Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (1)

Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίου

 Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ


Ὅταν λέγουμε Ἁγία Γραφή ἤ Βίβλο ἐννοοῦμε τό σύνολο τῶν θεοπνεύστων ἱερῶν κειμένων, τά ὁποῖα περιέχουν τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σέ ᾿μᾶς, τά ὁποῖα  ἐκθέτουν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας καί μᾶς παρέχουν τόν τρόπο καί τήν μέθοδο γιά νά οἰκειοποιηθοῦμε τήν σωτηρία μας αὐτή. Ἡ συλλογή τῶν κειμένων αὐτῶν συνετέθη σέ πορεία δέκα πέντε αἰώνων, προφορικῶν παραδόσεων στήν ἀρχή καί γραπτῶν ἔπειτα, ἀπό δεκάδες ἱερούς συγγραφεῖς, γνωστούς ἤ ἀγνώστους.

Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τό βιβλίο πού πολεμήθηκε περισσότερο ἀπό ὅλα τά βιβλία, ἀλλά εἶναι καί τό βιβλίο πού ἀγαπήθηκε καί ἐπέδρασε στήν ζωή καί τόν πολιτισμό τῶν ἀνθρώπων ἀσυγκρίτως περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία
καί ἔζησε καί ζεῖ καί θά ζεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων, ἐνῶ πολλά ἄλλα βιβλία, πού ἐκρότησαν στήν ἐποχή τους, τώρα ἐχάθησαν καί δέν εὑρίσκονται οὔτε σέ παλαιοπωλεῖα. Τό βιβλίο πού ἐγνώρισε περισσότερες ἐκδόσεις ἀνά τούς αἰῶνες καί εἶναι πάντα σύγχρονο εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή.

Τήν Ἁγία Γραφή τήν ἀποτελοῦν ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς μιλάει γιά τήν παλαιά, τήν πρώτη διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ ἕνα λαό, τόν ἰσραηλιτικό. Ἡ Διαθήκη δέ αὐτή προεικονίζει καί προετοιμάζει τήν νέα Διαθήκη, πού ἦρθε πολύ ἀργότερα νά συνάψει ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὄχι ὅμως τώρα μέ ἕνα λαό, ἀλλά μέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ μεγάλη σημασία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔγκειται στό ὅτι, ὄχι ἁπλῶς ὁμιλεῖ γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί παρουσιάζει θεοφάνειές Του μέ τό Πρόσωπο τοῦ «Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου» (Mal’ak – Jahve), ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἕνας κτιστός ἄγγελος, ὅπως τόν δέχονται οἱ Φραγκολατῖνοι, ἀλλά θεῖο Πρόσωπο, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ἔτσι, ὅπως δέν πρέπει νά περιφρονοῦμε τήν Καινή Διαθήκη, γιατί εἶναι φάκελος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, αὐτῶν τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων τοῦ σαρκωθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν πρέπει ὁμοίως νά περιφρονοῦμε καί νά μή μελετοῦμε τήν Παλαιά Διαθήκη, γιατί καί αὐτή εἶναι τό ἴδιο: Εἶναι φάκελος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Προφητῶν, αὐτῶν τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων τοῦ ἀσάρκου ἀκόμη Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐμφανιζόταν στούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Πατριάρχες καί Προφῆτες, μέ τήν μορφή τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, βιαζόμενος τρόπον τινά πότε νά σαρκωθεῖ καί νά ἔλθει μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.

Ὡς λαός τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη φέρονται οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔδωσε τό ὄνομα «Ἰσραήλ» (Γεν. 32,28 ἑξ.) καί οἱ ἀπόγονοί του λέγονται γι᾿ αὐτό «Ἰσραηλῖτες». Ὁ λαός αὐτός λέγεται ὁμοίως καί «Ἑβραῖοι». Ἀπό τόν λαό αὐτό βγῆκε «κατά σάρκα» ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 9,5). Αὐτός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ, ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου (βλ. Ματθ. κεφ. 1-2. Λουκ. κεφ. 1-2. Ρωμ. 8,3. Γαλ. 4,4. Ἑβρ. 1,5). Τά γραπτά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θά παραμένουν γιά πάντα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶναι ἡ πρώτη ἀποκάλυψη πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί ἐφανέρωσε τό θέλημά Tου.

Στήν Καινή Διαθήκη λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ χριστιανοί, αὐτοί πού πιστεύουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» καί ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού οἰκοδομήθηκε στήν πίστη σ᾿ Αὐτόν (Ματθ. 16,13-20).

