Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ*






Στήν παρούσα μελέτη μας θέλουμε νά γράψουμε γιά ἕνα μεγάλο ἅγιο τοῦ 14ου αἰώνα· μεγάλο σάν τόν μέγα Ἀθανάσιο, τόν μέγα Βασίλειο, σάν τόν Γρηγόριο τόν Θελόγο καί τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο· σάν τόν Μάξιμο τόν ὁμολογητή καί τόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
Γράφουμε γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Εἶναι μεγάλος πατέρας. Εἶναι καί αὐτός ἕνας πάγχρυσος καί δυνατός κρίκος τῆς χρυσῆς ἁλυσίδας τῶν μεγάλων πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό πόσο μεγάλος πατέρας εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς φαίνεται ἀπό τό ὅτι στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, πού διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας καί πού εἶναι ὁ καταστατικός χάρτης τῆς πίστεώς μας, μαζί μέ τούς μεγάλους πατέρες εὐφημεῖται καί αὐτός καί μαζί μέ τούς ἀρχαίους ἐχθρούς τῆς πίστεως ἀναθεματίζονται καί οἱ δικοί του ἀντίπαλοι. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅπως οἱ ἀγῶνες τῶν μεγάλων πατέρων στέφθηκαν μέ σύμβολα καί ἐπίσημες συνοδικές ἀποφάσεις, ἔτσι καί οἱ δογματικοί ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ κατέληξαν σέ σύνταξη συμβόλου καί σέ ἐπίσημες συνοδικές ἀποφάσεις. Αὐτό ἐκφράζει καθαρά τό πόσο μεγάλος πατέρας θεωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας.
Στούς Συνοδικούς τόμους τῶν συνόδων, πού συνεκλήθησαν γιά νά ἀντιμετωπίσουν τόν αἱρετικό Βαρλαάμ, ὁ πατριάρχης καὶ οἱ συνοδικοί χαρακτηρίζουν ὡς ἑξῆς τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ· τόν λέγουν: «Διδάσκαλον εὐσεβείας καί κανόνα δογμάτων ἱερῶν καί στύλον τῆς ὀρθῆς δόξης καί πρόμαχον Ἐκκλησίας καί βασιλείας εὐσεβοῦς καύχημα καί πᾶν ὅ,τι γε τῶν καλλίστων μετά μεγάλου τοῦ θαύματος τόν Γρηγόριον ἀπεκάλουν».1


Ἀποστροφή τῶν Δυτικῶν πρός τόν ἅγιο

Καί ὅμως ἡ διδασκαλία αὐτοῦ τοῦ μεγάλου πατέρα καί διδασκάλου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἐκφράζει τήν ἀσκητική καί μυστική Ὀρθοδοξία, στόν ἑλλαδικό μας χῶρο τέθηκε στό περιθώριο καί θεωρήθηκε παράξενη καί ἀκατανόητη· θεωρήθηκε μιά καινοτομία μέ μασσαλιανικές2 ἐπιδράσεις.
Γιατί; Γιατί ἔτσι πιστεύουν οἱ Δυτικοί! Οἱ Εὐρωπαῖοι φρόντισαν πολύ καλά νά δυσφημήσουν καί νά συκοφαντήσουν τόν ἅγιο Γρηγόριο. Θά μ᾿ ἔφερνε πολύ μακρυά ὁ λόγος, ἄν ἀνέφερα τίς δολοπλοκίες τῶν παπικῶν, γιά νά δυσφημήσουν τόν ἅγιό μας. Μᾶς τά ἀποκαλύπτει ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος, μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες μορφές τῆς Ὀρθοδοξίας τόν 17ο αἰώνα.3 Τόσο πολύ οἱ παπικοί ἀποστρέφονταν ἀπό παλαιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὥστε οἱ Λατῖνοι κληρικοί στήν Βενετία, πού ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνική κοινότητα, ἔκαναν τό πᾶν νά καταργηθεῖ ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου· καί ἀκόμη ζήτησαν ἀπό τήν ἑνετική λογοκρισία νά ἀπαγορεύσει νά τυπώνεται ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου στά ἐκκλησιαστικά βιβλία. Δεῖγμα τοῦ ὅτι ἕνας ὀρθόδοξος πρόδιδε τήν Ὀρθοδοξία καί προσχωροῦσε στόν παπισμό ἐθεωρεῖτο παλαιά τό νά ἀπέχει ἀπό τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.4

