Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (10)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου


ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ [33]
1. Ταργκουμείμ
Μετά τήν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία ὁ Ἰουδαϊκός λαός εὑρέθη μεταξύ λαῶν πού ὁμιλοῦσαν τήν ἀραμαϊκή γλώσσα καί ἔτσι σιγά-σιγά ἐλησμόνησε τήν μητρική του ἑβραϊκή. Γι᾿ αὐτό στήν Συναγωγή δέν κατανοοῦσε τίς ἀναγινωσκόμενες στήν ἑβραϊκή γλώσσα βιβλικές περικοπές καί ἔτσι ὑπῆρξε ἀνάγκη νά μεταφραστοῦν αὐτές στήν ἀραμαϊκή. Οἱ μεταφράσεις αὐτές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τό Ἑβραϊκό κείμενο στήν ἀραμαϊκή λέγονται «Ταρκουμείμ».
2. Μετάφραση τῶν Ο΄
Τό ἴδιο πάλι μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ ἑλληνισμοῦ στόν χῶρο τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τόν 4ο π.Χ. αἰ., οἱ Ἰουδαῖοι τῆς διασπορᾶς (οἱ ἐκτός τῆς Παλαιστίνης), καί μάλιστα οἱ Ἰουδαῖοι πού ἔμειναν στήν Αἴγυπτο, λησμόνησαν ὄχι μόνο τήν μητρική τους ἑβραϊκή, ἀλλά καί αὐτή τήν ὁμιλουμένη ἀπ᾿ αὐτούς ἀραμαϊκή, γιατί μιλοῦσαν πλέον ὅλοι τήν ἑλληνική. Ἔτσι ὑπῆρξε πάλι ἀνάγκη νά μεταφραστεῖ ἡ ἱερή τους Βίβλος στήν ἑλληνική γλώσσα γιά νά τούς εἶναι καταληπτή. Ἀρχικά ἐγίνοντο ἑλληνικές μεταγραφές, ἐγίνετο δηλαδή ἀναπαραγωγή τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου μέ ἑλληνικά γράμματα. Ἀργότερα κατά τόν 3ο αἰ., μέ τήν ἀνάδειξη τῆς Ἀλεξάνδρειας σέ ἑλληνιστικό πολιτιστικό καί πνευματικό κέντρο, ἑλληνιστές Ἰουδαῖοι μέ καλή γνώση τῆς ἑβραϊκῆς καί τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί μέ σωστό βιβλικό φρόνημα μᾶς ἐξεπόνησαν ἀπό τό Ἑβραϊκό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκη μία περίφημη μετάφρασή του στήν ἑλληνική, τήν λεγομένη Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο΄). Εἶναι ἡ παλαιότερη καί σπουδαιότερη μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τό πρωτότυπο Ἑβραϊκό κείμενο.
Ὅλο αὐτό τό μεταφραστικό ἔργο ἄρχισε ἀπό τήν μετάφραση τῆς Πεντατεύχου στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. καί σέ διάστημα διακοσίων περίπου ἐτῶν ἐπεκτάθηκε καί στά ἄλλα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ ἑλληνική τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄ εἶναι ἡ κοινή ἑλληνιστική γλώσσα ἤ κοινή ἑλληνική (δημώδης), πού ὁμιλοῦσαν οἱ ἑλληνιστές Ἰουδαῖοι καί ἐθνικοί στήν Αἴγυπτο κατά τούς χρόνους τῶν Πτολεμαίων· χαρακτηρίζεται ὅμως ἡ Μετάφραση αὐτή στήν σύνταξή της ἀπό σημιτισμούς καί ἀραμαϊσμούς. Πρέπει ὅμως νά ποῦμε καί μάλιστα νά τονίσουμε ὅτι ὅλοι οἱ μεταφραστές δέν ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό πνεῦμα τοῦ θεοπνεύστου πρωτοτύπου κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οὔτε τό παραποίησαν ζητοῦντες νά τό συμβιβάσουν μέ τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις τοῦ ἑλληνίζοντος ἰουδαϊσμοῦ. [34] Καί ἀσφαλῶς σ᾿ αὐτό βλέπουμε τόν δάκτυλο τῆς θείας προνοίας, ὅτι ἡ Μετάφραση τῶν Ο΄ εἶναι «θεόθεν οἰκονομηθεῖσα», ὅπως λέγει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας. Καί ἀκόμη πρέπει νά ποῦμε ὅτι οἱ ἐκπονητές τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄ δέν ἦταν ἁπλοί μεταφραστές, ἀλλά ἑρμηνευτές τοῦ πρωτοτύπου κειμένου.
