Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ 1


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ

1. Ὁ Ἠσαΐας ἔδρασε ὡς προφήτης στήν Ἰουδαία κατά τό 2ο ἥμισυ τοῦ 8ου αἰ. (βλ. ἐπιγραφή τοῦ βιβλίου του 1,1). Ἡ καταγωγή του πρέπει νά ἦταν ἀριστοκρατική. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν οἰκειότητά του πρός τόν βασιλικό οἶκο (7,1 ἑξ. κεφ. 36-39) καί ἀπό τήν μόρφωσή του. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας πραγματικά μᾶς παρουσιάζεται μέ τόν εὐρύ ὁρίζοντα ἰδεῶν καί μέ τήν βαθειά σκέψη καί μέ τήν κομψότητα στήν ἔκφρασή του. Τό ὄνομα «Ἠσαΐας» («Γιεσα῾γιάχου», καί συντετμημένη μορφή «Γιεσά῾για») σημαίνει «ὁ Κύριος εἶναι ἡ σωτηρία μου».

2. Ὁ προφήτης εἶχε μακρά προφητική δράση, περίπου 50 ἐτῶν. Γιά νά νοήσουμε τήν προφητική δράση τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, πρέπει νά γνωρίζουμε τά πολιτικά γεγονότα, τά ὁποῖα συνέβησαν στήν ἐποχή του καί τά ὁποῖα τόν ἐκάλεσαν σέ προφητικό ἀγώνα, γιά νά δώσει σ᾽ αὐτά τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ.
(α) Κατά τό ἔτος 733 π.Χ. συνέβηκε ὁ λεγόμενος «συροεφραϊμικός πόλεμος». Κατά τόν πόλεμο αὐτό οἱ Ἀραμαῖοι καί οἱ Ἰσραηλῖτες συνῆψαν συμμαχία γιά νά ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τοῦ ἰσχυροῦ ἡγεμόνα τῶν Ἀσσυρίων Τιγλάθ-Πιλεσέρ Γ´. Στήν συμμαχία τους δέ αὐτή κάλεσαν καί τόν βασιλέα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ κράτους, τόν Ἄχαζ. Αὐτός ὅμως ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στήν συμμαχία τους καί ἔτσι οἱ δύο ἑνωμένοι στρατοί τῶν Ἀραμαίων (Συρίων) καί τῶν Ἰσραηλιτῶν (Ἐφραίμ) κήρυξαν πόλεμο ἐναντίον τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους καί εἰσέβαλαν στήν χώρα του (βλ. Δ´ Βασ. 15,19). Στήν δύσκολη αὐτή θέση εὑρεθείς ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους Ἄχαζ ἐκάλεσε διά βοήθειά του τούς Ἀσσυρίους. Στήν ἐπικίνδυνο αὐτή περίσταση γιά τό ἰουδαϊκό ἔθνος ἐπενέβηκε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, γιά νά ἀποτρέψει τόν βασιλέα Ἄχαζ ἀπό τό ἐγχείρημά του αὐτό· διότι ὁ προφήτης ἐπιβάλλεται νά ἐπεμβαίνει στήν πολιτική, ὅταν τίθεται σέ κίνδυνο ἡ θρησκεία καί ἡ πίστη τοῦ λαοῦ. Καί ἡ συμμαχία τῶν Ἰουδαίων μέ τούς Ἀσσυρίους ἐσήμαινε ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔπρεπε ὄχι μόνον νά καταβάλουν φόρον ὑποτελείας σ᾽ αὐτούς, ἀλλά καί νά δεχθοῦν τούς θεούς τῶν Ἀσσυρίων καί ἀκόμη, νά ἀνεγείρουν θυσιαστήριο κατά τό ἀσσυριακό πρότυπο, πράγμα πού συνέβηκε (Δ´ Βασ. 16,10 ἑξ.).
(β) Πέθανε ὁ ἰσχυρός Ἀσσύριος ἡγεμόνας Τιγλάθ-Πιλεσέρ Γ´, ἀλλ᾽ αὐτό ἔδωσε ἀφορμή στόν βασιλέα τῶν Ἰσραηλιτῶν Ὠσηέ (731-725) νά ἀρνηθεῖ τήν ὑποταγή του στούς Ἀσσυρίους. Τότε ὅμως, ὁ διάδοχος τοῦ Τιγλάθ-Πιλεσέρ Γ´, ὁ Σαλαμανάσαρ Ε´, εἰσέβαλε στήν ἰσραηλιτική χώρα, πολιόρκησε τήν πρωτεύουσά της Σαμάρεια, ἡ ὁποία τελικά (722 π.Χ.) καταστράφηκε ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Σαλαμανάσαρ Ε´, τόν Σαργών Β´.
(γ) Ὁ θάνατος τοῦ ἡγεμόνα τῶν Ἀσσυρίων Σαλαμανάσαρ Ε´ ἔδωσε πάλι ἀφορμή στίς πόλεις τῆς Συρίας, τῆς Φοινίκης καί τῆς Παλαιστίνης νά διοργανωθοῦν, γιά νά ἀποτινάξουν τόν σκληρό ζυγό τῶν Ἀσσυρίων, ἐλπίζοντες μάλιστα στήν βοήθεια τῶν Αἰγυπτίων. Στό κίνημα ὅμως αὐτό κατά τῶν Ἀσσυρίων δέν συμμετεῖχε τό ἰουδαϊκό βασίλειο, γιατί ὁ βασιλιάς του Ἄχαζ ἀκολουθοῦσε φιλική πολιτική πρός τούς Ἀσσυρίους, καί τήν πολιτική αὐτή τήν ἀκολούθησε στήν ἀρχή καί ὁ υἱός του καί διάδοχός του Ἐζεκίας (716-689 π.Χ.).
(δ) Νέα ὅμως τώρα ἐπαναστατική κίνηση κατά τῶν Ἀσσυρίων προκλήθηκε ἀπό διαφόρους ὑποτελεῖς τους λαούς καί στήν κίνηση αὐτή παρασύρθηκε, ἀπό τά κηρύγματα τῶν ψευδοπροφητῶν, καί ὁ Ἐζεκίας. Ἔτσι μέ κέντρο τήν Ἀσδώδ (βόρεια τῆς Ἀσκάλωνος) διοργανώθηκε καί στήν Ἰουδαία ἀντιασσυριακή κίνηση. Τό ἐπαναστατικό ὅμως αὐτό κίνημα κατεστάλη ἀπό τούς Ἀσσυρίους καί ἐπεκράτησε εἰρήνη στήν Ἰουδαία, γιατί ὁ βασιλεύς Ἐζεκίας παρέμεινε ὑποτελής στόν Ἀσσύριο ἡγεμόνα Σαργών Β´.
