Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (2)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίου
 

 

Ἐκκλησιαστική αὐθεντία καί ἐπιστημονική
ἔρευνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς [7]



Μαζί μέ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, τονίζουμε ὁμοίως ὅτι ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐπιστημονική μελέτη καί ἡ κριτική τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέν ἀπαγορεύει δέ ἡ Ἐκκλησία μας τήν τοιούτου εἴδους ἔρευνα, ἡ ὁποία ἐξ ἄλλου εἶναι ἀναγκαία ἀπό τά πράγματα.

Εἶναι γνωστό ὅτι τά διασωθέντα χειρόγραφα τῆς Βίβλου ἀντεγράφοντο συνεχῶς πρός διάδοσή τους, εἶναι δέ φυσικό ὅτι κατά τήν ἀντιγραφή θά συνέβαιναν ὀπτικά καί ἀκουστικά σφάλματα, ἀλλά καί ἄλλοι ἀντιγραφεῖς θά ἀλλοίωναν ἐπίτηδες τά κείμενα γιά εὐόδωση τῆς πλάνης τους. Ἔτσι ἀποβαίνει ἀναγκαιοτάτη ἡ ἐπιστημονική κριτική μελέτη τοῦ κειμένου
γιά νά ἀποκατασταθοῦν οἱ φθορές, ὅπου ὑπάρχουν, καί γιά νά πλησιάσουμε τήν ἀρχική μορφή τοῦ κειμένου. Αὐτό δέν δύναται νά τό ἀπογορεύσει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ νά ἔχει κείμενο, πού νά πλησιάζει πρός τό ἀρχέτυπο καί νά φέρει τήν σφραγίδα τῆς ἐπιστημονικῆς διαβεβαιώσεως. Τό πόσο ἐλεύθερα ἐπέτρεψε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία νά γίνεται μία τέτοια κριτική ἐργασία στήν Ἁγία Γραφή μαρτυρεῖ δυνατά τό μνημειῶδες κριτικό ἔργο τοῦ Ὠριγένους, τά περίφημα Ἑξαπλᾶ του καί οἱ κριτικές ἐργασίες τοῦ Ἡσυχίου καί τοῦ Λουκιανοῦ.

Ὄχι δέ μόνο ἡ κριτική τοῦ κειμένου, ἀλλά καί αὐτή ἡ φιλολογική κριτική, ἡ ὁποία, χρησιμοποιώντας φιλολογικά κριτήρια (τήν γλώσσα, τό ὕφος, ἀντιφάσεις κ.ἄ.), βασανίζει τό ἑνιαῖο τοῦ βιβλίου καί αὐτή πάλι ἡ ἱστορική κριτική, ἡ ὁποία ἐρευνᾶ ἄν παντοῦ στό βιβλίο ἐπικρατεῖ τό ἴδιο ἱστορικό πλαίσιο καί ὁ ἴδιος πολιτισμός, καί ἄν τό ἴδιο πνεῦμα καί ἡ ἴδια τάση διέπει ὅλο τό βιβλίο, καί αὐτές οἱ κριτικές, φιλολογική καί ἱστορική, εἶναι ἀναγκαιότατες γιά τήν γνησιότητα, τόν χρονικό προσδιορισμό καί τήν ἀξιοπιστία τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Οἱ ἔριδες στήν ἀρχαία Ἐκκλησία περί τῆς κανονικότητος αὐτοῦ ἤ ἐκείνου τοῦ βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, περί τοῦ συγγραφέως ὁρισμένων βιβλίων καί περί τῆς βραδυτέρας προσθήκης στά ἱερά κείμενα, δείχνουν ὅτι ἐθίγοντο ζητήματα ἀναγόμενα στήν σφαίρα τῆς κριτικῆς. Ὁ μακαριστός Καθηγητής Βασίλειος Βέλλας λέγει: «Ὅσοι, Κύριοι, ἠσχολήθησαν ἐπισταμένως περί τά προβλήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά ἀπαντήσωσιν ὁμοφώνως ὅτι ἄνευ κριτικῆς ἐργασίας δέν δύναται νά ὑπάρξῃ ἐπιστήμη τῆς Βίβλου. Τά βιβλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ἰδίως τῆς Π.Δ., παρά τόν ἰδιαίτερον αὑτῶν χαρακτῆρα, ἕνεκα τῆς ἱστορίας, ἥν διῆλθον μέχρι τῆς ἀποτελέσεως τοῦ κανόνος, ὑπέστησαν διαφόρους τύχας.

