Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (2)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου



 (Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)
 
Χρονολόγηση τῆς ἐποχῆς
τῶν Πατριαρχῶν*

Δυστυχῶς οὔτε ἡ ἴδια ἡ Παλαιά Διαθήκη, οὔτε ἄλλες ἐξωβιβλικές μαρτυρίες μᾶς δίνουν τήν δυνατότητα νά χρονολογήσουμε ἀκριβῶς τούς Πατριάρχες. Μέ βάση ὅμως τό 14ο κεφ. τῆς Γενέσεως μέ βεβαιότητα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῶν Πατριαρχῶν λαμβάνει χώρα τό πρῶτο ἥμισυ τῆς Β΄ χιλιετηρίδος π.Χ.
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ Ἀβραάμ φέρεται ὅτι ἐνίκησε τέσσερις βασιλεῖς καί μεταξύ αὐτῶν τόν Ἀμαρφάλ, ὅπως τόν λέγουν οἱ Ο΄ (Ἑβρ. Amraphel) τόν βασιλέα τῆς Σεναάρ. Τόν Amraphel δέ αὐτόν συνταυτίζουν μέ τόν βασιλέα τῆς Βαβυλῶνος Χαμμουραμπί (Hammurapi) [15] καί ἔτσι τόν Ἀβραάμ τόν θεωροῦν σύγχρονο μέ τόν βασιλέα αὐτόν, μέ τόν περίφημο τῆς ἱστορίας Χαμμουραμπί. Παλαιότερα δέ, ὅλοι σχεδόν οἱ ἱστορικοί, τοποθετοῦσαν τόν Hammurapi περί τό 2.000 π.Χ. Μετά ὅμως τήν ἀνακάλυψη τῶν κειμένων τῶν Mari, [16] ἡ βασιλεία τοῦ Hammurapi τοποθετήθηκε λίγο νωρίτερα, περί τό τέλος τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος π.Χ. Ἑπομένως καί γιά τόν Ἀβραάμ πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι ἦρθε στήν Παλαιστίνη κατά τόν ΙΗ΄ αἰώνα π.Χ. Ἄς λάβουμε ὅμως ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ συνταύτιση τοῦ Amraphel καί τοῦ Hammurapi δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀσφαλής καί ἀκόμη ἔχουν διατυπωθεῖ ἀμφιβολίες γιά τήν ἱστορικότητα τοῦ 14ου κεφ. τῆς Γενέσ. [17]
Ὅμως ὁ Βέλλας λέγει: «Κατά τήν γνώμην μου τό Γεν. 14 πρέπει νά ἔχει ἱστορικόν πυρῆνα». Καί δίνει ἐπιχειρήματα γιά τήν ἱστορικότητα τοῦ ἀξιολόγου αὐτοῦ κεφαλαίου. Κατά πρῶτον, ὅλη ἡ διήγηση εἶναι ἀρχαϊκή. Τά ὀνόματα τῶν βασιλέων πού ἐνίκησε ὁ Ἀβραάμ φαίνεται νά εἶναι Ἐλαμιτικά καί τά γεωγραφικά ὀνόματα ἐπίσης εἶναι καί αὐτά γνωστά καί ὄχι φανταστικά. Ἀλλά καί τό ἄλλο ἀκόμη εἶναι ἀξιοπρόσεκτο: Οἱ διηγήσεις τῆς Γενέσεως οἱ σχετικές μέ τόν Ἀβραάμ δέν τόν παρουσιάζουν πουθενά ἥρωα πολεμικῶν κατορθωμάτων. Τό ὅτι ὅμως στό κεφάλαιό μας ὁ Ἀβραάμ παρουσιάζεται ὡς τοιοῦτος, γιατί φαίνεται ὅτι νίκησε τέσσερις βασιλεῖς, πρέπει σ᾿ αὐτό νά δοῦμε ἱστορική ἀλήθεια. Ὁμοίως φαίνεται ὡς πολύ πιθανή ἡ ταύτιση τοῦ Amraphel καί τοῦ Hammurapi, ἄν βεβαίως τά ὀνόματα παραδόθηκαν ἀκριβῶς. Ἀλλά, ἄν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν τήν φύση τῶν κειμένων δέν μποροῦμε, δυστυχῶς, νά μιλήσουμε μέ βεβαιότητα γιά τό θέμα καί μόνο μέ πιθανότητα μπορεῖ νά λεχθεῖ ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἔζησε κατά τό τέλος τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος.
Τήν ἴδια ἀβεβαιότητα μᾶς παρέχουν καί τά κείμενα τῆς Ras Shamra. Μνημονεύουν βέβαια τά κείμενα αὐτά τά ὀνόματα Τεράχ, Ἀσσέρ καί Ζαβουλών, ἀλλά ἡ συνταύτισή τους μέ τά γνωστά ὀνόματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι μόνο πιθανή, γιατί δέν γνωρίζουμε πῶς ἀκριβῶς φωνηεντίζονται καί διαβάζονται ἀπό τά κείμενα τῆς Ras Shamra τά ὀνόματα αὐτά. Μέ μεγάλη πιθανότητα πάντως λέγουμε ὅτι, λόγω τοῦ ἀκριβέστερου καθορισμοῦ τῆς βασιλείας τοῦ Hammurapi, μετά τήν ἀνακάλυψη τῶν κειμένων τῶν Mari, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, καί λόγω τοῦ ἀσφαλέστερου καθορισμοῦ τῆς χρονολογίας τῆς Ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο, ὅπως θά ποῦμε στό κεφ. τοῦ Μωυσέως, τοποθετοῦν τόν Ἀβραάμ μερικές ἑκατοντάδες μετά τό 2.000 π.Χ.


ΑΒΡΑΑΜ*

1. Κατά τήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Ἀβραάμ ἦταν υἱός τοῦ Τεράχ, τόν ὁποῖον οἱ Ο΄ ὀνομάζουν Θάρρα. Ὁ Θάρρα εἶχε καί ἄλλους δύο υἱούς, τόν Ναχώρ καί τόν Χαράν (κατά τούς Ο΄ Ἀρράν), καταγόταν δέ, ὅπως μᾶς λέγει τό Ἑβραϊκό κείμενο (Γεν. 11,31), ἀπό τήν Οὔρ τῶν Χαλδαίων, [18] πού βρισκόταν στήν δεξιά ὄχθη τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ, κοντά στίς ἐκβολές του, μιά περιοχή στήν ὁποία ἤκμαζε ὁ πολιτισμός τῶν Σουμερίων. [19] Πολλά στοιχεῖα ἀπό τόν πολιτισμό αὐτόν παρέλαβαν οἱ Σημῖτες, Βαβυλώνιοι καί Ἀσσύριοι, πού ἦρθαν μετά στήν περιοχή αὐτή.
Ἄγνωστοι λόγοι, τούς ὁποίους ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν ἀναφέρει, ἀναγκάζουν τόν Τεράχ, τόν πατέρα τοῦ Ἀβραάμ, νά φύγει ἀπό τήν Οὔρ μέ τόν Ἀβραάμ, τόν ἀνεψιό του τόν Λώτ καί τίς οἰκογένειές τους μέ κατεύθυνση πρός τήν Χαναάν (Γεν. 11,31). Ὅταν ὅμως ὅλη αὐτή ἡ συνοδεία ἔφθασε στήν Χαρράν τῆς Μεσοποταμίας, πέθανε ἐκεῖ ὁ Τεράχ (Γεν. 11,32). [20] Τήν συνέχιση τώρα τῆς πορείας τους πρός τήν Παλαιστίνη τήν ἀνέλαβε ὁ Ἀβραάμ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καί ὑποσχέθηκε στόν Ἀβραάμ νά τοῦ δώσει γιά κληρονομία τήν γῆ τῆς Παλαιστίνης (Γεν. 12,1 ἑξ.). Καί ὁ Ἀβραάμ, χωρίς καμμία ἀντίρρηση, ὑπήκουσε στήν θεία διαταγή καί ἔφυγε πρός Νότο μαζί μέ τόν Λώτ.
