Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ, Ο ΚΕΝΟΣ ΤΑΦΟΣ ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΤΗΝ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Λεπτομέρεια από το "Μή μου άπτου"


Μήνυμα ἀγγέλου πρός τίς Μυροφόρες γιά τήν ἀνάσταση του Χριστοῦ.
– Διαπίστωση τοῦ κενοῦ τάφου ἀπό τούς Μαθητές Πέτρο καί Ἰωάννη
καί ἐμφάνιση τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ στήν Μαρία τήν Μαγδαληνή. 


Ἀγαπητοί μου ἀκροατές,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

1. Σ᾿ αὐτήν τήν Πασχάλια περίοδο πού διανύουμε, ἀρχίσαμε ἀπό τήν προηγούμενη ἑβδομάδα νά μελετοῦμε τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, ἀπό τήν Ἰουδαία πρῶτα. Δέν εἶναι φαντασία ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτό καί μᾶς λέγει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ὅτι ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς Χριστός «παρέστησεν ἑαυτόν ζῶντα μετά τό παθεῖν αὐτόν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις», καί μάλιστα «δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα» (1,3).

Στήν προηγούμενή μας ἐκπομπή εἴπαμε γιά τήν πορεία τῶν Μυροφόρων γυναικῶν πρός τόν τάφο «λίαν πρωί». Ἀλλά ἔφθασαν αὐτές ἐκεῖ «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου», ὅπως μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιον τοῦ Μάρκου (16,2). Γιατί αὐτό, ἀφοῦ τό μνῆμα ἦταν κοντά μέ τήν πόλη; Δώσαμε τήν ἑρμηνεία στήν προηγούμενή μας ἐκπομπή καί εἴπαμε ὅτι οἱ Μυροφόρες ἐπέστρεψαν πάλι πρός τήν πόλη, γιά νά προμηθευθοῦν περισσότερα καί καλύτερα ἀρώματα, γιά νά ἀλείψουν τό Πανάγιο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μία ὅμως ἀπό τίς Μυροφόρες, ἡ πιό θερμή ἀπό αὐτές, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, πού δέν τῆς ἄρεσε ἡ ἀργοπορία αὐτή, ξέφυγε ἀπό τήν παρέα καί πῆγε μόνη της στόν τάφο καί ἔφθασε ἐκεῖ «σκοτίας ἔτι οὔσης», ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (20,1). Ἀλλά εἶδε τό ἐκπληκτικό φαινόμενο νά εἶναι κυλισμένος ὁ μέγας λίθος καί ὁ τάφος νά εἶναι κενός! Ὑπέθεσε ὅτι ἔκλεψαν τό Σῶμα τοῦ Κυρίου καί γι᾿ αὐτό ἔτρεξε πρός τούς Μαθητές, τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη, καί τούς εἶπε «ᾖραν τόν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου» (Ἰω. 20,2). Ἐδῶ σταματήσαμε τήν προηγούμενή μας ἐκπομπή καί συνεχίζουμε σήμερα.

