Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΑΣ ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ*

 


1. Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΡΙΑΣ

(1) Ὁ Θεός μας, ἀδελφοί Χριστιανοί, εἶναι τρία Πρόσωπα (ἤ Ὑποστάσεις) ἀλλά ὁμοούσια καί ἀχώριστα. Ἡ ἀλήθεια αὐτή τῆς πίστης μας, πού λέγεται «Τριαδικό δόγμα», εἶναι «τό κεφάλαιο τῆς πίστεως», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, εἶναι τό «θεμέλιο τῶν δογμάτων», ὅπως λέγει ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε. Γιατί πιστεύουμε τόν Θεό ὡς Τριάδα; Τόν πιστεύουμε ὡς Τριάδα, ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη. Καί ἕνα ἀληθινό πρόσωπο ἔχει κοινωνία μέ ἄλλα πρόσωπα καί ζεῖ μέσα σ᾿ αὐτά ἐν ἀγάπη.
Τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος περιλαμβάνει δυό θεμελιώδεις ἀλήθειες: α) Ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας στήν Οὐσία ἀλλά εἶναι Τρισυπόστατος· εἶναι δηλαδή τρία τά Πρόσωπα τῆς θεότητας· β) Τά τρία θεῖα Πρόσωπα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἄν καί εἶναι ὁμοούσια καί ἔχουν τίς ἴδιες θεῖες ἰδιότητες, ὅμως ἔχουν καί προσωπικά ἰδιώματα. Ἰδιώματα, πού δέν εἶναι κοινά καί τῶν τριῶν Προσώπων, γι᾿ αὐτό τά λέμε «ἀκοινοποίητα» ἰδιώματα. Αὐτά εἶναι: Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος· ὁ Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα. Τά ἰδιαίτερα λοιπόν γνωρίσματα τῶν θείων Ὑποστάσεων εἶναι: Τοῦ μέν Πατρός ἡ πατρότητα, τοῦ δέ Υἱοῦ ἡ υἱότητα καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ἐκπόρευση. Ὁ Πατέρας εἶναι ἡ κρήνη τῆς θεότητας, ἡ αἰτία ἤ ἡ ἀρχή τῆς προέλευσης γιά τά ἄλλα δύο Πρόσωπα. Ὑπάρχει ἕνας Θεός, ἐπειδή ὑπάρχει ἕνας Πατέρας. «Ἡ ἕνωση εἶναι ὁ Πατέρας, ἀπό τόν ὁποῖο καί πρός τόν ὁποῖο ἡ τάξη τῶν Προσώπων διανύει τήν πορεία της» (Γρηγόριος ὁ θεολόγος). Τά ἄλλα δύο Πρόσωπα ὁρίζεται τό καθένα μέ ὅρους ἀνάλογα μέ τήν σχέση του πρός τόν Πατέρα: Ὁ Υἱός «γεννᾶται» ἀπό τόν Πατέρα, τό Πνεῦμα «ἐκπορεύεται» ἀπό τόν Πατέρα.
(2) Οἱ Φραγκολατῖνοι (οἱ Καθολικοί) ξεκινοῦν ἀπό τήν ἀλήθεια ὅτι τά τρία Πρόσωπα ἔχουν τήν ἴδια θεία Οὐσία καί κάνουν τόν ἑξῆς συλλογισμό: Ἀφοῦ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί ὁ Υἱός ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, ἄρα τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἀπό τόν Υἱό (Filioque). Ἡ Ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία, ἀκολουθοῦσα τούς Καππαδόκες Πατέρες, ἀπαντᾶ ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός, γιατί ὑπάρχει ἕνας Πατέρας. Ὁ Πατέρας εἶναι ἡ «πηγή» τῆς Θεότητας, Αὐτός εἶναι ἡ ἀρχή ἑνότητας τῶν τριῶν Προσώπων· καί μ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Ὀρθοδοξία μιλάει γιά τήν «μοναρχία» τοῦ Πατέρα. Κατά τήν ρωμαϊκή θεολογία, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται προαιώνια ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό· ἀλλά αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Πατέρας παύει νά εἶναι ἡ μοναδική πηγή τῆς Θεότητας, ἀφοῦ καί ὁ Υἱός εἶναι ἐπίσης μία πηγή. Καί ἀφοῦ ἡ ἀρχή ἑνότητας στήν θεότητα δέν εἶναι πιά τό Πρόσωπο τοῦ Πατέρα, ἡ Ρώμη βρῆκε τήν ἀρχή τῆς ἑνότητας στήν κοινή θεία Οὐσία. Ἄς προσέξουμε: Στήν Ὀρθοδοξία ἡ ἀρχή ἑνότητας τοῦ Θεοῦ εἶναι Πρόσωπο, ὁ Πατέρας· στόν Καθολικισμό εἶναι ἡ θεία Οὐσία, δηλαδή, ὄχι Πρόσωπο.
Ἡ θέση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν εἶναι: Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται αἰώνια καί ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό. Ἡ θέση τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι: Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται αἰώνια ἀπό τόν Πατέρα μόνο καί πέμπεται στόν κόσμο ἐν χρόνω διά τοῦ Υἱοῦ. Τό Filioque τῶν Καθολικῶν ὁδηγεῖ εἴτε στόν διθεϊσμό, εἴτε στόν ἡμι-Σαβελλισμό. [1]  Ἄν, ὅπως λένε οἱ Καθολικοί, ὁ Υἱός εἶναι ἀρχή καί πηγή τῆς θεότητας, σάν τόν Πατέρα, ἄρα ὑπάρχουν δυό ἀνεξάρτητες πηγές καί δυό χωριστές ἀρχές στήν Τριάδα. Ἀλλά αὐτό θά σήμαινε ὅτι πιστεύουμε δυό Θεούς. Ἔτσι, γιά νά ἀποφύγουν οἱ Καθολικοί τόν διθεϊσμό, λέγουν ὅτι τά δύο Πρόσωπα, Πατέρας καί Υἱός, ἀποτελοῦν μιά ἀρχή· ἀλλά λέγοντας αὐτό συγχέουν τά Πρόσωπα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ. Ἡ «μοναρχία» εἶναι εἰδικό χάρισμα τοῦ Πατέρα μόνο. Οἱ δυτικοί ὅμως θεολόγοι ἀποδίδοντες τό διακριτικό αὐτό χαρακτηριστικό τοῦ Πατέρα ὁμοίως καί στόν Υἱό συγχέουν ἔτσι τά δυό Πρόσωπα σέ ἕνα. Γι᾿ αὐτό καί εἴπαμε τό Filioque ὡς ἡμι-Σαβελλισμό, ὡς νέα ἐμφάνιση τοῦ Σαβελλίου, ὡς κάποιο «ἡμι-Σαβελλιανό τέρας», ὅπως τό εἶπε ὁ ἱερός Φώτιος.
(3) Ἡ Ὀρθόδοξη Τριαδική θεολογία ἔχει Πρόσωπο ὡς βάση ἑνότητας, ἐνῶ ἡ Καθολική τήν βάση ἑνότητας τοῦ Θεοῦ τήν θέτει στήν Οὐσία. Στήν λατινική σχολαστική θεολογία τά θεῖα Πρόσωπα ἐπισκιάζονται ἀπό τήν κοινή φύση, καί ὁ Θεός δέν καθορίζεται μέ προσωπικούς ὅρους, ἀλλά σάν μιά οὐσία, στήν ὁποία διακρίνονται ποικίλες σχέσεις. Αὐτό εἶναι διδασκαλία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου, ὁ ὁποῖος προχώρησε τόσο ὥστε νά ταυτίσει τά πρόσωπα μέ τίς σχέσεις. [2] Οἱ σχέσεις ὅμως – δηλαδή οἱ προσωπικοί χαρακτηρισμοί τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – «δέν συνιστοῦν τό πρόσωπο, ἀλλά χαρακτηρίζουν τό πρόσωπο» (Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς).
Ἡ λατινική σχολαστική θεολογία τονίζοντας τήν οὐσία στήν θεότητα σέ βάρος τῶν θείων Προσώπων δημιουργεῖ μιά ἀφηρημένη ἔννοια Θεοῦ. Ὁ Θεός γιά τούς Καθολικούς εἶναι ἕνα ἀπόμακρο καί ἀπρόσωπο ὄν καί ἡ ὕπαρξή του πρέπει νά ἀποδειχθεῖ μέ μεταφυσικά ἐπιχειρήματα· ἔγινε ἕνας θεός τῶν φιλοσόφων. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, δέν ἐνδιαφέρεται, ὅπως ἡ Δύση, νά βρεῖ φιλοσοφικές ἀποδείξεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ· αὐτό πού τήν ἐνδιαφέρει εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει μιά κατ᾿ εὐθεῖαν καί ζωντανή κοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό. Αὐτοί εἶναι οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦμε τό Filioque ἐπικίνδυνο καί αἱρετικό. «Ὁ φιλιεκβισμός συγχέει τά πρόσωπα καί καταστρέφει τήν ἰδιαίτερη ἰσορροπία μεταξύ τῆς μονάδας καί τῆς τριάδας στήν Θεότητα· δίνει περισσότερη ἔμφαση στήν ἑνότητα τονίζοντας τήν κοινή θεία οὐσία καί ὄχι στήν ποικιλία, στά Πρόσωπα. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό: Οἱ Ὀρθόδοξοι αἰσθανόμαστε ὅτι μέ τό Filioque ὑποτιμᾶται τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν θεωρεῖται ἰσότιμο μέ τά ἄλλα δύο Πρόσωπα τῆς θεότητας, ἀλλά ὑποτάσσεται στόν Υἱό· καί πραγματικά ἔτσι συμβαίνει μέ τούς Καθολικούς: Δέν τονίζουν τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο, στήν Ἐκκλησία καί στήν καθημερινή ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου» (Ἐπίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ, The Orthodox Church σ. 218 ἑξ.).
(4) Γιά τήν γνώση τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀπαιτεῖται ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε: «Εἶναι καί ἄλλος τρόπος νά καταλάβετε τήν Παναγία Τριάδα. Πῶς; Νά ἐξομολογηθεῖτε καθαρά, νά μεταλάβετε τά Ἄχραντα Μυστήρια μέ φόβον καί μέ εὐλάβειαν καί τότε θά σᾶς φωτίσει ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νά καταλάβετε καλύτερα». Οἱ Μαθητές μεταμορφώθηκαν στό ὄρος Θαβώρ καί ἔτσι εἶδαν τήν θεότητα τοῦ Λόγου ὡς Φῶς, τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς φωτεινή νεφέλη καί ἄκουσαν τήν φωνή τοῦ Πατέρα.
(5) Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τριαδική, γι᾿ αὐτό καί σχετίζεται ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ μέ τήν διδασκαλία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στήν Ἁγία Τριάδα διακρίνονται καθαρά τά τρία θεῖα Πρόσωπα, ἀλλά δέν χάνεται καί ἡ μεταξύ τους κοινωνία. Ἔτσι καί μέσα στήν Ἐκκλησία κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν δική του προσωπικότητα, ἀλλά δέν χάνεται καί δέν καταργεῖται ἡ κοινωνία μέ τούς ἄλλους πιστούς. Ἔτσι στήν Ὀρθοδοξία διασώζεται καί ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη: Ἡ ἑνότητα τῆς κοινωνίας δέν καταργεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου καί ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου δέν ἀφανίζει τήν ἑνότητα τῆς κοινωνίας. Στήν Δύση, πού οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἀντιτριαδικά, γεννήθηκαν τά δυό μεγάλα ἀντιτριαδικά συστήματα: Ὁ καπιταλισμός καί ὁ μαρξισμός. Στόν καπιταλισμό ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου καταργεῖ τήν ἑνότητα τῆς κοινωνίας, γιατί αὐτό ἀφήνεται ἐλεύθερο νά πλουτίζει σέ βάρος τῶν ἄλλων προσώπων. Στόν μαρξισμό πρός χάριν τῆς ἑνότητας τῆς κοινωνίας καταργεῖται ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου. [3]

2. Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

(1) Ὁ ὁρατός καί ἀόρατος κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» ὁμολογοῦμε: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων». Τό ὅτι ὅμως λέγομε ὅτι ὁ Πατέρας δημιούργησε τόν κόσμο, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι τά ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἀμέτοχα στό ἔργο τῆς δημιουργίας. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Ὁ Πατήρ διά τοῦ Λόγου ἐν τῷ Πνεύματι κτίζει τά πάντα» (Μ. Ἀθανάσιος).
Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο γιά δυό βασικούς λόγους: α) γιά νά ἀπολαύσει ἀνάλογα ὅλος ὁ κόσμος τόν Θεό καί β) γιά νά εὐφρανθεῖ ὁ Θεός βλέποντας τά δημιουργήματά του νά εὐφραίνονται. Βασική, λοιπόν, αἰτία τῆς δημιουργίας εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ὄχι ἀπό τήν οὐσία του, ἀλλά μέ τήν ἄκτιστη δημιουργική ἐνέργειά του· γιατί ἄν ποῦμε ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό τήν οὐσία του, τότε καταλήγουμε στόν πανθεϊσμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο μέσα σ᾿ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχει ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἴπαμε, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μας κάνει διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό. [4] Ὁ Θεός «γεννᾶ» τόν Υἱό του ἀπό τήν οὐσία του, ἀλλά «ποιεῖ» τόν κόσμο μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά του, ὅπως ἕνας πατέρας γεννᾶ τά παιδιά του κατά τήν οὐσία του, ἀλλά καί ὡς τεχνίτης, μέ τήν ἐνέργειά του, κατασκευάζει διάφορα ἀντικείμενα.
(2) Κατά τήν Ἁγία Γραφή ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό τό μηδέν – ἀπό τό «μή ὄν» νά λέμε καλύτερα [5] –, δηλαδή ἀπό μή προϋπάρχουσα ὕλη. Οἱ φιλόσοφοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι ἀπό τό μηδέν δέν προέρχεται τίποτε καί ὁ Πλάτων δίδασκε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀντιγραφή καί πτώση ἀπό τόν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Ἀφοῦ ὁ κόσμος ἔγινε ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἔχει μιά συγκεκριμένη ἀρχή καί γι᾿ αὐτό δέν εἶναι αἰώνιος. Αἰώνιος καί ἄναρχος εἶναι μόνο ὁ ἄκτιστος Θεός. Ὑπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ ἀκτίστου Θεοῦ καί κτιστῆς δημιουργίας. Πρίν ἀπό τόν ἐν χρόνω κτιστό κόσμο ὑπῆρχε ὁ αἰώνιος ἄκτιστος Θεός καί ἄρα ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου· γι᾿ αὐτό καί δέν πρέπει νά τονίζουμε πολύ τό ἐπιχείρημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου. Ἐφ᾿ ὅσον ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό τό μή ὄν, ἀπό τό μηδέν, αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτή καθ᾿ ἑαυτή ἡ φύση θά ἤθελε νά ἐπανέλθει στό μηδέν. Δέν μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος καί ἡ δημιουργία νά ἐπανέλθει στό μή εἶναι, γιατί δέν τό ἐπιτρέπει αὐτό ἡ ἄκτιστη προνοητική καί κυβερνητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
(3) Κατά τήν διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Γεν. κεφ. 1) ὁ κόσμος δημιουργήθηκε σέ ἕξι ἡμέρες. Στήν πραγματικότητα ὅμως ὁ κόσμος ἔγινε ἀμέσως, χωρίς χρονικές διακοπές, γι᾿ αὐτό καί ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή λέει πάλι «ὁ ζῶν εἰς τόν αἰῶνα ἔκτισε τά πάντα κοινῇ» (Σοφ. Σειρ. 18,1), δηλαδή «ἀμέσως». Καί μετά τήν ἀπαρίθμηση τῶν ἕξι δημιουργικῶν ἡμερῶν ἡ Γένεση μᾶς ὁμιλεῖ γιά μιά ἡμέρα, κατά τήν ὁποία δημιουργήθηκε ὅλο τό σύμπαν (Γεν. 2,4). Καί ὁ Μ. Βασίλειος λέει: «Ἐν κεφαλαίῳ ἐποίησεν ὁ Θεός, τουτέστιν ἀθρόως καί ἐν ὀλίγῳ» (ΕΠΕ 4 σ. 42). Οἱ ἕξι δημιουργικές ἡμέρες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρονται ὄχι στό ἴδιο τό ἔργο τῆς δημιουργίας, ἀλλά στήν ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐμᾶς κατά συγκατάβαση στήν ἀδύνατη νόησή μας, γιά νά βοηθηθοῦμε στό νά στοχαστοῦμε τό ὑπέροχο δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ. «Οἱ ἡμέρες τῆς δημιουργίας εἶναι περίοδοι παρατηρήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἡμέρες τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ» (Ὠριγένης, Αὐγουστῖνος).
Ἀλλά πῶς ἔγινε ἀμέσως ἡ δημιουργία τῶν ὄντων, ὅπως εἴπαμε παραπάνω; Γιά τό θέμα αὐτό ἔχουμε πατερικές μαρτυρίες. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει γιά τήν δημιουργία σάν μία ἀκαριαία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία δημιουργήθηκαν ἀπό τήν ἀρχή ὅλες οἱ καταβολές τῶν ὄντων καί ἔπειτα ἀρχίζει ἡ δυναμική ἐξέλιξη καί φανέρωση ὅλων τῶν ποικιλιῶν καί μεγεθῶν τοῦ σύμπαντος τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς. Λέγει ὁ ἅγιος πατήρ: «...Ὅτι πάντων τῶν ὄντων τάς ἀφορμάς καί τάς αἰτίας καί τάς δυνάμεις συλλήβδην ὁ Θεός ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλετο καί ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ θελήματος ὁρμῇ ἡ ἑκάστου τῶν ὄντων οὐσία συνέδραμεν, οὐρανός, αἰθήρ, ἀστέρες, πῦρ, ἀήρ, θάλασσα, γῆ, ζῶα, φυτά...» (Περί τῆς Ἑξαημέρου MPG 44, 72ΑΒ). Ἀλλά καί ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε πεῖ ὅτι ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἔβαλε στήν γῆ ἀπό τήν ἀρχή σπερματικές καταβολές καί ἀπ᾿ αὐτές τίς καταβολές προῆλθαν ἀργότερα τά διάφορα εἴδη στίς γνωστές φάσεις (τίς 7 δημιουργικές ἡμέρες): «Ἑκάστου γένους τάς ἀπαρχάς νῦν, οἱονεί σπέρματά τινα τῆς φύσεως προβληθῆναι κελεύει· τό δέ πλῆθος αὐτῷ ἐν τῇ μετά ταῦτα διαδοχῇ ταμιεύεται, ὅταν αὐξάνεσθαι καί πληθύνεσθαι δέῃ» (Εἰς τήν Ἑξαήμερον MPG 29,149C).
(4) Οἱ Γνωστικοί παλαιά γιά νά λύσουν τό πρόβλημα «ποῦ ὀφείλεται τό κακό στόν κόσμο;», εἶπαν τήν πλάνη ὅτι ὑπάρχουν δυό δημιουργοί θεοί. Μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου, ἔλεγαν, ὑπάρχουν οἱ Αἰῶνες, κατώτεροι θεοί, καί ὁ κατώτερος ἀπ᾿ αὐτούς τούς θεούς δημιούργησε τόν ὑλικό κόσμο καί τό κακό πού ὑπάρχει σ᾿ αὐτόν. Ἡ Ἐκκλησία μας πολέμησε τήν πλάνη αὐτή μέ τήν διατύπωση ὅτι ὁ Θεός Πατήρ εἶναι «ποιητής οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων»!


3. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

(1) Πρῶτα ὁ Θεός δημιούργησε τούς ἀγγέλους. Οἱ ἄγγελοι ἐν συγκρίσει καί ἀναφορά μέ ᾿μᾶς εἶναι ἀσώματοι καί ἄϋλοι. Οἱ ἄγγελοι εἶναι ἀθάνατοι κατά χάριν καί ὄχι κατά φύσιν, γιατί «πᾶν τό ἀρξάμενον καί τελευτᾶ κατά φύσιν». Οἱ ἄγγελοι δημιουργήθηκαν ὡς λογικοί καί αὐτεξούσιοι καί γι᾿ αὐτό ἦταν τρεπτοί· μποροῦσαν νά διαμείνουν καί νά προκόπτουν στό ἀγαθό, ἀλλά καί νά τρέπονται πρός τό κακό, ὅπως ἔγινε μέ τούς δαίμονες. Μετά τήν πτώση τῶν δαιμόνων οἱ ἀγαθοί ἄγγελοι στερεώθηκαν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στό ἀγαθό.
(2) Μετά τήν δημιουργία τῶν νοερῶν πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων, ὁ Θεός δημιούργησε τόν αἰσθητό-ὑλικό κόσμο, ὅπως περιγράφεται στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γένεσης. Τελευταῖος στήν πράξη τῆς δημιουργίας ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, γιατί ἀποτελεῖται ἀπό νοερό καί αἰσθητό, ἀπό ψυχή καί σῶμα καί γι᾿ αὐτό λέγεται «μεικτός» καί «σύνθετος» (Μ. Βασίλειος) καί εἶναι περίληψη ὅλης τῆς δημιουργίας.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιά νά εἶναι πραγματικός ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει σῶμα, ψυχή καί πνεῦμα. Μέ τό πνεῦμα νοεῖται τό Ἅγιο Πνεῦμα πού χαριτώνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. [6] Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ καί αὐτό εἶναι ἡ ἀξία του. Καί οἱ ἄγγελοι ὁμοίως δημιουργήθηκαν «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, γιατί καί αὐτοί ἔχουν τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο, στό ὁποῖο, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, συνίσταται τό «κατ᾿ εἰκόνα». Ἀλλά τό «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό ὅ,τι στούς ἀγγέλους, γιατί ὁ ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό τόν νοῦ καί λόγο, πού ἔχουν οἱ ἄγγελοι, ἔχει καί πνεῦμα ζωοποιό, γιά νά ζωοποιεῖ τό ἑνωμένο μέ τήν ψυχή του σῶμα του.
Μετά τήν δημιουργία του ὁ ἄνθρωπος τοποθετήθηκε ἀμέσως στόν παράδεισο, πού ἦταν ὄχι μόνο αἰσθητός, εὑρισκόμενος σέ ὁρισμένο τόπο, ἀλλά καί νοητός· γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶχε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο, εἶχε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν.
(3) Ἀντίθετα μέ τούς φιλοσόφους πού ἔλεγαν ὅτι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἡδονισμός καί ἡ εὐδαιμονία, ἡ Ἁγία Γραφή διδάσκει ὅτι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε, ἦταν ἀπό τήν ἀρχή νά πετύχει τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, τήν ἕνωσή του δηλαδή μέ τόν Θεό, τήν θέωση. Καί θεούμενος ὁ ἄνθρωπος θά ἔφερνε ὅλη τήν κτίση στόν Θεό, γιατί, πραγματικά, ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελούμενος ἀπό ψυχή καί σῶμα, εἶναι μικρόκοσμος στόν μεγαλόκοσμο. Γιά νά ἀναγάγει ὅμως ὁ ἄνθρωπος τό «κατ᾿ εἰκόνα» σέ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, ἔπρεπε νά περάσει ἀπό μιά δοκιμασία· τήν δοκιμασία τῆς ὑπακοῆς: Νά μή φάει ἀπό τό «δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ». Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας λένε ὅτι τό δέντρο αὐτό ἦταν ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία δέν ἔπρεπε νά φτάσουν οἱ ἄνθρωποι πρίν δοκιμασθοῦν καί προετοιμασθοῦν· γιατί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δημιουργία του δέν ἦταν τέλειος. Ἀπέτυχε ὅμως στήν δοκιμασία του αὐτή ὁ ἄνθρωπος.

4. ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Οἱ πρωτόπλαστοι, μέ τήν πρόκληση τοῦ Διαβόλου πού χρησιμοποίησε σάν δόλωμα τήν θέωση, ἐρεθίστηκαν καί ἔφαγαν ἀπό τόν καρπό τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ· αὐτό τό λέμε «πτώση». Μέ τήν παρακοή τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἔχασαν οἱ πρωτόπλαστοι τήν θεία Χάρη, ἔχασαν δηλαδή τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό, ἀλλά ἔχασαν καί τήν μεταξύ τους κοινωνία. Σάν ἀποτέλεσμα τῆς πτώσης ἦρθε καί τό λεγόμενο «φυσικό κακό», ἡ ταραχή τῆς ἁρμονίας τῆς ὑλικῆς κτίσης (βλ. Ρωμ. 8,18 ἑξ.) καί τέλος ὁ θάνατος. Ἐνῶ πρῶτα οἱ πρωτόπλαστοι ἦταν γυμνοί, ἀλλά ντυμένοι τήν θεία Χάρη, τώρα φόρεσαν «δερμάτινους χιτῶνες». Κατά τούς ἁγίους Πατέρες οἱ χιτῶνες αὐτοί εἶναι ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα. Ἦταν, δηλαδή, οἱ διάφορες ἀσθένειες, οἱ δοκιμασίες, οἱ θλίψεις καί τελικά ὁ θάνατος. Τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὀνομάζουμε «προπατορικό ἁμάρτημα». Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό τό προπατορικό ἁμάρτημα συνίσταται σέ τρία πράγματα: α) Στόν σκοτασμό τοῦ νοῦ, β) στήν γύμνωση ἀπό τήν ἄφθονη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γ) στήν ἔνδυση τῶν δερματίνων χιτώνων.
Ἀφοῦ οἱ πρωτόπλαστοι ἔχασαν μέ τήν πτώση τους τήν κοινωνία μέ τόν Θεό βγῆκαν ἀπό τόν Παράδεισο. Ἔτσι ἄρχισε ἡ περίοδος τῆς ἐξορίας, ὁ λεγόμενος «ἀδαμιαῖος θρῆνος».
Οἱ Δυτικοί πιστεύουν ὅτι ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δέν ἀμαύρωσε ἁπλᾶ τό «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν, ἀλλά καί τό ἐξαφάνισε καί τό ἔσβησε ἐντελῶς.


5. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

(1) Ἀφοῦ ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ἡ θέωση, ἡ ἕνωσή του δηλαδή μέ τόν Θεό, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά δείξει τόν δρόμο πρός τήν θέωση. Καί ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ θεράπευσε μέ ὅλο τό ἀπολυτρωτικό του ἔργο τήν ἀρρωστήσασα μέ τήν πτώση ἀνθρώπινη φύση καί τήν δόξασε πολύ περισσότερο ἀπό τήν πρώτη της ὑγιῆ κατάσταση. Ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, μέ μιά λέξη εἶναι Θεάνθρωπος. Στό ἕνα Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκαν δυό φύσεις: Ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, χωρίς αὐτές νά συγχυθοῦν. Καί ὅπως στόν Χριστό ὑπάρχουν δυό φύσεις, ἔτσι ὑπάρχουν καί δυό θελήσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη. Γιατί ἄν ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀνθρώπινη θέληση, δέν θά ἦταν πραγματικός ἄνθρωπος σάν καί ἐμᾶς. Οἱ δυό ὅμως θελήσεις στόν Χριστό δέν εἶναι ἀντίθετες, δέν συγκρούονται, γιατί ἡ ἀνθρώπινη θέληση ὑποτάσσεται πάντοτε στήν θεία θέληση.
Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἔγινε ἀληθινός ἄνθρωπος εἶναι εὔλογο νά ἀπεικονίζεται τό Πρόσωπό του στίς ἅγιες εἰκόνες (Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος). Καί ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἕνα Πρόσωπο, αὐτές οἱ εἰκόνες δέν δείχνουν τήν ἀνθρωπότητά του σέ διαχωρισμό ἀπό τήν θεότητά του, ἀλλά μᾶς δείχνουν τό ἕνα Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού σαρκώθηκε. Μέ λίγα λόγια σχετικά μέ τό Πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «τέλειος σ᾿ ὅ,τι εἶναι δικό του καί τέλειος σέ ὅ,τι εἶναι δικός μας»! (Λέων ὁ Μέγας: «Totus in suis, totus in nostris»!).
(2) Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός λύτρωσε γενικά τόν ἄνθρωπο μέ τό τριπλό του ἀξίωμα: α) Τό προφητικό ἀξίωμα (τήν θεία του διδασκαλία), β) τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα (τήν σταυρική του θυσία) καί γ) τό βασιλικό ἀξίωμα (τήν ἀνάσταση, τήν ἀνάληψη καί τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας του). [7]
Κυρίως ὅμως τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὁ Χριστός ἐργάστηκε μέ τήν σταυρική του θυσία, πού προσφέρθηκε στόν οὐράνιο Πατέρα του ἀπό ἄπειρη ἀγάπη σέ ᾿μᾶς. Ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά ᾿μᾶς τούς Ὀρθοδόξους μιά ἐξιλαστήρια θυσία γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί μιά πράξη θριάμβου κατά τοῦ Διαβόλου. Οἱ Καθολικοί ὅμως ἔδωσαν μιά νομικιστική ἑρμηνεία στό πάθος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ἦταν ὀργισμένος καί θυμωμένος γιά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς του καί ἔπρεπε νά ἐξιλεωθεῖ ἡ θεία δικαιοσύνη του. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή τοῦ Ἀνσέλμου Κανταβρυγίας πού, ἄν γίνει πιστευτή, ἐπηρεάζει βαθειά καί ὅλη τήν ζωή τοῦ χριστιανοῦ, δέν εἶναι καθόλου ὀρθόδοξη. Εἶναι φρικτό τό νά παραδεχτοῦμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σφαγή τοῦ παιδιοῦ γιά νά ἀλλάξει τίς διαθέσεις τοῦ πατέρα καί ὅτι χρειάζεται ὁ πόνος ἑνός Θεοῦ γιά νά καταπαύσει ἡ ὀργή ἑνός Θεοῦ!... «Αὐτή ἡ ἀντίληψη – λέει ὁ Clement – μοῦ φαίνεται παρμένη σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τήν ψυχανάλυση...»!
Ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε δεκτή ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νικήθηκε ἡ ἁμαρτία, πού εἶναι τό «κεντρί» τοῦ θανάτου κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Α΄ Κορ. 15,56). Συνδέεται ὁ θάνατος μέ τήν ἁμαρτία καί εἶναι τό ἀποτέλεσμά της. Καί, ἀφοῦ μέ τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐξαλείφθηκε ἡ ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων, ἀναιρέθηκε καί ὁ θάνατος, τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. «Ἀφοῦ σφάχτηκε ἡ μητέρα, ἀναιροῦνται καί τά τέκνα της», λέγει ὁ Χρυσόστομος!
(3) Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει καί τήν δική μας ἀνάσταση. Ὁ Χριστός μέ τήν ἀνάστασή του ἔγινε «ἀπαρχή» τῶν πεθαμένων (Α΄ Κορ. 15,20), «πρωτότοκος» τῶν νεκρῶν (Κολ. 1,18), ἐκφράσεις πού βεβαιώνουν ὅτι μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θά ἀκολουθήσει καί ἡ ἀνάσταση ὅλων τῶν ἐν Χριστῷ κεκοιμημένων. Ὅλοι βέβαια θά ἀναστηθοῦν τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως· καί οἱ ἀσεβεῖς, ὄχι μόνο οἱ εὐσεβεῖς. Ἀλλά οἱ μέν ἀσεβεῖς θά ἀναστηθοῦν γιά αἰώνια κατάκριση, οἱ δέ εὐσεβεῖς γιά αἰώνια δόξα. Ὁ θάνατος ἔτσι γιά τούς πιστούς ἀποβαίνει ἕνα μέσον γιά τήν δόξα τους.
Ὁ Χριστός μέ τήν ἀνάστασή του νίκησε τόν θάνατο· ἀλλά πῶς – ἐρωτοῦν οἱ δύσπιστοι – ἐξακολουθοῦν νά πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι; Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦμε ὅτι στήν παροῦσα ζωή νικᾶται ὁ πνευματικός θάνατος, ὁ χωρισμός δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, πού ἦλθε καί ὡς πρῶτος μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Καί μέ τήν γενική ἀνάσταση τῶν σωμάτων θά νικηθεῖ καί σωματικός θάνατος, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό σῶμα του, πού ἦλθε ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Οἱ λεγόμενοι «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» [8] ἐνῶ παραδέχονται ὅτι ὁ Χριστός πέθανε μέ τό σῶμα του, ὅμως λέγουν ὅτι δέν ἀναστήθηκε μέ τό σῶμα του, ἀλλά μέ τό πνεῦμα του!... Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀνάσταση, γιατί λογικά ἀνασταίνεται αὐτό πού πεθαίνει. Ἀναστήθηκε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί αὐτό θανατώθηκε καί ὄχι τό πνεῦμα, πού δέν πεθαίνει. Ὁ Χριστός μετά τήν ἀνάστασή του ἔδειξε στό σῶμα του τίς πληγές καί τά σημάδια τῶν καρφιῶν ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τό γεγονός τῆς ἀνάστασεως τοῦ σώματός του.
Εἶναι ἀπαραίτητο τό νά πιστεύουμε ὡς ἀναστημένο τόν ἀρχηγό τῆς πίστεως μας, γι᾿ αὐτό καί ὁ Χριστός παρέμεινε μετά τήν Ἀνάστασή του σαράντα μέρες στήν γῆ, ἀκριβῶς γιά νά πιστοποιηθεῖ ἡ Ἀνάστασή του. Καί τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς καί κάθισε στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ οὐρανίου Πατέρα. Τό ἔνδοξο καί χαροποιό μήνυμα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας εἶναι ὅτι ἡ φύση μας ἀνέβηκε ψηλά στόν οὐρανό, κοντά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Χριστός ἀναλήφθηκε καί μέ τό σῶμα του.