Ἡ Ἁγία Γραφή λοιπόν ἤ ἡ Βίβλος,[1] ξαναλέγουμε εἶναι ἕνα ἱερό βιβλίο, ἤ μᾶλλον μία συλλογή πολλῶν ἱερῶν βιβλίων, πού χωρίζεται σέ δύο μέρη: Τήν Παλαιά Διαθήκη, πού προετοιμάζει τόν κόσμο γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία καί τήν Καινή Διαθήκη, πού μαρτυρεῖ τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία καί  ὁμιλεῖ γιά τήν διδασκαλία του καί τό ἀπολυτρωτικό του ἔργο.

Καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Θά γράψουμε ὅμως κυρίως γιά τήν Παλαιά Διαθήκη. 


ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ [2]


Ἡ «Παλαιά Διαθήκη» εἶναι μία συλλογή ἱερῶν γραπτῶν, πού οἱ Ἰουδαῖοι καλοῦσαν «Νόμο» (Ἑβρ. «Τωρά»), «Προφῆτες» («Νεμπι᾿ίμ») καί «Ἁγιόγραφα» («Κεθουβίμ») καί ἐκφράζει τήν παλαιά συμφωνία, τήν συνθήκη – αὐτό σημαίνει ἡ λέξη «Διαθήκη» («Μπερείθ») – μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ὁ ὅρος ὅμως «Παλαιά Διαθήκη» ἀναφέρεται σέ μέλλουσα νά συναφθεῖ «Καινή Διαθήκη». Πραγματικά, ὁ προφήτης Ἰερεμίας εἶχε προφητεύσει ὅτι ὁ Θεός θά συνάψει καί νέα συμφωνία, «Καινή Διαθήκη», μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή ἀθετήθηκε ἀπ᾿ αὐτούς ἡ παλαιά του συμφωνία (Ἰερ. 38,31). Ἔτσι οἱ χριστιανοί ὀνόμασαν ὡς «Καινή Διαθήκη» τά γραπτά ἐκεῖνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἐξέφραζαν τήν νέα συμφωνία αὐτή τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων.

Εἰδικώτερα, ὅταν λέγουμε Παλαιά Διαθήκη ἐννοοῦμε α) τήν μακροτάτη περίοδο ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀνθρωπότητας μέχρι τήν κλήση τοῦ Ἀβραάμ (1750 π.Χ.) καί ἀπό ἐκεῖ μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἀρχίζει ἡ Καινή Διαθήκη. Καί β) λέγοντας Παλαιά Διαθήκη ἐννοοῦμε ἕνα θρησκευτικό κανονισμό πού δόθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό. Πρόκειται γιά τόν κανονισμό τοῦ Νόμου,  πού προπαρασκεύασε τόν κανονισμό τῆς Χάριτος τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ παλαιο-διαθηκική ἀποκάλυψη εἶναι μερική καί ἀτελής· δόθηκε προοδευτικά χωρίς νά φθάσει στήν πληρότητα πού δίνει ἡ Καινή Διαθήκη. Αὐτή ἡ ἀλήθεια λέγεται στήν ἀρχή τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου:
«Πολυμερῶς καί πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεός λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ, ὅν ἔθηκεν κληρονόμον πάντων, δι᾿ οὗ καί τούς αἰῶνας ἐποίησεν» (1,1-2).

Πραγματικά! Ἡ ἀποκάλυψη περί τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε ἀπό τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε πλήρης διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γιά μᾶς τούς χριστιανούς ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλά ἕνα μόνο μέρος αὐτῆς. Εἶναι τό πρῶτο τμῆμα τῆς θείας Ἀποκάλυψης, τό προπαρασκευαστικό γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Γιά τούς Ἰουδαίους ὅμως, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονται τόν Ἰησοῦ γιά Μεσσία καί γι᾿ αὐτό δέν μποροῦν νά δεχθοῦν τήν Καινή Διαθήκη, ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι γι᾿ αὐτούς ὅλη ἡ ἱερή τους Γραφή. Καί ἀσφαλῶς δέν τήν λέγουν «Παλαιά Διαθήκη», γιατί αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι δέχονται καί τήν Καινή. Τήν λέγουν «Τανάκ» (ΤΝΚ) ἀπό τά ἀρχικά σύμφωνα τῆς τριμεροῦς διαιρέσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Τωρά, Νεμπιίμ καί Κεθουβίμ, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. 