Τήν Μετάφραση αὐτή χρησιμοποίησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἡ Ἐκκλησία μας στήν λατρεία της, ὅπως καί οἱ ἅγιοι Πατέρες στήν ποιμαντική τους καί στίς τοπικές καί οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔτσι καθαγιάστηκε μέ τήν χρήση αὐτή καί μάλιστα μέ τήν χρήση της στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς θεόπνευστη ὅμως δέν ἐδέχθη ποτέ ἡ Ἐκκλησία τήν Μετάφραση αὐτή, γιατί, ὅπως λέγει ὀρθῶς ὁ Ἀνδροῦτσος, «θεοπνευστία μέν ἐν μεταφράσει οὐδένα λόγον ἔχει, ἡ δέ Καινή Διαθήκη ποιεῖται χρῆσιν καί τοῦ Ἑβραϊκοῦ πρωτοτύπου... Ὁμοίως δέ οὐδέποτε ἀπεδοκιμάσθη ἡ ὑπό ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν διόρθωσις τῶν Ο΄ ἐπί τῇ βάσει τοῦ πρωτοτύπου». [35]
Γιά τήν ἐκτίμηση τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄ πρέπει νά λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι αὐτή ἔγινε ἀπό νεκρή σημιτική γλώσσα καί μάλιστα ἀπό κείμενο μέ σύμφωνα μόνο. Ἀκόμη, τό θαυμάσιο αὐτό δημιούργημα τῶν Ο΄, ἐπειδή ἀντιπροσωπεύει παράδοση κειμένου κατά πολύ παλαιοτέρα τοῦ Μασωριτικοῦ, βοηθεῖ τά μέγιστα στήν βιβλική κριτική ἔρευνα γιά τήν ἀναζήτηση τοῦ αὐθεντικοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, τήν Μετάφραση τῶν Ο΄ χρησιμοποίησε ἡ Ἐκκλησία καί γιά τήν λατρεία της καί γιά τήν ποιμαντική της, ἀλλά καί γιά τούς χριστολογικούς διαλόγους της μέ τούς Ἰουδαίους, γι᾿ αὐτό καί αὐτοί τήν διέβαλαν ὡς «μή οὖσα ἔν τισιν ἀληθής» (Ἰουστίνου, Διάλογος πρός Τρύφωνα 68) καί ἀκόμη οἱ Ἰουδαῖοι εἶπαν ὅτι αὐτή ἐνοθεύθη ἀπό τούς χριστιανούς, μέ τό ἐπιχείρημα μάλιστα ὅτι αὐτή στηρίζεται σέ πολύ παλαιότερα πρωτότυπα. Εἶναι ὅμως ἀλήθεια ὅτι τό κείμενο τῶν Ο΄, λόγω τῆς εὐρείας ἐξαπλώσεώς του, ἀντεγράφετο συνεχῶς καί ὅπως ἦταν φυσικό ἐγίνοντο λάθη ἀπό τούς ἀντιγραφεῖς, ἀλλά καί θά ἐγίνοντο καί σκόπιμες ἐπεμβάσεις στό κείμενο. Γι᾿ αὐτό καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἔγιναν προσπάθειες γιά νά ἀπαλλάξουν τήν Μετάφραση τῶν Ο΄ ἀπό ἀκούσια λάθη ἤ καί ἀπό ἑκούσιες ἐπεμβάσεις γιά νά τήν ἐπαναφέρουν ἔτσι στό ἀρχέτυπο κείμενό της. Τέτοιο ἔργο ἀνέλαβε κατά πρῶτον ὁ μεγάλος θεολόγος καί ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, γνώστης τῆς ἑβραϊκῆς, ὁ Ὠριγένης ὁ Ἀλεξανδρεύς (185-254) καί ἐμφάνισε ἕνα ὀγκῶδες καί θαυμαστό γιά τήν ἐποχή του κριτικό ἔργο ἀναθεώρησης τοῦ κειμένου τῶν Ο΄. Ὅμως τό μεγάλο σχέδιό του νά συμμορφώσει τό κείμενο τῶν Ο΄ πρός τό σύγχρονό του Ἑβραϊκό κείμενο δέν πέτυχε. Ἡ Ἐκκλησία παρέμεινε πιστή στήν προωριγένεια ἔκδοση τοῦ κειμένου τῶν Ο΄ (τήν λεγομένη «κοινή»), ἀναγνωρίζοντας ὅμως τήν προσφορά τοῦ Ὠριγένους στήν βιβλική κριτική ἔρευνα.