Ἀσφαλῶς ὅμως τίς μετακινήσεις αὐτές πρέπει νά τίς νοήσουμε, ὅπως εἴπαμε, ὑπό τό πρῖσμα τῶν μεταναστεύσεων τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖες παρατηροῦνται πράγματι σέ ὅλη τήν περίοδο αὐτή. Ἔτσι γενικά πρέπει νά νοήσουμε ὅτι ὑπό τήν ἀρχηγία τοῦ Ἀβραάμ μετακινοῦνται πρός τόν νότο Σημιτικά φῦλα.

2. Οἱ διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παρουσιάζουν τώρα τόν Ἀβραάμ νά εἰσβάλει στήν Παλαιστίνη καί νά φθάνει στό κέντρο της περίπου, τήν Συχέμ, πού ἦταν περίφημη γιά τήν ἱερά δρῦ (βελανιδιά) πού βρισκόταν σ᾿ αὐτή (Γεν. 12,6). Ἐδῶ κατασκήνωσε γιά ἕνα μικρό διάστημα ὁ Ἀβραάμ, στόν ὁποῖον ἐμφανίστηκε πάλι ὁ Θεός, γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἀβραάμ τοῦ ἔκτισε θυσιαστήριο (Γεν. 12,7). Ὕστερα ἀπό κάποιο χρόνο ὁ Ἀβραάμ ἔφυγε ἀπό τήν Συχέμ κατευθυνόμενος πρός τά ὀρεινά μέρη καί κατασκήνωσε μεταξύ τῆς Βαιθήλ καί τῆς Ἀγγαί (Γεν. 12,8), ἀλλά καί ἀπό ἐκεῖ ἔφυγε μετά ἀπό κάποιο σύντομο διάστημα πορευόμενος πρός Νότο. Ἀπό ἐδῶ οἱ πηγές μας παρουσιάζουν τόν Ἀβραάμ νά καταφεύγει στήν Αἴγυπτο λόγω λιμοῦ (Γεν. 12,10 ἑξ.). Ὁ λιμός ἐμάστιζε συχνά τήν Παλαιστίνη καί ὅλοι οἱ νομάδες λαοί ἤθελαν νά καταφύγουν στήν Αἴγυπτο, «τόν σιτοβολῶνα τῆς Ἀνατολῆς», ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ Βέλλας.
Ἐδῶ στήν Αἴγυπτο ἔχουμε τό ἐπεισόδιο τοῦ Ἀβραάμ μέ τόν Φαραώ, ὁ ὁποῖος πῆρε στόν οἶκο του τήν Σάρα, τήν ὁποία ὁ Ἀβραάμ παρουσίασε ὡς ἀδελφή του φοβούμενος μήπως λόγω τῆς ὡραιότητάς της φονευθεῖ ἀπό τούς Αἰγυπτίους. Μέ τήν ἐπέμβαση ὅμως τοῦ Θεοῦ, ὁ Φαραώ ἔδωσε πάλι τήν Σάρα στόν Ἀβραάμ καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά τοῦ ἔδωσε καί πλούσια δῶρα καί ἔτσι αὐτός ἐπέστρεψε στήν Παλαιστίνη (Γεν. 12,18 ἑξ.). Ὅπως φαίνεται καθαρά, τό θέμα τοῦ ἐπεισοδίου αὐτοῦ εἶναι ἡ ὡραιότητα τῆς Σάρας· ἀπό τήν κατάληξη ὅμως τοῦ ἐπεισοδίου φαίνεται ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἔφυγε ἀπό τήν Αἴγυπτο γιατί πιέστηκε ἀπό τούς Αἰγυπτίους νά πράξει ἔτσι. Ὅταν ἔφθασε λοιπόν ἀπό τήν Αἴγυπτο στήν Παλαιστίνη ὁ Ἀβραάμ ἦλθε στήν Βαιθήλ, ἐκεῖ ὅπου εἶχε κατασκηνώσει παλαιότερα μεταξύ Βαιθήλ καί Ἀγγαί καί εἶχε κτίσει θυσιαστήριο (Γεν. 12,8).
Ἕνα τμῆμα ὅμως τῶν φύλων, πού εἶχαν ἔλθει ἀπό τήν ἀρχή στήν Παλαιστίνη μέ τόν Ἀβραάμ, ἐζήτησε ἕνα μονιμώτερο τόπο ἐγκαταστάσεως καί ἔτσι μέ τήν ἀρχηγία τοῦ Λώτ ἀποχωρίστηκαν ἀπό αὐτόν καί ἐγκατεστάθησαν πρός ἀνατολάς, στήν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου, φθάσαντες μέχρι τά Σόδομα κοντά στήν Ν. Θάλασσα (Γεν. 13,6 ἑξ.).
Τώρα ἐμφανίστηκε πάλι ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ γιά ἐνίσχυσή του καί τοῦ ὑποσχέθηκε πάλι ὅτι θά τοῦ δώσει τήν γῆ τῆς Παλαιστίνης, τήν ὁποία αὐτός ὄφειλε νά διέλθει κατά πλάτος καί μῆκος. Σέ μετακίνηση λοιπόν εὑρισκόμενος ὁ Ἀβραάμ ἦλθε στήν περίφημη Δρῦν Μαμβρῆ στήν Χεβρών, ὅπου καί οἰκοδόμησε θυσιαστήριο στόν Θεό (Γεν. 13,14-18). Ἡ Χεβρών ἔγινε τώρα μονιμώτερος τόπος παραμονῆς τοῦ Ἀβραάμ.
Μέ τούς γύρω λαούς ὁ Ἀβραάμ εἶχε εἰρηνικές καί ἀγαθές σχέσεις, ὅπως τό δείχνει ἡ συμμετοχή του στήν ἐκδίωξη τῶν ξένων βασιλέων, πού ἐπέδραμον κατά τῆς Παλαιστίνης (Γεν. 14,1 ἑξ.) καί ὅπως τό δείχνει πάλι καί ἡ σύναψη συνθηκῶν μέ τούς κατοίκους τῆς χώρας (Γεν. 14,13). Ὁ εἰρηνικός αὐτός τρόπος συμβιώσεως τοῦ Ἀβραάμ μέ τούς γύρω του τοῦ ἐξασφάλιζαν μονιμώτερα τήν παραμονή του στήν χώρα. Τίς ἀγαθές σχέσεις τοῦ Ἀβραάμ μέ τούς περιοίκους του δεικνύουν καθαρά καί οἱ λόγοι τοῦ βασιλέως τῆς Σαλήμ (Ἰερουσαλήμ) Μελχισεδέκ πού ἀπηύθυνε σ᾿ αὐτόν, ὅταν ἐπέστρεφε (ὁ Ἀβραάμ) νικητής ἀπό τήν μάχη:

«Εὐλογημένος ἄς εἶναι ὁ Ἀβραάμ
ἀπό τόν Θεό τόν Ὕψιστο,
τόν ποιητή τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς
καί δοξασμένος ἄς εἶναι ὁ Ὕψιστος Θεός,
πού παρέδωσε τούς ἐχθρούς σου στά χέρια σου»
(Γεν. 14,19-20).

