθει
καί ἡ βασιλεία του, βασιλεία αἰώνιος,
ἡ ὁποία δέν θά καταλυθεῖ»
(Δανιήλ 7,13-14).

Στήν ὅραση αὐτή βλέπουμε ὅτι αὐτός πού θά ἔλθει στόν κόσμο ὡς Μεσσίας εἶναι Θεός μέ ἀνθρώπινη μορφή, συνδεδεμένος στενῶς μέ τόν «Παλαιόν τῶν ἡμερῶν» (τόν Θεό Πατέρα)· καί σ᾿ αὐτόν τόν «Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου» δίνεται αἰωνία κυριαρχία σέ ὅλα τά πράγματα. Οἱ πολλές ἀναφορές τῆς Καινῆς Διαθήκης στόν Ἰησοῦ ὡς «Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου» (βλ. γιά παράδειγμα, Ματθ. 12,8. Λουκ. 26,64 καί Ἰω. 3,13-14) σκοπεύουν νά δείξουν ὅτι ἡ ὅραση τοῦ Δανιήλ περί τοῦ θείου Μεσσίου ἐκπληρώθηκε στόν Χριστό.
Ἡ θεότητα τοῦ Μεσσίου φαίνεται ἐπίσης καί στό βιβλίο τοῦ Μαλαχίου, ὅπου ὁ Κύριος, ὁ «Ἄγγελος τῆς Διαθήκης», τόν ὁποῖο προσδοκοῦν οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή ὁ Μεσσίας, ἔρχεται γιά νά ἐξασκήσει κρίση, πράγμα πού εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ μόνον:
«Ἰδού θά ἀποστείλω τόν ἄγγελό μου,
γιά νά ἑτοιμάσει τήν ὁδό μπροστά του·
καί ἔξαφνα θά ἔρθει στόν ναό του
ὁ Κύριος τόν ὁποῖο προσδοκᾶτε
καί ὁ Ἄγγελος τῆς Διαθήκης, τόν ὁποῖον
ἐπιθυμεῖτε. Λέγει ὁ Γιαχβέ Σαβαώθ.
Ποιός μπορεῖ νά ὑπομείνει
τήν ἡμέρα τοῦ ἐρχομοῦ του
καί ποιός νά σταθεῖ κατά τήν ἐμφάνισή του;
Γιατί θά ἔρθει σάν φωτιά χωνευτοῦ
σάν στάχτη πού χρησιμοποιεῖ αὐτός πού πλένει.
Καί θά καθίσει καί θά ρίψει στό χωνευτήριο
καί θά καθαρίσει τόν ἄργυρο»
(Μαλ. 3,1-3).
 
Οἱ ἐκφράσεις αὐτές πού ἀποδίδονται στόν Μεσσία τόν παρουσιάζουν ὡς Θεό.
Ἡ δυνατώτερη ὅμως ἀναφορά στήν θεότητα τοῦ Μεσσίου βρίσκεται στό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου. Κατά πρῶτον, στό βιβλίο τοῦ Ἠσαΐου (κατά τό κείμενο τῶν Ο΄) διαβάζουμε ὅτι μία «παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά καλέσουν τό ὄνομά του Ἐμμανουήλ» (Ἠσ. 7,14). Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἐφαρμόζει αὐτόν τόν στίχο στήν ὑπερφυσική γέννηση τοῦ Ἰησοῦ καί μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι τό ὄνομα «Ἐμμανουήλ» σημαίνει «ὁ Θεός εἶναι μαζί μας»! (Βλ. Ματθ. 1,23).
Ἄς παραθέσουμε καί μία ἄλλη περικοπή ἀπό τό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, στήν ὁποία φαίνεται ἡ θεότητα τοῦ Μεσσίου:

«Παιδί μᾶς γεννήθηκε, υἱός μᾶς δωρήθηκε.
Πάνω στόν ὦμο του ὑπάρχει ἡ κυριαρχία του
καί ὀνομάζεται θαυμαστός σύμβουλος,
Θεός ἰσχυρός, πατέρας αἰώνιος, ἡγεμόνας εἰρήνης.
Μεγάλη εἶναι ἡ ἐξουσία του
καί τῆς εἰρήνης δέν ὑπάρχει τέλος.
Πάνω στόν θρόνο τοῦ Δαυΐδ
καί στό βασίλειό του (θά ἄρξει)
ἱδρύοντας καί στερεώνοντάς το μέ κρίση
καί δικαιοσύνη ἀπό τώρα καί αἰώνια»
(Ἠσ. 9,6-7).