Λόγω τῆς ἀποτυχίας τοῦ Ὠριγένους τό ἴδιο μέ αὐτόν ἔργο ἀνέλαβε ὁ πρεσβύτερος Λουκιανός ὁ Σαμοσατεύς (†312 μ.Χ.), γνώστης καί αὐτός τῆς ἑβραϊκῆς. Καί αὐτός πάλι ἐπέφερε σύγχυση στό ὑπάρχον κείμενο τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄, χωρίς πάλι νά παραθεωρεῖται καί αὐτοῦ ἡ προσφορά γιά τήν κριτική τοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀλλά γιά τόν ἴδιο σκοπό, γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀρχετύπου τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄, τήν ἴδια ἐποχή ἐργαζόταν στήν Αἴγυπτο ὁ ἐπίσκοπος καί μάρτυρας Ἡσύχιος (†311 μ.Χ.). Καί ἡ ἐργασία ὅμως αὐτή τοῦ Ἡσυχίου δέν ἐπέτυχε, ἀλλά περιέπλεξε καί αὐτή τό ὑπάρχον κείμενο τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στίς οὐσία οἱ γενόμενες ἀναθεωρήσεις τοῦ κειμένου τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄, καί ἡ ὠριγένεια καί ἡ λουκιάνεια καί ἡ ἡσυχίεια, δέν πέτυχαν τόν σκοπό τους, ἀλλά ἐπέφεραν σύγχυση καί ζημίωσαν μᾶλλον τήν προωριγένεια μορφή τοῦ κειμένου.
Ἐκεῖνο πάντως πού πρέπει νά γνωρίζουμε ὡς πρός τήν σχέση τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄ πρός τό Μασωριτικό, εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι ἀρχαιότερη ἀπό τό Μασωριτικό. Ἡ Μετάφραση τῶν Ο΄ ἄρχισε ἀπό τόν 3ο π.Χ. αἰ., ἐνῶ ἡ ὅλη ἐργασία τῶν Μασωριτῶν ἔγινε ἀπό τόν 6ο μέχρι τόν 10 μ.Χ. αἰ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Μετάφραση τῶν Ο΄ στηρίχθηκε σέ πρότυπα ἑβραϊκά κείμενα (χωρίς φωνήεντα) ἀρχαιότερα ἀπό ἐκεῖνα πού χρησιμοποίησαν οἱ Μασωρῖτες. Εἶναι ὅμως ἀλήθεια ὅτι ἐνῶ οἱ Ο΄ βασίζονται σέ ἀρχαιότερα ἑβραϊκά πρότυπα, ὅμως ἀποκλίνουν ἀπ᾿ αὐτά λόγω ἀντιγραφικῶν λαθῶν καί λόγω ἄλλης ἑρμηνείας πού δίνουν αὐτοί, γιατί εἴπαμε ὅτι οἱ Ο΄ δέν εἶναι ἁπλοί μεταφραστές, ἀλλά ἑρμηνευτές.
Τά χειρόγραφα τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄ εἶναι ἄλλα σέ μεγαλογράμματη καί ἄλλα σέ μικρογράμματη γραφή. Τά πρῶτα γραμμένα μέ κεφαλαῖα γράμματα καί χωρίς διαχωριστικά καί τονικά σημεῖα φθάνουν μέχρι τόν 10ο μ.Χ. αἰ. Τά δεύτερα τά γραμμένα μέ μικρά γράμματα ἐμφανίζονται τόν 9ο αἰ. καί ἐπικρατοῦν ὁριστικά τόν 11ο μ.Χ. αἰ. Οἱ σπουδαιότεροι μεγαλογράμματοι χειρόγραφοι κώδικες σέ περγαμηνή πού περιέχουν τό κείμενο τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τούς ὁποίους ἔχουμε καί τίς ἔντυπες ἐκδόσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Βατικανός Κώδικας (Codex Vaticanus, B). Εἶναι ὁ ἀρχαιότερος κώδικας τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Χρονολογεῖται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ. καί ἀπό τόν 15ο αἰ. Εὑρίσκεται στήν Ρώμη στήν βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. Τό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού παρουσιάζει ὁ κώδικας αὐτός θεωρεῖται ὡς τό καλύτερο.