Γενικά, Παλαιά Διαθήκη εἶναι: Τό σύνολο τῶν ἱερῶν βιβλίων, πού διηγοῦνται τό πῶς ὁ Θεός ἦρθε σέ κοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους, πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Υἱοῦ Του, καί ἀποκάλυψε σ᾿ αὐτούς τό θέλημά Του καί τούς προετοίμασε ἔτσι γιά τόν ἐρχομό τοῦ Υἱοῦ Του. Εἶναι μία ἱερή ἱστορία.

Ἡ βιβλική ἀποκάλυψη εἶναι μία πραγματικότητα· εἶναι μία ἱστορική ἀποκάλυψη, γιατί βλέπουμε σ᾿ αὐτήν ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται σέ κοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους ἐξέλεξε σέ κάποιο καθορισμένο χρόνο.


ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ «ΠΑΛΑΙΑ» ΚΑΙ «ΔΙΑΘΗΚΗ»


«Παλαιά»


Ἡ ἔκφραση «Παλαιά» δηλώνει ὅτι ὑπάρχει καί «Νέα» Διαθήκη. Στό βιβλίο τοῦ προφήτη Ἰερεμία ἀκούομε τόν Θεό νά λέγει:

«Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται, φησί Κύριος, καί διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰούδα διαθήκην καινήν, οὐ κατά τήν διαθήκην, ἥν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν... Αὕτη ἡ διαθήκη ἥν διαθήσομαι· διδούς δώσω νόμους εἰς τήν διάνοιαν αὐτῶν καί ἐπί καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καί ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν καί αὐτοί ἔσονταί μοι εἰς λαόν»  (38,31-33).

Ὁ Θεός θά συνάψει μία νέα Διαθήκη· καί ὁ Νόμος τῆς Διαθήκης αὐτῆς, κατά τήν παραπάνω προφητεία, δέν θά εἶναι γραμμένος σέ πέτρινες πλάκες, ἀλλά στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων! Ὁ ὅρος λοιπόν «Παλαιά Διαθήκη» προέρχεται ἀπό αὐτή τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀπό τήν περικοπή Ἰερ. 38,31-33. Στήν ἴδια περικοπή ἔχουμε σαφῶς καί τόν ὅρο «Καινή Διαθήκη». Καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁμιλεῖ γιά «Καινή Διαθήκη», ἡ ὁποία θά συναφθεῖ μέ τό Αἷμά του (Ματθ. 26,28). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰς Β΄Κορ. 3,6 ὁμιλεῖ γιά «Καινή Διαθήκη» στόν δέ στίχ. 14 τοῦ ἴδιου κεφ. τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς ὁμιλεῖ γιά «Παλαιά Διαθήκη». Καί εἰς Γαλ. 4,24 κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος περί «δύο διαθηκῶν» (βλ. καί Ἑβρ. 8,7. 9,15). 

«Διαθήκη»


Ἡ λέξη αὐτή εἶναι μία ὄχι ἀκριβής μετάφραση τοῦ ἀντιστοίχου ἑβραϊκοῦ ὅρου «Μπερείθ». Ὁ ἑβραϊκός αὐτός ὅρος δηλώνει μία συμφωνία, ἕνα συμβόλαιο καί ἔχει τήν ἔννοια τῆς ὑποχρεώσεως. Πολλές φορές ὁ Θεός ἔκανε διαθήκη μέ τούς ἀνθρώπους γενικά (βλ. Γεν. 1-11). Ἡ «Μπερείθ» ὅμως, πού κυριαρχοῦσε στό Ἰσραήλ, ἦταν ἡ συμφωνία τοῦ Σινᾶ· αὐτή δηλαδή πού ἔγινε στό ὄρος τοῦ Σινᾶ, διά τοῦ Μωυσέως, μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ μετά τήν ἔξοδο ἀπό τήν Αἴγυπτο.[3]