Ἄς ἀναφέρουμε ἀκόμα καί τοῦτο: Ἀπό τήν Πατρολογία τοῦ Migne, ἀπό αὐτό τό πελώριο ἔργο, πού χρησιμοποιοῦμε ὅλοι, καί ὀρθόδοξοι καί δυτικοί θεολόγοι, γιά τήν μελέτη τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀπουσιάζουν τά κύρια ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Γιατί; Γιατί ὁ Migne ἦταν καθολικός! Δέν ἦταν ὅμως δυνατόν νά ἀπουσιάζουν καί τελείως συγγράμματα τοῦ Παλαμᾶ ἀπό τήν συλλογή του, γιατί αὐτό θά ἦταν πρός κατηγορία τοῦ ἔργου του, καί γι᾿ αὐτό περιέλαβε σ᾿ αὐτό μερικές ὁμιλίες τοῦ ἁγίου. Καί γι᾿ αὐτές ὅμως τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου, πού περιέλαβε στήν συλλογή τῆς Πατρολογίας του ὁ Migne, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει συγγνώμη! Ὅλα αὐτά εἶναι δείγματα γιά τό πόσο οἱ παπικοί ἀποστρέφονται τόν ἅγιο μας, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.

Παραθεωρημένος καί ἀπό Ἀνατολικούς ὁ ἅγιος

Οἱ θεολόγοι μας, λοιπόν, πού σπούδασαν στήν Δύση, ἔφεραν ἀπό ἐκεῖ αὐτή τήν δυσφήμηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί γενικά ὅλη τήν δυτικίζουσα θεολογία καί στόν χῶρο μας· ἔτσι ἐξηγεῖται αὐτό πού εἴπαμε ὅτι καί στήν Ἐλλάδα μας, πρίν ἀπό χρόνια, ἡ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν ἦταν γενικά γνωστή καί ἐθεωρεῖτο παράξενη καί ἀκατανόητη.
Στό ἀντορθόδοξο κλῖμα θεολογίας καί ζωῆς πού δημιουργήθηκε στήν πατρίδα μας, ἡ ἀσκητική καί μυστική ὀρθοδοξία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας μπῆκε στό περιθώριο· πρό παντός δέ τέθηκε στό περιθώριο ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ ὁποία θεωρήθηκε ὡς παράξενη καινοτομία μέ μασσαλιανικές ἐπιδράσεις. Θά ἀναφέρουμε ἕνα μόνο ἐκπληκτικό δεῖγμα: Εἶναι γνωστό στούς θεολογοῦντας τό ὄνομα τοῦ καθηγητοῦ Δημητρίου Μπαλάνου, τοῦ θεωρουμένου ὡς μεγάλου πατρολόγου· τά συγγράμματά του ἐξέθρεψαν γενεές Ἑλλήνων θεολόγων· ἡ Πατρολογία του φημιζόταν ὡς ἕνα ἀπό τά τέσσερα - πέντε θεολογικά βιβλία πού πρέπει νά διαβάσει κανείς, γιά νά ἀποκτήσει θεολογική γνώση. Στήν Πατρολογία του, λοιπόν, ὁ καθηγητής Μπαλᾶνος λέει ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατά τήν πορεία του ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στό ἅγιο Ὄρος ἔμεινε στό Παπίκιο ὄρος (βρίσκεται μεταξύ Μακεδονίας καί Θράκης) «ἔνθα αὐστηρότατα ἠσκοῦντο Μασσαλιανοί μοναχοί, οἵτινες προφανῶς ἐπέδρασαν ἐπ᾿ αὐτοῦ»!... Τήν ἀποκάλυψη αὐτή τήν κάνει ὁ λόγιος μοναχός π. Θεόκλητος Διονυσάτης καί φωνάζει: Προσοχή ἀπό τήν «ζύμη» Μπαλάνου καί τῶν κατάπνεῦμα συγγενῶν του! 4· Καί ὁ καθηγητής κ. Θεοδόσιος Ζήσης, πού ἔγραψε σπουδαῖο συνοπτικό βιβλίο γιά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, λέγει καί αὐτός τά ἑξῆς γιά τόν καθηγητή Μπαλᾶνο: «Ἀναφερόμενος (ὁ Μπαλᾶνος) στήν “ἡσυχαστική ἔριδα”, ὅπως ἀποκαλοῦν πολλοί μέχρι σήμερα τούς θεολογικούς ἀγῶνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐκφράζει τήν λύπη του ὁ ὀρθολογιστής καθηγητής, διότι «τόση ἐχύθη μελάνη καί τόσον ἀπησχόλησε σπουδαίους κατά τά ἄλλα ἄνδρας τῆς ἐποχῆς ζήτημα τόσον προσκροῦον εἰς τήν ἡμετέραν λογικήν», ὡσάν νά εἶναι ὑπόθεσις λογικῆς κατανοήσεως καί ἀποδοχῆς ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας»5.
Δέν εἶναι, λοιπόν, καθόλου περίεργο τό γιατί παραθεωρήθηκε στήν πατρίδα μας ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου πατέρα, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἄν ἀκοῦμε ἕνα Μπαλᾶνο νά ἐκφράζεται ἔτσι γιά τόν ἅγιό μας. Καὶ ἐκράζεται ἔτσι γιατί ἦταν καί αὐτός ἐπηρεασμένος ἀπό τήν Δύση.