3. Τά χρόνια ὅμως περνοῦν, ἡ Σάρα εἶναι ἀκόμη ἄτεκνος καί στόν Ἀβραάμ ἄρχισαν νά δημιουργοῦνται ἀμφιβολίες καί φόβοι περί τῆς πραγματοποιήσεως τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ (βλ. Γεν. 15,1 ἑξ.). Καί εἶναι μέν ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἀπέκτησε υἱόν ἀπό τήν δούλη τῆς Σάρας τήν Ἄγαρ, ἀλλά αὐτός ἦταν υἱός δούλης (Γεν. 16,1). Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός ἐμφανίστηκε τώρα στόν Ἀβραάμ καί τοῦ ὑποσχέθηκε μέ διαθήκη πρός αὐτόν ὅτι θά ἀποκτήσει υἱό ἀπό τήν Σάρα. Καί ὁ Ἀβραάμ, παρά τό προχωρημένο τῆς ἡλικίας του, ἐπίστευσε στήν ὑπόσχεση αὐτή τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τοῦ καταλόγισε αὐτό εἰς δικαιοσύνην. «Ἐπίστευσεν Ἅβραμ τῷ Θεῷ καί ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην» (Γεν. 15,6)!
Τήν ἀπόκτηση υἱοῦ ἀπό τήν Σάρα βεβαίωσαν στόν Ἀβραάμ καί οἱ τρεῖς ἄνδρες, τούς ὁποίους ὁ Ἀβραάμ, ἄν καί ἄγνωστοί του, φιλοξένησε μέ πολλή φιλοξενία παρά τήν δρῦ Μαμβρῆ (Γεν. 18,1 ἑξ.). Γιά βεβαίωση πάλι στόν Ἀβραάμ περί ἀποκτήσεως υἱοῦ ὁ Θεός συνῆψε μαζί του διαθήκη μέ μία ἀξιοσημείωτη τελετή. Κατά τήν τελετή αὐτή ὁ Ἀβραάμ ἐμέρισε σέ τεμάχια τά θύματα τῆς θυσίας καί ἀφοῦ τά ἔθεσε σέ δύο παράλληλες γραμμές, ἔδιωχνε τά πτηνά μέχρι τήν ἑσπέρα, ὁπότε αὐτός περιέπεσε σέ βαθύ ὕπνο, τά δέ τεμάχια κατεκάησαν ἀπό τήν φωτιά (Γεν. 15,8 ἑξ.). Ἀκριβῶς γιά βεβαίωση πάλι ὅτι θά ἀποκτήσει πολλούς ἀπογόνους ὁ Ἀβραάμ ἔχομε μία ἄλλη διήγηση, ἡ ὁποία παρουσιάζει τόν Θεό νά ἀλλάζει τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου ἀπό Ἅβραμ, ὅπως ἐκαλεῖτο μέχρι τώρα, εἰς Ἀβραάμ. «Οὐ κληθήσεται ἔτι τό ὄνομά σου Ἅβραμ – τοῦ λέγει ὁ Θεός – ἀλλ᾿ ἔσται τό ὄνομά σου Ἀβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε» (Γεν. 17,5). Ὁμοίως καί τό ὄνομα τῆς γυναίκας τοῦ Ἀβραάμ Σάρα μεταβάλλεται εἰς Σάρρα (μέ δύο «ρ»), γιά τόν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο, γιά νά δηλωθεῖ δηλαδή ὅτι μέ τήν γέννηση ἐξ αὐτῆς τέκνου θά καταστεῖ μητέρα πολλῶν ἐθνῶν (Γεν. 17,15.16). [21] Τέλος, ὡς ἐξωτερικό σημεῖο τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἀβραάμ, καθιερώθηκε ἡ περιτομή (Γεν. 17,10-14).
4. Μετά τήν καταστροφή τῶν Σοδόμων (Γεν. 19,1 ἑξ.) ὁ Ἀβραάμ ἔφυγε πρός Νότον καί ἔφθασε στήν Γεράρ, βορειοδυτικά τῆς Βηρσαβεέ (Γεν. 20,1 ἑξ.). Ἐδῶ ὁ Ἀβραάμ, μετά ἀπό ἀγῶνες καί ἔριδες, κατόρθωσε νά συνάψει συνθήκη μέ τόν Ἀβιμέλεχ, τόν βασιλέα τοῦ τόπου, καί νά παραμείνει στήν Βηρσαβεέ, ἡ ὁποία ἔλαβε τό ὄνομα αὐτό ἀκριβῶς γι᾿ αὐτή τήν συνθήκη τοῦ Ἀβραάμ μέ τόν Ἀβιμέλεχ (βλ. Γεν. 21,31). [22]
Ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ γιά ἀπόκτηση υἱοῦ ἐκπληρώθηκε καί ὁ Ἀβραάμ ἀπέκτησε υἱό ἀπό τήν Σάρρα, τόν Ἰσαάκ. [23] Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Ἀβραάμ πρός τόν Ἰσαάκ καί ἡ πίστη του πρός τόν Θεό δοκιμάστηκαν σκληρά μέ τήν διαταγή τοῦ Θεοῦ νά θυσιάσει σ᾿ Αὐτόν αὐτόν τόν μονογενῆ του υἱό (Γεν. 22,1 ἑξ.). Ἀσφαλῶς στήν ψυχή τοῦ Ἀβραάμ θά δημιουργήθηκε μέγα ἐρωτηματικό γιά τό πῶς θά ἐκπληρωθοῦν οἱ πρός αὐτόν ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ἄν θυσιαστεῖ αὐτός ὁ μόνος του υἱός. Παρά ὅμως τό ἐρωτηματικό αὐτό καί παρά τήν φυσική του ἀγάπη πρός τόν ἀγαπημένο του υἱό Ἰσαάκ, ὁ Ἀβραάμ ὑπήκουσε χωρίς ἀντίρρηση στό θεῖο κέλευσμα, πιστεύοντας ὅτι ἕνας παντοδύναμος Θεός ἔχει καί ἄλλα μέσα νά ἐκπληρώσει τίς ὑποσχέσεις του. Ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ βραβεύθηκε μέ τήν ἀπόδοση σ᾿ αὐτόν πάλι τοῦ Ἰσαάκ. Κατά τήν διάθεσή του ὅμως ὁ Ἀβραάμ θυσίασε τόν Ἰσαάκ. Ἡ ὅλη σκηνή τῆς θυσίας φαίνεται νά ἔγινε μακρυά ἀπό τήν Βηρσαβεέ, στήν ὁποία καί ἐπιστρέφει ὁ Ἀβραάμ (Γεν. 22,19).