Ὁ ὅρος «Διαθήκη» ἐμφανίζεται στήν ἑλληνική μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού λέγεται Μετάφραση τῶν Ο΄(τῶν «Ἑβδομήκοντα»). Εἴπαμε ὅτι δέν εἶναι ἀκριβής ἡ μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ ὅρου «Μπερείθ» μέ τόν ὅρο «Διαθήκη», γιατί ἡ λ. «Διαθήκη», τονίζει μᾶλλον τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας καί ὄχι τῆς ὑποχρεώσεως, ὅπως ἡ λ. «Μπερείθ». Ἡ Μετάφραση τῶν Ο΄ ἔγινε τόν 2ο καί 3ο αἰώνα π.Χ. γιά τούς Ἰουδαίους τῆς Διασπορᾶς, πού ἦταν διεσπαρμένοι γύρω ἀπό τήν Μεσόγειο καί πρό παντός στήν ἀνατολική περιοχή τῆς Μεσογείου. Οἱ Ἰουδαῖοι αὐτοί ὁμιλοῦσαν μόνο τήν ἑλληνική καί δέν ἐννοοῦσαν πλέον τήν ἑβραϊκή γλώσσα. Ὑπάρχει μία παράδοση περί ἑβδομήντα δύο μεταφραστῶν, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ στήν Ἀλεξάνδρεια, προσκεκλημένοι ἀπό τόν βασιλέα Πτολεμαῖο Β΄, τόν καλούμενο Φιλάδελφο, γιά νά μεταφράσουν τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό τό Ἑβραϊκό πρωτότυπο. Τό ἔργο αὐτό τῶν μεταφραστῶν, γιά τό στρογγυλό τοῦ ἀριθμοῦ, καλεῖται Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο΄), ἀντί τῶν Ἑβδομήκοντα Δύο. Θά ὁμιλήσουμε παρακάτω περί τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο΄. Κατά τήν ἐποχή τῶν Μεταφραστῶν οἱ ἰδέες ἐξελίσσοντο καί γι᾿ αὐτό δέν εἶναι καθόλου περίεργη ἡ ἀπόδοση τοῦ «Μπερείθ» διά τοῦ ὅρου «Διαθήκη», μέ τόν μυστικό τονισμό τῆς ἐννοίας τῆς ἐλευθερίας στόν ὅρο αὐτό, ἀφοῦ μάλιστα ἡ Μετάφραση τῶν Ο΄προορίζετο γιά τόν ἑλληνιστικό ἰουδαϊκό κόσμο καί ἀκόμη εὐρύτερα γιά τόν ἑλληνίζοντα ἐθνικό κόσμο. Ἔτσι, καί γιά τόν σκοπό στόν ὁποῖο ἀπέβλεπε ἡ Μετάφραση, ἦταν ἀναγκαία ἡ ἀπόδοση τοῦ «Μπερείθ» τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου διά τοῦ ὅρου «Διαθήκη», λέξη, ἡ ὁποία ἐκφράζει, ὅπως εἴπαμε, τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Ἡ λέξη «Διαθήκη», λοιπόν, τῶν Ο΄ ὑπογραμμίζει τήν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας στίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό. Εἶναι ἐλεύθερος κανείς νά δεχθεῖ ἤ ὄχι μία διαθήκη. Ἀκόμη ἡ λ. «Διαθήκη» προσλαμβάνει μία βαθύτερη ἔννοια μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Πραγματικά, ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄνοιξε τήν εἴσοδο στά ἀγαθά τῆς Νέας Διαθήκης, ὅπως ὁ θάνατος τοῦ διαθέτου ἀνοίγει στούς κληρονόμους τό δικαίωμα τῆς κληρονομίας!

Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


Τήν Παλαιά Διαθήκη ἡ Ἐκκλησία μας τήν πιστεύει γιά θεόπνευστη. Ἡ προέλευσή της εἶναι συγχρόνως καί ἀνθρώπινη καί θεία. Ἀνθρώπινη γιατί ἐγράφη ἀπό ἀνθρώπους. Θεία, γιατί ἐγράφη μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ Καινή Διαθήκη μαρτυρεῖ μέ δύο της ὡραῖα χωρία τήν ἀλήθεια αὐτή περί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

α) Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει:
«Πᾶσα Γραφή (καί ἐννοεῖ ἐδῶ τήν Παλαιά Διαθήκη) θεόπνευστος καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός ἔλεγχον, πρός ἐπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν ἐν δικαιοσύνῃ (= πρός παιδαγώγηση στήν ἀρετή), ἵνα (= ὥστε, μέ τήν μελέτη της) ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἐξηρτισμένος (= καταρτισμένος γιά κάθε καλό ἔργο)»  (Β΄Τιμ. 3,16-17).

β) Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέγει:
«Τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες, ὅτι πᾶσα προφητεία Γραφῆς ἰδίας ἐπιλύσεως οὐ γίνεται (=δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο μόνο του, ἀλλά μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Οὐ γάρ θελήματι Θεοῦ ἠνέχθη ποτέ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι»
(Β΄Πέτρ. 1,20-21).