Δυτική ἐπήρεια πάλι εἶναι τό νά χαρακτηρίζουμε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου ὡς «παλαμισμό», «παλαμική θεολογία» κ.ἄ. Οἱ δυτικοί θεώρησαν τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου ὡς καθαρή προσωπική του ἀντίληψη· ὅτι δηλ. δέν ἐκφράζει τήν διδασκαλία συνόλου τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά ἀτομικές του μόνον ἀπόψεις, ἕνα προσωπικό θεολογικό του σύστημα, ὅπως λέγει ὁ καθολικός Βeck· «παλαμισμός» λοιπόν. Ἔτσι, κατά ἐπίδραση ἀπό τούς δυτικούς, καί οἱ δικοί μας ἀκόμη θεολόγοι κάνουν λόγο γιά «παλαμισμό», γράφουν γιά «παλαμική θεολογία» καί ἄλλα παρόμοια. Τῶν αἱρετικῶν ὅμως μόνο οἱ διδασκαλίες φέρονται μέ τό ὄνομά τους, ὅπως, γιά παράδειγμα, λέμε Ἀρειανισμός, Εὐτυχιανισμός, Νεστοριανισμός ἤ Ὠριγενισμός. Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία εἶναι μία καί ἡ αὐτή, γιατί εἶναι ὅλης τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δέν διατύπωσε δική του διδασκαλία ἀλλά τήν διδασκαλία τῶν προηγουμένων ἁγίων πατέρων, τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.6