5. Ἡ ζωή πλέον τοῦ Ἀβραάμ βαίνει στό τέρμα. Ἡ σύζυγός του Σάρρα ἀπέθανε στήν Χεβρών (Γεν. 23,1) καί ὁ Ἀβραάμ τήν ἐνταφίασε στό σπήλαιο Μαχπελά κοντά στήν Χεβρών, τό ὁποῖο ἀγόρασε ἀπό τούς κατοικοῦντας ἐκεῖ Χεττῖτες (Γεν. 23,19). Ὄντας ἀνήσυχος ὁ Ἀβραάμ γιά τό μέλλον τῆς φυλῆς του ζητοῦσε νά βρεῖ τήν κατάλληλη σύζυγο γιά τόν Ἰσαάκ. Ἔχοντας δέ τήν συναίσθηση ὅτι στήν Παλαιστίνη εἶναι ἄποικος καί φοβούμενος μήπως ἡ φυλή του ἀφομοιωθεῖ ἀπό τούς ἄλλους κατοίκους τῆς Παλαιστίνης, ἀπέστειλε τόν ἔμπιστο δοῦλο του Ἐλεάζαρ στήν Χαρράν τῆς Μεσοποταμίας γιά νά βρεῖ ἀπό τούς ἐκεῖ συγγενεῖς του σύζυγο γιά τόν υἱό του (Γεν. 24,1 ἑξ.). Καί ἐπειδή ὁ Ἀβραάμ ἐπίστευε στίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν, ἐπίστευε καί στήν ἐπικράτηση τῶν ἀπογόνων του στήν Παλαιστίνη καί γι᾿ αὐτό ἀπαγόρευσε ρητῶς στόν Ἰσαάκ νά ἐπανέλθει κάποτε στήν Μεσοποταμία (Γεν. 24,6). Ὁ Ἐλεάζαρ ἐκτελώντας τήν διαταγή τοῦ κυρίου του Ἀβραάμ μετέβη στήν Χαρράν τῆς Μεσοποταμίας καί ἔφερε ἀπό ἐκεῖ στήν Παλαιστίνη τήν Ρεβέκκα, τήν ἐγγονή τοῦ Ναχώρ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἀβραάμ (βλ. Γεν. 22,23. 24,15). Τήν Ρεβέκκα ὑποδέχθηκε ὁ Ἰσαάκ μέ χαρά ὡς γυναίκα του (Γεν. 24,67). Κατά τόν Βέλλα, στήν διήγηση αὐτή περί τῆς Ρεβέκκας πιθανόν νά μποροῦμε νά δοῦμε μία νέα μετανάστευση συγγενῶν φύλων τοῦ Ἀβραάμ στήν Παλαιστίνη. Ἀλλά καί κατά τούς στίχ. 25,1-2 ὁ Ἀβραάμ μετά τόν θάνατο τῆς Σάρρας ἔλαβε δεύτερη σύζυγο, τήν Χεττούρα, ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕξι υἱούς. Σέ ἡλικία δέ 175 ἐτῶν ὁ Ἀβραάμ ἀπέθανε καί ἐτάφη καί αὐτός ἐκεῖ ὅπου καί ἡ γυναίκα του Σάρρα, στό σπήλαιο Μαχπελά, κοντά στήν Χεβρών (25,9).


ΙΣΑΑΚ καί ΙΑΚΩΒ*

1. Γιά τόν Ἰσαάκ ἡ Γένεση ὁμιλεῖ μέ ὀλιγώτερες διηγήσεις ἀπό ὅσο ὡμίλησε γιά τόν Ἀβραάμ, γιατί θέλει γρήγορα νά ἔλθει στούς ἀπογόνους τοῦ Ἰσαάκ καί νά ὁμιλήσει γι᾿ αὐτούς.
Ἀπό τήν Ρεβέκκα ὁ Ἰσαάκ ἀπέκτησε δύο υἱούς, τόν Ἡσαῦ καί τόν Ἰακώβ. Ὁ Ἡσαῦ ἀντιπροσωπεύει τόν τύπο τοῦ κυνηγοῦ καί ἐκπροσωπεῖ τήν ἀρχαιότερη γενεά. Ὁ Ἰακώβ ὅμως ἀντιπροσωπεύει τόν τύπο τοῦ ἡμιγεωργοῦ καί ἐκπροσωπεῖ τήν μεταβατική περίοδο ἀπό τήν νομαδική στήν ἡμινομαδική – γεωργική ἐποχή. Ἐκεῖνο τό γνωστό ἐπεισόδιο κατά τό ὁποῖο ὁ Ἡσαῦ πούλησε τά πρωτοτόκιά του στόν Ἰακώβ ἀντί πινακίου φακῆς (βλ. Γεν. 25,29 ἑξ.) δείχνει τήν ἐπιπολαιότητα καί ἀπερισκεψία τοῦ Ἡσαῦ καί τήν πανουργία τοῦ Ἰακώβ.
Ὅπως καί ὁ Ἀβραάμ, ἔτσι καί ὁ Ἰσαάκ διάγει καί αὐτός ἡμινομαδικό βίο καί περιφέρεται ἀπό τόπο σέ τόπο. Ἕνας λιμός ἀνάγκασε καί τόν Ἰσαάκ νά βαδίσει πρός τόν Νότο μέ σκοπό τήν Αἴγυπτο. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στήν Γεράρ, ἐμποδίστηκε νά προχωρήσει περισσότερο ἀπό αὐτόν τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος τοῦ ὑποσχέθηκε νά τοῦ δώσει τήν Παλαιστίνη (Γεν. 26,1 ἑξ.). Στήν πεδιάδα τῆς Γεράρ ὁ Ἰσαάκ καθάρισε ἀρχαιότερα φρέατα καί ἄνοιξε νέα γιά τήν συντήρηση τοῦ ποιμνίου του. Λόγω ὅμως διενέξεων του μέ τούς κατοίκους τοῦ τόπου ἀναγκάστηκε νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τῆς Γεράρ καί νά φθάσει στήν Βεερσεβά, τόν τόπο πού τόσο στενά ἦταν συνδεδεμένος μέ τόν πατέρα του Ἀβραάμ. Ἐδῶ στήν Βηρσαβεέ ὁ Ἰσαάκ ἵδρυσε θυσιαστήριο στόν Θεό πού τοῦ ἐμφανίστηκε. Λόγω δέ τῆς συμφωνίας του μέ τούς κατοίκους τοῦ τόπου (Γεν. 26,26), θά πρέπει ὁ Ἰσαάκ νά παρέμεινε στόν τόπο αὐτόν περισσότερο καιρό.
Τέλος, ἡ Γένεση παρουσιάζει τόν Ἰσαάκ γέροντα στήν ἡλικία καί νά ἐπιθυμεῖ νά δώσει τήν εὐλογία του στόν πρωτότοκο υἱό του Ἡσαῦ. Ὅπως ὅμως γνωρίζουμε, ὁ νεώτερος υἱός, ὁ Ἰακώβ, καθοδηγούμενος ἀπό τήν Ρεβέκκα, ἐξαπάτησε τόν πατέρα του Ἰσαάκ καί ἔλαβε αὐτός τήν εὐλογία, τοῦ προεῖπε δέ ὁ Ἰσαάκ τήν σ᾿ αὐτόν ὑποδούλωση τοῦ Ἡσαῦ. Στήν διήγηση αὐτή κατά τόν Βέλλα μποροῦμε νά δοῦμε τόν ἀνταγωνισμό τῶν δύο γενεῶν περί τῆς ἐπικρατήσεως, τοῦ κυνηγοῦ καί τοῦ ἡμιγεωργοῦ. Θέλοντας νά ἀποφύγει ὁ Ἰακώβ τήν ὀργή τοῦ ἀδελφοῦ του Ἡσαῦ γιά τήν ἐξαπάτηση βαδίζει πρός τούς ἐγκαταστημένους στήν Χαρράν τῆς Μεσοποταμίας συγγενεῖς του. Τήν φυγή αὐτή τοῦ Ἰακώβ πρός τήν Μεσσοποταμία θά πρέπει νά τήν θεωρήσουμε ὡς προπαρασκευή γιά μία νέα μετανάστευση λαῶν στήν Παλαιστίνη, ὅπως καί ἔγινε πράγματι μέ τήν ἐπιστροφή του στήν Παλαιστίνη.