Ἡ θεοπνευστία


 Ἡ Παλαιά Διαθήκη λοιπόν εἶναι θεόπνευστο κείμενο. Ἄν καί τό θέμα γιά τήν πλήρη ἀνάπτυξή του ἀνήκει στόν δογματικό κλάδο τῆς θεολογίας, ὅμως, ἄς ποῦμε ἐδῶ αὐτά τά σύντομα: Τό ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη καί ἡ Βίβλος γενικά εἶναι θεόπνευστη αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ὑπαγόρευσε τρόπον τινά τήν Ἁγία Γραφή στούς ἀνθρώπους, σάν αὐτοί νά ἦσαν παθητικά ὄργανα μή νοοῦντες τί γράφουν. Ἡ θεοπνευστία δέν καταργεῖ τήν προσωπικότητα τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως, ἀλλά αὐτός, ὅταν γράφει ἕνα βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διατηρεῖ τίς ἀνθρώπινες ἱκανότητές του. Κάθε βιβλίο τῆς Βίβλου ἐκφράζει τήν προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἔγραψε καί μᾶς μεταφέρει στήν σκέψη καί τήν ἔκφραση καί τόν πολιτισμό τῆς ἐποχῆς του.  Ἡ θεοπνευστία κάνει τόν ἱερό συγγραφέα νά εἰσέλθει στήν σφαίρα τῆς θείας ἀλήθειας. Αὐτά πού γράφει αὐτός γιά τόν Θεό εἶναι ἀλήθεια. Δέν γράφει καμμιά θρησκευτική πλάνη. Ἡ θεοπνευστία εἶναι μία μορφή τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.

Ἐπίσης πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρεται μόνο στίς δογματικές καί ἠθικές ἀλήθειες καί ὄχι στά ἱστορικά καί γεωλογικά ἤ ἄλλα σημεῖα της, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή οὔτε φυσική οὔτε γεωλογία οὔτε ἱστορία εἶναι, ἀλλά ἱερό θρησκευτικό βιβλίο, πού μᾶς ἀποκαλύπτει θρησκευτικές καί ἠθικές ἀλήθειες γιά τήν σωτηρία μας.[4]
Γιά νά γνωρίσουμε τόν Θεό, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία, πρέπει νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί νομίζουν ὅτι τήν γνώση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά τήν πετύχει ὁ ἄνθρωπος μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις του. Γιά τούς Ὀρθοδόξους ὅμως ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει μέ τήν θεία Ἀποκάλυψη. Ἡ Ἀποκάλυψη ἔχει ὡς θέμα τόν Θεό καί μόνο τόν Θεό καί ὄχι ἐπιστημονικές ἀλήθειες, πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τίς γνωρίσει μέ τήν λογική του. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν Ἑαυτό Του καί ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά δεχθεῖ τήν ἀποκάλυψη αὐτή διά τῆς πίστεως. Πραγματικά, τό νά δεχθεῖ κανείς τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι μία πράξη πίστεως.

Ἡ ἑρμηνεία


Γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τήν βοήθεια τῆς φιλολογίας καί τῆς ἀρχαιολογίας καί τῆς ἱστορίας, γιατί αὐτοί οἱ ἐπιστημονικοί κλάδοι θά μᾶς βοηθήσουν πολύ γιά τήν σωστή ἔννοια τῶν λέξεων καί τῶν νοημάτων τοῦ κειμένου της.

Δέν πρέπει ὅμως ὡς ὀρθόδοξοι θεολόγοι νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη καί ἡ Ἁγία Γραφή γενικώτερα εἶναι θεόπνευστο κείμενο καί συγγραφέα της ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἀφοῦ λοιπόν δεχόμαστε τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς συγγραφέα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρέπει πάλι νά δεχόμαστε ὅτι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά μποροῦμε νά νοήσουμε τά ἱερά της νοήματα. «Ὄχι μόνο ὁ γράφων – λέγει ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης – ἀλλά καί ὁ διαβάζων πρέπει νά γνωρίζει γράμματα. Ὄχι μόνο ὁ γράφων περί μαθηματικῆς πρέπει νά γνωρίζει τήν μαθηματικήν, ἀλλά καί ὁ διαβάζων καί ἑρμηνεύων τά γραφόμενα τοῦ μαθηματικοῦ πρέπει νά γνωρίζει τήν μαθηματικήν. Τό ἴδιον ἀκριβῶς ἰσχύει διά τήν διά κειμένων μετάδοσιν οἱασδήποτε ἐπιστήμης. Καί διά ποῖον λόγον νά ἐξαιρεῖται ἡ Ἁγία Γραφή;» [5] Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί κύρια βάση γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς γενικώτερα. Ὅτι, δηλαδή, ἀφοῦ στήν Ἁγία Γραφή ἀναγράφεται ἡ ἐμπειρία τῶν θεουμένων Προφητῶν καί Ἀποστόλων, γιά τήν σωστή της κατάληψη, οἱ ἀναγινώσκοντες αὐτήν πρέπει νά ἔχουν κάποια γεύση τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς ἤ νά καταφεύγουν στίς ἑρμηνεῖες τῶν θεουμένων καί αὐτοί εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες.