(ε) Ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Σαργών Β´ ἔδωσε νέα ἀφορμή στούς ὑποτελεῖς λαούς νά ἐξεγερθοῦν ἐναντίον τῶν Ἀσσυρίων. Στήν ἐξέγερση αὐτή συμμετεῖχε καί ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰούδα Ἐζεκίας, παρά τήν ἀντίθετη συμβουλή τοῦ προφήτου Ἠσαΐου. Τήν ἐξέγερση αὐτή τήν ὑποκινοῦσε κατάλληλα καί ἡ Αἴγυπτος, ἡ ὁποία θά εἶχε συμφέρον ἀπό τήν κατάλυση τῆς Ἀσσυριακῆς δυνάμεως. Τόν θρόνο ὅμως τοῦ ἀσσυριακοῦ κράτους κατέλαβε ὁ Σενναχηρίμ (705-681 π.Χ.), ἄρχοντας δυναμικός. Αὐτός συνέτριψε τήν ἐπανάσταση ἐναντίον τοῦ κράτους του, κατενίκησε τήν αἰγυπτιακή βοήθεια, εἰσέβαλε στήν ἰουδαϊκή χώρα καί μέ ἰσχυρό στρατό πολιόρκησε τήν πρωτεύουσα Ἰερουσαλήμ (701 π.Χ.). Σ᾽ αὐτήν τήν δύσκολη περίσταση ὁ βασιλεύς Ἐζεκίας ἔστειλε πρέσβεις στόν Σενναχηρίμ μέ δῶρα καί νομίσματα (βλ. Δ´ Βασ. 18,14 ἑξ.) καί ζήτησε εἰρήνη μαζί του. Δέν ἔγινε ὅμως δεκτό τό αἴτημά του αὐτό καί ὁ φοβερός Σενναχηρίμ προέτρεψε τόν βασιλέα νά παραδοθεῖ. Ὁ βασιλεύς Ἐζεκίας, ἐμψυχούμενος τώρα ἀπό τόν Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος προεφήτευσε σύντομη τήν σωτηρία τῆς πόλεως (Δ´ Βασ. 19,1 ἑξ.), καί ἀποβλέποντας στήν αἰγυπτιακή βοήθεια (βλ. Δ´ Βασ. 19,9), δέν παρασύρθηκε ἀπό τίς προτροπές πρός παράδοση (Δ´ Βασ. 19,10). Τελικά, ἐλύθη ἡ πολιορκία τῆς Ἰερουσαλήμ μέ θαυμαστό γεγονός, μέ συμβάντα λοιμό (Δ´ Βασ. 20,35 ἑξ. Βλ. καί Ἡροδ. ΙΙ, 141). Τό θαυμαστό αὐτό γεγονός ἀνάγκασε τούς Ἀσσυρίους νά φύγουν ἀπό τήν Ἰουδαία.
Σ᾽ αὐτή τήν ταραχώδη καί ἐπικίνδυνη γιά τό ἰουδαϊκό κράτος ἐποχή ἔδρασε ὁ προφήτης Ἠσαΐας.
3. (α) Ἀπό θρησκευτική καί ἠθική ἄποψη τά πράγματα στήν Ἰουδαία κατά τήν ἐποχή τοῦ προφήτου Ἠσαΐου δέν ἦταν καθόλου εὐχάριστα. Γιατί, ἀπό παλαιά, ἡ ἐπιμιξία τῶν Ἰσραηλιτῶν μέ τούς Χαναναίους καί ἡ πολιτική τῶν συμμαχιῶν ἔπειτα μέ τά ξένα ἔθνη, ἔφεραν καί στούς Ἰουδαίους καί στούς Ἰσραηλῖτες ἤθη καί ἔθιμα τῶν ἐθνῶν μέ τά ὁποῖα συνῆπτον συμμαχία, ἀλλά καί ἀκόμη περισσότερο ἔφεραν σ᾽ αὐτούς καί τήν ἀναγνώριση τῶν ξένων θεῶν. Ἔτσι ὁ Ἄχαζ, λόγω τῆς συμμαχίας μέ τούς Ἀσσυρίους, ἐξετόπισε ἀπό τόν ναό τοῦ Σολομῶντος τό θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων καί ἤγειρε ἄλλο θυσιαστήριο κατά ἀσσυριακό πρότυπο (Δ´ Βασ. 16,10 ἑξ.) καί μάλιστα πρόσφερε σ᾽ αὐτό τό θυσιαστήριο θυσία τόν ἴδιο του τόν υἱό (Δ´ Βασ. 16,3. Β´ Παραλ. 28,3). Χειρότερα ἀπό τόν Ἄχαζ, ὁ Μανασσῆς ἵδρυσε μέσα στόν ναό ξένα θυσιαστήρια καί μάλιστα ἐγκατέστησε σ᾽ αὐτόν καί τό ἄγαλμα τῆς Ἀστάρτης (Δ´ Βασ. 21,7. Β´ Παραλ. 33,1 ἑξ.). Ἔτσι λοιπόν, κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἠσαΐου, μαζί μέ τόν Γιαχβέ λατρευόταν καί πλῆθος ἄλλων θεῶν, ἐξασκεῖτο δέ εὐρέως ἡ μαγεία, ἡ ραβδομαντεία καί νεκρομαντεία (Ἠσ. 2,6. 3,3. 8,19). Εἰς δέ τά ἐγκατεσπαρμένα ἀνά τήν Ἰουδαία στούς λόφους ἱερά, κάτω ἀπό τίς δρῦς, τίς λεῦκες καί τίς τερεβίνθους (Ἠσ. 1,29), ἐξησκεῖτο ὀργιαστική λατρεία καί αὐτή ἀκόμη ἡ ἀποτρόπαιος θυσία τῶν πρωτοτόκων (βλ. Μιχ. 6,7. Δ´ Βασ. 16,3).