Ἀνακεφαλαιώνοντας τά ἀνωτέρω περί τοῦ Μεσσίου λέγομε: Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς «βλέποντες», βυθίζουν τά βλέμματά τους στά μελλοντικά χρόνια καί βλέπουν νά ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος θά βασιλεύσει σάν δαυϊτικός βασιλεύς, ὁ ὁποῖος μέ τά παθήματά του θά ἐξιλεώσει τά ἁμαρτήματα τοῦ Ἰσραήλ καί ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος· καί ὁ ὁποῖος πάλι θά κάνει καταφανῆ τήν δύναμη καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, γιατί θά εἶναι ὁ Ἴδιος Θεός. Καί ὅπως τό πιστεύουμε καί τό βιώνουμε στήν Ἐκκλησία μας, ὅλες οἱ προφητικές προσδοκίες γιά τόν Μεσσία ἐκπληρώθηκαν στόν Ἰησοῦ Χριστό.

YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 
* Auld A.G., "Word of God and Words of Man: Prophets and Canon", εἰς L. Eslinger and G. Taylor, eds. Ascribe to the Lord, Journal for the Study of the Old Testament Supplement Series 67· Sheffield: Sheffield Academic Press, 1988: 237-51. Barton J., "The Prophets and the Cult", εἰς J. Day, ed. Temple and Worship in Biblical Israel, London/New York: T & T Clark, 2005: 111-22. Τοῦ ἰδίου, Oracles of God: Perceptions of Ancient Prophecy in Israel after the Exile. London: Darton, Longman & Todd, 1986. Τοῦ ἰδίου, "The Law and the Prophets: Who are the Prophets?" Old Testament Library 23 (1984), 1-18. Begg C.T., "The Classical Prophets in the Chronistic History," Biblische Zeitschrift 32 (1988), 100-107. Blenkinsopp J., A History of Prophecy in Israel: From the Settlement in the Land to the Hellenistic Period, Philadelphia: Westminster Press, 1983. Carroll R.P., “Prophecy and Society”, εἰς R.E. Clements, ed. The World of Ancient Israel, Cambridge: Cambridge University Press, 1989: 203-25. Christensen D.L., Transformations of the War Oracles in Old Testament Prophecy, Harvard Dissertations in Religion 3· Missoula, MT: Scholars Press, 1975. Clements R.E., "Prophecy as Literature: A Re-Appraisal," εἰς D.G. Miller, ed. The Hermeneutical Quest. Allison Park, PA: Pickwick Press, 1986: 56-76. Τοῦ ἰδίου, "The Form and Character of Prophetic Woe Oracles", Semitics 8 (1982), 17-29. Τοῦ ἰδίου, Prophecy and Tradition, Oxford: Blackwell, 1975. Crenshaw J.L., Prophetic Conflict: Its Effect upon Israelite Religion, Beihefte zur Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 124; Berlin: de Gruyter, 1971. DeVries S.J., "Futurism in the Pre-exilic Minor Prophets Compared with that of the Post-exilic Minor Prophets", εἰς P.L. Redditt and A. Schart, eds. Thematic Threads in the Book of the Twelve. Beihefte zur Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 325· Berlin: de Gruyter, 2003: 252-72. Everson A.J., "Days of Yahweh", Journal of Biblical Literature 93 (1974), 329-37. Fenton T.L., "Israelite Prophecy: Characteristics of the First Protest Movement", in J.C. de Moor, ed. The Elusive Prophet. Leiden: Brill, 2001: 129-41. Freedman D.N., "The Law and the Prophets", Congress Volume: VT Sup 9 (1963), 250-65. Gerstenberger E., "The Woe-Oracles of the Prophets", Journal of Biblical Literature 81 (1962), 249-63. Gnuse R.K., No Other Gods: Emergent Monotheism in Israel, Journal for the Study of the Old Testament Supplement Series 241· Sheffield: Sheffield Academic Press, 1997. Graffy A., A Prophet Confronts His People: The Disputation Speech in the Prophets, Rome: Biblical Institute Press, 1984. Hayes J.H., "The Usage of Oracles Against Foreign Nations in Ancient Israel," Journal of Biblical Literature 87 (1968), 81-92. Hunter A.V., Seek the Lord! A Study of the Meaning and Function of the Exhortations in Amos, Hosea, Isaiah, Micah, and Zephaniah, Baltimore: St. Mary's Seminary and University, 1982. Overholt T.W., Prophecy in History: The Social Reality of Intermediation”, Journal for the Study of the Old Testament Biblical Studies 48 (1990), 3-29. Petersen, D.L., Late Israelite Prophecy: Studies in Deutero-Prophetic Literature and in Chronicles, Society of Biblical Literature Monograph Series 23· Missoula, MT: Scholars Press, 1977. Raitt T.M., "The Prophetic Summons to Repentance", Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 83 (1971), 30-49. Westermann C., Prophetic Oracles of Salvation in the Old Testament, Louisville: Westminster/John Knox, 1991. Whybray R.N., "Prophecy and Wisdom", in Israel's Prophetic Tradition, Cambridge: Cambridge University Press, 1982. Williams J., "The Alas-Oracles of the Eighth Century Prophets," Hebrew Union College Annual 38 (1967), 75-91.