Ἡ καταγωγή του

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καταγόταν ἀπό μικρασιατική οἰκογένεια, ἡ ὁποία ὅμως νωρίς, λόγω τουρκικῶν ἐπιδρομῶν, ἐγκαταστάθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Κωνσταντῖνος λεγόταν ὁ πατέρας του καί Καλλονή ἡ μητέρα του. Εὐγενεῖς στήν καταγωγή καί οἱ δύο καί πλούσιοι, ἐρχόμενοι στήν Πόλη ἔφεραν μαζί τους καί ὡρισμένα περιουσιακά στοιχεῖα, ὥστε νά μποροῦν νά ζοῦν ἄνετα. Ἔφεραν ὅμως μαζί τους τό πολύ πολυτιμότερο: Τήν ἐξαίρετη μόρφωση καί τήν μεγάλη τους ἀρετή. Οἱ γονεῖς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἦταν εὐσεβέστατοι· ἦταν φιλομόναχοι καί γνῶστες τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἦταν ἅγιοι.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος ἐξετίμησε τά προσόντα τοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ πατέρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, καί τόν διάλεξε γιά διδάσκαλο τοῦ ἐγγονοῦ καί διαδόχου του, Ἀνδρονίκου καί αὐτοῦ τό ὄνομα, στά θέματα τῆς ἀρετῆς καί τῆς ψυχικῆς καλλιέργειας. Καί προχώρησε περισσότερο ὁ Αὐτοκράτορας: πρόσφερε στόν Κωνσταντῖνο ἕδρα στήν σύγκλητο. Ἔτσι ἔγινε σύμβουλος τοῦ κράτους. Καί ὅμως! Καί σ᾿ αὐτή τήν ἀρχοντική θέση ὁ Κωνσταντῖνος Παλαμᾶς διετήρησε τό φιλομοναχικό του πνεῦμα. Ἦταν τόσο πολύ ἀφοσιωμένος στόν Θεό, ὥστε συνέβαινε καί κατά τήν διάρκεια τῶν συσκέψεων τῆς συγκλήτου, μπροστά στόν Αὐτοκράτορα, αὐτός νά ἐπιδίδεται στήν νοερά προσευχή. Τοῦ ἄρεσε νά ἐπισκέπτεται τά μοναστήρια καί νά συναναστρέφεται μοναχούς ἔμπειρους στήν πνευματική ἄσκηση. Ἀπό ἐπιθυμία νά μυήσει καί τά παιδιά του σέ τέτοια ζωή τά ἔπαιρνε ἀπό μικρά μαζί του, ὅταν ἔκανε τέτοιες ἐπισκέψεις.

Ἡ παιδεία του

Ἀπό τέτοιο πατέρα παιδαγωγήθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πέντε ἦταν συνολικά ὅλα τά παιδιά τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς Καλλονῆς. Τρία ἀγόρια καί δύο κορίτσια. Καί ἀκολούθησαν ὅλα τόν μοναχικό βίο!!! Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλα τά παιδιά ἦταν ὁ Γρηγόριος, πού σάν μεγαλύτερος ἔγινε καί καθοδηγητής τῶν ἄλλων. Γεννήθηκε τό ἔτος 1296.
Ὅταν ὅμως ὁ Γρηγόριος ἦταν μόλις ἑπτά ἐτῶν πέθανε ὁ πατέρας του. Λίγο πρίν ἀπό τόν θάνατό του ὑποβλήθηκε σέ μοναχική κουρά ἀλλάζοντας τό ὄνομά του ἀπό Κωνσταντῖνος σέ Κωνστάντιος. Τό ἴδιο θά ἔκανε ἀργότερα καί ἡ γυναίκα του Καλλονή.
Πεθαίνοντας ὁ μοναχός Κωνστάντιος ἀνέθεσε τά πέντε του παιδιά στήν προστασία τῆς Παναγίας, τῆς Μητέρας τοῦ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν.
Ὁ Αὐτοκράτορας βοηθοῦσε πολύ τήν ὀρφανή οἰκογένεια μέ χρηματικές χορηγίες καί σιτηρέσια ἀπό τά βασιλικά ταμεῖα. Πολύ συχνά δέ προσκαλοῦσε στά ἀνάκτορα τά πέντε ὀρφανά παιδιά καί καθώς τά ἔβλεπαν οἱ αὐλικοί ψιθύριζαν: «Αὐτά εἶναι τά παιδιά τοῦ ἁγίου»!
Ὁ Γρηγόριος σπούδασε ἀπό πολύ νωρίς μέ πολλή μάλιστα ἐπιτυχία τίς διάφορες ἐπιστῆμες· σέ πολύ νεαρά ἡλικία εἶχε ἀποκτήσει ἀρτιώτατη μόρφωση καί συγκρότηση πού τόν ἔκαναν ἐφάμιλλο μέ τούς σπουδαιότερους λογίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κάποτε στήν αἴθουσα τελετῶν τῶν ἀνακτόρων, μπροστά στόν Αὐτοκράτορα, τούς ἀξιωματούχους καί τούς λογίους τῆς Πόλεως, ὁ νεαρός Γρηγόριος, σέ ἡλικία μόλις δεκαεπτά ἐτῶν, ἀνέπτυξε τό θέμα περί λογικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους. Καί ἀνέπτυξε τό θέμα μέ τέτοια δεξιοτεχνία καί ἐπιτυχία, ὥστε ὁ παριστάμενος ἐκεῖ πρωθυπουργός Θεόδωρος Μετοχίτης, πού ἦταν καί πρύτανις τοῦ πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἶπε: «Νομίζω ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης ἄν ἦταν παρών καί τόν ἄκουγε (τόν Γρηγόριο), θά τόν ἐπαινοῦσε ὑπερβολικά»!7
Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους εὐχαριστημένος γιά τήν πρόοδο τοῦ νεαροῦ Γρηγορίου ἦταν ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος. Γιατί τόν ἐτοίμαζε νά ἀναλάβει ὑψηλά πολιτικά ἀξιώματα, γιά νά προσφέρει μέ τά σπουδαῖα του τάλαντα καί προσόντα μεγάλες ὑπηρεσίες στήν χώρα. Σ᾿ αὐτό ὅμως τόν ἀπογοήτευσε ὁ Γρηγόριος!

