Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Η ΕΝ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΙ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ 879/880 (2)


α) Εἰσαγωγή

(Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)


  β) Ἄλλη μεγάλης σημασίας ἀπόφαση τῆς παρούσης Συνόδου είναι ἡ ἀνακήρυξη  καί ἀναγνώριση τῆς ἐν Νικαίᾳ συνελθούσης τό δεύτερον τό 787 μεγάλης κατά τῶν Εἰκονομάχων Συνόδου ὡς ἑβδόμης οἰκουμενικῆς. Ἐπειδή σέ μερικά μέρη, καί ἰδιαιτέρως στήν Δύση, ἡ Σύνοδος τοῦ 787 δέν συναριθμεῖτο καί δέν κατετάσσετο μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ μέγας Φώτιος ἀξίωσε καί στήν παρούσα Σύνοδο καί στήν Σύνοδο τοῦ 867 καί διά τῆς περιφήμου ἐγκυκλίου του τό 866, «ἵνα τήν ἁγίαν καί οἰκουμενικήν ἑβδόμην Σύνοδον ταῖς ἁγίαις καί Οἰκουμενικαῖς ἕξ Συνόδοις συντάττειν καί συναριθμεῖν». Πράγματι δέ ἡ παροῦσα γενική Σύνοδος ὁμοφώνως στήν ε´ συνεδρία της ἀποδέχτηκε τήν πρόταση τοῦ ἱεροῦ Φωτίου. Ὅθεν παραθέτουμε κατωτέρω τήν σχετική ἀπόφαση τῆς Συνόδου μαζί μέ τήν προηγηθεῖσα σχετική εἰσήγηση τοῦ Φωτίου καί τήν διαβεβαίωση τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας.