2. Οἱ ἄλλες Μυροφόρες γυναῖκες ἔρχονταν καί αὐτές ἀπό τήν πόλη μέ τά περισσότερα καί καλύτερα ἀρώματα, πού εἶχαν πάει νά προμηθευθοῦν. Στό δρόμο τώρα πού ἔρχονταν αὐτές θυμήθηκαν καί μιά ἄλλη δυσκολία: Ὅτι ὁ κυκλικός λίθος πού φράσσει τό μνῆμα τοῦ τάφου εἶναι μεγάλος καί βαρύς καί τά δικά τους ἀδύνατα γυναικεῖα χέρια δέν θά μποροῦν νά τόν κυλίσουν. Γι᾿ αὐτό καί ἔλεγαν μεταξύ τους: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (Μάρκ. 16,3). Ἀλλά ὅταν ἔφθασαν στόν τάφο πρός μεγάλη τους ἔκπληξη εἶδαν «ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος» (Μάρκ. 16,4). Μπαίνοντας δέ μέσα στόν τάφο εἶδαν «νεανίσκον καθήμενον ἐκ τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν» καί ὅπως ἦταν φυσικό «ἐξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. 16,5). Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς γιά τήν περίπτωσή μας ἐδῶ ὁμιλεῖ περί δύο ἀνδρῶν «ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις» (Λουκ. 24,4).
Ὁ νεανίσκος, πού εἶδαν οἱ Μυροφόρες, ὅπως τό λέγει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος, εἶπε στίς Μυροφόρες «μή ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον; Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε. Ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». Τούς ἔδωκε ὅμως καί τήν ἐντολή: «Ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει – δηλαδή, ὅτι προηγεῖται – ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ Αὐτόν ὄψεσθε καθώς εἶπεν ὑμῖν» (Μάρκ. 16,6-7· βλ. καί Ματθ. 28,5-7). Τούς εἶπε δηλαδή νά ἀναγγείλουν τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως στούς μαθητές. Τό ἴδιο διαβάζουμε καί στόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ μέ μία ὅμως σημαντική διαφορά πρός τόν εὐαγγελιστή Μάρκο. Κατά τόν Μάρκο οἱ γυναῖκες ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο καί δέν εἶπαν τό μήνυμα στούς μαθητές. Διαβάζω τό κείμενο: «Ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπό τοῦ μνημείου, εἶχε δέ αὐτάς τρόμος καί ἔκστασις· καί οὐδενί οὐδέν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ» (16,8). Ἀντίθετα, κατά τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, οἱ γυναῖκες «ὑποστρέψασαι ἀπό τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καί πᾶσι τοῖς λοιποῖς» (Λουκ. 24,9). Τό ἴδιο διαβάζουμε καί στόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο (βλ. Ματθ. 28,8-10). Πῶς ἐξηγεῖται λοιπόν αὐτό πού λέγει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος ὅτι οἱ Μυροφόρες δέν εἶπαν στούς μαθητάς γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ; Ἡ ἑρμηνεία τῆς διαφορᾶς μπορεῖ νά βρεθεῖ στό ἀπότομο τέλος τοῦ Μάρκου «ἐφοβοῦντο γάρ». Δέν μπορεῖ νά τελείωνε ὁ Μάρκος τήν ἀναφορά του μέ ἕνα «γάρ». Ἀσφαλῶς θά ἔδινε καί κάποια ἄλλη πληροφορία παρακάτω, ἡ ὁποία ὅμως ἐξέπεσε τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες πραγματικά στήν ἀρχή ἦταν ἐπιφυλακτικές πρός τούς μαθητάς γιά νά τούς ποῦν τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, γι᾿ αὐτό καί σωστά λέγει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος «οὐδενί οὐδέν εἶπον». Ἀργότερα ὅμως εἶπαν τό μήνυμα στούς μαθητές, ἀλλά αὐτοί, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Λουκᾶς, θεώρησαν ὡς φλυαρία τά λόγια τους καί δέν τά πίστεψαν: «Ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν (= τῶν μαθητῶν) ὡσεί λῆρος (= φλυαρία) τά ρήματα» τῶν γυναικῶν «καί ἠπίστουν αὐτές» (Λουκ. 24,11). Αὐτή τήν δυσπιστία λοιπόν τῶν μαθητῶν εἶχαν ὑπ᾿ ὄψιν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες καί γι᾿ αὐτό «οὐδενί οὐδέν εἶπον». Ἀργότερα ὅμως εἶπαν καί ἀντιμετώπισαν τήν δυσπιστία τῶν μαθητῶν, γιά τήν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ Λουκᾶς, ὅπως εἴπαμε. Αὐτό τό ἀργότερα δέν ἀναφέρεται στόν Μάρκο ἤ ἴσως νά ὑπῆρχε καί ἡ πληροφορία αὐτή στό εὐαγγέλιό του, ἀλλά ἐξέπεσε, ὅπως φαίνεται, καθώς εἴπαμε, ἀπό τήν ἀπότομη διακοπή τοῦ λόγου του, ἀπό τό «ἐφοβοῦντο γάρ».