Εἰδικώτερα γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρέπει νά δεχόμεθα τήν ἑρμηνεία πού ἔδωσε σ᾿ αὐτήν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός καί ἡ Καινή Διαθήκη. Ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑρμήνευσαν τήν Παλαιά Διαθήκη χριστολογικά. Ὅτι δηλαδή τό κεντρικό της θέμα εἶναι ὁ ἐρχομός τοῦ Μεσσία, τόν Ὁποῖο καί παριστᾶ ἐμφανιζόμενο, ἄσαρκο ἀκόμη ὄντα, στούς δικαίους ἀνθρώπους της, τούς Πατριάρχες καί Προφῆτες. Στούς δύο συνοδοιπόρους του πρός Ἐμμαούς ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «ἀρχίζοντας ἀπό τόν Μωυσῆ καί ὅλους τούς προφῆτες, τούς ἑρμήνευε ὅσα ἀναφέρονται γι᾿ αὐτόν σέ ὅλες τίς Γραφές» (24,25-27). Ἀπό τό χωρίο αὐτό φαίνεται καθαρά ὅτι τό θέμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτή ἡ ἀρχή, ἡ χριστολογική δηλαδή ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι τό μοναδικό κλειδί γιά τήν σωστή της ἑρμηνεία. Οἱ Ἰουδαῖοι δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀκριβῶς γιατί δέν δέχονται ὅτι ὁ Μεσσίας γιά τόν Ὁποῖο ὁμιλεῖ αὐτή εἶναι ὁ Ἰησοῦς (βλ. Β΄Κορ. 3,12-16).

Τό τονίζουμε πάλι, γιατί εἶναι πολύ σημαντικό γιά τήν Ὀρθόδοξη – δηλαδή γιά τήν σωστή – ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Μόνο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατανοεῖται σωστά ἡ Παλαιά Διαθήκη. Μετά τήν ἀνάστασή του ὁ Χριστός εἶπε στούς Ἀποστόλους του:  

«Αὐτοί εἶναι οἱ λόγοι πού μίλησα σέ σᾶς, ὅταν ἀκόμη ἤμουν μαζί σας: ὅτι πρόκειται δηλαδή νά ἐκπληρωθοῦν ὅλα τά γεγραμμένα στόν νόμο τοῦ Μωυσῆ καί τούς Προφῆτες καί τούς Ψαλμούς γιά μένα. Τότε ἄνοιξε τόν νοῦ τους, γιά νά κατανοοῦν τίς Γραφές» (Λουκ. 24,44-45). 

Καί στούς Ἰουδαίους εἶπε ὁ Χριστός: «Μή νομίζετε, ὅτι ἐγώ θά σᾶς κατηγορήσω στόν Πατέρα. Κατήγορός σας εἶναι ὁ Μωυσῆς, στόν ὁποῖο σεῖς ἔχετε στηρίξει τίς ἐλπίδες σας. Γιατί, ἄν πραγματικά πιστεύατε στόν Μωυσῆ, θά πιστεύατε σέ μένα· γιατί γιά μένα ἔγραψε ἐκεῖνος. Ἀλλά ἀφοῦ πραγματικά δέν πιστεύετε σ᾿ αὐτά πού ἔγραψε ἐκεῖνος, πῶς θά πιστεύσετε στά δικά μου λόγια;» (Ἰωάν. 5,45-47).