Ἐντεῦθεν παρατηροῦνται δυσχέρειαι διαφόρου φύσεως, αἵτινες χρῄζουσιν ἑρμηνείας πρός κατανόησιν τοῦ κειμένου. Ἡ φύσις τοῦ κειμένου, ἡ σημερινή αὐτοῦ μορφή, τό πλῆθος τῶν δυσχερειῶν ἀπαιτοῦσιν ἀπαραιτήτως τήν κριτικήν ἐπεξεργασίαν, ἥτις θά θέσῃ τό θεμέλιον πάσης περαιτέρω ἐργασίας καί θά παρασκευάσῃ τό ἔδαφος πρός ἑρμηνείαν τῶν ἱερῶν κειμένων. Ἡ κριτική δέν εἶναι γέννημα ἀργοσχόλων θεολόγων ἤ ἀσεβῶν τινων ἀνθρώπων ἀλλ᾿ ἐκπηγάζει ἐξ αὐτῆς τῆς σημερινῆς μορφῆς τῶν κειμένων, ἐκ τῆς ἐπιστημονικῆς ἀνάγκης νά ἐξηγήσωμεν καί ἄρωμεν τάς δυσχερείας. Ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογική Ἐπιστήμη, ἐάν θέλῃ νά δημιουργήσῃ ἐπιστήμην τῆς Βίβλου, ὀφείλει τάς κριτικάς ἐργασίας νά μή ἀποφεύγῃ. Οὕτω δέ πράττουσα δέν δύναται ἤ νά ἀνταποκρίνηται καί πρός τήν ἐπιθυμίαν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, ἥτις καί αὐτή ἐπιποθεῖ τήν ἐξήγησιν τῶν ἀναφαινομένων δυσχερειῶν»
(Κριτική τῆς Βίβλου καί Ἐκκλησιαστική αὐθεντία, Ἀθῆναι 1937, σελ. 152).

Στά ἱερά κείμενα τῶν Ἁγίων Γραφῶν θά πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι διά μέσου τῶν αἰώνων ἔγιναν προσθῆκες, ὅπως αὐτό τό δέχονται καί πολλοί ὀρθόδοξοι θεολόγοι.[8] Συζητήσεις περί προσθηκῶν στά ἱερά κείμενα ἔγιναν καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅπως, γιά παράδειγμα, γιά τήν διήγηση τῆς Σωσάννης, τῆς μοιχαλίδος γυναικός κ.ἄ.[9] Καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐκήρυξε ποτέ ἄθικτη μέχρι λέξεων καί γραμμάτων τήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἡ κριτική τοῦ κειμένου, πού βεβαιώνει ὅτι αὐτά ἤ ἐκεῖνα τά τεμάχια, αὐτοί ἤ ἐκεῖνοι οἱ στίχοι εἶναι βραδύτερες προσθῆκες, προσφέρει πολύτιμη ὑπηρεσία, γιατί ζητεῖ νά ἐπαναφέρει τό βιβλίο στήν ἀρχική του μορφή ἀπελευθερώνοντάς το ἀπό τίς προσθῆκες. Τά ἱερά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρέπει νά τά δεχθοῦμε θεόπνευστα ὅπως αὐτά βγῆκαν ἀπό τά χέρια τῶν ἱερῶν συγγραφέων τους, καί ὄχι μέ τήν μορφή πού ἀπέκτησαν κατά τήν πάροδο τῶν αἰώνων μέ τίς διάφορες προσθῆκες.

Ἡ κριτική μπορεῖ νά διακρίνει στό ἕνα καί τό ἴδιο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δύο ἤ καί περισσοτέρους συγγραφεῖς ἀγνώστους σέ ἡμᾶς, πέραν ἀπό τόν συγγραφέα πού φέρει τό βιβλίο. Ἀλλά καί αὐτό δέν ἀντιτίθεται στήν ἔννοια τῆς θεοπνευστίας, γιατί καί τόν ἄλλο ἤ ἄλλους συγγραφεῖς θεωρεῖ ἡ κριτική ὡς θεοπνεύστους. Ἔτσι, καί ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς μποροῦμε νά δεχθοῦμε καί δευτερο-Ἠσαΐα ἤ δευτερο-Ζαχαρία ἤ ὅτι ἐκεῖνο τό τεμάχιο ἐκείνου τοῦ βιβλίου τῆς Παλαιᾶς ἤ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐγράφη ἀπό ἄλλο συγγραφέα, γνωστό ἤ ἄγνωστο, καί ὄχι ἀπό τόν συγγραφέα πού φέρει τό βιβλίο. Ἀλλά καί ἡ παράδοση πού ἀποδίδει τό ὅλο βιβλίο σέ ἕνα συγγραφέα ἔχει καί αὐτή νόημα, γιατί δηλοῖ ὅτι τό κύριο τμῆμα τοῦ βιβλίου ἐγράφη πράγματι ἀπό τόν συγγραφέα μέ τό ὁποῖο φέρεται καί σ᾿ αὐτό προσκολλήθηκε ἴσως καί ἄλλο τμῆμα, πού ὁ συγγραφεύς του ἀρχικά πιθανόν νά ἦταν γνωστός. Ἀλλά καί τό ἀνώνυμο τοῦ συγγραφέως, ἄν δεχθοῦμε δευτερο-Ἠσαΐα ἤ δευτερο-Ζαχαρία, δέν πρέπει νά μᾶς ταράσσει, γιατί στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχουμε βιβλία, τῶν ὁποίων ἀγνοοῦμε τόν συγγραφέα, ὅπως γιά παράδειγμα τά βιβλία τῶν Κριτῶν, τῶν Βασιλειῶν, πολλούς Ψαλμούς κ.ἄ.