Ὁ Ἰακώβ ἔφυγε ἀπό τήν Παλαιστίνη μή ἔχοντας τήν βεβαιότητα ὅτι θά ἐπιστρέψει σ᾿ αὐτήν. Κατά τήν πορεία του ὅμως πρός τήν Μεσοποταμία, στήν Βαιθήλ ὅπου διανυκτεύρευσε, εἶδε θεοπτία. Εἶδε σέ ἐνύπνιο τό ὅραμα τῆς κλίμακος, πού συνέδεε τόν οὐρανό μέ τήν γῆ, καί πάνω σ᾿ αὐτήν τήν κλίμακα στεκόταν ὁ Κύριος. Τοῦ ὑποσχέθηκε δέ ὁ Κύριος ὅτι θά τόν ἐπαναφέρει στήν γῆ αὐτή καί μάλιστα τοῦ εἶπε ὅτι θά προέλθει ἀπ᾿ αὐτόν μέγας λαός, ὁ ὁποῖος θά ἔχει τήν κυριαρχία στήν γῆ αὐτή (Γεν. 28,10 ἑξ.).
Τό πρωί ὁ Ἰακώβ ξύπνησε φοβισμένος, καθαγίασε τόν τόπο χύνοντας ἔλαιο στόν λίθο στόν ὁποῖο κοιμάταν καί μετονόμασε τόν τόπο ἀπό Λούζ, ὅπως ὀνομαζόταν πρῶτα, σέ Βαιθήλ («Οἶκος Θεοῦ», 28,18-22). Μέ ἀναπτερωμένο τώρα τό φρόνημα ὁ Ἰακώβ φθάνει στήν Χαρράν τῆς Μεσοποταμίας καί κατέλυσε στόν οἶκο τοῦ θείου του ἀπό τήν μητέρα του, τοῦ Λάβαν. Συμφώνησε δέ μέ αὐτόν νά τόν ὑπηρετήσει ἑπτά χρόνια καί νά λάβει ὡς σύζυγό του τήν μικρότερη καί ὡραιότερη θυγατέρα του, τήν Ραχήλ. Ἀλλά ὅπως ἄλλοτε ὁ ἴδιος ἀπάτησε τόν ἀδελφό του Ἡσαῦ καί ἔλαβε τά πρωτοτόκιά του, ἔτσι τώρα καί ὁ ἴδιος ἀπατᾶται ἀπό τόν Λάβαν, ὁ ὁποῖος, ἀντί τῆς Ραχήλ, τοῦ προσέφερε τήν Λεία. Ἀπό ἀγάπη ὅμως ὁ Ἰακώβ πρός τήν Ραχήλ ὑπηρέτησε στόν Λάβαν ἄλλα ἑπτά ἔτη, φυλάττοντας τά πρόβατά του, καί ἔλαβε ὡς σύζυγό του καί τήν Ραχήλ.
Στήν Χαρρράν ὁ Ἰακώβ ἀπέκτησε 11 υἱούς: Ἀπό τήν Λεία ἀπέκτησε τόν Ρουβήν, τόν Συμεών, τόν Λευΐ, τόν Ἰούδα, τόν Ἰσσάχαρ καί τόν Ζαβουλών. Ἀπό δέ τήν Ραχήλ ἀπέκτησε τόν Ἰωσήφ. Ἀπό τήν δούλη τῆς Λείας τήν Σιλπά ἀπέκτησε τόν Γάδ καί τόν Ἀσσέρ καί ἀπό τήν δούλη τῆς Ραχήλ τήν Βιλχά ἀπέκτησε τόν Δάν καί τόν Νεφθαλῆ. Ἀργότερα στήν Παλαιστίνη γεννήθηκε ἀπό τήν Ραχήλ καί ὁ Βενιαμίν.
Ὕστερα ἀπό 20 ἔτη ἀποφάσισε ὁ Ἰακώβ νά ἐπιστρέψει στήν Παλαιστίνη. Ἐπειδή ὅμως φοβόταν τόν πανοῦργο Λάβαν, γι᾿ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν Χαρράν μέ τίς γυναῖκες του, τά παιδιά του καί τά ποίμνιά του σέ ἐποχή πού ἀπουσίαζε ὁ Λάβαν. Ἡ δέ Ραχήλ ἐπωφελήθηκε καί αὐτή ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα της καί ἔκλεψε ἀπό τό σπίτι του τούς ἐφεστίους θεούς, τά τεραφείμ (Γεν. 31,19), γιά τά ὁποῖα θά μιλήσουμε παρακάτω. Φεύγοντας ὁ Ἰακώβ κατευθύνθηκε πρός τήν Γιλεάδ, πού ἐκτείνεται ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνου, γιατί ἡ ἔκταση αὐτή ἦταν πρόσφορη γιά τήν βοσκή τῶν ποιμνίων. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Λάβαν καί ἔμαθε τήν φυγή τοῦ Ἰακώβ, τόν κατεδίωξε καί τόν συνάντησε στά ὄρη τῆς Γιλεάδ. Ἡ συνάντηση αὐτή κατέληξε σέ συμφωνία. Κατά τήν συμφωνία αὐτή τά ὄρη τῆς Γιλεάδ ἀπετέλεσαν τά ὅρια, τά ὁποῖα κανείς, οὔτε ὁ Λάβαν οὔτε ὁ Ἰακώβ, δέν ἔπρεπε νά ὑπερβεῖ πρός βλάβην τοῦ ἄλλου. Στήν συνέχεια ὁ Ἰακώβ βάδισε πρός νότον καί, ὅταν ἔφθασε στόν ποταμό Ἰαββώκ, ἔστειλε ἀγγελιοφόρους μέ πολλά δῶρα στόν Ἠσαῦ, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε στήν Ἐδώμ, στά ὄρη Σεήρ. Ἔπειτα μετέφερε πέρα ἀπό τόν Ἰαββώκ τίς γυναῖκες καί τά ὑπάρχοντά του καί ὁ ἴδιος ἔμεινε πίσω. Ἐδῶ ὁ Ἰακώβ εἶδε θεοπτία. Καθ᾿ ὅλη τήν νύχτα πάλευε μέ ἕνα ὑπερφυσικό ὄν καί τό καταπληκτικό εἶναι ὅτι στήν πάλη αὐτή ἐνίκησε ὁ ἄνθρωπος Ἰακώβ τό θεῖο ὄν. Γι᾿ αὐτό καί τό θεῖο αὐτό ὄν ἄλλαξε τό ὄνομα τοῦ Ἰακώβ καί τόν ὀνόμασε Ἰσραήλ («Γισραέλ»), Γεν. 32,29. Τό νέο αὐτό ὄνομα θά ἀποτελέσει τήν ἐθνική ὀνομασία τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ. Τό ὄνομα Ἰσραήλ παράγεται ἀπό τό ρῆμα «σαρά», πού σημαίνει «πολεμῶ», καί τό «ἔλ», πού σημαίνει «Θεός». Ὁ Ἰακώβ ἐπάλαισε μέ τόν Θεό. [24] Κατά τό χωρίο Ὠσ. 12,5 ὁ Ἰακώβ ἐπάλαισε μέ «ἄγγελο», τόν ὁποῖο ὅμως ὁ ἴδιος ὁ προφήτης στόν στίχ. 12,4 θέτει παραλλήλως μέ τόν Θεό, γιατί, ὡς γνωστόν, ὁ «Ἄγγελος Κυρίου» στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι θεῖο Πρόσωπο καί δέν πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου, ὅπως πιστεύουν οἱ Φραγκολατῖνοι.