Γίνεται μοναχός

Ὁ Γρηγόριος ἔκλινε πρός τήν μοναχική ζωή. Ὁ Θεός τόν ἑτοίμαζε γιά τό ὑψηλότερο ἀξίωμα πού μπορεῖ νά ἐπιθυμήσει ἄνθρωπος: Νά γίνει θεόπτης, νά εἰσδύσει στόν ὑπερβατικό κόσμο τῆς ἄκτιστης θείας χάριτος καί μέ τήν ἐμπειρία του αὐτή νά ὑπερασπίσει τήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή πού ὑβριζόταν ἀπό τήν Δύση. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν (περίπου τό ἔτος 1316) ἔπεισε ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀκόμα καί τό ὑπηρετικό προσωπικό νά ζοῦν μοναχικά, ἔστω καί ἄν ἔμεναν στόν κόσμο. Ἔπειτα ὁ ἴδιος μαζί μέ τούς δύο ἀδελφούς του, τόν Μακάριο καί τόν Θεοδόσιο, ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο καί ξεκίνησαν γιά τό ἅγιο Ὄρος. Ἀφοῦ πέρασαν τήν Θράκη ἔφτασαν στό Παπίκιο ὄρος. Ἐκεῖ βρῆκαν σπουδαίους ἀσκητές καί παρέμειναν κοντά τους τόν χειμώνα. Τήν ἄνοιξη τοῦ ἑπομένου ἔτους οἱ τρεῖς ἀδελφοί ἔφτασαν στό ἅγιο Ὄρος, τόν «ποθούμενο Ἄθωνα». Ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος κατέφυγε στήν λαύρα τοῦ Βατοπεδίου, κοντά στόν ἅγιο καί ἔμπειρο στήν ἀσκητική πολιτεία, τόν διάσημο ἡσυχαστή Νικόδημο. Ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἅγιο γέροντα ὁ Γρηγόριος κάρηκε μοναχός καί ἔμεινε κοντά του μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, σχεδόν τρία χρόνια (1317–1320).

«Φώτισόν μου τό σκότος,
φώτισόν μου τό σκότος»!