(β) Βεβαίως στό ἰουδαϊκό ἔθνος ὑπῆρχε στήν Ἰερουσαλήμ ὁ ναός, ὁ ὁποῖος ἦταν πραγματικά τό προπύργιο κατά τῆς ξένης λατρείας. Ἡ τελουμένη ὅμως σ᾽ αὐτό λατρεία τοῦ Γιαχβέ ἦταν καθαρά τυπική. Δέν δημιουργοῦσε ὑγιᾶ θρησκευτικότητα καί μέ τίς τυπικά γενόμενες ἀκολουθίες ἀπέπνιγε τό καθαρό πνεῦμα τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Οἱ θυσίες προσφέρονταν καθημερινά στόν ναό (Ἠσ. 1,11), τό θυμίαμα ἔκαιγε ἄφθονο (Ἠσ. 1,13), οἱ μεγάλες ἑορτές ἑορτάζονταν μέ λαμπρότητα (Ἠσ. 1,13. 29,1), οἱ νηστεῖες ἐτηροῦντο (Ἠσ. 1,13). Ὅλα αὐτά ὅμως ἦταν ἐξωτερικές μόνον ἐκδηλώσεις μιᾶς πνευματικῆς ζωῆς, χωρίς βαθύτερο περιεχόμενο. Γι᾽ αὐτό καί ὁ προφήτης Ἠσαΐας τήν λατρεία αὐτή τήν χαρακτηρίζει ὡς λατρεία τοῦ «στόματος» μόνον, τῶν «χειλέων» μόνον (Ἠσ. 29,13).
4. Ἀλλά καί ἀπό κοινωνική ἔποψη ἡ ἐποχή τοῦ Ἠσαΐα παρουσίαζε ἀνώμαλη κατάσταση. Τώρα ὁ λαός δέν εἶναι πλέον νομαδικός, ἀλλά ἔχει ἐγκατασταθεῖ σέ μόνιμη χώρα, ἡ ὁποία ἔχει ὑποστεῖ τήν ἐπίδραση τοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτό κατέστησε τόν βίο τῶν Ἰσραηλιτῶν πολυτελέστερο, τρυφηλότερο καί δαπανηρότερο. Ἔτσι ὁ Ἰσραηλιτικός λαός ἀντί τῶν ἁπλῶν σκηνῶν πού εἶχε κατά τήν νομαδική του ζωή, τώρα κατοικεῖ σέ μεγάλες οἰκοδομές, κατασκευασμένες ἀπό τετραγωνικούς λίθους (Ἠσ. 5,9. 9,10). Τώρα ὁ λαός ἐξασκεῖ ἐμπόριο, οἱ γυναῖκες στολίζονται μέ πολυτελῆ ἐνδύματα (Ἠσ. 3,16 ἑξ.) καί γενικῶς ὁ βίος κατά τήν ἐποχή τοῦ προφήτου Ἠσαΐα ἦταν μαλθακός καί ἡδονικός (Ἠσ. 5,11 ἑξ. 22,13). Τώρα, κατά τήν ἐποχή τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, ἔχουν δημιουργηθεῖ στόν λαό διάφορες κοινωνικές τάξεις καί συμβαίνουν κοινωνικά ἀδικήματα: Ἐκμεταλλεύσεις πτωχῶν, κλοπές τῶν περιουσιῶν τους, ἀκόμη δέ, ὅπως τό μαρτυροῦν ὁρισμένα χωρία, καί φόνους διέπρατταν οἱ πλούσιοι καί οἱ ἄρχοντες, γιά νά αὐξήσουν τόν πλοῦτο τους (Ἠσ. 8,8. 5,8-10. 1,15. 22,13). Ὅπως μᾶς ἐπιτρέπει νά ὑπονοήσουμε ἡ περικοπή τοῦ Ἠσαΐου 3,1-7, γιά τήν κοινωνική αὐτή ἀνισότητα συνέβαιναν συγκρούσεις καί ἐπαναστάσεις τῶν κατωτέρων, τῶν πτωχῶν τάξεων, ἐναντίον τῶν πλουσίων.
5. Ἡ δράση τοῦ προφήτου Ἠσαΐου εἴπαμε ὅτι ἦταν μακρά καί μπορεῖ νά διαιρεθεῖ σέ τρεῖς περιόδους. Σέ κάθε δέ περίοδο μποροῦμε νά τοποθετήσουμε ὁρισμένες προφητεῖες τοῦ προφήτου. Ἡ πρώτη περίοδος περιλαμβάνει τίς βασιλεῖες τοῦ Ἰωνάθαν καί τοῦ Ἄχαζ καί σ᾽ αὐτήν ἀνήκουν τά κεφ. 1-12. Τό πιό σημαντικό σ᾽ αὐτήν τήν περίοδο εἶναι ἡ σύγκρουση τοῦ Ἠσαΐα μέ τόν βασιλέα Ἄχαζ κατά τόν συροεφραϊμιτικό πόλεμο, στόν ὁποῖο ἀκοῦμε τό ἀθάνατο ἀξίωμα τοῦ Ἠσαΐα, «ἐάν δέν πιστεύσετε, δέν μπορεῖτε νά παραμείνετε στήν ζωή» (Ἠσ. 7,9), καί τήν ὡραία καί σωστική προφητεία περί τῆς γεννήσεως τοῦ Μεσσία ἀπό παρθένο γυναίκα (Ἠσ. 7,14).
Ἡ δεύτερη περίοδος δράσεως τοῦ Ἠσαΐα ἀνήκει στήν βασιλεία τοῦ Ἐζεκία, ὁ ὁποῖος πιέστηκε ἀπό τούς Φιλισταίους καί τούς Αἰγυπτίους νά μετάσχει στήν ἐπανάσταση κατά τῶν Ἀσσυρίων. Ὀλίγες μόνο προφητεῖες μπορεῖ νά ἀποδοθοῦν στόν προφήτη Ἠσαΐα μέ βεβαιότητα σ᾽ αὐτά τά χρόνια. Πάντως τό κεφ. 20 τοῦ βιβλίου τοῦ προφήτου Ἠσαΐου ἀνήκει ἀσφαλῶς στήν περίοδο αὐτή. Ἀλλά, κατά τήν μαρτυρία ἀσσυριακῶν χρονικῶν, ἡ πόλη Ἀσδώδ (βόρεια τῆς Ἀσκάλωνος), ὅπως καί ἄλλες πόλεις, ἑνώθηκαν σέ ἐξέγερση κατά τῶν Ἀσσυρίων. Ἡ θέση τοῦ προφήτου Ἠσαΐου φαίνεται καθαρά στό κεφ. 20 τοῦ βιβλίου του. Ὁ προφήτης κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια γιά νά ἀποτρέψει τόν βασιλέα νά μή συμμετάσχει στήν ἐπανάσταση κατά τῶν Ἀσσυρίων. Ἰδιαίτερα ἐρέθιζε τόν προφήτη ἡ πεποίθηση τῶν Ἰουδαίων στήν αἰγυπτιακή βοήθεια. Γι᾽ αὐτό καί περιπατώντας ξυπόλυτος στούς δρόμους τῆς Ἰερουσαλήμ καί μέ ἕνα ἔνδυμα μόνο στήν μέση του κήρυττε τό μάταιο τῆς ἐλπίδας τῶν Ἰουδαίων στήν Αἴγυπτο καί στήν συμμαχία μ᾽ αὐτήν (Ἠσ. 20,1 ἑξ.). Ὅπως στήν προηγούμενη περίοδο, στήν ἐποχή τοῦ Ἄχαζ, ἔτσι καί τώρα στήν ἐποχή τοῦ Ἐζεκίου ὁ προφήτης τόνιζε τήν πίστη στόν Θεό διαλαλώντας, «ὅποιος πιστεύει, δέν θά καταισχυνθεῖ» (Ἠσ. 28,16· βλ. καί 30,15), καί ἀντιπαρέθετε πρός τίς ὑλικές δυνάμεις τῆς Αἰγύπτου τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό (Ἠσ. 31,1-3).