Ἡ διήγησή μας, Γεν. 32,29, ἀναφέρει τό ὄνομα Ἰσραήλ μέ κάποια ὑπερηφάνεια ὡς δηλοῦν ἐκεῖνον πού ἐπάλαισε μέ τόν Θεό καί ἐνίκησε τόν Θεό. Ὅμως ὁ προφήτης Ὠσηέ εἰς 12,4-5 κατηγορεῖ τήν τόλμη τοῦ Ἰακώβ νά παλαίσει μέ τόν Θεό καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτός κέρδισε τήν νίκη. Ὁ προφήτης Ὠσηέ τό κάνει αὐτό γιατί θέλει νά κτυπήσει τήν ὑπερηφάνεια τῶν Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά ἀποδείξουν τήν ἰσχύ καί τήν δύναμή τους ὡς προερχόμενη ἀπό τόν γενάρχη τους. Γι᾿ αὐτό καί ὁ προφήτης στήν περικοπή του αὐτή σχετίζει ἐπίτηδες τό ὄνομα Ἰακώβ πρός τό ρῆμα «ἀκάβ», πού σημαίνει «ἀπατῶ». Ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ Γένεση (25,26) παράγει τό ὄνομα Ἰακώβ ἀπό τήν λέξη «ἀκέβ», πού σημαίνει «πτέρνα». Ὁ Ἰακώβ βγῆκε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του κρατώντας τήν πτέρνα τοῦ ἀδελφοῦ του.
Τόν τόπο τοῦ θείου ὁράματος ὁ Ἰακώβ τόν κάλεσε «Πενιέλ», πού σημαίνει «πρόσωπο Θεοῦ», γιατί ἐκεῖ εἶδε τόν Θεό «καί ἐσώθη μου ἡ ψυχή» (Γεν. 32,30), λέγει ὁ ἴδιος.
Ἀπό τήν Πενιέλ ὁ Ἰακώβ μαζί μέ τίς γυναῖκες του καί ὅλη τήν συνοδεία του προχώρησε πρός νότον γιά νά συναντήσει τόν Ἡσαῦ καί βέβαια ὄχι χωρίς φόβο. Ἡ συνάντηση ὅμως ὑπῆρξε πολύ φιλική. Ὁ Ἠσαῦ ἐπανῆλθε πάλι στήν Ἐδώμ, ἐνῶ ὁ Ἰακώβ προχώρησε πρός τήν Σουκκώθ, πού βρίσκεται πέραν τοῦ Ἰορδάνου, στήν περιοχή τῆς φυλῆς Γάδ. Ἐκεῖ ὁ Ἰακώβ οἰκοδόμησε κατοικία, πράγμα πού ὑποδηλώνει ὅτι ἐκεῖ θά ἔμεινε περισσότερο χρόνο (Γεν. 33,17). Ἀπό ἐκεῖ μετακινήθηκε πρός τήν Συχέμ καί κατασκήνωσε ἀνατολικά τῆς πόλεως, ὅπου καί οἰκοδόμησε θυσιαστήριο στόν Θεό (Γεν. 33,19-20). Κατά τήν παραμονή του ἐκεῖ οἱ υἱοί του Συμεών καί Λευί, γιά νά ἐκδικηθοῦν τήν ἀτίμωση τῆς ἀδελφῆς τους Δείνας ἀπό τόν Συχέμ, ἐξολόθρευσαν μέ δόλο πολλούς Συχεμῖτες (Γεν. 34,1 ἑξ.). Ἐπειδή ὁ Ἰακώβ φοβόταν τήν ἐκδίκηση τῶν Συχεμιτῶν, ἔφυγε ἀπό τήν περιοχή αὐτή καί πῆγε στήν Βαιθήλ, ὅπου ἵδρυσε θυσιαστήριο καί ἐξαφάνισε ὅλα τά εἴδωλα τῶν ξένων θεῶν τῶν ἀνθρώπων τῆς συνοδείας του (Γεν. 35,2). Ὅπως ὅταν μετέβαινε στήν Χαρράν, ἔτσι καί τώρα κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Χαρράν στήν Βαιθήλ τοῦ ἐμφανίστηκε πάλι ὁ Θεός, τόν εὐλόγησε καί τόν βεβαίωσε πάλι ὅτι τό νέο ὄνομά του θά εἶναι στό ἑξῆς τό «Ἰσραήλ» (Γεν. 35,9). Μόνιμα καί ἐδῶ ὁ Ἰακώβ δέν κατόρθωσε νά παραμείνει, γιατί μετά ἀπό λίγο τόν βρίσκουμε νά πορεύεται πρός τήν Ἐφραθά. Πέθανε ὅμως κατά τόν τοκετό τοῦ Βενιαμίν ἡ Ραχήλ, ἡ ὁποία καί ἐτάφη στόν δρόμο τῆς Ἐφραθά, πού εἶναι ἡ Βηθλεέμ (Γεν. 35,19). Ὕστερα ἀπό μικρή παραμονή στήν Μιγδάλ-Ἔδερ, ὁ Ἰακώβ ἔφτασε στήν Μαμβρῆ τῆς Χεβρών, ὅπου καί ἐπισκέφτηκε τόν πατέρα του Ἰσαάκ. Ὁ Ἰσαάκ πέθανε σέ ἡλικία ἑκατόν ὀγδόντα ἐτῶν καί ἐτάφη ἐκεῖ, ὅπου εἶχαν ἐνταφιαστεῖ ὁ Ἀβραάμ καί ἡ Σάρρα. Ἐδῶ στήν Χεβρών φαίνεται ὅτι ὁ Ἰακώβ ἐγκαταστάθηκε κάπως μονιμώτερα, ἐνῶ τά παιδιά του φέρονται νά βόσκουν τά πρόβατα κοντά στήν Συχέμ, ὅπου συνέβη ἡ πασίγνωστη ἱστορία τῆς πωλήσεως τοῦ Ἰωσήφ (Γεν. 37,1 ἑξ.), ὁ ὁποῖος ἦλθε στήν Αἴγυπτο καί κατέλαβε ἐξέχουσα θέση. Ἡ πείνα, ἡ ὁποία ἔπληττε συχνά τήν Παλαιστίνη, ἀνάγκασε καί τώρα τούς ἀδελφούς τοῦ Ἰωσήφ νά κατεβοῦν στήν Αἴγυπτο (Γεν. 42,1 ἑξ.), ὅπου καί ἔγινε ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ ἐκάλεσε τόν πατέρα του Ἰακώβ νά κατέλθει στήν Αἴγυπτο. Αὐτός κατέβηκε κατά πρῶτον στήν Βεερσεβά, ἡ ὁποία τόσο ἦταν συνδεδεμένη μέ τήν ἱστορία τῶν πατέρων του καί προσέφερε ἐκεῖ θυσία (Γεν. 46,1 ἑξ.). Ἡ ἐμφάνιση ἐκεῖ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τόν προέτρεψε νά κατέλθει στήν Αἴγυπτο ἀλλά καί τοῦ ὑποσχέθηκε νά τόν ἐπαναφέρει στήν Παλαιστίνη, θά τοῦ ἀφήρεσε ἀσφαλῶς κάθε ἐνδοιασμό πού εἶχε γιά τό ἄν ἔπρεπε νά κατέλθει στήν Αἴγυπτο. Στήν Αἴγυπτο ὅπου ἔφθασε ὁ Ἰακώβ ἔγινε δεκτός μέ πολλές τιμές ἀπό τόν Φαραώ, στόν ὁποῖο περιέγραψε πολύ ὡραῖα τόν βίο του. Τόν περιέγραψε ὡς βίον ἑνός περιπλανωμένου ἀπό τόπο σέ τόπο ἀνθρώπου, πού τά ἑκατόν τριάντα μέχρι τώρα ἔτη τῆς ἡλικίας του ἦταν ὀλίγα καί δυστυχισμένα ἔτη συγκριτικά μέ ἐκεῖνα πού ἔζησαν οἱ πατέρες του (Γεν. 47,9). Στήν Αἴγυπτο ὁ Ἰακώβ ἔζησε δεκαεπτά ἔτη καί ἔπειτα ἀπέθανε σέ ἡλικία ἑκατόν σαράντα ἑπτά ἐτῶν, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐκφράσει τήν ἐπιθυμία του νά ταφεῖ στήν Παλαιστίνη (Γεν. 47,30. 49,25) καί ἀφοῦ εἶχε εὐλογήσει τούς υἱούς τοῦ Ἰωσήφ, τόν Ἐφραίμ καί τόν Μανασσῆ, καί τούς δικούς του υἱούς (Γεν. κεφ. 48-49). Ἔτσι, ἐκπληρώνοντες οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ τήν ἐπιθυμία του, τόν ἔφεραν στήν Παλαιστίνη καί τόν ἔθαψαν στό σπήλαιο Μαχπελά στήν Συχέμ, ὅπου εἶχαν ταφεῖ οἱ πατέρες του καί ἡ σύζυγός του Λεία (Γεν. 49,31). 