Ἀκριβῶς, ἐπειδή διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατανοεῖται ἡ Παλαιά Διαθήκη, γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει σέ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας ὅτι, ὅταν διαβάζουν τήν Παλαιά Διαθήκη «ἕνα κάλυμμα» τήν σκεπάζει καί δέν μπορεῖ αὐτοί νά δοῦν τήν ἀλήθεια· λέγει δέ ὅτι τό κάλυμμα αὐτό «καταργεῖται διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄Κορ. 3,14). Λέγει ὁ Ἀπόστολος:
 
«Ναί, ἕως σήμερα, ὅταν διαβάζεται ὁ Μωυσῆς, ὑπάρχει κάλυμμα στήν ψυχή τους. Ὅταν ὅμως ὁ ἄπιστος Ἰουδαῖος ἐπιστρέψει πρός τόν Κύριο, τότε ἀφαιρεῖται τό κάλυμμα. Ἡ λέξη “Κύριος” ἐδῶ σημαίνει τό Πνεῦμα. Καί ὅπου ὑπάρχει τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὑπάρχει καί  ἐλευθερία. Ὅλοι ἡμεῖς λοιπόν μέ ἀκάλυπτο πρόσωπο δεχόμεθα ὡς καθρέπτες τήν λάμψη τοῦ Κυρίου καί μεταμορφωνόμεθα σέ ὁμοιότητα μέ αὐτόν ἀπό λαμπρότητα σέ λαμπρότητα· αὐτό προέρχεται ἀπό τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος εἶναι τό Πνεῦμα.
 
Γι᾿ αὐτό, ἔχοντας αὐτή τήν διακονία, πού μᾶς ἀνατέθηκε μέ τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, δέν ἀποκάμνουμε. Ἀπαρνηθήκαμε τά σκοτεινά ἔργα τῆς αἰσχύνης καί δέν φερόμεθα μέ πανουργία οὔτε νοθεύουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, φανερώνοντες τήν ἀλήθεια, συνιστοῦμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε συνείδηση ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἄν εἶναι καλυμμένο τό Εὐαγγέλιο πού κηρύττουμε, εἶναι καλυμμένο γιά ἐκείνους πού χάνονται. Ὁ θεός τοῦ αἰῶνος τούτου  τύφλωσε τόν νοῦν τῶν ἀπίστων, γιά νά μή δοῦν τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἀποκαλύπτει τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ»
(Β΄Κορ. 3,15-4,4). 

Ὡς ὀρθόδοξοι θεολόγοι πρέπει νά βλέπουμε τήν Παλαιά Διαθήκη ὅπως τήν εἶδε ἡ Ἐκκλησία. Καί ἡ Ἐκκλησία μας, στήν λατρεία της καί στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων της, εἶδε τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς τήν πρώτη θεία ἀποκάλυψη πού ἔδωσε ὁ Θεός γιά τήν θεογνωσία τῶν ἀνθρώπων καί ὡς βιβλίο τοῦ Χριστοῦ (ἀσάρκου ἀκόμη ὄντος).[6] Γράφουμε δέ ὅτι πρέπει νά βλέπουμε τήν Παλαιά Διαθήκη ὅπως τήν εἶδε ἡ Ἐκκλησία, γιατί πραγματικά, ἡ Ἐκκλησία αὐτή ἐγγυᾶται τήν σωστή ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὁλοκλήρου τῆς Ἁγίας Γραφῆς· ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα (= ἡ στερεά βάση) τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ. 3,15). Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἡ ἱερή Βίβλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἡ Ἁγία Γραφή κατανοεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, δέν δίνει μόνο στούς πιστούς τήν σωστή ἑρμηνεία τῆς Βίβλου. Ἐπιτρέπει ἀκόμη σ᾿ αὐτούς, φωτιζόμενοι κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά γίνουν καί αὐτοί οἱ ἴδιοι «ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ, γραμμένη ὄχι μέ μελάνι, ἀλλά μέ τό Πνεῦμα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ὄχι σέ λίθινες πλάκες, ἀλλά σέ εὐαίσθητες πλάκες, στίς καρδιές» (Β΄Κορ. 3,3). Ἔτσι ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Μεσσίου θά εἶναι ὅλοι «διδακτοί Θεοῦ» (Ἰωάν. 6,45. Βλ. Ἠσ. 54,13. Ἰεζ. 36,27-28. Ἰερ. 38,31. Ἰωήλ 2,28. Μιχ. 4,2 κ.ἀ.).