Ἡ τελευταία περίοδος τῆς δράσεως τοῦ προφήτου Ἠσαΐου συμπίπτει μέ τίς ἐκστρατεῖες στήν Παλαιστίνη τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων Σενναχηρίμ, γιά τόν ὁποῖο μιλήσαμε ἤδη. Τό ἱστορικό παράρτημα τῶν κεφ. 36-39 μᾶς παρέχει σπουδαῖες πληροφορίες γιά ἐκεῖνες τίς δύσκολες ἡμέρες, οἱ ὁποῖες τελικῶς ἐδικαίωσαν τόν προφητικό λόγο τοῦ Ἠσαΐου. Στήν τελευταία αὐτή περίοδο δράσεως τοῦ προφήτου Ἠσαΐου ἀνήκουν οἱ προφητεῖες οἱ συγκεντρωμένες εἰς 28,7-33.24.



ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΣΑΪΟΥ

1. (α) Τό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου διαιρεῖται κατά τό περιεχόμενό του σέ δύο μεγάλα μέρη. Τό Α´ μέρος τό ἀποτελοῦν τά κεφ. 1-39. Στά κεφάλαια αὐτά ἔχουμε προφητεῖες περί τῆς καταστροφῆς τοῦ Ἰούδα καί τῆς Ἰερουσαλήμ γιά τήν ἀποστασία τῶν κατοίκων τους, γι᾽ αὐτό καί τό τμῆμα τῶν κεφαλαίων αὐτῶν καλεῖται «ἀπειλητικόν». Τό Β´μέρος περιλαμβάνει τά κεφ. 40-66. Τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν κεφαλαίων αὐτῶν εἶναι διαφορετικό ἀπό τό ἱστορικό πλαίσιο τοῦ Α´ μέρους. Γιατί προϋποθέτει ὅτι ἡ προφητευθεῖσα στό Α´ μέρος καταστροφή συνέβηκε πραγματικά (Ἠσ. 42,14. 63,19) καί παρουσιάζει τίς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Ἰερουσαλήμ ἐρειπωμένες. Ἀκόμη, τό Β´ αὐτό τμῆμα περιέχει προφητεῖες περί τῆς ἐπανόδου τῶν Ἰουδαίων ἀπό τήν αἰχμαλωσία καί προφητεῖες περί τῆς μελλούσης δόξης τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἔτσι, τό τμῆμα αὐτό τοῦ βιβλίου δέν εἶναι ἀπειλητικόν, ὅπως τό πρῶτο, ἀλλά «παρηγορητικόν».
(β) Ἀκόμη, πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι στό Β´ μέρος τοῦ βιβλίου (κεφ. 40-66) ὁ ἰουδαϊκός λαός εἶναι ὑπόδουλος ὄχι στούς Ἀσσυρίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἐπικίνδυνοι ἐχθροί τοῦ Α´ μέρους (κεφ. 1-39), ἀλλά στούς Βαβυλωνίους. Ἀλλά καί τό βαβυλωνιακό κράτος παριστάνεται σέ αὐτό τό Β´ μέρος τοῦ βιβλίου ὡς βαῖνον πρός τήν καταστροφή καί ἤδη ὁ Κῦρος τῶν Περσῶν (558-529) – τόν ἀναφέρει ὀνομαστικῶς ὁ συγγραφεύς τοῦ τμήματος αὐτοῦ – εὑρίσκεται πρό τῆς Βαβυλῶνος καί τήν ἀπειλεῖ (Ἠσ. 44,28. 45,1. 48,14 ἑξ.). Καί ἀπό τήν σύντομο, ὅπως τήν ἐλπίζει ὁ συγγραφεύς, αὐτή κατάλυση τῆς Βαβυλῶνος, ἀναμένει τήν ἀπελευθέρωση τῶν ὑποδούλων Ἰουδαίων πατριωτῶν του (Ἠσ. 41,25. 43,14. 46,11). Πρέπει δέ νά σημειώσουμε ὅτι προφητεία περί τῆς καταστροφῆς τῆς Βαβυλῶνος δέν θά ἐνδιέφερε τούς συγχρόνους τοῦ Ἠσαΐου ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν ὑπό τήν ἀπειλή τῶν Ἀσσυρίων καί ὄχι τῶν Βαβυλωνίων. Ἰσχυρό πάλι εἶναι τό ἐπιχείρημα ὅτι, ἄν τά κεφ. 40-66 εἶχαν γραφεῖ ἀπό τόν Ἠσαΐα, θά ἦταν γνωστά στόν Ἰερεμία καί στόν Ἰεζεκιήλ, οἱ ὁποίοι καί θά ἀνεφέροντο ἀσφαλῶς εἰς αὐτά, πράγμα ὅμως πού δέν συμβαίνει.
