Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (1)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου

 
Δυσκολίες

1. Γιά νά σπουδάσουμε τήν Παλαιά Διαθήκη θά ἀρχίσουμε ἀπό τούς Πατριάρχες τοῦ Ἰσραήλ μέ τούς ὁποίους καί ἀρχίζει ἡ Ἰσραηλιτική ἱστορία. Σάν μόνη ὅμως πηγή γιά τήν μελέτη μας αὐτή ἔχουμε τίς διηγήσεις τῆς Γενέσεως, τοῦ πρώτου αὐτοῦ βιβλίου τῆς Πεντατεύχου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καί λέγουμε ὅτι σάν μόνη πηγή ἔχουμε τίς διηγήσεις αὐτές, γιατί σπάνια ἀλλοῦ μιλάει ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τούς Πατριάρχες, ἀλλά καί ὅπου μιλάει γι᾿ αὐτούς δέν μᾶς λέγει τίποτε τό περισσότερο ἀπό ὅσα μᾶς λέγει ἡ Γένεση. Ἀλλά καί αὐτές οἱ ἀνασκαφές, πού ἔγιναν στήν Παλαιστίνη
καί στίς γειτονικές μέ αὐτήν χῶρες τῆς Παλαιᾶς Ἀνατολῆς, ἐνῶ μᾶς δίνουν πολλές πληροφορίες γιά τόν πολιτισμό καί τήν θρησκευτική ζωή κατά τά χρόνια πού ἔζησαν οἱ Πατριάρχες, δέν μᾶς λέγουν τίποτε γιά τούς ἴδιους τούς Πατριάρχες, ἐκτός βέβαια ἀπό τά εὑρήματα τῆς Ras-Shamra (τῆς ἀρχαίας Ugarit), πού, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, πιθανόν νά μᾶς δίνουν κάποια στοιχεῖα.
Ἀλλά καί αὐτές οἱ ἴδιες οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως δέν εἶναι γραμμένες ἔτσι, ὥστε νά μᾶς δίνουν μιά πλήρη εἰκόνα τῶν Πατριαρχῶν, γιατί εἶναι διηγήσεις γιά κάποιο μόνο γεγονός καί γιά κάποιο μόνο ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς τους. Παρουσιάζουν δέ οἱ πατριαρχικές αὐτές διηγήσεις τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: Εἶναι ἁπλές, διπλές καί αὐτοτελεῖς. Θά ἐξηγήσουμε ἀμέσως τί σημαίνουν τά χαρακτηριστικά αὐτά:
Λέγουμε ὅτι εἶναι ἁπλές οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως περί τῶν Πατριαρχῶν, γιατί διηγοῦνται μέ ἁπλότητα καί μέ χάρη καί παραστατικότητα αὐτό πού θέλουν νά ποῦν. Τήν ἴδια δέ διήγηση συναντοῦμε καί παρακάτω μέ ἄλλα λόγια καί ἄλλο χρωματισμό καί κάπως διαφορετικά, γι᾿ αὐτό καί λέγουμε ὅτι οἱ διηγήσεις μας εἶναι διπλές. Καί ἀκόμη οἱ διηγήσεις αὐτές εἶναι ὁλοκληρωμένες μέ δική τους εἰσαγωγή καί δικό τους τέλος, ὥστε καί ἄν τίς ἀποσπάσουμε ἀπό τήν θέση τους δέν διαταράσσεται ἡ συνάφεια τοῦ κειμένου· αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ διηγήσεις μας εἶναι αὐτοτελεῖς.
Τό ἀξιοπρόσεκτο αὐτό φαινόμενο ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως περί τῶν Πατριαρχῶν εἶναι δημιουργήματα τοῦ λαοῦ, ὅτι εἶναι στοματικές παραδόσεις. Ὅπως κάθε λαός, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ ὑμνοῦσε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας του τά κατορθώματα τῶν ἡρώων του, τῶν Πατριαρχῶν του. Καί τά ἄσματα αὐτά τοῦ λαοῦ περί τῶν Πατριαρχῶν, οἱ λαϊκές αὐτές διηγήσεις γιά διάφορα περιστατικά τους, ἔλαβαν μιά πάγια σύνθεση καί ἀπετέλεσαν μιά ὡραία λαϊκή παράδοση. Καί αὐτή τήν λαϊκή παράδοση ὁ συγγραφεύς ἤ καλύτερα ὁ συνθέτης τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως τήν σεβάστηκε καί τήν περιέλαβε στό βιβλίο του. [1] Ἔτσι, λοιπόν, ἐξηγεῖται ἡ ἁπλότητα καί ἡ ζωντάνια τῶν διηγήσεών μας, γιατί προέρχεται ἀπό τό στόμα καί τήν καρδιά τοῦ λαοῦ. Καί ἔτσι πάλι ἐξηγεῖται τό ὅτι οἱ διηγήσεις παρουσιάζονται ὡς διπλές: Γιατί σάν στοματικές παραδόσεις ἐποίκιλλαν κατά τόπους καί φυλές καί μᾶς διατηρήθηκαν μέ διάφορες παραλλαγές. Ἔτσι δέ πάλι ἐξηγεῖται τό ὅτι οἱ περί τῶν Πατριαρχῶν διηγήσεις τῆς Γενέσεως, ἀλλά καί ἄλλες διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι αὐτοτελεῖς: Γιατί συντέθηκαν ἀπό τόν λαό γιά νά ἐξυμνήσουν ἕνα ἰδιαίτερο γεγονός καί ἐμφανίζεται, λοιπόν, ἡ κάθε μία μέ ἀρχή καί τέλος σάν ἰδιαίτερο διήγημα.

2. Ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ διηγήσεις μας ἔχουν τέτοια προέλευση καί παρουσιάζουν τέτοια χαρακτηριστικά, μερικοί ἐρευνητές, τήν παλαιότερη ἐποχή ἰδιαίτερα – καί ἐννοῶ κυρίως τόν Γερμανό Wellhausen [2] –, χωρίς βέβαια σοβαρό λόγο, ἀρνήθηκαν ὁποιοδήποτε ἱστορικό πυρήνα στίς ἱερές αὐτές διηγήσεις μας καί μάλιστα εἶπαν ὅτι γράφηκαν ἀπό διάφορους συγγραφεῖς τόν 8ο π.Χ. αἰώνα καί μετά. Ἀλλά θά δώσουμε μερικά ἐπιχειρήματα γιά νά ἀποδείξουμε ὅτι οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως περί τῶν Πατριαρχῶν εἶναι ἱστορικές. Θά ἀναφέρω ἐννέα δυνατά ἐπιχειρήματα τοῦ Διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα μέ ἁπλότητα διατυπούμενα ἐδῶ [3]:
(α) Οἱ ἐμφανιζόμενες διπλές διηγήσεις τῆς Γενέσεως, γιά τίς ὁποῖες μιλήσαμε, παρά τίς παρατηρούμενες διαφορές, ὅμως στά κύρια σημεῖα καί στό σύνολό τους συμφωνοῦν μεταξύ τους. Αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτές ἀποδίδουν κάτι τό πραγματικό καί ἱστορικό· γιατί, ἄν ἦταν φανταστικές, δέν θά παρουσίαζαν αὐτή τήν βασική συμφωνία, πού κατανοεῖται μόνο, ἄν δεχθοῦμε ὅτι οἱ διηγήσεις μας ἀναφέρονται σέ ἱστορικό γεγονός.
