Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΝΤΟΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (3)

 
Ἡ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ χριστιανική κοινότητα τῶν Ἰεροσολύμων

Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ ὅρος «ἐκκλησία» χρησιμοποιήθηκε 96 φορές γιά νά ἀποδώσει τόν ἀντίστοιχο ἑβραϊκό ὅρο qahal, ὁ ὁποῖος σήμαινε τήν συνάθροιση ἤ σύναξη τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιά θρησκευτικούς ἤ ἄλλους ποικίλους λόγους. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται 114 φορές, μέ ἰδιαίτερη ὅμως συχνότητα στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί στήν Ἀποκάλυψη. Σήμαινε τήν σύναξη τῶν χριστιανῶν ὡς τοῦ νέου περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ νέου Ἰσραήλ. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή χρησιμοποίησε τόν ὅρο ὁ ἀπόστολος Παῦλος τόσο γιά κάθε τοπική Ἐκκλησία, ὅσο καί γιά τήν ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία προϋπῆρχε ὡς «πνευματική» στήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ, τελειώθηκε δέ ἐν χρόνῳ μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί ζωογονήθηκε μέ τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή. Ὁ Θεός ἔδωσε τόν Χριστόν «κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστι τό σῶμα αὐτοῦ...» (Ἐφ. 1,22-23). Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ἀποστολική παράδοση εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπαρχή τοῦ «νέου γένους» τῶν χριστιανῶν ὑπῆρξε ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, στό σῶμα τοῦ Ὁποίου ἐγκεντρίζονται ὡς μέλη ὅλοι οἱ βαπτιζόμενοι.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔδωσε ἐντολή στούς ἁγίους Ἀποστόλους νά κάνουν ὅλα τά ἔθνη μαθητές Του, βαπτίζοντας αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διδάσκοντας αὐτούς νά τηροῦν ὅλα ὅσα τούς διέταξε (Ματθ. 28,18-20). Οἱ Ἀπόστολοι λόγω τῆς ἐντολῆς αὐτῆς αἰσθάνονταν μία εὐθύνη γιά τήν περιφρούρηση τῆς καθαρότητας καί τῆς αὐθεντικότητας τοῦ κηρύγματός τους. Γι᾽ αὐτό καί δήλωναν ὅτι παρέδωσαν ὅ,τι παρέλαβαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο (Α´ Κορ. 15,3). Ἡ συνείδηση αὐτή τῶν Ἀποστόλων ἦταν συνείδηση καί ὅλης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τό πρόσωπο, ὁ βίος, τό πάθος, ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Ιησοῦ Χριστοῦ εἰσάγουν στήν ἱστορική ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας. Γενέθλια ὅμως ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἡ Πεντηκοστή. Κατά τήν ἡμέρα αὐτή τῆς Πεντηκοστῆς βαπτίστηκαν τρεῖς χιλιάδες περίπου ἄνθρωποι (Πράξ. 2,41). Αὐτή ἦταν καί ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα, ἡ ὁποία ἀναπτύχθηκε στό ἰουδαϊκό περιβάλλον τῶν Ἰεροσολύμων, τό ὁποῖο ὑπῆρξε ἐχθρικό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Σαφῶς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν τάχθηκαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ Σαδδουκαῖοι, ἀλλά ἀργότερα καί οἱ Φαρισαῖοι. Οἱ τελευταῖοι στήν ἀρχή ἦταν κάπως διαλλακτικότεροι, ἐπειδή οἱ ἰουδαιοχριστιανοί ἐπιδείκνυαν ζῆλο γιά τήν τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ἀργότερα ὅμως τάχθηκαν καί αὐτοί ἐναντίον τους, διότι δέν ἀνέχονταν τίς ἀντιθετικές τάσεις κατά τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου τῶν ἑλληνιστῶν χριστιανῶν. Ἡ τάξη αὐτή τῶν ἑλληνιστῶν ἀνεπτύχθη πολύ γρήγορα ἐντός τῆς ἰουδαιοχριστιανικῆς κοινότητος. Σ᾽ αὐτήν ἀνῆκαν ἐπίσης ἑλληνίζοντες Ἰουδαῖοι τῆς Παλαιστίνης ἤ καί ἁπλοί προσήλυτοι στόν Ἰουδαϊσμό.
Ἡ αὐστηρή τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία δέν μποροῦσε νά συνεχιστεῖ, γιατί θά δημιουργοῦσε προβλήματα στό ἀποστολικό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἐθνῶν. Τά προβλήματα αὐτά διεῖδαν νωρίς οἱ πρῶτοι ἑλληνιστές χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπέμειναν στήν ἀποσύνδεση ἀπό τόν μωσαϊκό νόμο καί τήν ἰουδαϊκή τυπολατρία. Ὁ Χριστιανισμός διαδόθηκε στήν ἀρχή στήν Γαλιλαία, τήν Σαμάρεια, τήν Ὑπεριορδανία, τήν Συρία καί τήν Φοινίκη. Ὁ διωγμός τῶν ἑλληνιστῶν χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων τό 37 μ.Χ. (τότε ἔχουμε τόν λιθοβολισμό τοῦ Στεφάνου, Πράξ. 6,8-8,3) συνετέλεσε στήν ταχεία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στήν Παλαιστίνη ἤδη μέχρι τό 45 μ.Χ. Ὁ ἑλληνιστής διάκονος Φίλιππος κήρυξε στήν Σαμάρεια καί τό κήρυγμά του βρῆκε ἐκεῖ μεγάλη ἀπήχηση (Πράξ. 7,4-25). Ἄλλοι πάλι ἑλληνιστές χριστιανοί κατέφυγαν στήν Συρία, ὅπου συνέχισαν τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ. Ὁ Φαρισαῖος Σαούλ (ὁ μετέπειτα ἀπόστολος Παῦλος) πῆρε ἐντολή νά μεταβεῖ στήν Δαμασκό ἀκριβῶς γιά τήν σύλληψη τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, ἀλλά κατά τό ἔτος 38 μ.Χ. μεταστράφηκε στόν χριστιανισμό μέ θαυματουργικό τρόπο μέ τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ. Κυριότερο ὅμως κέντρο τῶν ἑλληνιστῶν ἀναδείχθηκε ἡ Ἀντιόχεια. Αὐτή ἀναδείχθηκε τό δεύτερο κέντρο τῆς χριστιανικῆς ἱεραποστολῆς μετά ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ὅπου δόθηκε γιά πρώτη φορά τό ὄνομα χριστιανός σέ ὅλους ὅσους εἶχαν βαπτισθεῖ, ἔγινε τό κέντρο ὅλης τῆς χριστιανικῆς ἱεραποστολῆς στά ἔθνη. Ἄν καί στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων δέν γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιά τό κήρυγμα τοῦ χριστιανισμοῦ στίς χῶρες τῆς Κοίλης Συρίας, Ὀσροηνῆς καί Ἀραβίας, θά πρέπει νά θεωρήσουμε ὡς βέβαιον ὅτι τό εὐαγγέλιο κηρύχθηκε καί σέ αὐτούς τούς τόπους.