3. Πᾶμε τώρα στούς δύο μαθητές, τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη, πού ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή τούς εἶπε ταραγμένη ὅτι «ᾖραν τόν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου». Αὐτοί οἱ δύο μαθητές, ὅταν ἄκουσαν τόν λόγο αὐτό, ἔτρεξαν πρός τό μνημεῖο. Διαβάζουμε ἀπό τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιον: «Ἔτρεχον δέ οἱ δύο ὁμοῦ. Καί ὁ ἄλλος μαθητής (δηλαδή, ὁ Ἰωάννης) προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου», δηλαδή ἔτρεχε γρηγορώτερα ἀπό τόν Πέτρο, σάν νεώτερος πού ἦταν· καί γι᾿ αὐτό «ἦλθε πρῶτος εἰς τό μνημεῖον. Καί παρακύψας», δηλαδή ἔσκυψε, «βλέπει κείμενα τά ὀθόνια», εἶδε τά σεντόνια νά εἶναι ἐκεῖ, ἀλλά «οὐ μέντοι εἰσῆλθεν». Ἔπειτα, σάν μεγαλύτερος στήν ἡλικία πού ἦταν, ἦρθε καί ὁ Σίμων Πέτρος, ἀλλά, σάν τολμηρώτερος τοῦ Ἰωάννου, μπῆκε στό μνημεῖο καί εἶδε καί αὐτός τά σεντόνια νά εἶναι ἐκεῖ, τό μαντῆλι ὅμως, πού εἶχε στήν κεφαλή του ὁ Ἰησοῦς, δέν βρισκόταν μαζί μέ τά σεντόνια, ἀλλά χωριστά, τυλιγμένο σέ μιά μεριά. Διαβάζω ἀκριβῶς τό κείμενο: «Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καί εἰσῆλθεν εἰς τό μνημεῖον καί θεωρεῖ τά ὀθόνια κείμενα, καί τό σουδάριον, ὅ ἦν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετά τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλά χωρίς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰω. 20,4-7). Ἀλλά καί ὁ Ἰωάννης ἔπειτα μπῆκε στό μνημεῖο καί εἶδε καί αὐτός τά ἴδια. Αὐτό πού κατάλαβαν οἱ δύο μαθηταί ἀπό τό θέαμα πού εἶδαν εἶναι ὅτι δέν εἶναι ἀλήθεια αὐτό πού φαντάστηκε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ὅτι δηλαδή ἔκλεψαν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Γιατί ὁ κλέφτης ἁρπάζει γρήγορα ὅ,τι βρίσκει καί φεύγει. Ἀλλά ἐδῶ βρέθηκαν τά σεντόνια στό μνῆμα καί τό μαντῆλι τῆς κεφαλῆς δέν βρισκόταν μαζί μέ τά σεντόνια, ἀλλά χωριστά, τυλιγμένο σέ κάποια μεριά. Τό θέαμα ἦταν περίεργο, γι᾿ αὐτό καί οἱ δύο μαθητές, ἐντυπωσιασμένοι καί ταραγμένοι ἀπ᾿ αὐτό πού εἶδαν γύρισαν στήν πόλη, γιά νά συσκεφθοῦν γι᾿ αὐτό μέ τούς ἄλλους μαθητές: «Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρός ἑαυτούς οἱ μαθηταί» (Ἰω. 20,10).