(β) Ἄν ἀρνηθοῦμε τήν ἱστορικότητα τῶν διηγήσεων περί τῶν Πατριαρχῶν, ἀρνούμεθα τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ πρίν ἀπό τήν Ἔξοδό του ἀπό τήν Αἴγυπτο. «Ποῦ δέ ἀλλαχοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δυνάμεθα νά ἀναζητήσωμεν τήν ἱστορίαν ταύτην ἤ εἰς τάς διασωθείσας ταύτας διηγήσεις;». [4]
(γ) Ἄν ποῦμε ὅτι οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως περί τῶν Πατριαρχῶν δέν εἶναι ἱστορικές (πραγματικές), ἀλλά εἶναι δημιουργήματα τοῦ Η΄αἰῶνος καί ἔπειτα, ὅπως λέχθηκε, τότε ἀντιμετωπίζουμε τό ἑξῆς πρόβλημα: Πῶς θά ἐξηγήσουμε τό ὅτι οἱ θρησκευτικές καί πολιτιστικές παραστάσεις τῶν διηγήσεών μας διαφέρουν ἀπό τό θρησκευτικό καί πολιτιστικό ἐπίπεδο τοῦ Η΄ αἰῶνος καί ἔπειτα; Γιά παράδειγμα: Οἱ διηγήσεις μας παρουσιάζουν τούς Πατριάρχες ὡς ἡμινομάδες, ὡς παραμένοντας γιά λίγο διάστημα σ᾿ ἕνα τόπο καί ἔπειτα νά μετακινοῦνται σέ ἄλλον, ὅπως καί πράγματι ἔτσι συνέβαινε. Τόν Η΄ ὅμως αἰώνα καί μετά οἱ Ἰσραηλῖτες ἐγκαθίστανται μονίμως σ᾿ ἕναν τόπο καί διάγουν γεωργικό καί ἀστικό βίο. Δέν μποροῦμε, δηλαδή, νά ποῦμε ὅτι οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως περί τῶν Πατριαρχῶν εἶναι γραμμένες ἀργότερα, τόν Η΄ αἰώνα καί μετά, γιατί αὐτές δέν παρουσιάζουν τά πολιτιστικά χαρακτηριστικά τῶν μετέπειτα αὐτῶν χρόνων, ἀλλά, ἀντίθετα, παρουσιάζουν τά χαρακτηριστικά τῆς παλαιοτέρας ἐποχῆς, αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἐποχῆς κατά τήν ὁποία ἀναφέρει ἡ Γένεση ὅτι ἔζησαν οἱ Πατριάρχες.
(δ) Οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως, γιά τίς ὁποῖες ὁμιλοῦμε, μᾶς παρουσιάζουν τούς Πατριάρχες νά ἀκολουθοῦν εἰρηνικό καί ταπεινό τρόπο γιά νά συμβιώσουν μέ τούς ἰθαγενεῖς τοῦ τόπου καί μάλιστα μᾶς τούς παρουσιάζουν νά συνάπτουν μαζί τους συνθῆκες γιά νά ἐξομαλυνθοῦν οἱ διαφορές τους. Αὐτό πάλι ἀποδεικνύει τήν ἱστορικότητα τῶν διηγήσεών μας, γιατί στά μετέπειτα χρόνια οἱ Ἰσραηλῖτες προσπαθοῦν μέ πόλεμο νά ἐκδιώξουν τούς πρίν ἀπό αὐτούς κατοίκους τῆς Παλαιστίνης γιά νά ἐπικρατήσουν οἱ ἴδιοι σ᾿ αὐτήν. Ἀλλά ἔχουμε καί ἄλλα συναφῆ πρός τά παραπάνω ἐπιχειρήματα:
(ε) Καμμιά ἀπό τίς διηγήσεις μας δέν παρουσιάζει τούς Πατριάρχες νά ἔχουν κατακτήσει ὁλόκληρη τήν Παλαιστίνη. Αὐτό εἶναι μέν ἱστορικά ὀρθό, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχει γραφεῖ στά μετέπειτα χρόνια, κατά τά ὁποῖα οἱ Ἰσραηλῖτες εἶχαν κατακτήσει ἤ προσπαθοῦσαν νά κατακτήσουν ὁλόκληρη τήν χώρα.
(ς) Διαβάζοντας τίς διηγήσεις βλέπουμε σ᾿ αὐτές ἱερά, τά ὁποῖα καθιερώθηκαν ὡς τοιαῦτα ἀπό τούς Πατριάρχες. Τά ἱερά αὐτά κατά τήν μετέπειτα ἐποχή, καί μάλιστα τήν ἐποχή τοῦ Η΄ αἰώνα, δέν ἔχουν οὐδεμία σημασία. Δέν μποροῦμε, λοιπόν, νά νοήσουμε ὅτι τόν Η΄ αἰώνα γράφτηκαν διηγήσεις πού ἀναγράφουν ἱερούς τόπους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν καμμία ἐντελῶς σημασία τήν ἐποχή αὐτή.
(ζ) Ἀντίθετα, βλέπουμε ἄλλα ἱερά, πού σχετίζονται μέ τούς Πατριάρχες, ὅπως τῆς Χεβρών, τῆς Βεερσεβά κ.ἄ., νά καταλαμβάνουν ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Κριτῶν καί τῶν πρώτων βασιλέων κεντική θέση στήν ζωή τῶν Ἰσραηλιτῶν καί νά θεωροῦνται σεβαστά ἀπό αὐτούς, πράγμα πού ἐξηγεῖται ἄν δεχθοῦμε ὅτι τά ἱερά αὐτά συνδέονται μέ τήν ζωή τῶν Πατριαρχῶν, ὅπως καί πραγματικά συμβαίνει.