 (Συνεχίζεται)

 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 
* Bimson J. J., “Archaeological Data and the Dating of the Patriarchs”, εἰς Essays on the Patriarchal Narratives, ed. A. R. Millard and D. J. Wiseman, Leicester: IVP, 1980, 59–92. Coats G. W., Genesis with an Introduction to Narrative Literature, Grand Rapids: Eerdmans, 1983. Dever W. G. and Clark W. M., “The Patriarchal Traditions.” εἰς Israelite and Judaean History, ed. J. H. Hayes and J. M. Miller, London: SCM Press, 1977, 70–166. Kitchen K. A., The Bible in Its World, Exeter: Paternoster Press, 1977. Laessoe J., “Literacy and Oral Tradition in Ancient Mesopotamia”, εἰς Studia orientalia Ioanni Pedersen septuagenario … dicata, Munksgaard, Copenhagen, 1953. 205–18. Luke J. T., “Abraham and the Iron Age: Reflections on the New Patriarchal Studies”, Journal for the Study of the Old Testament Biblical Studies 4 (1977) 35–47. Malamat A., Mari and the Early Israelite Experience, Oxford: British Academy, 1989. Mazar A., Archaeology and the Land of the Bible, New York: Doubleday, 1992. Millard A. R., “Abraham”, ABD 1:35–41. Millard A. R. and Wiseman D. J., eds. Essays on the Patriarchal Narratives, Leicester: IVP, 1980. Rowton, M. B. “Dimorphic Structure and Topology”, OrAnt 15 (1976) 17–31. Τοῦ ἰδίου, “Dimorphic Structure and the Problem of the apiru-ibrιιm”, Journal of Near Eastern Studies 35 (1976) 13–20. Selman M. J., “The Social Environment of the Patriarchs”, Tyndale Bulletin 27 (1976) 114–36. Τοῦ ἰδίου, Comparative Customs and the Patriarchal Age” εἰς Essays on the Patriarchal Narratives, ed. A. R. Millard and D. J. Wiseman. Leicester: IVP, 1980. 93–138. Seters J. Van., Abraham in History and Tradition, New Haven: Yale UP, 1975. Τοῦ ἰδίου, Prologue to History: The Yahwist as Historian in Genesis, Louisville: Westminster, 1992. Talmon S., “‘400 Jahre’ oder ‘vier Generationen’ (Gen 15:13–15): geschichtliche Zeitangaben oder literarische Motive?” εἰς Die hebräische Bibel und ihre zweifache Nachgeschichte: FS R. Rendtorff, ed. E. Blum C. Macholz and E. W. Stegemann, Neukirchen: Neukirchener Verlag, 1990, 3–12. Thompson T. L. ,The Historicity of the Patriarchal Narratives, Beihefte zur Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 133, Berlin: de Gruyter, 1974. Vaux R. de, The Early History of Israel, Tr. D. Smith, Philadelphia: Westminster/London: DLT, 1978. Weeks N., “Mari, Nuzi and the Patriarchs”, AbrN 16 (1975/76). Westbrook R., “The Purchase of the Cave of Machpelah”, ILR 6 (1971) 29–38.
[15] Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1936, σ. 48.
[16] Οἱ Mari ἦταν κάτοικοι ὁμωνύμου πόλεως περί τό μέσον τοῦ Εὐφράτη. Οἱ γενόμενες ἀνασκαφές κατά τά ἔτη 1935-1938 στήν περιοχή τους ἔφεραν στό φῶς πολλά κείμενα σέ σφηνοειδῆ γραφή, προερχόμενα ἀπό τό τέλος τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος π.Χ. Ἀρίστη ἔκδοση αὐτῶν ἔγινε ἀπό τούς G. Dossin, C. F. Jean. J. Kupper, Archives royals de Mari 1950. Κατά τά κείμενα αὐτά ὁ Hammurapi φαίνεται νά εἶναι σύγχρονος τοῦ Shamshi-Adad Ι, βασιλέως τῆς Ἀσσυρίας, ὁ ὁποῖος ἤκμασε περί τό τέλος τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος π.Χ. Αὐτήν τήν χρονολογία περί τοῦ Hammurapi, τό τέλος, δηλαδή, τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος π.Χ. δέχονται σήμερα ὅλοι σχεδόν οἱ ἐρευνητές.
[17] Βλ. Rowley, From Joseph to Joshua 1950, σ. 57 καί R. de Vaux ἄρθρο Israel εἰς Dictionnaire de la Bible Suppl. IV 1949.
* Alexander T. D., A Literary Analysis of the Abraham Narrative in Genesis, Ph.D. Dissertation: University of Belfast, 1982. Golka F. W., “Die theologischen Erzählungen im AbrahamKreis”, Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 90 (1978) 186–95. Hunter A. G., “Father Abraham: A Structural and Theological Study of the Yahwist’s Presentation of the Abraham Material”, Journal for the Study of the Old Testament 35 (1986) 3–27. Kilian R., Die vorpriesterlichen Abrahamsüberlieferungen, literarkritisch und traditionsgeschichtlich untersucht, Bonner biblische Beiträge 24, Bonn: Hanstein, 1966. Muilenburg J., “Abraham and the Nations”, Interpretation 19 (1965) 387–98. Nobile M., “Il ciclo di Abramo (Gen 12–25): Un exercizio di lettura semiotica”, Antoniahum 60 (1985) 3–41. Rose M., ‘Entmilitarisierung des Kriegs’? (Erwägungen zu den Patriarchen-Erzählungen der Genesis)”, Biblische Zeitschrift 20 (1976) 197–211. Seters J. van, Abraham in History and Tradition, New Haven: Yale UP, 1975. Sutherland D., “The Organization of the Abraham Promise Narratives”, Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 95 (1983) 337–43. Wcela E. A., “The Abraham Stories: History and Faith”, Biblical Theology Bulletin 10 (1980) 176-81.
[18] Οἱ Ο΄ παραλείπουν τό ὄνομα τῆς πόλεως Οὔρ καί ὁμιλοῦν γιά «χώρα Χαλδαίων», Γεν. 11,31, πιθανόν, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Βέλλας, γιατί ἀγνοοῦσαν τήν πόλη αὐτή, ἡ ὁποία πρό πολλοῦ εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Ἀπό τήν παράλειψη δέ αὐτή τῆς Οὔρ ἀπό τούς Ο΄ δέν ἐπιτρέπεται νά συμπεράνουμε, ὅπως ἔπραξε ὁ Albright (βλ. τό ὑπέροχο κατά τά ἄλλα ἔργο του Von der Steinzeit zun Christentum 1949, σ. 237), ὅτι ἡ καταγωγή τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τήν Οὔρ εἶναι βραδυτέρα παράδοση, ἄγνωστη ἀκόμη καί στούς Ο΄ τόν 3ο αἰ. π.Χ.