   γ) Ἡ Σύνοδος πέτυχε τήν ἄρση τοῦ ἐκραγέντος τό 867 σχίσματος τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας καί εἰρήνης μεταξύ τῆς παλαιᾶς καί τῆς νέας Ρώμης. Ἐπί πλέον ἀκύρωσε ἐπισήμως καί ὁμοφώνως τίς κατά τοῦ Πατριάρχου Φωτίου ἀδίκους ἀποφάσεις τῶν ἐν Ρώμῃ τοῦ 863 καί Κων/πόλει τοῦ 869/70 λατινικῶν Συνόδων, [1] καί μάλιστα καί διά στόματος αὐτῶν τῶν παπικῶν ἐν αὐτῇ ἀντιπροσώπων, ὅπως καί διά τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Πάπα Ἰωάννου Η´. [2] Ἔτσι ἀνεγνωρίσθη  ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία ὡς κανονικός Πατριάρχης ὁ Φώτιος, ἐνῶ καταδικάσθηκαν ἐπισήμως ὡς ἀντικανονικές οἱ ἄθεσμοι παρ᾽ ἐνορίαν ἐπεμβάσεις καί ἀποφάσεις κατά τοῦ Φωτίου τῶν προηγουμένων Παπῶν Νικολάου Α´ καί Ἁδριανοῦ Β´, οἱ ὁποῖες ἀπέρρευσαν ἀπό τό παπικό πρωτεῖο ἐξουσίας, τό ὁποῖο γιά πρώτη φορά τώρα προβλήθηκε καί στήν Ἀνατολή καί ἀποκρούσθηκε ἀπολύτως ἀπό αὐτήν. Ἔτσι ὁ Φώτιος δικαιώθηκε καί ἀποκαταστάθηκε κανονικῶς, ἀπαλλαγείς ἀπό τήν μεγάλη γενική Σύνοδο ἀπό κάθε εὐθύνη γιά τήν προηγηθεῖσα σύγκρουσή του μέ τόν Πάπα Νικόλαο Α´, τοῦ μόνου ὑπευθύνου καί πατρός τοῦ ἐπαράτου ἐκείνου σχίσματος. [3] Ὁ δέ τότε Πάπας Ἰωάννης ἀνεγνώρισε τόν Φώτιον καί ἐπεκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς παρούσης Συνόδου. [4
   Σημειωτέον δέ ὅτι, ὅπως «αἱ ἔρευναι αἱ ἀρξάμεναι ὑπό τοῦ A. Lapotre καί συμπληρωθεῖσαι ὑπό τῶν V. Grummel καί F. Dvornik ἀπέδειξαν, ἡ τακτοποίησις τοῦ 879/80 καί ἀποκατάστασις τῶν σχέσεων μεταξύ τοῦ Φωτίου καί τοῦ Πάπα Ἰωάννου Η´ ἐγένετο ἀποδεκτή οὐ μόνον ὑπό τῆς Ἐκκλησίας Κων/πόλεως, ἀλλά καί ὑπό τοῦ μεγαλυτέρου μέρους τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας· ἡ τακτοποίησις αὕτη διεκανόνισε τάς σχέσεις μεταξύ Ἀνατολης καί Δύσεως κατά τήν ι´ ἑκατονταετηρίδα καί ἴσχυσεν ἐν τῇ Δύσει μέχρι τοῦ τέλους τῆς ια´ ἑκατονταετηρίδος». [5] Γι᾽αὐτό οἱ Βυζαντινοί ὀνόμαζαν τήν Σύνοδο τοῦ 879/80 «σύνοδον ἑνωτικήν... καθ᾽ ἧν γέγονεν εἰρήνη μεγάλη μεταξύ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων Πατριαρχείων», [6] τήν δέ δι᾽ αὐτῆς ἐπελθοῦσα συνδιαλλαγή τῶν διεστώτων χαρακτήριζαν ὡς ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, [7] ὅπως μαρτυροῦν καί ἄλλοι καί ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως Μιχαήλ ὁ τοῦ Ἀγχιάλου (1169-1177) [8] καί ὁ Νικήτας Χαρτοφύλαξ, ὁ ὁποῖος γράφει: «Τοῦ δέ Φωτίου μετά πολλήν καταβοήν καί ταραχήν ἀπολυπραγμόνως πάλιν ἑνωθέντος τοῖς Ρωμαῖοις, τῶν τε Ἐκκλησιῶν ὑπῆρχεν ὁμοίως ἕνωσις». [9] Ἡ «ἕνωσις» δέ αὕτη κατέστη περισσότερο πραγματική βραδύτερον, ἰδίως ἐπί τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Ἀντωνίου Β´ (893-895), [10] μέχρι τοῦ σημείου ὥστε νά γίνεται λόγος περί ἄρσεως στήν πραγματικότητα τοῦ σχίσματος ἤ τοὐλάχιστον περί μετατροπῆς αὐτοῦ σέ πολιτικό καί πολιτιστικό τοιοῦτον. [11]
   Ἐκ τῶν εἰρημένων συνάγεται, ὅτι μετά τήν Σύνοδο τοῦ 879/80 δέν ἔλαβε χώρα «δεύτερον σχίσμα» μεταξύ Φωτίου καί Ρώμης, ὅπως ἰσχυρίσθηκαν ρωμαιοκαθολικοί πρό πάντων συγγραφεῖς, στηριχθέντες ἐπί τῶν γνωστῶν πηγῶν, [12] «αἱ ὁποῖαι σήμερον θεωροῦνται ὡς σκόπιμα κατασκευάσματα Ἰγνατιανῶν». [13] Στό συμπέρασμα αὐτό κατέληξαν ἱκανοί νεώτεροι ἐρευνητές, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ρωμαιοκαθολικός Dvornik ἀπέδειξεν, ὅτι τό ἐπινοηθέν ὑπό ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων «δεύτερον σχίσμα τοῦ Φωτίου εἶναι μία ἱστορική φενάκη» [14] καί ὅτι ἀνήκει στήν σφαίρα τοῦ μύθου. [15] Ἀναμφιβόλως δέ στήν εἰρήνευση αὐτή συνετέλεσε μεγάλως ὁ μέγας Φώτιος καί ἡ ὑπό τήν προεδρίαν του γενική Σύνοδος τοῦ 879/80.

(συνεχίζεται)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  (Ἀπόδοση σέ ἁπλούστερη ἔκφραση ἀπό τό βιβλίον τοῦ Ἰωάννου Καρμίρη, ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 261 ἑξ.)