(η) Ἄλλο στοιχεῖο πού δείχνει τήν ἀρχαιότητα τῶν διηγήσεών μας, εἶναι ἡ τελεία σχεδόν ἀπουσία ἀπ᾿ αὐτές τῶν ἱερέων. Ὅλα τά τῆς λατρείας καί αὐτές τίς θυσίες τίς τελοῦν οἱ λαϊκοί, οἱ Πατριάρχες, ἐνῶ στήν μετέπειτα ἐποχή τίς θυσίες τίς τελοῦν οἱ ἱερεῖς.
(θ) Ἀκόμη, ὑπέρ τῆς ἱστορικότητας καί ἀρχαιότητας τῶν διηγήσεών μας τονίστηκε τό ὅτι σ᾿ αὐτές δέν γίνεται καμμιά μνεία τῶν Φιλισταίων, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται στήν Παλαιστίνη τόν ΙΓ΄ αἰώνα π.Χ., τήν ἐποχή, δηλαδή, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καί τῶν Κριτῶν. Ἄρα οἱ διηγήσεις μας περί τῶν Πατριαρχῶν, πού δέν ἀναφέρουν τούς Φιλισταίους, διαμορφώθηκαν πρίν ἀπό τήν περίοδο αὐτή. [5]


Ἐξωβιβλική μαρτυρία περί τῶν Πατριαρχῶν

Ὡς ἐξωβιβλική μαρτυρία γιά τήν ἱστορικότητα τῶν πατριαρχικῶν διηγήσεων τῆς Γενέσεως ἀναφέρουμε τά εὑρεθέντα κατά τό 1929 κείμενα τῆς Ras- Shamra. Τά κείμενα αὐτά προέρχονται ἀπό τόν ΙΣΤ΄ καί ΙΕ΄ αἰώνα π.Χ. καί μᾶς δίνουν εἰκόνα τῆς ζωῆς τῆς Παλαιστίνης κατά τά χρόνια ἐκεῖνα. [6] Σέ ἕνα ἀπό αὐτά τά κείμενα γίνεται λόγος γιά τούς ἀπογόνους ἑνός Τεράχ, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τήν σελήνη καί εἰσβάλλουν στήν Παλαιστίνη. Ἀπό τίς διηγήσεις τῆς Γενέσεως γνωρίζουμε ὅτι ὁ πατέρας τοῦ Ἀβραάμ, πού ἐκαλεῖτο καί αὐτός Τεράχ, προέρχεται ἀπό τήν Χαράν τῆς Μεσοποταμίας, ὅπου ἐπικρατοῦσε κατ᾿ ἐξοχήν ἡ λατρεία τῆς σελήνης, καί εἰσβάλλει μέ ὁμάδα ἰδικῶν του ἀνθρώπων πρός νότον, πρός τήν Παλαιστίνη· γι᾿ αὐτό καί συνταυτίζουν τόν Τεράχ τῶν κειμένων τῆς Ras-Shamra πρός τόν Τεράχ τόν πατέρα τοῦ Ἀβραάμ. Ἀλλά δέν γνωρίζουμε ἄν εἶναι ὀρθή ἡ συνταύτιση αὐτή. Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει μεγάλη σημασία, εἶναι τό ὅτι ἡ εἰκόνα πού μᾶς παρέχουν τά κείμενα αὐτά γιά τήν ζωή τῆς Παλαιστίνης ἀντιστοιχεῖ μέ τήν εἰκόνα πού μᾶς δίνει ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τήν ζωή τῆς ἐποχῆς τῶν Πατριαρχῶν. Συμπέρασμα τῶν παραπάνω εἶναι τό ἑξῆς: «Αἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως προέρχονται ἐκ χρόνων ἀρχαιοτάτων ἐγγύς πρός τά ἀναφερόμενα γεγονότα καί ὅτι παρέχουν ἱστορικά γεγονότα, ἱστορίαν. Βεβαίως μερικά στοιχεῖα ὀφείλονται εἰς τήν λογοτεχνικήν διάνθησιν τῶν διηγήσεων καί μερικαί ἀνωμαλίαι ἑρμηνεύονται ἐκ τοῦ τρόπου τῆς συστάσεως καί τῆς προελεύσεως τῶν διηγήσεων. Ἀλλά ταῦτα δέν ἐμποδίζουν νά διΐδῃ τις τόν ἱστορικόν πυρῆνα καί νά καθορίσῃ τόν γενικόν σκελετόν τῆς ἱστορίας τῆς ὅλης ἐκείνης ἐποχῆς» (Βέλλας), [7] Καί ὁ S. H. Hook λέγει ὅτι, «τό γενικό συμπέρασμα τῶν ἀνασκαφῶν τῆς τελευταίας δεκαετίας ὑπῆρξε νά βεβαιώσωμεν τήν οὐσιώδη ἀκρίβειαν τῆς εἰκόνος τῆς ζωῆς ἐν Χαναάν κατά τήν β΄ χιλιετηρίδα π.Χ., ὡς αὕτη περιγράφεται εἰς τάς περί τῶν Πατριαρχῶν διηγήσεις τῆς Γενέσεως». [8]


Κατάσταση τῆς Παλαιστίνης
κατά τήν ἐποχή τῶν Πατριαρχῶν

Ἄν καί οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως δέν μᾶς παρέχουν κανένα σταθερό σημεῖο γιά τήν χρονολόγηση τῶν Πατριαρχῶν, ὅμως μέ βεβαιότητα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτοί ἐμφανίστηκαν στήν Παλαιστίνη κατά τό πρῶτο ἥμισυ τῆς δευτέρας χιλιετηρίδος π.Χ. (1750 π.Χ.). Ὁ ἐρχομός δέ αὐτός τῶν Πατριαρχῶν στήν Παλαιστίνη νοεῖται εὔκολα ὑπό τό πρῖσμα τῶν μεταναστεύσεων διαφόρων λαῶν, πού συνέβαιναν σέ ὅλα τά μέρη τῆς Ἀνατολῆς καθ᾿ ὅλην τήν δευτέρα χιλιετηρίδα.