Ἐκεῖνο πού ζητοῦσε καί γιά τό ὁποῖο ἀγωνιζόταν ὁ νέος ἀσκητής ἦταν ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς του καί ὁ θεῖος φωτισμός, ὥστε νά γίνει ἱκανός νά διακρίνει τόν Θεό, νά τόν πλησιάσει καί νά γίνει μέτοχος τῆς θείας ἔλλαμψης. Γι᾿ αὐτό καί ἡ συνεχής προσευχή του ἦταν: «Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος»! Παρακαλοῦσε δέ γιά τήν κάθαρσή του καί τόν θεῖο φωτισμό ἰδιαίτερα τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, πρός τήν ὁποία εἶχε ἰδιαίτερη ἀγάπη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία. Μιά μέρα, τό δεύτερο ἔτος τῆς παραμονῆς στό ἅγιο Ὄρος, ὁ ἀσκητής Γρηγόριος εἶδε ἕνα ὅραμα. Τοῦ παρουσιάστηκε ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού πῆρε τήν Παναγιά σπίτι του!, καί τοῦ εἶπε: «Ἔρχομαι ἐκπρόσωπος τῆς Παναγίας Δέσποινας, πού, ὅπως βλέπεις, βρίσκεται πάνω ἀπ᾿ ὅλους τούς ἁγίους, νά σέ ρωτήσω· Γιά ποιό λόγο νύκτα καί μέρα, ὅλες σχεδόν τίς ὧρες, δέν παύεις νά φωνάζεις, φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος;»
Καί ὁ Γρηγόριος ἀπάντησε: «Καί τί ἄλλο μπορῶ νά ζητῶ, ὅταν προσεύχομαι στόν Θεό, ἄνθρωπος ἐγώ ἀτελής καί γεμάτος πάθη, παρά τόν φωτισμό, γιά νά βλέπω καί νά πράττω τό σωτήριο θέλημά του;»
Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης διαβεβαίωσε τόν μοναχό Γρηγόριο νά μήν δειλιᾶ, γιατί ἡ Παναγία καί αὐτός θά τοῦ εἶναι βοηθοί στόν ἀγώνα του. Ἀλλά ὁ μοναχός ἤθελε περισσότερο συγκεκριμένη τήν διαβεβαίωση: Σέ ποιό βίο θά τοῦ εἶναι βοηθοί; Στόν παρόντα ἤ στόν μέλλοντα; Καί ὁ Ἰωάννης διεφώτισε τήν διαβεβαίωσή του λέγοντας· «Καί στόν παρόντα βίο καί στόν μέλλοντα»!

Γίνεται ἀναχωρητής

Ἡ πνευματική πρόοδος τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ προκαλοῦσε τήν ἔκπληξη σ᾿ ὅλους. Καλλιεργοῦσε ὅλες τίς ἀρετές· πέτυχε μέ τήν φοβερή του ἄσκηση τήν νέκρωση τῶν παθῶν. Ζοῦσε λές καί ἦταν ἄσαρκος. Ἡ ἀγάπη γιά τήν ἀπομόνωση καί τήν ἡσυχία ἔκανε τόν Γρηγόριο νά γίνει ἀναχωρητής· ὁδήγησε, λοιπόν, τά βήματά του πρός τήν ἀνατολική κλιτύ τοῦ Ἄθωνα, στήν θέση πού σήμερα εἶναι γνωστή ὡς Προβάτα. Αὐτός ὁ τόπος ἦταν ποτισμένος μέ πολλούς ἀσκητικούς ἱδρῶτες ἀναχωρητῶν· σ᾿ αὐτόν εἶχε ἀσκηθεῖ καί ὁ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου μας στά θεολογικά μαθήματα καί τήν νοερά προσευχή κάτω στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Θεόληπτος. Σ᾿ αὐτόν τόν τόπο, πού ἔφτασε τώρα ὁ Γρηγόριος, ἀσκήτευε καί ἕνας περιβόητος ἡσυχαστής, ὁ γέροντας Γρηγόριος Βυζάντιος. Μέ αὐτόν τόν ὁμώνυμό του σοφό γέροντα συνδέθηκε ὁ μοναχός Γρηγόριος καί παρέλαβε ἀπ᾿ αὐτόν ὅλη τήν σοφή πνευματική του πείρα.