Ἀλλά καί ἐάν μετά ἀπό σωστή ἔρευνα ἡ κριτική ἀποδείξει ὅτι τό τάδε βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁλόκληρο – καί ὄχι τεμάχιά του μόνο – δέν ἐγράφη ἀπό τόν συγγραφέα ὑπό τόν ὁποῖο φέρεται καί ἐδῶ πάλι δέν πρέπει νά τήν ἀρνηθοῦμε τήν κριτική. Γιατί ἡ ἀπόρριψη τοῦ συγγραφέως ἑνός βιβλίου δέν φέρει καί τήν ἄρνηση τῆς θεοπνευστίας καί κανονικότητος τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ἡ ὁποία θεοπνευστία φαίνεται ἀπό τήν ὑπάρχουσα «πνευματικήν χάριν» στό βιβλίο, ὅπως λέγει ὁ Θεοδώρητος,[10] ἤ τήν «γνησίαν χάριν» κατά τόν Ἀμφιλόχιο.[11] Ὁ Θεοδώρητος πάλι πολεμώντας τούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι ἐξαρτοῦσαν τήν κανονικότητα τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἀπό τόν συγγραφέα της, διαχώρισε τό ζήτημα τοῦ συγγραφέως ἑνός βιβλίου τῆς Γραφῆς ἀπό τήν κανονικότητά του.[12] Μάλιστα ὁ Γρηγόριος ὁ Διάλογος θεωρεῖ τελείως περιττό (valde supervacue) καί γελοῖο (ridiculum) νά ἐρωτοῦμε γιά τόν συγγραφέα τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀφοῦ πιστεύουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς συγγραφέα της.[13] Ὁ Καθηγητής Βέλλας λέγει πάλι: «Ὀφείλω νά τονίσω ὅτι βιβλία ἀγνώστων συγγραφέων ἔχομεν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ ὡς θεόπνευστα καί ἰσόκυρα πρός τά λοιπά, διά τά ὁποῖα θά εὑρεθῶμεν εἰς δυσχερῆ θέσιν, ὅταν ἐξαρτήσωμεν τήν θεοπνευστίαν τοῦ βιβλίου ἀπολύτως καί μόνον ἐκ τοῦ συγγραφέως, εἰς ὅν τό βιβλίον ἀποδίδεται. Μόνον ἐν περιπτώσει, καθ᾿ ἥν ἡ Ἐκκλησία αὐθεντικῶς ἤθελεν ὁρίσει τόν συγγραφέα ἑκάστου βιβλίου, ἡ κριτική ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ δέν δύναται νά ἐργασθῇ. Ἀλλά τοιαύτη περίπτωσις παρ᾿ ἡμῖν δέν ἐνεφανίσθη. Κατά τούς καθορισθέντας ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κανόνας τῆς Π. καί Κ. Διαθήκης καθωρίσθη μόνον ἡ κανονικότης τῶν βιβλίων, ἅτινα σημειοῦνται ὑπό τόν συνήθη τότε τίτλον, χωρίς ἡ καθορίσασα ταῦτα Ἐκκλησία νά εἰσέλθῃ εἰς τήν ἐξέτασιν τοῦ συγγραφέως. Βεβαίως ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος ἐν τῇ ἐνασκήσει τῆς κριτικῆς ἔχει καί τήν σχετικήν παράδοσιν καί ὀφείλει ἀναμφιβόλως ὡς ἄριστον βοηθητικόν μέσον ἐν τῇ ἐργασίᾳ αὐτήν νά χρησιμοποιῇ, ἀποφεύγων τήν ὑπερκριτικήν, ἧς αἱ ὑπερβασίαι δέν πρέπει νά κωλύωσι τήν ἐξάσκησιν μιᾶς νηφαλίου καί ἀληθῶς ἐπιστημονικῆς κριτικῆς, ἥτις εἰς τό ζήτημα τοῦ καθορισμοῦ τοῦ συγγραφέως πλείστας ὑπηρεσίας δύναται νά προσφέρῃ»  (Κριτική τῆς Βίβλου καί Ἐκκλησιαστική  αὐθεντία, Ἀθῆναι 1937, σελ. 156).