6. Η ΠΑΝΑΓΙΑ

(1) Ἡ Παναγία καλεῖται Θεοτόκος, γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός πού γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτήν εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἡ Παναγία ὑπῆρξε παρθένος πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι παρέμεινε παρθένος καί μετά τήν γέννησή του. Ἡ μνηστεία της μέ τόν Ἰωσήφ κρύβει μυστήριο, ἦταν ἕνα «τέχνασμα» τοῦ Θεοῦ γιά τήν παραπλάνηση τοῦ Διαβόλου καί δέν σκόπευε τόν γάμο. Οἱ λεγόμενοι «ἀδελφοί» τοῦ Ἰησοῦ στά Εὐαγγέλια δέν ἦταν παιδιά τῆς Μαρίας, ὅπως λένε οἱ χιλιαστές καί γενικά οἱ προτεστάντες, ἀλλά ἦταν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό γάμο μέ προηγούμενη γυναίκα του. Κατά τόν ἰουδαϊκό νόμο ὁ Ἰωσήφ λεγόταν «ἄνδρας» τῆς Μαρίας καί τά παιδιά του θεωροῦνταν ὡς ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ.
Τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου εἶναι Μυστήριο, εἶναι τό τέλος καί ὁ σκοπός τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη καί παραλληλίζεται μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει δέ νά τό παρατηρήσουμε ὅτι καί Καθολικοί καί Προτεστάντες σφάλλουν στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἔναντι δέ τοῦ παπικοῦ ἀνηφόρου καί τοῦ προτεσταντικοῦ κατηφόρου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀπονέμει στήν Θεοτόκο τήν πρέπουσα τιμή, ὡς ὑπέρτατη μεταξύ τῶν ἁγίων.
(2) Οἱ μέν Καθολικοί μέ τό ἐσφαλμένο δόγμα τους περί ἀσπόρου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου παριστάνουν τήν Παναγία ὡς μή κανονική ἄνθρωπο καί ἄρα παριστάνουν ὡς μή σωθέν τό ἀνθρώπινο γένος· γιατί, κατά τήν πλάνη αὐτή τῶν Καθολικῶν, ὁ Χριστός δέν προσέλαβε κανονική ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Παναγία, ἀφοῦ αὐτή – ὅπως τήν πιστεύουν – δέν εἶναι κανονική ἄνθρωπος. Καί ἀφοῦ δέν προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, πῶς τήν θεράπευσε; Τό «ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον».
Οἱ δέ Προτεστάντες ἑρμηνεύοντες κακῶς τό χωρίο Ματθ. 1,25 συμπεραίνουν ὅτι ὁ Ἰωσήφ κατέστησε σύζυγο τήν Μαρία μετά τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλά τό μέν «ἕως οὗ» τοῦ χωρίου αὐτοῦ δέν δηλώνει καθόλου τήν συζυγική σχέση τοῦ Ἰωσήφ μέ τήν Μαρία μετά τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, σύμφωνα καί μέ ἄλλα παραδείγματα χρήσεως τῆς ἑβραϊκῆς αὐτῆς ἔκφρασης ἀπό τήν Ἁγία Γραφή (βλ. Β΄ Βασ. 6,23. Ματθ. 28,20 κ.ἄ.)· ἡ δέ ἄλλη πάλι ἑβραϊκή ἔκφραση τοῦ χωρίου «πρωτότοκος» δέν σημαίνει ἐξάπαντος τήν ὕπαρξη καί ἄλλων μικρότερων ἀδελφῶν, ἀλλά δηλώνει τόν πρῶτον διανοίγοντα τήν μήτρα τῆς μητέρας του (βλ. Ἔξ. 13, 2.12. 34,19. Α΄ Βασ. 6, 10.14). Γενικά στήν Γραφή ἡ ἔκφραση «πρωτότοκος» σημαίνει τόν «ἐκλεκτό» (Ἔξ. 4,22. Ἑβρ. 12,23). Ἡ Παναγία λοιπόν εἶναι ἀειπάρθενος.


7. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

(1) Τήν σωτηρία πού ἐργάστηκε ὁ Χριστός γιά ᾿μᾶς τήν πετυχαίνουμε στήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδύνατο νά καθορίσουμε μέ ὁρισμό τό τί εἶναι Ἐκκλησία, γιατί αὐτή εἶναι Μυστήριο. Στήν Γραφή καί τούς Πατέρες μόνο εἰκονικά παριστάνεται ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἄμπελος, ὡς ποίμνιο, ὡς οἰκοδομή, ὡς νύμφη. Γενικά λέγομε ὅτι Ἐκκλησία εἶναι ἡ οἰκογένεια τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀδελφότητά μας (Α΄ Πέτρ.2,17). Ἡ καλύτερη παράσταση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος (βλ. Ἐφ. 1, 22-23. 4, 15.16). Κεφαλή τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ σώματος εἶναι ὁ Χριστός, ἐμεῖς δέ οἱ πιστοί εἴμαστε μέλη του. Τήν βαθειά ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας τήν γευόμαστε στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου μέ τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἑνωνόμαστε καί μέ τόν Χριστό καί μέ τούς ἀδελφούς μας. Ἔτσι, μέ βάση τήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, θά μπορούσαμε νά ὁρίσουμε ὡς ἑξῆς τήν Ἐκκλησία: «Ἐκκλησία εἶναι ἡ οἰκογένεια τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ πού συγκεντρώνονται κατά τόπους στούς ἱερούς Ναούς καί προσφέρουν διά τῶν Ἐπισκόπων τους καί τῶν ἱερέων τους τήν θεία Λειτουργία». Αὐτό, κατά τό Α΄ Κορ. 11,18, καλεῖται Ἐκκλησία. Καί ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται στήν θεία Λειτουργία, τήν δέ θεία Λειτουργία τελοῦν οἱ Ἐπίσκοποι (καί μέ τήν παραχώρηση αὐτῶν καί οἱ ἱερεῖς), καταλαβαίνουμε ἀπ᾿ αὐτό ὅτι δέν νοεῖται Ἐκκλησία ἄνευ τῶν Ἐπισκόπων. Πραγματικά στήν Ἐκκλησία τά μέλη της διαιροῦνται σέ ποίμνιο καί ποιμένες, σέ κληρικούς καί λαϊκούς. Ὁ Ἀρχιποιμένας Χριστός «διώρισε τό μέν (οἱ Ἐπίσκοποι) ἄρχειν, τό δέ (οἱ Λαϊκοί) ἄρχεσθαι»· διότι «τάξις ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις, τό μέν εἶναι ποίμνιον, τό δέ ποιμένας διώρισε» (Γρηγόριος θεολόγος), χωρίς ὅμως νά διαιρεῖται καί νά μερίζεται ἡ Ἐκκλησία· γιατί ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, ἀποτελοῦν τό ἕνα Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
(2) Ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς βαθμούς: Τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ διακόνου. Καθένας καθίσταται στούς βαθμούς αὐτούς ἀπό τήν Ἐκκλησία διά τῆς χειροτονίας. Δέν νοεῖται ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἔστω καί μικρή, ἄν δέν ἔχει τόν ἱερέα της, πού εἶναι σ᾿ αὐτή σέ θέση καί τόπο τοῦ Ἐπισκόπου του, ὁ ὁποῖος ὅμως Ἐπίσκοπός του εἶναι ἑνωμένος μέ τήν καθόλου Ἐκκλησία. Ἔτσι καί αὐτή ἡ μικρή ἐκκλησιαστική κοινότητα, αὐτή ἡ μικρή ἐνορία, ἔχει πληρότητα ἱεραρχίας. Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν μέ τόν Ἐπίσκοπο εἶναι ἀναγκαία, γιά νά ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὁ Ἐπίσκοπος ἐκφράζει – σαρκώνει τήν Ἐκκλησία.
προτεσταντισμός, ἀντίθετα πρός τήν μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (βλ. Ἐφ. 4, 11-13. Ἰωάν. 20, 21-23. Α΄ Τιμ. 4,14. Ἰακ. 5,14. Πράξ. 20,28. Α΄ Τιμ. 3, 8-13 κ.ἄ.) καί τήν πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀρνεῖται τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία καί γενικά τήν ἱερωσύνη, πολλοί δέ καί δικοί μας χριστιανοί τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀρκετά ἀπό τό προτεσταντικό πνεῦμα καί ἐκφράζονται καί μέ λόγια καί μέ ἔργα ἐνάντια πρός τούς Ἐπισκόπους μας καί τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, πού ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία. Γιά τήν διόρθωση τῆς ζημιᾶς αὐτῆς καί γιά τήν ἀποτροπή μεγαλυτέρου κακοῦ εἶναι ἀνάγκη νά τονίζουμε πολύ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία: «Ἑνότητα μέ τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας». Ἤ: «Εἶναι προτιμότερο νά εἶναι κανείς σέ σφάλμα μέσα στήν Ἐκκλησία (πού τήν ἐκφράζει ἡ Σύνοδος τῶν Ἱεραρχῶν), παρά νά ἐνεργεῖ ἔξω ἀπ᾿ αὐτήν, ἔστω καί ὀρθά», λέγει ὡραῖα ὁ πατήρ Πορφύριος ἀκολουθῶντας τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος λέγει ἐπί λέξει: «Εἰ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν (ὅπως τό δικό μας παλαιοημερολογιτικό θέμα), ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος» (Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, τόμ. 4, 615).