[4] Βλ. Παν. Μπρατσιώτου, Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, Ἐν Ἀθήναις 1956, σ. 98 ἑξ. καί Β. Βέλλα, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π.Δ., σ. 241 ἑξ.
[5] Βλ. Β. Βέλλα, Θεός καί Ἱστορία ἐν τῇ Ἰσραηλιτικῇ Θρησκείᾳ, F. J. Foakes – Jackson, The Biblical history of the Hebrews to the Christian Era, London 1921. Crenshaw J.L., "Theodicy in the Book of the Twelve", εἰς P.L. Redditt and A. Schart, eds. Thematic Threads in the Book of the Twelve. Beihefte zur Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 325· Berlin: de Gruyter, 2003: 175-91. Whitney Berry L., Theodicy: An Annotated Bibliography on the problem of Evil 1960-1990. New York: Garland Pub., 1993. Raymond Lam, The Problem of Evil and Theodicy: A Non-Classical approach through the Philosophy of the Gospels. Geach Peter, Providence and Evil, London: Cambridge University Press, 1977. Hick John, Evil and the God of Love, revised ed., New York., 1977.
[6] Ἔτσι παρίσταται ὁ Θεός νά ἐπιφέρει πώρωση στόν Φαραώ κατά τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν (Ἐξ. 4,21.7,3), νά ἀνιστᾶ προφῆτες τοῦ Βάαλ γιά μεγαλύτερη παραπλάνηση τοῦ ἐκπεσόντος λαοῦ καί ἄλλα παρόμοια (Δευτ. 2,30. 13,4 Ἰησ. Ν. 23,13. Κριτ. 2,3. Γ΄Βασ. 12,15. Ἰεζ. 20,25. Ἰώβ 17,4).
[7] Ἀπό τά βιβλία αὐτά ἀναφέρουμε ἰδιαίτερως τά: All the Messianic prophecies of the Bible τοῦ Herbert Loockyer καί The Face of Christ in the Old Testament τοῦ Georges Barrois. Ἐπίσης Hess R. S. and M. Daniel Carroll R., eds. Israel's Messiah in the Bible and the Dead Sea Scrolls, Grand Rapids: Baker, 2003. Laato A., The Servant of YHWH and Cyrus, Stockholm: Almqvist & Wiksell, 1992. Τοῦ ἰδίου, "Immanuel -- Who is With Us? -- Hezekiah or Messiah?", εἰς M. Augustin, ed. "Wunschet Jerusalem Frieden" Frankfurt: Peter Lang, 1988:313-22. Satterthwaite Philip E. Richard S. Hess and Gordon J. Wenham, eds. The Lord's Anointed: Interpretation of Old Testament Messianic Texts, Baker and Paternoster, 1995. Brown M. L., Answering Jewish Objections to Jesus, Baker. Vol.1 (2000), General and Historical Objections· Vol.2 (2000), Theological Objections· Vol.3 (2003), Messianic Prophecy Objections· Vol.4 (2007), New Testament Objections. Fisher J., ed. The Enduring Paradox: Exploratory Essays in Messianic Judaism, Lederer, 2000.
[8] Βλ. Β. ΒΕΛΛΑ, Ὁ Παῖς τοῦ Κυρίου, σ. 37.
[9] «Οἱ Ο΄ ἀνέγνωσαν “μέγα” μεταβαλόντες οὕτω ριζικῶς τήν ἔννοιαν τοῦ κειμένου» (Βέλλας).