(Συνεχίζεται)

YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

1. Ἄς μή δημιουργεῖ ἀπορία τό ὅτι χρησιμοποιοῦμε τήν λ. «Βίβλος», γιά τήν Ἁγία Γραφή, ὅρο, τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦν ἰδιαίτερα οἱ Προτεστάντες. Εἶναι καί αὐτή ὀνομασία πού δίδεται ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Μωυσῆς λέγει στόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ γιά τό Νόμο: «Οὐκ ἀποστήσεται ἡ βίβλος τοῦ νόμου τούτου ἐκ τοῦ στόματός σου καί μελετήσεις ἐν αὐτῷ ἡμέρας καί νυκτός» (Ἰησ. Ν. 1,8). Βλ. καί Δαν. 9,2 («αἱ βίβλοι»), Α΄Μακκαβ. 12,9 («τά βιβλία τά ἅγια») καί Β΄Μακκαβ. 8,23 («ἡ ἱερά βίβλος»). Ὁμοίως ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό τήν Καινή Διαθήκη λέγεται καί «Γραφή» (Α΄Πέτρ. 2,6) ἤ «Ἅγιαι Γραφαί» καί «Βίβλος» (βλ. Ματθ. 21,42. Μάρκ. 22,29. Λουκ. 24,27. Ἰωάν. 5,39.   Ρωμ. 1,2. Μάρκ. 12,26. Λουκ. 3,4. Πράξ. 1,20).

2. Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην,2 ἐν Ἀθήναις 1993. Β. Βέλλα, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Α΄, Β΄τόμ. Ἀθῆναι 19572. Archipretre Thomas Hopko, Ancien Testament et Histoire du salut, Paris 1983. Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἀλεξίου Κνιαζέφ, Cours d’ Ancien Testament. Χαστούπη Ἀθ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ἐν Ἀθήναις 1981, ὅπου πλουσιωτάτη βιβλιογραφία γιά ὅλα τά θέματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Σιμωτᾶ Π., Ἀπό τόν κόσμον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἀθῆναι, 1973. Καϊμάκη Δ., Σύντομη Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Ἐπιλογή Ἑνοτήτων ἀπό τήν Βίβλο τῆς Ἰερουσαλήμ, Θεσσαλονίκη 1991. Καλαϊντζάκη Στ., Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη. Α΄Γενική Εἰσαγωγή, Θεσσαλονίκη 1985. Ὀλυμπίου Ν., Εἰσαγωγή στό πρόβλημα τῆς Συνθέσεως τῆς Πεντατεύχου, Ἀθήνα 2002. Traduction Oecumenique de la Bible (TOB) (Introduction), Paris, 1978, κ.ἄ. Ὡραῖα εἰσαγωγικά στά βιβλία τῆς Π.Δ. ἔχει καί ἡ σειρά Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ (ἔκδ. Ἀδελφ. Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ»).

3. Τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου στά δέκα πέντε πρῶτα κεφάλαιά του περιγράφει τήν ἔξοδο ἀπό τήν Αἴγυπτο· στά κεφ. 16-19 περιγράφει τήν πορεία μέχρι τό Σινᾶ· στά κεφ. 20-24 βλέπουμε πῶς συνήφθη ἡ «Μπερείθ», ἡ συμφωνία τοῦ Σινᾶ, καί τά ὑπόλοιπα κεφ. 25-40 περιγράφουν τά γεγονότα πού ἀκολούθησαν καί τήν ὀργάνωση τοῦ λαοῦ κατά τόν Νόμο.

4. Ὁ Χρῖστος Ἀνδροῦτσος λέγει στήν Δογματική του: «Ἡ Γραφή μή ἀποτελοῦσα φυσιογνωστικόν βιβλίον, μηδέ προτιθεμένη νά διδάξῃ ἐπιστήμην, ἐκτίθησι τά πράγματα ἐν μορφῇ καί γλώσσῃ συμφώνῳ πρός τάς ἰδέας καί τήν ἀντίληψιν τῶν ἀνθρώπων, καθ᾿ οὕς ἐγράφη, εἰς ἕν καί μόνον ἀποβλέπουσα νά ἀποδώσῃ τήν γένεσιν τοῦ κόσμου τῷ Θεῷ» (Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1907, σελ. 111.) Ὁμοίως βλ. Ζήκου Ρώση, Σύστημα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1903, σελ. 470 καί Δ. Μπαλάνου, Εἶναι ἡ θεολογία ἐπιστήμη; Ἀθῆναι 1903, σελ. 19.

5. Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική καί Συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, σελ. 174.175.

6. Περί τῆς ἑρμηνείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βλ. καί τό βιβλίο μας Ἡ Παλαιά Διαθήκη (Περιεχόμενο καί θεολογία της) 2, Ἀθῆναι 2003, σελ. 12-17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.