(3) Γιά τήν Ἐκκλησία μας πρέπει νά τονίσουμε ἰδιαίτερα ὅτι εἶναι ἀλάθητη. Καί εἶναι ἀλάθητη γιατί ἔχει κεφαλή τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. 14,6), καί ἔχει ψυχή τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο εἶναι ὁμοίως «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» (Ἰωάν. 14,17. 15,26. 16,13). Καί κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Πρέπει ὅμως νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητη ὡς ὅλον, ὡς πλήρωμα, πού τό ἀποτελοῦν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι, κληρικοί καί λαϊκοί. Ὄργανο δέ τῆς ἐκφράσεως τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Μόνο αὐτή μπορεῖ νά διατυπώνει ἀλαθήτως τά δόγματα. Καί σ᾿ αὐτήν τήν ὑπέρτατη ἀρχή καί αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὑπάγονται ὅλοι, καί ὁ Πατριάρχης καί ὅλοι οἱ Ἱεράρχες, ὅπως καί ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι καί ὁ Πέτρος ὑπέκειντο στήν Ἀποστολική Σύνοδο. Ὅλο λοιπόν τό πλήρωμα καί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λογίζεται στήν ὀρθόδοξο πίστη ὡς φορέας τοῦ ἀλαθήτου, ἐνῶ ὡς ὄργανο τῆς ἐκφράσεως τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ὡς τό στόμα τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποιεῖται ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, στήν ὁποία ἀντιπροσωπεύεται ὅλο τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα διά τῶν Ἐπισκόπων του. Κατά ταῦτα δέν δύναται ἕνα μεμονωμένο ἄτομο, ἕνας Ἐπίσκοπος ἤ Πατριάρχης ἤ Πάπας νά δογματίζει ἔγκυρα καί αὐθεντικά, γιατί αὐτό, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀποκλειστικό δικαίωμα καί ἔργο μόνο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν μετεχόντων σ᾿ αὐτές Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀντιπροσωπεύουν τό πλήρωμα καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὀρθῶς οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ἀπαντῶντες τό 1848 στόν Πάπα Πίον Θ΄, διακήρυξαν ὅτι «παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν πατέρων αὐτοῦ» (εἰς Mansi, Consil. 40,407. Βλ. Ἰωάν. Καρμίρη, Τά δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα ΙΙ, 920). Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀπέρριψε τό Βατικάνειο δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, ὅτι αὐτός τάχα εἶναι ἡ ἀλάθητη κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πλάνη αὐτή τῶν Καθολικῶν δέν δύναται νά στηριχθεῖ οὔτε στήν Ἁγία Γραφή οὔτε στήν Ἱερά Παράδοση.
(4) Τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά γευόμαστε τόν Θεό, τήν λαμβάνουμε στήν Ἐκκλησία διά τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. «Ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν Μυστηρίοις» (Νικόλαος Καβάσιλας). Κυρίως ἕνα εἶναι τό Μυστήριο: Ἡ θεία Εὐχαριστία. Ἐπειδή ὅμως γιά νά συμμετάσχουμε στήν θεία Εὐχαριστία πρέπει νά εἴμαστε βαπτισμένοι καί χρισμένοι, γι᾿ αὐτό οἱ θεολόγοι ὁμιλοῦν περί τριῶν Μυστηρίων: Βαπτίσματος, Χρίσματος καί θείας Εὐχαριστίας. Ἀλλά καί γενικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πᾶσα ἁγιαστική τελετή τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἁγιασμός γιά παράδειγμα, εἶναι μυστήριο. Καί διά τῶν κτιστῶν πραγμάτων, ὅπως μέ τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ ἤ μέ τό λάδι τοῦ Εὐχελαίου, δίδεται στούς πιστούς ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ.
(5) Ὅπως τό ζοῦμε στήν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἕνας θεῖος Ὀργανισμός, μέσα στόν ὁποῖο παίρνουμε ζωή, καί δέν εἶναι ἀνθρώπινη ὀργάνωση. Μιά ὀργάνωση προσπαθεῖ τί νά σοῦ πάρει καί πῶς νά πάρει καί σένα τόν ἴδιο, γιά νά σέ κάνει στέλεχος, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται καί ἀγωνιᾶ τί νά δώσει στά μέλη Της. Καί στήν ὀργάνωση δέν χωροῦν ὅλοι, παρά μόνο οἱ συμφωνοῦντες μέ τούς κανονισμούς της, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία ἔχουν θέση ὅλοι οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί, μαῦροι, ἄσπροι, μορφωμένοι καί ἀγράμματοι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί.
Θά μπορούσαμε, βάσει τῶν πατερικῶν κειμένων, νά παραστήσουμε τήν Ἐκκλησία ὡς ἕνα θεραπευτήριο, στό ὁποῖο, μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθαρίζονται οἱ ψυχές μας ἀπό τά πάθη καί θεραπεύονται. Τήν θεραπεία αὐτή τήν λέμε ἁγιότητα καί θέωση. Ὁ σκοπός τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἁγιότητα καί ἡ Ἐκκλησία μας, πραγματικά, ἔχει ἁγίους. Τό δέ πρόβλημα τῶν ἀθέων δέν εἶναι τόσο ὁ Θεός, πού ἐπιπόλαια μποροῦν νά ποῦν ὅτι δέν ὑπάρχει, ἀλλά τό πρόβλημα τους εἶναι οἱ ἅγιοι μέ τά τόσα ἅγια λείψανά τους, πού νικοῦν τήν φθορά καί θαυματουργοῦν.
Οἱ Προτεστάντες, ἐνάντια πρός τήν Ἁγία Γραφή (βλ. Ἀποκ. 8, 3.4. Δ΄ Βασ. 13,21) καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ζωντανή πραγματικότητα, ἀρνοῦνται τούς ἁγίους καί τά θαύματά τους, ἀπορρίπτοντες ἔτσι τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος.
(6) Κατά μιά ἄλλη παράσταση ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ καί, ἀφοῦ γίνει πρῶτα ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, θά ἔρθει ὁ Νυμφίος Χριστός μέ τήν δεύτερη παρουσία Του γιά νά παραλάβει τήν Νύμφη του Ἐκκλησία στήν ἐπουράνια Βασιλεία του. Ἀκατήχητοι καί δεισιδαίμονες Χριστιανοί ἑρμηνεύουν διαφορετικά τήν δεύτερη τοῦ Χριστοῦ παρουσία καί δέν τήν παριστοῦν ποθητή, ἐνῶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τό σύνθημα τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἦταν «Μαράν Ἀθά» (= Κύριε, ἔλα· Α΄ Κορ. 16,22). Καί ὁ πιστός, κατά ἕνα ὡραῖο τροπάριο, εὔχεται τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του καί τήν πλήρη ἀπόλαυση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ «ἵνα – λέει – τάς δύο σκιρτῶν μεγαλύνω, Ἀγαθέ, παρουσίας Σου»!