(γ) Ἀκόμη πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Β´ μέρους διαφέρει ἀπό τήν θεολογία τοῦ Α´ μέρους τοῦ βιβλίου. Κατά τό Α´ μέρος ὁ προφήτης φαίνεται ὡς ἔχων τό βλέμμα προσηλωμένον στήν δυναστεία τοῦ Δαυΐδ καί ἀναμένει τόν Μεσσία ὡς τόν νέο ἔνδοξο Δαυΐδ· τό Β´ μέρος ὅμως τοῦ βιβλίου παρουσιάζει τόν Μεσσία ὡς Διδάσκαλο, φέροντα μάλιστα νέα διδασκαλία, καί ὡς πάσχοντα γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀκόμη ὁ προφήτης τοῦ Β´ μέρους φαίνεται νά ἐνδιαφέρεται γιά θέματα, τά ὁποῖα ἐνδιέφεραν τούς Ἰουδαίους κατά τήν αἰχμαλωσία καί μετά ἀπό αὐτήν, ὅπως, γιά παράδειγμα: Γιά τήν διατήρηση τῆς ἐθνότητάς τους, γιά τήν διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἰσραήλ, γιά τό Σάββατο (Ἡσ. 56,2. 58,13), γιά τούς λευῖτες καί ἱερεῖς (Ἡσ. 66,21) καί τούς προσηλύτους (Ἡσ. 56,3.6).
(δ) Γενικῶς, τό ἱστορικό πλαίσιο τοῦ Β´ μέρους τοῦ βιβλίου τοῦ Ἠσαΐου καί ἡ θεολογική σκέψη αὐτοῦ εἶναι διάφορος ἀπό τό Α´ μέρος, ὅπως διάφορο εἶναι καί τό λεκτικό ὕφος τῶν δύο αὐτῶν μερῶν τοῦ βιβλίου. Στά ἀνωτέρω, ἄς προσθέσουμε καί τήν εὐφυᾶ παρατήρηση ὅτι τά τελευταῖα τέσσερα κεφάλαια τοῦ Α´ μέρους τοῦ βιβλίου (κεφ. 36-39), πού περιέχουν ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἱστορίες ἀπό τόν βίο τοῦ Ἠσαΐου καί πάρθηκαν ἀπό τό Δ´ Βασ. 18,3-20,19, ὑποδηλώνουν ὅτι παλαιά τό βιβλίο τοῦ Ἠσαΐου ἔληγε στό κεφ. 35, καί εὐκόλως ἐκεῖ, στό τέλος τοῦ βιβλίου, προστέθησαν τά κεφ. 36-39.
2. Οἱ ἀνωτέρω λόγοι, ὅπως καί οἱ ἄλλοι,[1] ἔπεισαν πολλούς ἀπό τούς ἐρευνητές νά παραδεχθοῦν Δευτεροησαΐα, ὡς συγγραφέα τῶν κεφ. 40-66 καί τόν ὁποῖο δέχονται ὡς ἀκμάσαντα κατά τό τέλος τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας.[2] Ἐδέχθησαν δέ ὅτι ὁ Δευτεροησαΐας αὐτός προέρχεται ἀπό τόν κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Ἠσαΐου καί ἑπομένως τό Β´ μέρος τοῦ βιβλίου ἐκφράζει καί αὐτό τήν διδασκαλία τοῦ Ἠσαΐου, ὅπως ἀκριβῶς ἡ πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ἡ ὁποία περιέχει μέν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐγράφη ὅμως ἀπό μαθητή του.
Διαμαρτυρόμενοι ἐρευνητές, μέ ἀρχηγό τόν B. Duhm,[3] ἀφοῦ ἐμελέτησαν ἐπί μακρόν τά κεφ. 40-66, κατέληξαν στήν διάκριση καί ἐδῶ δύο συγγραφέων, τοῦ Δευτεροησαΐου, ὡς συγγραφέως τῶν κεφ. 40-55, καί ἑνός ἄλλου, «Τριτοησαΐου», κατά σειράν κληθέντος, ὡς συγγραφέως τῶν ὑπολοίπων κεφ. 56-66.[4]
3. Ἐν τῷ μεταξύ δέν πρέπει νά ἀγνοήσουμε καί τά ἐπιχειρήματα ὑπέρ τῆς ἑνότητος ὁλοκλήρου τοῦ βιβλίου τοῦ Ἠσαΐου.[5] Ἀναφέρουμε μερικά: Ὅτι ἡ κυριαρχοῦσα ἔννοια ὅλου τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δεικνύεται καί στήν καταστροφή καί στήν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἰερουσαλήμ· ὅτι στό Β´ μέρος τοῦ βιβλίου χρησιμοποιοῦνται ἐκφράσεις καί εἰκόνες, οἱ ὁποῖες χρησιμοποιοῦνται καί στό Α´ μέρος, ὅπως ἡ προσφιλής φράση «ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ» καί ἡ εἰκόνα τῆς φυσικῆς τυφλώσεως πρός δήλωση τῆς πνευματικῆς τυφλώσεως (Ἡσ. 6,10. 29,10·18. 42,7·19.44,18)· ὅτι εἶναι δύσκολο νά ἑρμηνευθεῖ ἡ ἀνωνυμία τοῦ συγγραφέως (ἤ καί τῶν συγγραφέων, ἄν δεχθοῦμε τόν Τριτοησαΐα) τοῦ μεγάλου τούτου τμήματος τῶν κεφ. 40-66 τοῦ βιβλίου καί τό γιατί αὐτός ὁ συγγραφεύς παρέμεινε ἀνώνυμος, ἐνῶ διεσώθησαν τά ὀνόματα ἄλλων μικρῶν προφητῶν· καί ὅτι, τέλος, διατί ἑνώθηκε τό τμῆμα τοῦτο τοῦ βιβλίου μέ τό Α´ μέρος καί ἀπεδόθηκε στόν Ἠσαΐα. Ἐπίσης τό βιβλίο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Σειράχ, λέγον εἰς 48,24 ἑξ. ὅτι ὁ Ἠσαΐας παρεμύθησε τούς πενθοῦντας τῆς Σιών, φαίνεται νά ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν ὅλο τό βιβλίο ὑπό τό ὄνομα τοῦ Ἠσαΐου, γιατί ὁ λόγος αὐτός ἀναφέρεται ἀσφαλῶς στό Β´ μέρος τοῦ βιβλίου, τό παραμυθητικόν. Ἀκόμη, καί πολλά χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, παρμένα ἀπό τά κεφ. 40-66, φέρονται μέ τό ὄνομα τοῦ προφήτου Ἠσαΐου (βλ. Ματθ. 3,3. Μαρκ. 1,2-3. Λουκ. 3,4. 4,17. Ἰωάν.1,23. Πράξ. 8,26-33. Ρωμ. 10,16·20·21).