Ἡ κριτική τῆς Βίβλου μπορεῖ τέλος νά ἀποδείξει ὅτι κάποιες διηγήσεις ἤ νόμοι της κ.ἄ. προέρχονται ἀπό ἄλλες πηγές, ὅτι, γιά παράδειγμα, αὐτή ἡ διάταξη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προέρχεται ἀπό τόν τάδε ξένο κώδικα. Ἀλλά καί γι᾿ αὐτό πάλι δέν πρέπει νά ἀρνηθοῦμε τήν κριτική τῆς Βίβλου, γιατί τόν Θεό μας τόν πιστεύουμε παγκόσμιο καί ἀποκαλύπτει λοιπόν τό θέλημά του καί σέ ἄλλους λαούς, γιατί ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι φθάνουμε στήν περίφημη θεωρία τοῦ Ἰουστίνου περί «τοῦ σπερματικοῦ λόγου».

Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτό «τήν στιγμήν, καθ᾿ ἥν αὕτη ἤ ἐκείνη ἡ διάταξις ἤ διδασκαλία φέρεται ἐν τῇ Ἁγιᾳ Γραφῇ ὡς λόγος τοῦ Θεοῦ, περιβαλλομένη τό θεῖον κῦρος, εἶναι τελείως ἀδιάφορον τό πόθεν αὕτη εἶναι εἰλημμένη. Διά τόν πιστόν εἶναι τελείως ἄσχετον πόθεν προέρχεται αὕτη ἤ ἐκείνη ἡ διήγησις ἤ διάταξις, ἐάν ὑπάρχῃ ἤ ὄχι λ.χ. εἰς τόν κώδικα τοῦ Hammurapi, ἐφ᾿ ὅσον διά τόν πιστόν ἐγγύησις τῆς ἀληθείας εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐάν δέ διά τοῦτο δυσανασχετῇ, ὅτι εὑρίσκονται σχέσεις καί ὁμοιότητες πρός τόν ἐξωβιβλικόν κόσμον, τότε τοῦτο σημαίνει πλήν τῶν ἄλλων καί ἐπέμβασιν εἰς τό παιδαγωγικόν τοῦ Θεοῦ ἔργον, ὅστις οὕτω ἠθέλησε νά παιδαγωγήσῃ τήν ἀνθρωπότητα. Πολύ περισσότερον ὁ πιστός δέον νά παρατηρῇ καί θαυμάζῃ τί τό τυχόν ξένον ὑλικόν ἐκεῖνο ἔγινεν εἰς τάς χεῖρας τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων. Καί ἀκριβῶς ἐνταῦθα ἡ ἀσύγκριτος πνευματική μορφή, ἥν τό ὑλικόν προσλαμβάνει ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ μέ τό βαθύ θρησκευτικόν πνεῦμα, ἀποτελεῖ διά τούς ἀπολογητάς τῆς Βίβλου μίαν τῶν ἰσχυροτέρων ἀποδείξεων τῆς Ἀποκαλύψεως» (Βέλλας, Κριτική τῆς Βίβλου καί Ἐκκλησιαστική αὐθεντία, Ἀθῆναι 1937, σελ. 159).

(Συνεχίζεται)


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

7. Βλ. Βασιλείου Βέλλα, Κριτική τῆς Βίβλου καί Ἐκκλησιαστική αὐθεντία, Ἀθῆναι 1937.

8. Βλ. Ν. Δαμαλᾶ, Ἑρμηνεία εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1876 σελ. 183 ἑξ. Ἐμμ. Ζολώτα, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι 1906 σελ. 303 ἑξ. 308. Κ. Δυοβουνιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τάς Ἁγίας Γραφάς, Ἀθῆναι 1903 σελ. 16. Προσθῆκες δέχεται καί ἡ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γενομένη ἔκδοσις τῆς Καινῆς Διαθήκης τό 1904. 

9. Βλ. MPG 11,41-48.


10. MPG 82,676.

11. MPG 37,1597.


12. MPG 82,676.


13. MPL. 75,517.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.