β) Ἀλεξανδρινός Κώδικας (Codex Alexandrinus, A). Ἐγράφη στήν Αἴγυπτο στίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰ. καί ἀνῆκε στήν βιβλιοθήκη τοῦ πατριαρχείου τῆς Ἀλεξανδρείας. Σήμερα ὅμως εἶναι κτῆμα τοῦ Βρεττανικοῦ Μουσείου τοῦ Λονδίνου. Ὁ Ἀλεξανδρινός Κώδικας, ὅπως καί ὁ Σιναϊτικός, περιέχει ὁλόκληρη σχεδόν τήν Παλαιά Διαθήκη.
γ) Σιναϊτικός Κώδικας (Codex Sinaiticus, S). Περιέχει ὅλα μέν τά ποιητικά καί προφητικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ περιέχει ἕνα μόνο μέρος ἀπό τά ἱστορικά βιβλία. Ἀνακαλύφθηκε τμηματικά τό 1844 (43 φύλλα του) καί τό 1859 (156 φύλλα) ἀπό τόν K. Tischendorf στήν ἱερά Μονή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ, γι᾿ αὐτό καί λέγεται «Σιναϊτικός». Χρονολογεῖται ἀπό τόν 4ο αἰ. μ.Χ. Τό κύριο σῶμα τοῦ κώδικα ἀπό τό 1933 εὑρίσκεται στό Βρεττανικό Μουσεῖο τοῦ Λονδίνου, ἐνῶ τό ὑπόλοιπο τμῆμά του φυλάσσεται στήν βιβλιοθήκη τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Λειψίας.
Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτούς τούς κώδικες ὑπάρχουν καί ἄλλοι πού περιέχουν τμήματα μόνο ἀπό τό κείμενο τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄. Βλ. Ἀθανασίου Χαστούπη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1881, σελ. 595.596 καί Σταύρου Καλαντζάκη, Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Α΄ Γενική Εἰσαγωγή, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 154.155.
3. Μεταφράσεις τῶν Ἀκύλα, Θεοδοτίωνος καί Συμμάχου
Οἱ Ἰουδαῖοι, ἐνῶ στήν ἀρχή πανηγύριζαν γιά τήν Μετάφραση τῶν Ο΄, γιά τό γεγονός μάλιστα ὅτι αὐτή ἐκπονήθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅμως πολύ σύντομα, κατά τόν 1ο μ.Χ. αἰ. στράφηκαν ἐναντίον της τόσο πολύ, ὥστε νά θεωροῦν ὡς ἀποφράδα τήν ἡμέρα τῆς ἐμφάνισής της. Αὐτό συνέβη γιατί, ὅπως εἴπαμε, τήν Μετάφραση αὐτή χρησιμοποίησε ἀπό τήν ἀρχή ἡ χριστιανική Ἐκκλησία. Ἔτσι ἀπό τόν 2ο μ.Χ. αἰ. δημιουργήθηκε ἡ ἀνάγκη γιά νέες ἑλληνικές μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρός χάριν τῶν ἑλληνοφώνων Ἰουδαίων τῆς Διασπορᾶς, ἀφοῦ αὐτοί ἀπέρριπταν τήν Μετάφραση τῶν Ο΄. Ἔτσι, γι᾿ αὐτόν τόν λόγο, ἐμφανίστηκαν καί ἄλλες ἑλληνικές μεταφράσεις τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου, ὅπως τοῦ Ἀκύλα (περί τό 130 μ.Χ), τοῦ Θεοδοτίωνος (στά μέσα τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ.), τοῦ Συμμάχου (ἀρχές τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ.) καί ἄλλες ἀνώνυμες μεταφράσεις. Ἀπό τίς παραπάνω μεταφράσεις ἐκτιμήθηκε ἀπό τούς χριστιανούς ἡ μετάφραση τοῦ Θεοδοτίωνος, γιατί αὐτός ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς ἰουδαϊκές προλήψεις τῶν χρόνων του καί ἀπέδωσε τό ἑβραϊκό κείμενο μέ σωστή ἑλληνική γλώσσα. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τήν μετάφραση αὐτή τοῦ Θεοδοτίωνος στό βιβλίο τοῦ προφήτου Δανιήλ ὡς ἀκριβέστερη στό βιβλίο αὐτό ἀπό τήν Μετάφραση τῶν Ο΄.