4. Γιά τήν λύση τοῦ δυσκόλου αὐτοῦ πραγματικά προβλήματος τῆς ἑνόητας τοῦ βιβλίου τοῦ προφήτου Ἠσαΐου ὡς βάσεις πρέπει νά τεθοῦν οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ μακαριστοῦ Διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα:«α) Ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ὑπό Ὀρθοδόξου Θεολόγου ὡς ἐπιχείρημα κατά τοῦ ἑνιαίου τοῦ βιβλίου νά προσαχθῆ ὅτι ὁ προφήτης τοῦ Η´αἰ. π.Χ. δέν ἧτο δυνατόν νά προΐδη τό τέλος τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας καί β) ὅτι ἡ τυχόν παραδοχή τοῦ Δευτεροησαΐου οὐδόλως παραβλάπτει τόν προφητικόν χαρακτῆρα τοῦ βιβλίου καί οὐδόλως ἀντιτίθεται εἰς τήν περί Θεοπνευστίας ἔννοιαν, καθ᾽ ὅσον καί ὁ Δευτεροησαΐας εἶναι θεόπνευστος, προλέγων τά μέλλοντα καί φέρων πάντα τά χαρακτηριστικά γνησίου προφήτου».[6]
Λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν τό τελείως διάφορο ἱστορικό πλαίσιο τῶν κεφ. 40-66, ὅτι δηλαδή στό τμῆμα τῶν κεφαλαίων αὐτῶν δέν ἔχουμε μία κατά γενικό τρόπο προφητεία περί λήξεως τῆς αἰχμαλωσίας καί ἐπανόδου τῶν Ἰουδαίων στήν πατρίδα, ἀλλά ἔχουμε ἀναφορά συγκεκριμένων προσώπων καί πραγμάτων, καταλήγουμε στό νά παραδεχθοῦμε διάφορο συγγραφέα τῶν κεφαλαίων αὐτῶν. Λαμβάνοντας ὅμως πάλιν ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι καί τά δύο μέρη τοῦ βιβλίου συνδέουν βασικές ἰδέες δεχόμεθα τήν δοθεῖσα λύση τοῦ μνημονευθέντος σοφοῦ Καθηγητοῦ μας Βασιλείου Βέλλα, ὅτι: « Τό δεύτερον μέρος τοῦ βιβλίου ἐγράφη ὑπό μαθητοῦ τῆς σχολῆς Ἠσαΐου, ὅστις ἀπετύπωσε τήν διδασκαλία τοῦ Διδασκάλου του ἤ ὅτι τό δεύτερον τοῦτο μέρος προϋπάρχον διεσκευάσθη ὑπό μαθητοῦ πάλιν τοῦ Ἠσαΐου,ὅστις ζῶν περί τό τέλος τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας προσέθηκε μέρη, ἐμπνευσμένα ἀπό τά μεγάλα γεγονότα τῆς ἐποχῆς του»![7] Ἀπό τό χωρίο Ἠσ. 8,16,[8] κατά τό ὁποῖον ὁ προφήτης ἀποφασίζει νά παραδώσει τήν διδασκαλία του στούς «μαθητές» του πρός ἀσφαλῆ διαφύλαξη, φαίνεται σαφῶς ὅτι πέριξ αὐτοῦ εἶχε σχηματισθεῖ κύκλος μαθητῶν.


ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ*

1. (α) Γιά νά νοήσουμε τήν διδασκαλία καί τήν ἐν γένει θεολογία τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, πρέπει νά ξεκινήσουμε ἀπό τή παράσταση τήν ὁποία αὐτός ἔχει περί Θεοῦ. Καί κατά τόν προφήτη Ἠσαΐα ὁ Θεός εἶναι «ἅγιος» (ἑβρ. «καδώς»), ὅπως ὁ προφήτης Ἀμώς τονίζει τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ὁ Ὠσηέ τήν ἀγάπη. Ἡ λέξη ὅμως «ἅγιος» στόν Ἠσαΐα δέν ἔχει τήν ἠθιική μόνον ἔννοια, ὅπως τήν ἑρμηνεύουμε ἡμεῖς, ὥστε νά νοήσουμε αὐτήν ὅτι σημαίνει τόν ἀναμάρτητο, ἀλλά δηλοῖ τό ὑπερκόσμιο, δηλοῖ τήν παντοκρατορία καί τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, τήν μεγαλειότητα αὐτοῦ, καί τήν δόξα του. Δηλοῖ ὅμως ἡ λέξη «ἅγιος» στόν Ἠσαΐα καί τήν ἄλλη, τήν ἠθική ἔννοια γιά νά ἐκφράσει τόν Θεό ὡς τό ἀπόλυτο καί τό τέλειο ἠθικό ὄν, πού ἔθεσε καί ἐποπτεύει τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο.
(β) Κατά τήν παράσταση αὐτή τοῦ Θεοῦ ὡς «ἁγίου» ὁ Ἠσαΐας, κατά τήν πρώτη ἔννοια τῆς λέξεως «ἅγιος», τήν ὀντολογική, ζητεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο πρῶτον πίστη καί ἀπόλυτο πεποίθηση στόν Θεό καί δέος στήν μεγαλειότητά του καί ὑποταγή στά προστάγματά του· κατά δέ τήν δεύτερη ἔννοια τῆς λέξεως «ἅγιος», τήν ἠθική, ζητεῖ ἔπειτα ὁ προφήτης ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ. Ἔτσι, ἁμαρτία κατά τόν Ἠσαΐα εἶναι ἡ προσβολή τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν διπλή της ἔννοια. Ἁμαρτία κατά τόν προφήτη μας εἶναι ἡ ὑπεροψία καί ἡ ὕβρις τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ, ἡ καταφρονήση τῆς παντοκρατορίας του καί ἡ μή τήρηση τῶν ἠθικῶν του νόμων.
(γ) Βάσει αὐτῆς τῆς ἐννοίας περί ἁμαρτίας ὁ προφήτης Ἠσαΐας πολεμεῖ πρῶτον τήν εἰδωλολατρία, διότι ἡ ἀναγνώριση καί ἄλλων θεῶν πλήν τοῦ Γιαχβέ εἶναι προσβολή τῆς παντοκρατορίας του· πολεμεῖ ἔπειτα τήν πολιτική τῶν συμμαχιῶν, μέ τήν ὁποία οἱ Ἰουδαίοι προσέφευγαν σέ ξένη ἀνθρωπίνη βοήθεια, παραγνωρίζοντες τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, καί πολεμεῖ τρίτον τήν ἠθική διαφθορά (Ἠσ. 10,5 ἑξ. 14,13 ἑξ. 16,6 ἑξ. 37,22 ἑξ. 2,6-8. 1,21. 30,1-31,3. 22,8-11. 5,20). Καί, ἀσφαλῶς, στόν πόλεμό του αὐτόν ὁ προφήτης κατά τῶν ἐκφάνσεων τῆς ἁμαρτίας, ὅπως αὐτός τήν νοοῦσε, ἐπιτίθεται καί κατά τῶν συντελούντων στήν πτώση τοῦ λαοῦ, καί αὐτοί ἦταν οἱ πολιτικοί καί θρησκευτικοί του ἄρχοντες (Ἠσ. 3,13 ἑξ. 5,11 ἑξ. 22,13. 28,7 ἑξ. 31,1 ἑξ.).