[19] Γιά τόν πολιτισμό τῶν Σουμερίων βλ. Β. Βέλλα, Ὁ πολιτισμός τῶν Σουμερίων 1931.
[20] Ἡ Χαρράν κειμένη στήν βορειοδυτική Μεσοποταμία ἦταν σπουδαιότατο κέντρο καί ἀνθηρά πόλη. Δέν γνωρίζουμε νά ποῦμε πόσο χρόνο παρέμεινε στήν Χαρράν ὁ Ἀβραάμ καί ἡ συνοδεία του.
[21] Μέ τήν προσθήκη τῆς συλλαβῆς «αμ» στό πρῶτο ὄνομα Ἅβραμ (= ὁ ἐξέχων, ὁ τετιμημένος) καί μέ τήν προσθήκη πάλι τῆς θηλυκῆς καταλήξεως «α» στό ἀρχικό ὄνομα τῆς γυναίκας Saraj (= ἡ κυρία, ἡ ἡγεμονίδα), τό ὁποῖο οἱ Ο΄ ἀπέδωσαν μέ τήν διπλασιασμό τοῦ ἑνός «ρ», ὑποδηλώνεται ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ἀπογόνων τους.
[22] Τό ὄνομα «Βηρσαβεέ» ἀρχικά φαίνεται νά ἐσήμαινε «ἑπτά φρέατα», βλ. Γεν. 21,28-30. Ἐδῶ στά Γέραρα ἔχομε μεταξύ Ἀβραάμ καί Ἀβιμέλεχ ἕνα ἐπεισόδιο σχετικό μέ τήν ὡραιότητα τῆς Σάρας (Γεν. 20,1 ἑξ.), παράλληλο μέ ἐκεῖνο πού εἴδαμε στήν Αἴγυπτο (Γεν. 11,14 ἑξ.). Κατά τόν Βέλλα τοῦ ἐπεισοδίου αὐτοῦ «ὁ ἱστορικός πυρήν φαίνεται νά εἶναι ὅτι ὁ Ἀβραάμ κατ᾿ ἀρχάς ἔζη ἐν μέσῳ δυσχερειῶν ἐν Βηρσαβεέ, ἕως οὗ κατώρθωσε νά ἐξομαλύνῃ τάς διαφοράς μετά τοῦ Ἀβιμέλεχ» (Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π.Δ. , τόμ. Α΄, σελ. 28.29).
[23] Τό ὄνομα «Ἰσαάκ» σημαίνει «γέλωτας». Ὁ Θεός προξένησε γέλωτα, δηλαδή χαρά στόν Ἀβραάμ μέ τήν γέννηση τοῦ Ἰσαάκ (βλ. καί Γεν. 17,17-19. 18,12 ἑξ. 21,6)
* Blenkinsopp J., “Biographical Patterns in Biblical Narrative”, Journal for the Study of the Old Testament Biblical Studies 20 (1981) 27–46. Blum E., Die Komposition der Vätergeschichte, Wissenschaftliche Monographien zum Alten und Neuen Testament 57, Neukirchen: Neukirchener, 1984. Brodie L. T., “Jacob’s Travail (Jer 30:1–13) and Jacob’s Struggle (Gen 32:22–32)”, Journal for the Study of the Old Testament Biblical Studies 19 (1981) 31–60. Fishbane M., “Composition and Structure in the Jacob Cycle (Gen 25:19–25:22)”, Journal of Theological Studies 26 (1975) 15–38· reprinted in Text and Texture: Close Readings of Selected Biblical Texts. New York: Schocken Books, 1979. 40–62. Fokkelman J. P., Narrative Art in Genesis, Amsterdam: van Gorcum, 1975. Fretheim T. E., “The Jacob Traditions: Theology and Hermeneutic”, Interpretation 26 (1972) 419–36. Hendel R. S., The Epic of the Patriarch: The Jacob Cycle and the Narrative Traditions of Canaan and Israel, Harvard Semitic Monographs 42, Atlanta: Scholars, 1987. Kuehlewein J., “Gotteserfahrung und Reifungsgeschichte in der Jakob-Esau-Erzählung: Ein Beitrag zum Gespräch zwischen Theologie und Tiefenpsychologie”, εἰς Werden und Wirken des ATs: FS C. Westermann, ed. R. Albertz, H-P. Müller H. W. Wolff and W. Zimmerli, Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1980, 116–30. Lemaire A., “La haute Mésopotamie et l’origine des bene Jacob”, Vetus Testamentum 34 (1984) 95–101. Miscall P. D., “The Jacob and Joseph Stories as Analogies”, Journal for the Study of the Old Testament Biblical Studies 6 (1978) 28–40. Moye R. H., “In the Beginning: Myth and History in Genesis and Exodus”, Journal of Biblical Literature 109 (1990) 577–98. Oden R. A., “Jacob as Father, Husband, and Nephew: Kinship Studies and the Patriarchal Narratives”, Journal of Biblical Literature 102 (1983) 189–205. Otto E., “Jakob in Bethel: Ein Beitrag zur Geschichte der Jakobusόberlieferung”, Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 88 (1976) 165–90. Τοῦ ἰδίου, Jakob in Sichem: Überlieferungsgeschichtliche archäologische und territorialgeschichtliche Studien zur Entstehungsgeschichte Israels, Beiträge zur Wissenschaft vom Alten und Neuen Testament 110, Stuttgart: Kohlhammer, 1979. Pury A. de, “Le cycle de Jacob comme légende autonome des origines d’Israel”, Vetus Testamentum Supplements 43 (1991) 78–96. Τοῦ ἰδίου, “La tradition patriarcale en Gen 12–35”, εἰς Le Pentateuque en question, ed. A. de Pury. Geneva: Labor et Fides, 1989. 259–70. Roth W. M. W., “The Text is the Medium: An Interpretation of the Jacob Stories in Genesis”, εἰς Encounter with the Text: Form and History in the Hebrew Bible, ed. M. J. Buss. Philadelphia: Fortress, 1979, 103–15. Schiltknecht H. R., “Konflikt und Versöhnung in der Erzählung von Jakob und Esau”, Reformatio 22 (1973) 522–31. Scullion J., “‘Die Genesis ist eine Sammlung von Sagen’ (Hermann Gunkel): Independent Stories and Redactional Unity in Gen 12–36”, εἰς “Wünschet Jerusalem Frieden”: Collected Communications to the XIIth Congress of IOSOT, Jerusalem, 1986, ed. M. Augustin and K. D. Schunck. Frankfurt: Lang, 1986, 243–47. Thompson T. L., “Conflict Themes in the Jacob Narratives”, Semeia 15 (1979) 5–26. Weimar P., “Aufbau und Struktur der priestershriftlichen Jakobsgeschichte”, Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 86 (1974) 174–203. Whitt W. D., “The Jacob Traditions in Hosea and Their Relation to Genesis”, Zeitschrift für die alttestamentliche Wissenschaft 103 (1991) 18–43.
[24] Αὐτό εἶναι μία εἰκονική παράσταση τῆς προσευχῆς. Πραγματικά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται παλαίει μέ τόν Θεό καί ὁ Θεός ἀπό εὐσπλαγχνία κάμπτεται στά ἰδικά μας αἰτήματα καί φαίνεται ἔτσι ὅτι «νικᾶμε» τόν Θεό! Βλ. τήν περίπτωση τῆς Χαναναίας Ματθ. 9,20-22. Ὁμοίως βλ. τό βιβλίο τοῦ Π. Εὐδοκίμωφ, Πάλη μέ τόν Θεό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.