1. Πρβλ. καί Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. ἔ. σ. 148 ἑξ.
2. MCC. XVII, 401, 416, 489, 492, 508 ἑξ. Συμφώνως πρός τήν ἀπόφαση αὐτή ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική ᾽Εκκλησία ἀγνόησε ἐντελῶς μετά ταῦτα τήν λατινική ἐν Κων/πόλει σύνοδον τοῦ 869/70, κατατάσσοντας αὐτήν μέ τίς ληστρικές συνόδους τῆς Ἐφέσου τοῦ 449 καί τῆς Φερράρα-Φλωρεντίας τοῦ 1438/9, ἀλλ᾽ ἡ Ρώμη βραδύτερον παλινῳδήσασα ἀνεκήρυξεν ἐπισήμως αὐτήν – δι᾽ εὐνοήτους λόγους - «ὀγδόην οἰκουμενικήν σύνοδον», δι᾽ ἑαυτήν βεβαίως! Ἔτσι, ἐνῶ στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὅπως παρατηρεῖ ὁ J. Hergenrother (μν. ἔ. σ. 510), «ἡ σύνοδος αὕτη ἐντελῶς ἐλησμονήθη ὑπό τῶν Ἑλλήνων, οἱ δέ κανόνες αὐτῆς οὐδέποτε ἐφηρμόσθησαν, οὐδείς Ἕλλην κανονολόγος ἐσχολίασεν αὐτούς, οὐδεμία κανονική συλλογή συμπεριέλαβε τό κείμενον αὐτῶν, ὡσεί κατεχώσθησαν ὑπό τήν γῆν, ἐλάχιστοι δέ ἑλληνικοί κώδικες διέσωσαν περίληψιν τῶν πρακτικῶν αὐτῆς», - ἀντιθέτως στήν Δύση, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ F. Dvornik, πολύ καθυστερημένα ἐχαρακτηρίσθη τό πρῶτον αὐτή ὡς «οἰκουμενική» περί τό τέλος τοῦ ια´ αἰῶνος, περιέπεσεν ἔπειτα σέ λήθη, καί μόλις κατά τόν ιστ´ αἰῶνα μνημονεύει αὐτῆς πάλιν ὡς «οἰκουμενικῆς» ὁ Βαρώνιος, τόν ὁποῖο ἀκολούθησαν οἱ μεταγενέστεροι λατῖνοι συγγραφεῖς μέχρι τοῦ Hergenrother, τοῦ Hefele καί τῶν συγχρόνων μας. Βλ. F. Dvornik, μν. ἔ. σ. 309 ἑξ. κ.ἄ.
3. Πρβλ. Ἰω. Καρμίρη, μν. ἔ. σ. 48 ἑξ.
4. Πρβλ. F. Dvornik, The Photian Schism etc., σ. 205 ἑξ.
5. G. Every, The Byzantine Patriarchate 451-1204, London 1947, σ. 153. 
6. ΡΠΣ. Ι, 392/3. F. Dvornik, μν. ἔ. σ. 457, 384, 385. Ἐντεῦθεν καί οἱ Λατῖνοι  κατά τόν Μεσαίωνα δέν ἀπέδιδον μεγάλην σημασίαν εἰς τό Σχίσμα, καί μάλιστα ἠγνόουν τό λεγόμενον «δεύτερον σχίσμα» (F. Dvornik, αὐτόθι σ. 279 ἑξ. Τοῦ αὐτοῦ, L' affaire de Photios dans la litterature latine du Moyen - Age, ἐν Annales de l'  Institut Kondakov 10 (1938) 69 ἑξ.).
7. Σχόλιο δικό μας: Ἰδού πῶς πραγματικά γίνεται μία ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν!
8. Biz. Vremennik 14 (1908) 356.
9. MPG 120,717. 
10. Ἐντεῦθεν ἐν ἔτει 899 οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα ἐν Κων/πόλει κατέλαβαν τήν προτέραν αὐτῶν θέση στό πρωτόκολλο τῆς Βυζαντινῆς αὐλῆς, ὅπως ἀναγράφει τό Κλητορολόγιον τοῦ Φιλοθέου σ. 155, παρά MPG 112, 1341. 1353/6. Γενικῶς οἱ μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν σχέσεις μέχρι τό ἔτος 1053 χαρακτηρίζονται ἐν τῷ συνόλῳ ὡς ἀνεκτές καί ὁπωσδήποτε καλές. Πρβλ. A. Michel, Bestand eine Trennung der Griechischen Kirche schon vor Kerullarios?, ἐν Historische Jahrbuch 1922, σ. 1-11. L. Brechier, Le schisme oriental du XIe siecle, Paris 1899, σ. 2 ἑξ. Τοῦ αὐτοῦ, Avant le schisme du XIe siecle. Les relations normales entre Rome et les Eglises d'  Orient, ἐν La documentation catholique 19 (1928) 387 ἑξ. E. Amann, Michel Cerulaire, ἐν DThC. X, 1702.
11. Πρβλ. καί G. Every, μν. ἔ. σ. 145 ἑξ. 
12. MCC. 16, 445 ἑξ.
13. ΣΕΙ. 336. 
14. F. Dvornik, ἔνθ. ἀν. σ. 202 ἑξ. Τοῦ αὐτοῦ, Le second Schisme de Photios - Une Mystification historique, ἐν «Byzantion» 8 (1933) 42 ἑξ.
15. F. Dvornik, The Photian Schism etc., σ. 236, 215 ἑξ., 279 ἑξ. Πρβλ. καί V. Grummel, Y eut-il un second schisme de Photios?, ἐν Rev. Sciences philos. et theol. 32 (1938) 432 ἑξ. F. Doelger, Byzant. Zeitschrift 34 (1934) 214/5. A. Laporte, Le Pape Jean VIII, 1895. E. Amann, Jean VIII, ἐν DThC. VIII, 601 ἑξ. H. Bohmer, Johannes VIII, ἐν PRE. IX, 260. F. Kattenbusch, Photius, ἐν PRE. XV, 384. Η. Schubert, Geschichte der christlichen Kirche im Fruhmittelalter, 1921, σ. 438. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.