2. Γενικῶς λέγομε ὅτι τό κήρυγμα τοῦ προφήτου μας εἶναι κήρυγμα πίστεως στόν παντοκράτορα καί παντοδύναμο Θεό, στόν «ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ». Ἡ πίστη δέ αὐτή, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἠσαΐας ἀναλύει τήν ἔννοιά της, σημαίνει, πρῶτον, δέος πρός τόν Θεό καί τήν μεγαλειότητά του (Ἠσ. 8,13) καί πλήρη πεποίθηση σ᾽ αὐτόν (Ἠσ. 2,10. 7,9. 8,17. 28,16. 30,15. 8,17.) καί ὑπακοή εἰς αὐτόν (Ἠσ. 1,19) καί ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ (Ἠσ. 1,16 ἑξ. 28,17), δεύτερον. Ἔτσι, ἡ πίστη κατά τόν Ἠσαΐα, δέν εἶναι μία ἁπλῆ παραδοχή περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι μία πλήρης ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, πίστη ζωντανή, ἡ ὁποία ἐξωτερικεύεται διά καλῶν ἔργων. Μία τοιαύτη πίστη, κατά τόν Ἠσαΐα, εἶναι ἱκανή νά κρατήσει τά ἄτομα καί τά ἔθνη στήν ζωή. Ἀθάνατο, πράγματι, εἶναι τό ἀξίωμα τοῦ προφήτου: « Ἐάν δέν πιστεύσητε, δέν μπορεῖτε νά παραμείνετε (στήν ζωή)» (Ἠσ. 7,9). Καί ὁ ἴδιος πάλι λέγει: « Ὅποιος πιστεύει, δέν θά καταισχυνθεῖ» (Ἠσ. 28,16· βλ. καί 30,15. 8,17).
3. (α) Ἀλλά τό περί πίστεως κήρυγμα τοῦ προφήτου Ἠσαΐου παρέμεινε ἄκαρπο, ὅπως ἤδη προδηλώθηκε καί κατά τήν κλήση αὐτοῦ (Ἠσ. 6,11 ἑξ.). Ἀκόμη δέ χειρότερο, ὅπως μαθαίνομε ἀπό τό βιβλίο τοῦ προφήτου, ὑπῆρχαν καί πολλοί οἱ ὁποῖοι ἐλάμβαναν καί ἀρνητική στάση ἐναντίον του, ἀκόμη δέ καί εἰρωνεύοντο τό κήρυγμά του (Ἠσ. 5,19. 30,8-11). Τό ἄκαρπο αὐτό τοῦ κηρύγματός του ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἀποδίδει στήν πώρωση τοῦ λαοῦ, σέ βαθύ ὕπνο, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, ὕπνο ἐπιβληθέντα ἀπ᾽ αὐτόν τόν Θεό (Ἠσ. 6,9 ἑξ. 29,9 ἑξ. 22,8). Αὐτή εἶναι ἡ περίφημη περί προόδου τῆς ἁμαρτίας διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατά τήν ὁποία, ὅταν ἡ ἁμαρτία κυριεύσει τόν ἄνθρωπο ἐπεμβαίνει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει τήν πώρωση, ὥστε μέ τήν τέλεια ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας νά τιμωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία.[9]
(β) Ἡ πλήρης θρησκευτική καί ἠθική ἐξαθλίωση τοῦ λαοῦ, ἡ πώρωση αὐτοῦ, πείθουν τόν προφήτη ὅτι τό ἔθνος του δέν δύναται νά σταθεῖ καί νά παραμείνει στήν ζωή, σύμφωνα μέ τό ἀξίωμά του, «ἐάν δέν πιστεύσετε, δέν μπορεῖτε νά παραμείνετε (στήν ζωή)» (Ἠσ. 7,9)· καί γι᾽ αὐτό προφητεύει τήν καταστροφή του. Ἡ καταστροφή θά εἶναι σχεδόν γενική, γιατί ὅλοι παρίστανται διεφθαρμένοι (βλ. Ἠσ. 9,16. 5,13. 28,11). Τό σημαντικό δέ εἶναι ὅτι τό περί καταστροφῆς κήρυγμά του ὁ προφήτης Ἠσαΐας τό ἐξήγγειλε ὄχι ὅταν στό ἰουδαϊκό ἔθνος εἶχαν καταφθάσει οἱ ἐχθροί, ἀλλά ὅταν τό ἔθνος ἐφαίνετο ἰσχυρό καί δυνατό. Ἔτσι, ὅταν κάποτε τό ἰουδαϊκό κράτος ἑόρταζε τήν νίκη του ἐναντίον τοῦ ἐπελθόντος κινδύνου, τότε ὁ προφήτης, μή ἐκθαμβούμενος ἀπό τήν ἐπιτυχία ἐκείνη, ἐκήρυξε τοῦ ἔθνους τήν καταστροφή (βλ. 22,1-5)· γιατί ὁ Ἠσαΐας δέν ἔκρινε ἐξωτερικῶς τά πράγματα,ἀλλά τά ἔκρινε ἀπό τό ἀξίωμα, ὅτι δέν μπορεῖ νά σταθεῖ καί νά εὐημερήσει μία κοινωνία χωρίς τήν πίστη στόν Θεό, ἄνευ «γνώσεως τοῦ Θεοῦ» (Ἠσ. 5,13).