1. Κατά τήν ἐποχή αὐτή, πού οἱ Πατριάρχες εἰσέβαλαν καί ἐγκατεστάθησαν στήν Παλαιστίνη, ἡ χώρα αὐτή κατοικεῖται ἀπό Σημιτικούς λαούς. Καί αἰγυπτιακά κείμενα καί ἄλλα μνημεῖα παρουσιάζουν τήν Συρία καί τήν Παλαιστίνη ἀπό τό τέλος τῆς Δ΄ καί τίς ἀρχές τῆς Γ΄ χιλιετηρίδος νά κατοικοῦνται ἀπό Σημῖτες. [9]
Οἱ Πατριάρχες κατέφυγαν στήν Παλαιστίνη, γιατί σ᾿ αὐτήν ὡς ἐπί τό πλεῖστον εἰσέβαλλαν τότε οἱ διάφοροι λαοί μεταναστεύοντες. Ἀλλά καί γενικά ἡ Παλαιστίνη, λόγω τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως, ἀπετέλεσε ἀπό παλαιά τό μῆλο ἔριδος τῶν μεγάλων δυνάμεων, τῶν Βαβυλωνίων καί τῶν Αἰγυπτίων, γιατί βρίσκεται μεταξύ αὐτῶν καί ὅποιος τήν κατακτοῦσε αὐτό ἐσήμαινε ὅτι θά εἶχε καί περαιτέρω διείσδυση. Γι᾿ αὐτό καί οἱ Βαβυλώνιοι ἀπό παλαιά προσπαθοῦσαν νά κυριαρχήσουν τήν Παλαιστίνη. Ἤδη ὁ βασιλεύς τῆς Βαβυλῶνος Σαργών Α΄ (2750 π.Χ.) φέρεται ὅτι κατέκτησε τήν χώρα Amurru, ὅπως ἐκαλεῖτο τότε ἡ Παλαιστίνη, καί μάλιστα τό βόρειο τμῆμα της, ἀπό τούς Ἀμορραίους, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν τότε ἐκεῖ. Παράλληλα ὅμως καί οἱ Αἰγύπτιοι προσπαθοῦσαν νά καταλάβουν τήν Παλαιστίνη. Τελικῶς ὑπέταξε ὁριστικά τήν Παλαιστίνη στήν Αἰγυπτιακή κυριαρχία ὁ Φαραώ Thutmosis Ι (1501-1447 π.Χ.).
Τήν εἰσβολή τῶν διαφόρων φυλῶν στήν Παλαιστίνη κατά τήν περίοδο τοῦ ἐρχομοῦ τῶν Πατριαρχῶν σ᾿ αὐτή τήν μαρτυροῦν καί ἄλλα κείμενα. Πραγματικά κατά τό πρῶτο ἥμισυ τῆς δευτέρας χιλιετηρίδος π.Χ. διάφορα κείμενα μαρτυροῦν ὅτι ἡ Παλαιστίνη βρίσκεται σέ ἀναστάτωση, γιατί διάφορες φυλές εἰσβάλλουν σ᾿ αὐτήν γιά μόνιμη ἐγκατάσταση. Τό ἴδιο μᾶς δείχνει καί ἡ Γένεση γιά τήν Παλαιστίνη τήν περίοδο αὐτή, γιατί μᾶς παρουσιάζει τόν Ἀβραάμ μέ τήν συνοδεία του νά κατέρχεται ἀπό τόν Βορρᾶ στήν Παλαιστίνη καί νά περιφέρεται σ᾿ αὐτήν. Μάλιστα ἡ Γένεση (κεφ. 14) μᾶς λέγει ὅτι ὁ Ἀβραάμ συμμάχησε μέ τούς ἰθαγενεῖς γιά νά ἀποκρούσει τήν ἐπιδρομή ξένων φυλῶν κατά τῆς Παλαιστίνης, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσβάλει σ᾿ αὐτήν μέ τό ἴδιο πνεῦμα πού εἰσέβαλε καί αὐτός, μέ τό πνεῦμα δηλαδή τῶν μεταναστεύσεων τῶν λαῶν. Καί οἱ Ὑξώς [10] διέρχονται καί αὐτοί διά τῆς Παλαιστίνης, γιά νά εἰσβάλουν στήν Αἴγυπτο. Καί οἱ Χεττῖτες κατέρχονται καί αὐτοί ἀπό τόν βορρᾶ πρός νότο. Καί τά κείμενα ὁμοίως τῆς Ras Shamra, γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε, παρουσιάζουν τούς κατοίκους τῆς Νοτίου Παλαιστίνης (Negeb) νά ἀποκρούουν ἐπιδρομεῖς ἐρχομένους ἀπό τόν Βορρᾶ.

2. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά κείμενα πού μνημονεύσαμε, ἀλλά καί ἀπό τά δικά μας κείμενα (Γένεση) καί ἀπό ἄλλες ἀκόμη μαρτυρίες, ἡ κατάσταση τῆς Παλαιστίνης τόν καιρό αὐτό διευκόλυνε γιά τήν κάθοδο ξένων φυλῶν σ᾿ αὐτή. Γιατί ἡ χώρα ἦταν χωρισμένη σέ μικρά κρατίδια μέ ἐπί κεφαλῆς μικρούς βασιλεῖς ἤ δυνάστες, χωρίς ὅμως νά ὑπάρχει συνοχή τῶν κρατιδίων αὐτῶν· λόγω δέ τῆς χαλαρᾶς κυριαρχίας τῆς Αἰγύπτου ἐπί τῆς Παλαιστίνης, τά κρατίδια αὐτά ἀπελάμβαναν ἐλευθερία καί ἀνεξαρτησία. Τήν ἴδια εἰκόνα γιά τήν Παλαιστίνη δίνουν καί οἱ περίφημες ἐπιστολές τῆς Tell el - Amarna. [11] Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ πολιτική κατάσταση τῆς Παλαιστίνης κατά τό α΄ ἥμισυ τῆς Β΄ χιλιετηρίδος π.Χ. ἦταν εὐνοϊκή γιά μιά κάθοδο τοῦ Ἀβραάμ σ᾿ αὐτήν, τήν ὁποία κάθοδο, ἐπαναλαμβάνουμε, πρέπει νά νοήσουμε ὑπό τό πρῖσμα τῶν μεταναστεύσεων τῶν λαῶν κατά τήν ἐποχή αὐτή. Καί σ᾿ αὐτό βλέπουμε πάλι κατά τόν Βέλλα τήν ἱστορικότητα τῶν ἱερῶν διηγήσεών μας.