4. Βουλγάτα
«Βουλγάτα» καλεῖται ἡ ἐπίσημη Βίβλος τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας, πού φιλοπονήθηκε ἀπό τόν Ἱερώνυμο. Ἔγινε μέ βάση τό σύγχρονο τοῦ Ἱερωνύμου ἑβραϊκό καί ἀραμαϊκό πρωτότυπο (390-405). Στήν ἀρχή ἡ λατινική ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε γιά τίς θρησκευτικές της ἀνάγκες λατινικές μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τό κείμενο τῶν Ο΄ γνωστές μέ τό ὄνομα Vetus Latina. Σύντομα ὅμως ἀπέκτησε καί λατινική μετάφραση ἀπό τό πρωτότυπο Ἑβραϊκό κείμενο. Ἡ μετάφραση αὐτή πολεμήθηκε στήν ἀρχή (κυρίως ἀπό τόν Ρουφῖνο καί τον Αὐγουστῖνο) γιατί φαινόταν ὅτι ἀπομακρύνεται ἀπό τούς Ο΄καί τίς παλαιές λατινικές μεταφράσεις (Itala), ἀλλά τελικῶς ἐπεβλήθη καί κατά τόν 16ο αἰ. ἡ σύνοδος τῆς Τριδένδου (1546) θέσπισε τήν αὐθεντία της καί τήν χαρακτήρισε ὡς «Vulgata», δηλαδή «κοινή», «λαϊκή», ἐκφράζοντας ἔτσι τήν εὐαρέσκεια τοῦ λαοῦ πρός αὐτήν.
5. Πεσίττα
Γιά τίς ἀνάγκες τῆς Συριακῆς Ἐκκλησίας ἔγιναν ἀπό παλαιά μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν συριακή γλώσσα, στήν ἀραμαϊκή δηλαδή ἐκείνη διάλεκτο τήν συγγενῆ πρός τήν παλαιστινή ἀραμαϊκή γλώσσα τῶν χρόνων τοῦ Κυρίου. Τήν γλώσσα αὐτή ὁμιλοῦσαν οἱ χριστιανοί Ἀραμαῖοι πού κατοικοῦσαν τήν χώρα περί τόν Λίβανο, τήν παλαιά Μεσοποταμία καί τήν περιοχή ἐπάνω ἀπό τόν Τίγρητα. Οἱ συριακές μεταφράσεις ἔχουν μεγάλη σπουδαιότητα γιά τήν ἀρχαιότητά τους καί τήν στενή σχέση τους μέ ἄλλες παλαιές μεταφράσεις.
Ἡ παλαιότερη καί σπουδαιότερη ἀπό ὅλες τίς συριακές μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ Πεσίττα. Εἶναι ἡ ἐπίσημη Βίβλος τῆς Συριακῆς Ἐκκλησίας καί ἔγινε κυρίως μέ βάση τό Ἑβραϊκό κείμενο πιθανόν πρίν ἀπό τά μέσα τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. Τά ἑβραϊκά χειρόγραφα ἐπί τῶν ὁποίων στηρίχθηκε ἡ Πεσίττα ἀναγνωρίζονται ὡς τά παλαιότερα καί τά ἀνώτερα καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ μετάφραση αὐτή ἔχει μεγάλη σπουδαιότητα.
6. Ἄλλες μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Ὁμοίως ἔχουμε μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στήν αἰθιοπική, γοτθική, ἀρμενική, γεωργιανή, σλαυονική, κοπτική καί ἀραβική γλώσσα. Τό χαρακτηριστικό τῶν μεταφράσεων αὐτῶν εἶναι ὅτι ἐξαρτῶνται ἀπό τούς Ο΄. – Στό Ταλμούδ μνημονεύονται μεταφράσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στήν ἐλαμιτική καί μηδική γλώσσα, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν διασώζονται.

(Συνεχίζεται)

YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[33] Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην,2 ἐν Ἀθήναις 1993, σελ. 546 ἑξ. καί τοῦ ἰδίου ᾿Επίτομος Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1955, σελ. 275 ἑξ. Στ. Καλαντζάκη, Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1985, Α΄ Γενική Εἰσαγωγή, σελ. 135 ἑξ. Χαστούπη Ἀθ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ἐν Ἀθήναις 1981, σελ. 583 ἑξ. 
[34] Βλ. Στ. Καλαντζάκη, Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1985, Α΄ Γενική Εἰσαγωγή, σελ. 139 ἑξ.
[35] Χρίστου Ἀνδρούστου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας2, Ἀθῆναι 1956, σελ. 6.7, ὑποσημείωσις 7.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.