(γ) Τήν καταστροφή ὅμως ὁ προφήτης δέν τήν θεωρεῖ ὡς τελική, ἀλλά ὡς πρόσκαιρη, διότι ὁ σκοπός της εἶναι παιδαγωγικός καί ἀποβλέπει στήν κάθαρση τῶν ἀνθρώπων (Ἠσ. 1,21-26). Καί μετά ἀπό τήν κάθαρση αὐτήν ὁ προφήτης προσδοκᾶ μία νέα κοινότητα, μέ βάση τήν πίστη, ὅπως αὐτός ἰσχυρῶς τήν ἐκήρυξε. Ἔτσι ὁ Ἠσαΐας πιστεύει ὅτι ἀπό τήν φοβερή καταστροφή, ἡ ὁποία ἔρχεται συντόμως, θά σωθεῖ ἕνα «ὑπόλειμμα», τό ὁποῖο θά ἀποτελέσει τόν πυρῆνα τῆς νέας κοινότητος. Τήν ἐλπίδα αὐτή ὁ Προφήτης τήν ἐκφράζει καί μέ τό συμβολικό ὄνομα, τό ὁποῖο ἔδωσε στόν υἱό του Schear jaschub = «ἕνα ὑπόλοιπο θά ἐπιστρέψει» (Ἠσ. 7,3).[10] Οἱ σωθησόμενοι δέ αὐτοί τοῦ Ἠσαΐου θά εἶναι ἀσφαλῶς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά δεχθοῦν τήν περί πίστεως διδασκαλία του, οἱ μαθηταί του κατά πρῶτον, στούς ὁποίους παρέδωσε πρός διαφύλαξη τήν διδασκαλία του (Ἠσ. 8,16-18), ἔπειτα δέ ὅλοι ὅσοι θά πιστεύσουν στόν «λίθον πολυτελῆ, ἐκλεκτόν, ἀκρογωνιαῖον, ἔντιμον», τόν ὁποῖο θά θέσει ὁ Κύριος στήν Σιών (Ἠσ. 28,16).
(δ) Ἡ προφητεία αὐτή τοῦ προφήτου Ἠσαΐου περί ἀποκαταστάσεως τοῦ Ἰούδα συνδέεται μέ τίς περί τοῦ Μεσσίου προφητεῖες του, οἱ ὁποίες εἶναι περισσότερο σαφεῖς ἀπό τίς ἄλλες μεσσιακές προφητεῖες τῶν ἄλλων προφητῶν, γι᾽ αὐτό καί διά τόν Ἠσαΐα ἐλέχθη ὅτι εἶναι «μᾶλλον εὐαγγελιστής παρά προφήτης» (Ἱερώνυμος, MPL XXVII, 825-828). Κατά τήν σύγκρουσή του μέ τόν βασιλέα Ἄχαζ κατά τόν συροεφραιμικό πόλεμο, ὁ προφήτης ἀναγγέλλει, ὡς τό μέγιστον θαῦμα τῆς ἱστορίας, τήν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Ἐμμανουήλ (7,14). Καί τόν τόσο θαυμαστῶς ἐκ Δαυϊτικοῦ γένους (Ἠσ. 9,7. 11,1. 10) γεννώμενον Μεσσία ὁ προφήτης καλεῖ «Θεόν ἰσχυρόν, ἄρχοντα εἰρήνης, πατέρα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἠσ. 9,6). Ἐπί τοῦ Μεσσίου τούτου θά ἀναπαύεται τό «πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καί ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καί εὐσεβείας» (11,2). Καί ἀκόμη περισσότερο, ὁ προφήτης Ἠσαΐας περιγράφει τό μέγα ἔργο, τό ὁποῖο θά ἐπιτελέσει στήν ἀνθρωπότητα ὁ Μεσσίας, φέρων τήν εἰρήνη καί τήν δικαιοσύνη σ᾽ αὐτήν (Ἠσ. 9,1 ἑξ. 11,1-5) καί ἐπαναφέρων τά πράγματα, ὅπως πρῶτα στήν παραδείσιο ἐποχή (Ἠσ. 11,6-9).

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ. καί τίς ἐργασίες τῶν G. B. Gray (εἰς Hastings, Selble, Lambert and Mathews, Dictionary of the Bible, σ. 387 ἑξ.) καί C. R. North (εἰς The Interpreter’s Dictionary of the Bible σ. 731 ἑξ.).
2. Βλ. βιβλιογραφία εἰς Ἀθανασίου Χαστούπη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 266-267.
3. Στό ἔργο του Das Buch Jesaia 1892.
4. Βιβλιογραφία βλ. εἰς Ἀθανασίου Χαστούπη, ἔνθ. ἀνωτ. σ. 270.
5. Ἰσχυρά καί διεξοδική παράθεση αὐτῶν βλ. εἰς Π. Μπρατσιώτου, Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τεῦχ. Α´, κεφ. Α´-ΙΒ´, Ἐν Ἀθήναις 1956 σ. 8 ἑξ. καί τοῦ ἰδίου Ἐπίτομος Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1955, σ. 179 ἑξ. Ὁμοίως βλ. Lange’s Commentary on the Holy Scriptures 6, σ. 12 ἑξ.
6. Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π.Δ. τόμ. Α´ σ. 208. Βλ. καί τοῦ ἰδίου, Κριτική τῆς Βίβλου καί Ἐκκλησιαστική αὐθεντία, Ἀθῆναι 1937.
7. Β. Βέλλα, ἔνθ. ἀνωτ. σ. 209.
8. Κατά τό Ἑβραϊκό, γιατί οἱ Ο´ ἀποδίδουν ἄλλο νόημα στό χωρίο. Βλ. ἑρμηνεία.
* Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Ὁ προφήτης Ἡσαΐας τεῦχ. Α´, κεφ. Α-ΙΒ, σ. 12 ἑξ. Β.Βέλλα, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόμ. Α´, σ. 241 ἑξ. The Interpreter’s Dictionary of Bible, Vol. 2, σ. 741 ἑξ. Langes Commentary on the Holy Scriptures 6, σ. 3 ἑξ. P. P. Auvray (Εἰσαγωγή στή σειρά La Sainte Bible, Isaie, σ. 10 ἑξ.). Frederick L. Moriarty, στό ὑπόμνημα The Jerome Biblical Commentary, Isaiah 1-39, σ. 266).
9. Βλ. Β. Βέλλα, Θεός καί ἱστορία ἐν τῇ Ἰσραηλιτική θρησκείᾳ, 1934.
10. «Οἱ Ο´ μή κατανοήσαντες τήν σημασία τοῦ ὀνόματος τό μέν πρῶτον συνθετικόν αὐτοῦ μετέφρασαν, τό δέ δεύτερον μετέγραψαν «ὁ καταλειφθείς Ἰασούβ» (Βέλλας, ἔνθ. ἀν. σ. 267). Βλ. καί Ἑρμηνεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.