3. Γιά τό κοινωνικό ἐπίπεδο τῆς Παλαιστίνης κατά τήν ἐποχή τῆς καθόδου τῶν Πατριαρχῶν σ᾿ αὐτήν ἔχουμε νά ποῦμε γενικά τά ἑξῆς: Κατά τό α΄ ἥμισυ τῆς Β΄ χιλιετηρίδος π.Χ., ἐποχή κατά τήν ὁποία, ὅπως εἴπαμε, εἰσῆλθαν οἱ Πατριάρχες στήν Παλαιστίνη, ἡ ἐπαφή τῆς Παλαιστίνης μέ τόν ἐξωτερικό κόσμο ἦταν πολύ στενή καί ἡ διάδοση τοῦ Βαβυλωνιακοῦ καί Αἰγυπτιακοῦ πολιτισμοῦ σ᾿ αὐτήν ἦταν καί αὐτή πολύ εὐρεῖα, γιατί ὑπῆρχε μεγάλη ἐμπορική ἐπικοινωνία καί ἐπαφή μέ τίς χῶρες αὐτές. [12] Ὅπως εἶναι φυσικό, στά βόρεια μέρη τῆς χώρας ἐπικρατοῦσε ὁ Βαβυλωνιακός πολιτισμός, ἐνῶ στά νότια ὁ Αἰγυπτιακός. Περιττόν νά ποῦμε ὅτι οἱ πολιτισμοί αὐτοί προήγαγον κατά πολύ τήν ζωή τῶν κατοίκων σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις.
Κατά τήν περίοδο αὐτή γιά τήν ὁποία μιλοῦμε ὁ λαός τῆς Παλαιστίνης εἶχε μεταβεῖ ἀπό τήν νομαδική (ποιμενική) στήν γεωργική ζωή. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τίς διηγήσεις τῆς Γενέσεως, ἀλλά καί ἀπό αὐτά τά κείμενα τῆς Ras Shamra, γι᾿ αὐτό καί οἱ λατρευόμενοι θεοί στά κείμενα αὐτά καί οἱ τελούμενες γι᾿ αὐτούς λατρευτικές πράξεις συνδέονται μέ τήν καλλιέργεια τῆς γῆς, τήν βλάστηση καί τήν καλή συγκομιδή. Οἱ ἄνθρωποι καλλιεργοῦν τούς ἀγρούς, τούς κήπους καί τούς ἀμπελῶνες καί περιποιοῦνται τούς ἐλαιῶνες. [13]
Μαζί μέ τήν ἀγροτική ζωή κατά τήν ἐποχή αὐτή ἦταν ἀνεπτυγμένη καί ἡ ἀστική ζωή. Ἤδη κατά τήν 3η χιλιετηρίδα ὑπάρχουν στήν Παλαιστίνη οἰκοδομημένες μεγάλες καί σπουδαῖες πόλεις, μέ πολλή τέχνη καί ἀσφάλεια, ὅπως τό δεικνύουν τά τείχη τῆς Ταανάχ, τῆς Μεγιδδώ καί πρό παντός τῆς Ἱεριχοῦς. Ὁμοίως ἐξασκοῦνται καί ἐξελίσσονται κατά τήν ἐποχή αὐτή διάφορα ἐπαγγέλματα: Τοῦ μεταλλουργοῦ, πού κατασκευάζει ἀπό χαλκό, χρυσό καί ἄργυρο διάφορα ἀντικείμενα καί κοσμήματα· τοῦ κεραμοποιοῦ, τοῦ ξυλουργοῦ καί ἰδιαίτερα τοῦ ὑφαντουργοῦ, πού κατασκευάζει ὡραῖες κεντητές καί πολύχρωμες ἐνδυμασίες, ὅπως αὐτό τό προϋποθέτει καί ἡ Παλαιά Διαθήκη (Γεν. 37,3). Ἀλλά καί ἄλλα ἐπαγγέλματα, ὅπως τοῦ κουρέως, τοῦ μυροποιοῦ, τοῦ ὑποδηματοποιοῦ κ.ἄ. ἐξασκοῦνται μέ εὐρύτητα στίς πόλεις. Παράλληλα σέ ὅλη τήν χώρα διεξάγεται ζωηρό ἐμπόριο, τό ὁποῖο μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀναπτύσσεται περισσότερο. Διάφορα πλοῖα εἰσπλέουν καί ἐκπλέουν ἀπό τούς λιμένας τῆς Παλαιστίνης, διενεργοῦντα τό ἐμπόριο αὐτό. Ἐπίσης, ὅπως βλέπουμε καί στίς διηγήσεις τῆς Γενέσεως, καί πολλά καραβάνια ἀπό καμῆλες, φορτωμένες μέ διάφορα ἀντικείμενα, διαυλακώνουν τήν χώρα σέ ὅλες τίς κατευθύνσεις.

4. Παράλληλα μέ τό κοινωνικό καί τό πνευματικό ἐπίπεδο τῆς Παλαιστίνης ἦταν ἐξυψωμένο κατά τήν περίοδο αὐτή. Ἡ συχνή καί στενή ἐπικοινωνία μέ τούς Βαβυλωνίους ἔφερε στήν Παλαιστίνη τά πνευματικά δημιουργήματα τοῦ Βαβυλωνιακοῦ πολιτισμοῦ. Στήν Παλαιστίνη τώρα γίνονται γνωστοί οἱ μύθοι τῶν Βαβυλωνίων γιά τήν γένεση τοῦ κόσμου, γίνονται γνωστές οἱ θρησκευτικές παραστάσεις καί ἡ λατρεία τους, ὅπως ἐπίσης ὁ λαός τῆς Παλαιστίνης μαθαίνει τήν βαβυλωνιακή ποίηση καί φιλολογία καί ἀνοίγει ἔτσι ὁ ὁρίζοντας τῆς σκέψεως καί τῆς διανοήσεώς του. Ἀκόμη καί τά πνευματικά δημιουργήματα τοῦ Αἰγυπτιακοῦ πολιτισμοῦ εἰσέρχονται καί αὐτά στήν Παλαιστίνη, σέ μικρότερη ὅμως κλίμακα καί κυρίως στό νότιο τμῆμα της. Οἱ διατάξεις τοῦ περιφήμου Κώδικος τοῦ Hammurapi ἔγιναν καί αὐτές γνωστές στήν Παλαιστίνη, καί μάλιστα οἱ κάτοικοι ρύθμιζαν σύμφωνα μέ αὐτές τήν ζωή τους.