* Ποιοί λέγονται αἱρετικοί καί ποιές ὀνομάζονται αἱρέσεις; Ὁ 6ος Κανών τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει: «Αἱρετικούς λέγομεν τούς τε πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας καί τούς μετά ταῦτα ὑφ᾿ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας, πρός δε τούτοις καί τούς τήν πίστιν μέν τήν ὑγιᾶ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ καί ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις» (Mansi, Concil. 3,561. Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα, τ. Ι, 136) Ὁ δέ Μ. Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀμφιλόχιο γράφει: «Οἱ παλαιοί ὠνόμασαν αἱρέσεις μέν τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους καί κατ᾿ αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δέ τούς δι᾿ αἰτίας τινάς ἐκκλησιαστικάς καί ζητήματα ἰάσιμα πρός ἀλλήλους διενεχθέντας, παρασυναγωγάς δέ τάς συνάξεις τάς παρά τῶν ἀνυποτάκτων πρεσβυτέρων ἤ ἐπισκόπων καί παρά τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας» (Ἐπιστ. 188, MPG 32,665).
1. Ὁ Σαβέλλιος ἦταν ἕνας αἱρετικός τοῦ δευτέρου αἰώνα, πού δέν θεωροῦσε τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα σάν τρία χωριστά Πρόσωπα, ἀλλά ἁπλά σάν διάφορους «τρόπους» ἤ «ὄψεις» τῆς θεότητας.
2. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Personae sunt ipsae relationes» (Summa Theologica, I, question 40, article 2).
3. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ Ἀνατολικά τόμ. Α΄. Τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν ζωή μας, σ. 296 ἑξ.
4. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διάκριση, τότε ἤ ὁ Θεός θά ἦταν κατά τήν οὐσίαν του μεθεκτός ἀπό τόν ἄνθρωπο καί ἑπομένως θά ἦταν ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς, ἤ θά ἦταν ἐντελῶς ἀμέθεκτος καί ἑπομένως ἀνύπαρκτος γιά μᾶς.
5. Αὐτή πραγματικά εἶναι ἡ βιβλική καί πατερική ἔκφραση γιά τήν δημιουργία, «ἐκ τοῦ μή ὄντος» καί ὄχι «ἀπό τό μηδέν».
6. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἐκ τριῶν ὑφέστηκε· χάριτος Πνεύματος ἐπουρανίου, ψυχῆς λογικῆς καί γηΐνου σώματος» (ΕΠΕ 2 σ. 240). Πολύ ἀπό αὐτό τό πατερικό λόγιο ἀπέχει ἡ πλάνη τοῦ Μακράκη περί «τρισυνθέτου» τοῦ ἀνθρώπου.
7. Τό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Λυτρωτοῦ ἐκφράζει αὐτός ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἐγεννήθη ἡμῖν σοφία ἀπό Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καί ἁγιασμός καί ἀπολύτρωσις» (Α΄ Κορ. 1,30).
8. Δέν πρέπει νομίζω νά ὀνομάζουμε τούς αἱρετικούς χιλιαστές μέ αὐτή τήν τιμητική ὀνομασία, γιατί μάρτυρες τοῦ Γιαχβέ Θεοῦ μας εἴμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, γιατί ἐμεῖς δίνουμε σωστή, ὀρθόδοξη μαρτυρία γιά τόν Θεό μας, κατά τό χωρίο Ἠσ.... Ἀπαγορεύουμε στούς χιλιαστές νά αὐτοαποκαλοῦνται «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», γιατί εἶναι «ΨΕΥΔΟ-μάρτυρές» του γιά τίς πλανεμένες διδασκαλίες πού λένε. Σωστότερη λοιπόν ἡ ὀνομασία γι᾿ αὐτούς ὡς «ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.