Ἡ θρησκευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἰεροσολύμων, ἄν καί συνδεόταν ἄρρηκτα μέ τήν θρησκευτική ζωή τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, δέν ἦταν δυνατόν νά ταυτιστεῖ πλήρως μέ αὐτήν. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, πήγαιναν βεβαίως στό ναό τῶν Ἰεροσολύμων, ἀλλά συγκεντρώνονταν παράλληλα καί σέ ἰδιαίτερες λατρευτικές συνάξεις, καθημερινά ἤ τουλάχιστον κάθε Σάββατο βράδυ πρός Κυριακή, ὅπου τελοῦσαν τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας («κλάσις τοῦ ἄρτου»), πού τούς εἶχε παραδώσει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός (Πράξ. 2,46), καί συνειδητοποιοῦσαν ἔτσι ὅτι ἀποτελοῦσαν κάτι τό διαφορετικό.

Ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα τῶν Ἰεροσολύμων ὀργανώθηκε γρήγορα ἀπό τούς ἀποστόλους καί ἡ ποιμαντική της φροντίδα ἀνατέθηκε στόν Ἰάκωβο τόν ἀδελφόθεο, λόγω τῆς συγγενείας του πρός τόν Κύριο. Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος καταστάθηκε ἐπίσκοπός της, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι ἐπιδόθηκαν στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ. Τόν Ἰάκωβο ἐκτός ἀπό τούς ἄλλους ἀποστόλους βοηθοῦσαν καί οἱ «πρεσβύτεροι». Στήν συνέχεια δέ, ἐπειδή παραμελοῦντο οἱ χῆρες τῶν ἑλληνιστῶν χριστιανῶν στίς τράπεζες, ἀποφασίστηκε νά ἐκλεγοῦν καί ἑπτά ἑλληνιστές «διάκονοι», γιά νά βοηθοῦν στήν διακονία τῶν τραπεζῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.