5. Σχετικά μέ τήν γλώσσα καί τήν γραφή πού χρησιμοποιοῦν στήν Παλαιστίνη κατά τήν περίοδο αὐτή πού μελετᾶμε λέγουμε ὅτι οἱ κάτοικοί της μιλοῦσαν τήν Χαναανιτική γλώσσα, τήν γλώσσα πιθανόν τῶν κειμένων τῆς Ras Shamra, ἐνῶ ἡ Βαβυλωνιακή γλώσσα, πού ὁμιλεῖτο στά ἀνώτερα στρώματα, ἦταν γλώσσα τῆς διπλωματίας. Σέ αὐτή τήν γλώσσα καί σέ σφηνοειδῆ γραφή ἐγράφοντο τά ἐπίσημα κείμενα καί ἡ διπλωματική ἀλληλογραφία. Τό μέγα ὅμως γεγονός πού συντελεῖται κατά τήν ἐποχή αὐτή στά μέρη τῆς Συρίας καί τῆς Παλαιστίνης εἶναι ἡ δημιουργία ἀλφαβήτου πρίν ἀκόμη καί ἀπό τήν δημιουργία τοῦ Φοινικικοῦ ἀλφαβήτου. Στό ἀλφάβητο αὐτό εἶναι γραμμένα καί τά κείμενα τῆς Ras Shamra· ἀποτελεῖται δέ τό ἀλφάβητο αὐτό ἀπό 24 γράμματα μέ ὁρισμένη φθογγολογική σημασία. Ἔτσι, ἀντί τῆς πολύπλοκης σφηνοειδοῦς γραφῆς μέ τά πολυάριθμα σημεῖα καί συμπλέγματά της, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πιά ἕνα ἁπλούστερο σύστημα καί μπορεῖ νά γράφει καί νά διαβάζει μέ εὐχέρεια. Ὁ σχηματισμός τοῦ ἀλφαβήτου αὐτοῦ πρέπει νά ἔγινε κατά τό πρῶτο ἥμισυ τῆς Β΄ χιλιετηρίδος π.Χ., ἀφοῦ τά κείμενα τῆς Ras Shamra, πού εἶναι γραμμένα μέ τό ἀλφάβητο αὐτό, ἀνήκουν στόν ΙΣΤ΄ ἤ ΙΕ΄ αἰώνα. Τά κείμενα πάντως αὐτά δείχνουν ὅτι καί προτοῦ ἀκόμη νά καταγραφοῦν οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως ὑπῆρχε στήν Παλαιστίνη καί τήν Συρία ἀνεπτυγμένη γραπτή φιλολογία, διηγηματογραφία καί ποίηση μέ θρησκευτικό κυρίως περιεχόμενο. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Ἀβραάμ κατέβηκε ἀπό τόν Βορρᾶ στήν Παλαιστίνη, ἕνας πλούσιος πνευματικός κόσμος ἦταν δημιουργημένος σ᾿ αὐτήν.
6. Ἡ θρησκεία τῆς Παλαιστίνης κατά τήν ἐποχή τῆς καθόδου τῶν Πατριαρχῶν σ᾿ αὐτή εἶναι ὁ πολυθεϊσμός, συχνά δέ ἔρχονται ἀπ᾿ ἔξω καί ἄλλοι λατρευόμενοι θεοί. Ἐπί κεφαλῆς ὅλων τῶν θεῶν, κατά τά κείμενα τῆς Ras Shamra, εἶναι ὁ Ἔλ, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ὡς βασιλεύς καί ἀνώτερος κριτής, προικισμένος μέ σοφία καί δύναμη. Σύζυγος τοῦ θεοῦ αὐτοῦ εἶναι ἡ Ἀστάρτη, ἡ θεά τῆς γονιμότητας. Ἡ θεά αὐτή ἔχει πολλά εἰδώλια καί παραστάσεις καί αὐτό δείχνει τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε ὁ λαός σ᾿ αὐτήν, ὡς θεά τῆς γονιμότητας. Ὡς υἱός τοῦ Ἔλ στά κείμενα τῆς Ras Shamra εἶναι ὁ Βάαλ, ὁ πάροχος τῆς βροχῆς. Καί οἱ Βαβυλώνιοι εἶχαν ἕναν τέτοιο θεό, τόν Hadad, καί φαίνεται ὅτι ὁ Βάαλ ταυτίζεται μέ τόν θεό αὐτόν. Μέ τόν Βάαλ στά κείμενα τῆς Ras Shamra ταυτίζεται καί ὁ Ἀλιγιάν, λεγόμενος Ἀλιγιάν Βάαλ. Αὐτός ἀντιπροσωπεύει τήν βλάστηση καί ἔχει ὡς ἐχθρό τόν Mot, τόν θεό τοῦ καύσωνα καί τῆς ξηρασίας, ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει τόν θάνατο τοῦ θεοῦ Βάαλ, τόν ὁποῖον ἀναζητεῖ μέ θρῆνο ἡ ἀγαπημένη του Ἀνάθ. [14]
Οἱ θεοί αὐτοί, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι, λατρεύονται σέ ἱερά πού εἶναι ἱδρυμένα πάνω σέ λόφους κοντά σέ πηγές καί δένδρα. Ἐκεῖ προσέφεραν αἱματηρή θυσία, ἔπιναν οἶνο καί ἔκαναν ἱερό χορό, ὅπως καί σέ τέτοια ἱερά ἐξασκεῖτο ἐπίσης ὁ ἱερός γάμος καί ἡ λιθολατρεία. Σέ προηγούμενες ἐποχές προσέφεραν ἀκόμη καί ἀνθρώπους γιά θυσία (πρβλ. Γεν. 22,1 ἑξ.). Παράλληλα πρός τούς θεούς πίστευαν καί στούς δαίμονες, καλούς καί κακούς. Ἐπίσης πίστευαν στήν ἐξακολούθηση τῆς ζωῆς μετά θάνατο, γι᾿ αὐτό καί εἶχαν ἀφιερώματα στούς τάφους. Ἡ νεκρομαντεία καί ἡ μαγεία κατά τήν ἐποχή αὐτή ἦταν καί αὐτές εὐρύτατα διαδεδομένες στήν Παλαιστίνη.
Αὐτή γενικά εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς θρησκευτικῆς, πολιτικῆς καί πολιτιστικῆς καταστάσεως τῆς Παλαιστίνης τήν ἐποχή πού οἱ Πατριάρχες εἰσῆλθαν στήν χώρα αὐτή.