4. Ἡ Μυροφόρα Μαρία ἡ Μαγδαληνή πού εἶχε πάει νά εἰδοποιήσει τούς δύο μαθητάς γιά ὅ,τι εἶχε δεῖ, ξαναγύρισε καί αὐτή στό μνημεῖο μαζί μέ τούς μαθητές, τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη, ἤ λίγο μετά ἀπό αὐτούς. Δέν ἔφυγε ὅμως μαζί τους, ἀλλά «εἱστήκει πρός τῷ μνημείῳ ἔξω κλαίουσα» (Ἰω. 20,11). Ἔπειτα, ἔσκυψε νά ρίξει ἀκόμη μία ματιά μέσα στόν τάφο, ἀλλά αὐτή τήν φορά εἶδε δύο ἀγγέλους νά κάθονται ὁ ἕνας στό κεφάλι καί ὁ ἄλλος στά πόδια τοῦ τάφου, ὅπου ἦταν τό Πανάγιο Σῶμα. Αὐτοί τῆς εἶπαν: «Γύναι, τί κλαίεις;» Καί αὐτή ἀπάντησε: «Ὅτι ᾖραν τόν Κύριόν μου καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Μόλις εἶπε αὐτό, στράφηκε πρός τό ἄλλο μέρος, σάν νά ζητοῦσε κάτι, καί εἶδε ὄρθιον ἕναν ἄνθρωπο, πού τόν νόμισε γιά τόν κηπουρό τοῦ τόπου. Ὁ ἄνθρωπος τήν ρώτησε: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;» Καί αὐτή τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε, εἰ σύ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ». Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ὁ Ἰησοῦς. «Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία!» Καί ἐκείνη τοῦ εἶπε στήν Ἑβραϊκή γλώσσα: «Ραββουνί!», πού σημαίνει «Διδάσκαλε!» (Ἰω. 20,12-16). Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ὁ ἀναστημένος Κύριος θεάθηκε καί ἀναγνωρίστηκε ἀπό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Μόλις ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή γνώρισε τόν διδάσκαλο, πέφτει γιά νά ἀγκαλιάσει τά πόδια Του. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε: «Μή μου ἅπτου! Οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τόν πατέρα μου· πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου καί εἰπέ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρός τόν πατέρα μου καί πατέρα ὑμῶν καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν» (Ἰω. 20,17). Ἔπρεπε λοιπόν σύντομα νά εἰδοποιηθοῦν οἱ μαθητές, τούς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς καλεῖ «ἀδελφούς». Ἡ διαταγή τοῦ Ἰησοῦ στήν Μαρία ἐκτελέστηκε ἀμέσως: «Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τόν Κύριον, καί ταῦτα εἶπεν αὐτῇ» (Ἰω. 20,18). Οἱ μαθητές ὅμως ἀντιμετώπισαν μέ δυσπιστία τό ἄγγελμα αὐτό: «Κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καί ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς ἠπίστησαν» (Μάρκ. 16,11).

5. Πραγματικά, ἀγαπητοί μου ἀκροατές, ἀπό τούς πρώτους Χριστιανούς δέν δόθηκε μεγάλη σημασία στήν μαρτυρία τῶν γυναικῶν γιά τήν ἀνάσταση. Καί ἀπό αὐτούς τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἀκόμη ἡ πληροφορία τῶν Μυροφόρων περί τῆς ἀναστάσεώς Του φάνηκε ὡς «λῆρος», δηλαδή ὡς φλυαρία, δηλαδή ὡς φαντασία. Ἀλλά καί ἀργότερα, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία πείστηκαν δυνατά γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ καί τότε ἀκόμη φαίνεται νά μήν ἐπικαλοῦνται τήν μαρτυρία τῶν γυναικῶν γιά τήν ἀνάσταση. Κάνει μεγάλη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό περίφημο χωρίο του, ὅπου μνημονεύει πολλούς  μάρτυρες γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν μνημονεύει καμμιά γυναίκα. Ἀναφέρω τήν περικοπή αὐτή περί τῶν μαρτύρων τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού βέβαια δέν μνημονεύονται ὅλοι οἱ μάρτυρες, ἀλλά πάντως δέν μνημονεύεται καμμία γυναίκα: «Ἐγήγερται (ὁ Ἰησοῦς) τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς Γραφάς καί ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινές δέ καί ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἴτε τοῖς ἀποστόλοις πᾶσι· ἔσχατον δέ πάντων ὡσπερεί τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί» (Α΄ Κορ. 15,4-9). Καμμιά γυναικεία μαρτυρία! Ἄς ἑρμηνεύσουμε ὅτι ἡ στάση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας προερχόταν ἀπό μία συνετή φρόνηση, γιά νά μήν δοθεῖ στούς Ἰουδαίους καί τούς εἰδωλολάτρες ἡ ἐντύπωση ὅτι οἱ χριστιανοί πίστευσαν πολύ ἐπιπόλαια σέ φαντασιοπληξίες ὁραματιζομένων γυναικῶν.  

Σταματῶ ἐδῶ. Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!



(Ραδιοφωνική Εκπομπή τήν 6η Μαίου 2008)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.