[10] Καί ὁ Βέλλας σχολιάζει: «Ἡ ἀναμενομένη ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ εἰς τούς λόγους τοῦ Μεσσίου δίδεται σαφής καί κατηγορηματική. Ὁ Θεός ἐπιδοκιμάζει πλήρως τό ἔργον τοῦ Μεσσίου. Τί ἄν παρά τῷ λαῷ ὁ Μεσσίας ἔσχε μηδαμινά ἀποτελέσματα; Τοῦτο βαρύνει οὐχί τόν Μεσσίαν ἀλλά τόν λαόν, ὅστις δέν ἐδέχθη τό ἔργον τοῦ Μεσσίου. Ὁ Θεός κρίνει ἄν ὁ Μεσσίας ἐξετέλεσε πιστῶς τό ἔργον του καί οὐχί κατά τά ἀποτελέσματα παρά τῷ λαῷ. Ὁ Θεός κρίνει κατ᾿ ἄλλον τρόπον διάφορον ἐκείνου, καθ᾿ ὅν κρίνουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι. Οὕτω κρίνων ὁ Θεός τόν Μεσσίαν ἐπιδοκιμάζει πλήρως τό ἔργον αὐτοῦ. Ἀλλ᾿ ἡ ἐπιδοκιμασία αὕτη δέν ἐκδηλοῦται δι᾿ ἀμοιβῶν καί ἐγκωμίων, ἀλλά καθ᾿ ὅλως ἴδιον ὡραιότατον πνευματικόν τρόπον, διά τῆς εὐρύνσεως τοῦ ἔργου τοῦ Μεσσίου, διά τῆς ἀναθέσεως εἰς αὐτόν μεγαλυτέρου ἔργου. Ἡ εὔρυνσις καί ἡ ἀνάθεσις αὐτή εἶναι πανηγυρική ἐπιδοκιμασία τοῦ μέχρι τοῦδε συντελεσθέντος ἔργου, διότι ἀναθέτει τις εἴς τινα μεγαλύτερα δυσχερέστερα ἔργα, ὅταν ἔχῃ φέρει εἰς πέρας μικρότερα καί εὐκολώτερα. Ὡραιοτάτη εἶναι ἡ ἀντίθεσις τοῦ ἀπογοητευμένου πως καί κουρασμένου Μεσσίου πρός τά διαγραφόμενα νέα μεγαλύτερα καθήκοντα. Ὁ Θεός ζητεῖ συνεχῆ ἐργασίαν καί ἀμείβει μέ τήν ἀνάθεσιν δυσχερεστέρων ἔργων. Ὡραιοτέρα καί πνευματικωτέρα σύλληψις τῆς ἐννοίας τῆς ἀμοιβῆς καί ἐπιδοκιμασίας τοῦ πνευματικῶς ἐργαζομένου δέν ἠδύνατο νά ὑπάρξῃ». (Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόμ. Α΄σ. 288 ὑποσημ. 2).
[11] Ἄς γράψουμε ἐδῶ σέ ὑποσημείωση τόν σχολιασμό τοῦ σοφοῦ καί εὐσεβοῦς παλαιοδιαθηκολόγου Βέλλα στόν σπουδαιότατο αὐτόν στίχο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:
«Ὁ προφήτης ὁμιλεῖ ἐνταῦθα περί σπέρματος, περί ἀπογόνων τοῦ Μεσσίου, οἱ ὁποῖοι δέν δύνανται νά εἶναι σωματικοί ἀπόγονοι, ἀλλά πνευματικοί, ὀπαδοί αὐτοῦ ἐν πνευματικῇ ἐννοίᾳ, διότι οὐδαμοῦ γίνεται λόγος περί σωματικῶν ἀπογόνων τοῦ Μεσσίου, ἡ ὅλη δέ προσωπικότης τούτου καί τό ἔργον εἶναι τελείως ἀποπνευματοποιημένα. Ὁμιλεῖ ἑπομένως ἐνταῦθα ὁ προφήτης περί ὀπαδῶν τοῦ Μεσσίου μετά τόν θάνατον αὐτοῦ, περί ἀποτελέσεως κοινότητος, Ἐκκλησίας, μέ κέντρον τόν Μεσσίαν. Εἰς τόν στχ. τοῦτον ἔχομεν προφητείαν περί τῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πνευματικοῦ καθιδρύματος, περί τόν Μεσσίαν. Τήν διάρκειαν δέ ταύτης καθορίζει ὁ προφήτης μακράν (Πρβλ. καί Ματθ. 16,18 “καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.”). Ὡραιοτάτη εἶναι ἡ δημιουργουμένη ἀντίθεσις τοῦ παρόντος στχ. πρός τά προηγούμενα. Ὁ ὑπό τῶν συγχρόνων του περιφρονημένος, ἐγκαταλελειμμένος καί λησμονημένος Μεσσίας βλέπει μετά θάνατον ὀπαδούς πολλούς, διά μέσου χρόνων μακρῶν ἀκολουθοῦντας αὐτόν. Κατά μαρτυρίαν τοῦ Προκοπίου τοῦ Γαζαίου πρός τήν ἑρμηνείαν ταύτην τῆς πνευματικῆς κληρονομίας ἐφέροντό τινες καί ἐν τῇ ἀρχαιότητι. “Τινές δέ τό ρητόν οὕτως ἐκθέμενοι, ἐάν θῇ περί πλημμελείας, ἡ ψυχή αὐτοῦ ὄψεται σπέρμα μακρόβιον. Ἡμέρα, ἐπήνεγκαν, ἡ μετά πάθος, παιδοποιία πνευματική τῆς εἰς αἰῶνα αἰνούσης ἀδιηγήτου γενεᾶς” (Migne 87 II, 2529). Περαιτέρω ὁ προφήτης καθορίζει καί τόν σκοπόν τῆς οὕτως ἱδρυθησομένης Ἐκκλησίας. Ἐν αὐτῇ διά τῆς χειρός τοῦ Μεσσίου θά ἐκπληροῦται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό ἔργον τοῦ Μεσσίου δέν τελειώνει μέ τό πάθος αὐτοῦ, ἀλλά συνεχίζεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρός πλήρη ἐκπλήρωσιν ἐν τῷ κόσμῳ τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀπολυτρώσεως δῆλον ὅτι τοῦ κόσμου. Οὕτω σαφῶς ὁ προφήτης καθώρισε τόν σκοπόν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως τά πάντα εἶναι πνευματικά παρά τῷ προφήτῃ μας, οὕτω πνευματικός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας πρός συνέχισιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Μεσσίου. Περαιτέρω θά ἠδύνατο νά σημειώσῃ τις, ὅτι ἐδῶ δύναται νά ἔχῃ τάς ρίζας της ἡ διδασκαλία, ὅτι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει δυνατότης σωτηρίας (extra ecclesiam nulla salus). Εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι ὁ στχ. οὗτος δέν ἐγένετο ἀντιληπτός ἐν τῇ ὀρθῇ αὐτοῦ ἑρμηνείᾳ ὑπό τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων τήν Π.Δ. ἐγνώριζον ἀπό τοῦ κειμένου τῶν Ο΄, τό ὁποῖον τόσον ἐν τῷ προκειμένῳ στχ. διαφέρει». (Ὁ Παῖς τοῦ Κυρίου, σελ. 77-78).
[12] Γιά τό ὅλο θέμα βλ. τό ἐπανειλημμένως μνημονευθέν βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ Β. ΒΕΛΛΑ, Ὁ Παῖς τοῦ Κυρίου, σελ. 10-20.35.
[13] Adam W. Miller, Introduction of the Old Testament, 1976, σελ. 152-3. (Ἡ παράθεση ἀπό τό βιβλίο τοῦ George Cronk, The Message of the Bible). Καί ὁ Gleason L. Archer στό βιβλίο του A survey of Old Testament Introduction σελ. 335 λέει ὁμοίως γιά τό ἴδιο θέμα: «The only satisfactory explanation for the Servant concept in Isaiah is that it is of a three-dimentional character. As Delitzsch put, it, the Servant may be symbolized by a pyramid. At the base of the pyramid is the Hebrew nation as a whole (as in 41:å8 and 42:19). Israel is regarded as God’s uniquely chosen people charged with the responsibility of witnessing to the true God before the heathen nations, and serving as custodians of His Word. At the middle level, the remnant of true believers in Israel will constitute the redeemed people of God and serve as witnesses to their unspiritual countrymen. At the apex of the pyramid stands a single individual, the Lord Jesus Christ, who is set forth aw the true Israel (for apart from Him there could not be a covenant nation of Israel, and from Him the nation derives all its standing before God). It is this Servant who will arise as Redeemer and Deliverer from sin bearing in His own person the death penalty in the place of sinners».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.