(Συνεχίζεται)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Ὁ Καθηγητής Βέλλας λέγει ὡραῖα μέ τήν χαρακτηρίζουσαν αὐτόν ἰδίαν γλαφυράν ἔκφρασιν: «Ἡ στοματική αὐτή παράδοσις ἀρχίζει νά διαμορφώνεται ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς Πατριαρχικῆς ἐποχῆς. Ἐκεῖ παρά τάς προχείρους κατασκηνώσεις, ὅπου κατηυλίζοντο οἱ μετά τῶν Πατριαρχῶν εἰς Παλαιστίνην κατελθόντες, παρά τάς πηγάς καί τά φρέατα, ὅπου συνηθροίζοντο οἱ νομαδικόν βίον διάγοντες ἀπόγονοι τῶν Πατριαρχῶν, παρά τά ἱερά ὅπου συνήρχοντο νά τελέσουν τά τῆς λατρείας των, παρά τάς πύλας τῶν πόλεων, ὅπου ἐξελίσσετο ἡ ζωή τῶν πόλεων, οἱ Ἰσραηλῖται διηγοῦντο τάς πράξεις καί τά κατορθώματα τῶν Πατριαρχῶν, ὧν αἱ μορφαί μέ τήν πάροδον τοῦ χρόνου ἐξιδανικεύοντο καί αἱ πράξεις καί τά ἔργα αὐτῶν ἐλάμβανον πλέον ἐν τῇ στοματικῇ παραδόσει τήν μορφήν τῆς διηγήσεως, ἐνῷ καί ἀοιδοί δέν ἔλειπον, οἵτινες ἐν ποιητικῷ λόγῳ ἐξύμνουν τά κατορθώματα τῶν Πατριαρχῶν ἐκείνων. Οὕτω σύν τῷ χρόνῳ δημιουργοῦνται αὐτοτελεῖς διηγήσεις καί κύκλοι διηγήσεων, οἵτινες ὡς κέντρον ἔχουν τούς διαφόρους τόπους, δι᾿ ὧν διῆλθον ἤ ἐν οἷς κατεσκήνωσαν οἱ Πατριάρχαι. Αἱ διηγήσεις αὗται ποικίλλουσαι κατ᾿ ἀρχάς, κατά τόπους ἤ καί κατά φυλάς, προσλαμβάνουν σύν τῷ χρόνῳ ὡρισμένην σταθεράν μορφήν πρίν ἤ καταγραφοῦν. Ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως παρέλαβε τάς διηγήσεις ἀποτετελεσμένας ἤδη ἐκ τῆς στοματικῆς παραδόσεως καί ἀπετέλεσε ὁλόκληρον τόν κύκλον τῶν Πατριαρχικῶν διηγήσεων. Ἡ ἀνάλυσις τῶν οὕτω καταγεγραμμένων διηγήσεων δεικνύει ὅτι ὁ καταγράψας αὐτάς δέν ἐπεξειργάσθη αὐτάς κατά τρόπον ἀλλοιοῦντα οὐσιωδῶς τόν χαρακτῆρα αὐτῶν. Ἐντεῦθεν ἑρμηνεύεται καί ἡ αὐτοτέλεια τῶν διηγήσεων καί τά λοιπά χαρακτηριστικά των, ὡς καί ἡ ὡραιότης καί ἡ χάρις, ἥτις ἀπανθεῖ ἐπί τῶν διηγήσεων, αἱ ὁποῖαι προέρχονται ἐκ τῆς στοματικῆς παραδόσεως, ἐκ τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ.» (Θρησκευτικαί Προσωπικότητες Π.Δ. τόμ. Α΄, σ. 13.14). Βλ. καί Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1993, σ. 33.37.)
[2] Γι᾿ αὐτόν τόν Wellhausen († 1918), ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀρχηγός σχολῆς φερούσης τό ὄνομά του, ὁ ἰσχυρός ἀντίπαλός του καί νικητής του μακαριστός Καθηγητής μας Π. Μπρατσιώτης λέγει μέ τό ἰδιάζον εἰς αὐτόν καλπάζον καί μεγαλοπρεπές ὕφος τῆς πέννας του: «Ἦτο (ὁ Wellhausen) ἀνήρ ἐκτάκτου μέν ὀξυνοίας καί σπανίας φιλολογικῆς συγκροτήσεως καί θαυμαστῆς πολυμαθείας, ἅμα δέ καί πειστικωτάτου καλάμου, ἀλλ᾿ εἰς ἄκρον αὐθαίρετος καί ριζοσπαστικός καί ὕβρεως πρός τούς ἄλλως φρονοῦντας ἔμπλεως» (Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1936, σ. 21).
[3] Βλ. καί τίς Εἰσαγωγές στήν Πεντάτευχο τῶν ἔργων The Jerome Biblical Commentary, La Sante Bible, La Genese κ.ἄ. Κονιορτοποίηση ὅμως τῆς θεωρίας τοῦ Wellhausen βλ. στό ἀναφερθέν ἔργο τοῦ Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Π. Δ., σ. 82-147. Γιά τήν ἱστορικότητα γενικά τῶν πατριαρχικῶν διηγήσεων βλ. W. F. Albright, Von der Steinzeit zum Christentum 1949 σ. 60 ἑξ. R. Kittel, Geschichte des Volkes Israel6 1923. A. Alt, Der Gott der Väter 1929. O. Procksch, Theologie des A.T. 1950 κ.λπ.
[4] Βέλλας, Θρησκευτ. Προσωπικ. τῆς Π. Δ. τόμ. Α΄, σ. 13.
[5] Βλ. γιά τά παραπάνω τό μνημονευθέν ἔργο τοῦ Β. Βέλλα, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π. Δ. τόμ. Α΄, σ.13. 14. Ἐπίσης βλ. Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1993, σ. 88 -147.
[6] Τά κείμενα αὐτά, ὅπως ἀποδείχθηκε μέ τήν ἐπιτυχῆ ἀνάγνωσή τους ἀπό τούς Η. Bauer καί E. Dhorme, ἔχουν κυρίως θρησκευτικό περιεχόμενο καί περιλαμβάνουν μύθους καί διηγήσεις καί ἀνήκουν, ὅπως εἴπαμε, στόν ΙΣΤ΄ ἤ ΙΕ΄ αἰώνα π.Χ. Εἶναι δέ γραμμένα σέ γλώσσα Σημιτική, τήν ὁποίαν ὀνόμασαν πρωτοεβραϊκή. Βλ. Ἀθ. Χαστούπη, Τά ἐν Ras-Shamra (ἀρχ. Ugarit) ἀρχαιολογικά εὑρήματα 1951, ὅπου καί βιβλιογραφία. Βλ. ἐπίσης περί τῆς Οὐγγαρίτ τά διάφορα ἔργα τοῦ Peter C. Craigie καθώς καί τό ὑπόμνημά του στούς Ψαλμούς εἰς τήν Σειρά Word Biblical Commentary, Dallas, Texas, ὅπου σχετική βιβλιογραφία. Bλ. ἐπίσης Marguerite Yon, The City of Ugarit at Tell Ras Shamra, Eisenbrauns, 2006. Schaeffer C.F.A., The Cuneiform Texts of Ras Shamra-Ugarit, 1939. J. Obermann, Ugaritic Mythology, 1948. Rolles D. A., Canaanite Myths and Legends, 1956. Gordon C. H., Ugarit and Minoan Crete, 1966. Whitaker R., Concordance of the Ugaritic Literature, 1972. Stanislav S., A Basic Grammar of the Ugaritic Language, 1985. Βλ. ἐπίσης τήν ἐκτενῆ βιβλιογραφία γιά τήν οὐγγαριτική γλώσσα στό βιβλίο J. H. Hospers, A Basic bibliography for the Study of the Semitic languages, volume 1, 1973, Leiden, Netherlands, σελ. 127 ἑξ. Πολλά κείμενα τῆς Ras-Shamra ἔχουμε μεταφρασμένα στήν συλλογή τοῦ J. Pritchard ANET (Ancient Near Eastern Texts 2, 1955).
[7] Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π.Δ. τόμ. Α΄, σ.16.
[8] Στό βιβλίο του Archaeology and the Old Testament, 1938. (Παρά Β. Βέλλα, ὅπ. παρ. σ.15.16.)
[9] Σημῖτες εἶναι οἱ λαοί πού παλαιότερα κατοικοῦσαν τήν Βαβυλώνα, Ἀσσυρία, Φοινίκη, Παλαιστίνη, Σιναϊτική Χερσόνησο, Ἀραβία, Αἰθιοπία καί πολλά παράλια τῆς Ἀφρικῆς. Λέγονται ἔτσι, γιατί, κατά τόν γενεαλογικό πίνακα Γεν. κεφ. 10, αὐτοί κατάγονται ἀπό τόν Σήμ, τόν υἱό τοῦ Νῶε. Κατά πᾶσαν πιθανότητα οἱ λαοί αὐτοί, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν συγγένεια στήν ἐν γένει ζωή τους, ξεκινοῦν κατά κύματα ἀπό τήν Ἀραβία καί καταλαμβάνουν τόν παραπάνω γεωγραφικό χῶρο. Βλ. Β. Βέλλα, Χρονολογικοί Πίνακες τῆς Ἰσραηλιτικῆς Ἰστορίας, Ἀθῆναι 1956, σ. 8.9.
[10] Οἱ Ὑξώς εἶναι λαός μή Σημιτικῆς προελεύσεως καί πιθανόν κατῆλθαν ἀπό τήν Μεσοποταμία πρός Νότο περί τό τέλος τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος π.Χ. Ἦταν τόσο ἰσχυροί, ὥστε, ὅταν ἔφθασαν στήν Αἴγυπτο διά μέσου τῆς Παλαιστίνης, κατόρθωσαν νά ἐκδιώξουν τήν Αἰγυπτική δυναστεία καί νά κυριαρχήσουν γιά ἕνα περίπου αἰώνα (1700-1600 π.Χ. Ἐποχή τῶν Ὑξώς).
[11] Οἱ ἐπιστολές αὐτές προέρχονται ἀπό τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ ΙΔ΄ αἰ. π.Χ. σέ βαβυλωνιακή γλώσσα καί σφηνοειδῆ γραφή γραμμένες. Ἀπευθύνονται ἀπό τούς ἡγεμόνες τῆς Συρίας καί τῆς Παλαιστίνης πρός τόν Φαραώ Ἀμένωφιν Γ΄ (1413-1377) καί Ἀμένωφιν Δ΄ (1377-1360). Οἱ ἐπιστολές ἀνακαλύφθηκαν τό 1887 στήν Αἴγυπτο παρά τήν Tell el - Amarna στά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας πρωτεύουσας τοῦ Ἀμένωφι Δ΄.
[12] Πραγματικά, κατά τήν ὑπ᾿ ὄψιν χρονική περίοδο διά τῶν τότε ἐπικοινωνιακῶν μέσων διεξήγετο μεγάλη ἐπικοινωνία τῆς Παλαιστίνης μέ τά τότε μεγάλα κέντρα: Μία μεγάλη ὁδική ἀρτηρία ἀπό τήν Αἴγυπτο διά μέσου τῆς Σιναϊτικῆς Χερσονήσου ἔβαινε κατά μῆκος τῶν παραλίων τῆς Παλαιστίνης μέχρι τοῦ Καρμήλου καί ἀπό ἐκεῖ συνεχιζόταν πρός βορρᾶν· ἄλλη δέ διακλάδωση αὐτῆς τῆς ἀρτηρίας ἀπό τόν Κάρμηλο, κατευθυνομένη πρός Ἀνατολάς καί διερχομένη τόν Ἰορδάνη, κατέληγε στήν Δαμασκό, ἡ ὁποία μέ ὁδικό δίκτυο συνδεόταν μέ τήν Ἀσσυρία καί τήν Βαβυλώνα. Ἄλλη ὁδός, πού ἄρχιζε ἀπό τόν κόλπο τῆς σημερινῆς Ἄκκαβα καί ἔβαινε ἀνατολικά τῆς Ν. Θαλάσσης καί τοῦ Ἰορδάνου, συνέδεε τήν Παλαιστίνη μέ τήν Ἐρυθρά Θάλασσα. Ἡ θαλασσία ἔπειτα ὁδός διά τῆς Μεσογείου συνέδεε τήν Παλαιστίνη μέ τήν Μεσόγειο Θάλασσα. Διά μέσου τῶν κυρίων αὐτῶν ἀρτηριῶν διεξήγετο ζωηρό τό ἐμπόριο καί διά τῆς Παλαιστίνης ἐπικοινωνοῦσε ἡ Ἀσία μέ τήν Αἴγυπτο.
[13] Ἕνας Αἰγύπτιος πολιτικός φυγάς, Sinuhe ὀνόματι, ὁ ὁποῖος βρῆκε ἄσυλο στήν Παλαιστίνη, περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν ἀφθονία τῶν καρπῶν τῆς γῆς στήν Παλαιστίνη κατά τήν περίοδο αὐτή: «Σῦκα ὑπῆρχαν ἐκεῖ καί σταφυλαί, περισσότερο κρασί παρά νερό. Ἄφθονον ἦτο τό μέλι καί τό λάδι καί διάφοροι ὀπῶραι ἐκρέμαντο ἀπό τῶν δένδρων της. Σῖτος καί κριθή ὑπῆρχον καί ἀναρίθμητα ποίμνια... Καθ᾿ ἡμέραν εἶχον ἄρτον καί οἶνον, κρέας, χῆνας ψητάς καί θηράματα κυνηγίου· γάλα καί παντοειδῆ ἄλλα κατασκευάσματα» (H. Gressmann, Altorientalische Bibel zum Alten Testament2, παρά Β. Βέλλα, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες Α΄, σ.19.20).
[14] Τό ἴδιο θέμα ἔχουμε ἐδῶ τῆς θνησκούσης καί ἀναζωογονουμένης φύσεως, πού βρίσκουμε στούς μύθους τοῦ Ταμμούζ, Ἀδώνιδος καί Ὀσίριδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.