Μόνο δύο χρόνια ὅμως ἔμεινε ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Οἱ Τοῦρκοι πειρατές εἶχαν γίνει πολύ ἐπικίνδυνοι γιά τούς ἀναχωρητές ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Ὄρους. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος μαζί μέ ἄλλους συνασκητές, πού ἀποτελοῦσαν τήν συνοδία του, δώδεκα συνολικά, ἀναχωροῦν γιά τήν Θεσσαλονίκη τό ἔτος 1325.
Ἤθελαν νά ἀναχωρήσουν γιά τά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσουν τούς ἁγίους τόπους καί νά ἀσκηθοῦν ἐκεῖ ἰσόβια. Δέν ἦταν βέβαια καί ἐκεῖ καλύτερη ἡ κατάσταση ἀπό τίς βαρβαρικές ἐπιδρομές καί τίς διώξεις τῆς πίστεως. Θά εἶχαν ὅμως μεγαλύτερο κουράγιο μέ τήν σκέψη ὅτι ταλαιπωροῦνται στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Κυρίου!

Ὁ Γρηγόριος ἐπιδόθηκε σέ θερμή προσευχή, γιά νά γνωρίσει ποιό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· πού ἦθελε ὁ Θεός νά πᾶνε; Καί ὁ ἅγιος εἶδε θεῖο ὅραμα· τό διηγήθηκε ἔπειτα στούς συντρόφους του. Τοῦ φάνηκε ὅτι βρισκόταν στήν αὐλή τῶν ἀνακτόρων. Ὁ βασιλεύς καθόταν στόν θρόνο του καί γύρω του οἱ ἀξιωματοῦχοι. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, δούκας στό ἀξίωμα, ὅπως ἔδειχνε ἡ στολή του, πλησίασε τούς μοναχούς, ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια τόν Γρηγόριο καί εἶπε στούς ἄλλους: «Αὐτόν ἐδῶ κατά διαταγή τοῦ βασιλιᾶ τόν κρατῶ κοντά μου· ἐσεῖς, ἄν θέλετε νά φύγετε, πηγαίνετε».

Ὁ ἅγιος ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ δούκας τοῦ ὁράματός του ἦταν ὁ ἅγιος Δημήτριος, πού, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, εἶχε τό ἀξίωμα τοῦ δουκός ὅταν μαρτύρησε, ὅπως παριστάνεται καί στήν εἰκόνα του. Ὅλοι κατάλαβαν ἀπό τό ὅραμα ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά μείνουν στήν περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης, τοὐλάχιστον ὁ Γρηγόριος· τόν ἤθελε κοντά του ὁ πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ἅγιος Δημήτριος.

Γίνεται ἱερομόναχος

Ὅλη ἡ μοναχική ὁμάδα ἐγκαταστάθηκε στό ὄρος τῆς Βέρροιας, πού δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν Θεσσαλονίκη· καί ἐπειδή χρειάζονταν ἕναν ἱερέα ἀποφάσισαν νά ὑποδείξουν γιά τό ἀξίωμα αὐτό τόν Γρηγόριο· μετά ἀπό πολλές πιέσεις, ἀφοῦ πιά ὁ Γρηγόριος βεβαιώθηκε ὅτι αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέχτηκε τήν χειροτονία.
Ὡς ἱερέας τώρα ὁ Γρηγόριος ἐπέβαλε στόν ἑαυτό του κάθε εἴδους ἐγκράτεια καί αὐστηρότητα. Τίς πέντε μέρες τῆς ἑβδομάδας ἔμενε ἀπομονωμένος στό κελλί του καί ἐμφανιζόταν τό Σάββατο καί τήν Κυριακή γιά τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καί τήν συναναστροφή μέ τούς συμμοναστές του. Καί μόνο ἡ ὄψη του προκαλοῦσε τό θάμβος σ᾿ ὅσους τόν ἔβλεπαν. Ἔλαμπε τό πρόσωπό του ἀπό τήν φλόγα τοῦ ἁγίου πνεύματος.

Ἐδῶ στό ὄρος τῆς Βέρροιας ἔχουμε μιά πνευματική διαφωνία τοῦ ἁγίου μας μέ ἕνα γέροντα μοναχό τῆς περιοχῆς, τόν Ἰώβ. Ὁ Ἰώβ θαύμαζε τόν Γρηγόριο καί συμφωνοῦσε μαζί του στό ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική τελείωση. Νόμιζε ὅμως ὅτι αὐτή ἁρμόζει στούς μοναχούς, τούς ἀσκητές καί ὄχι σ᾿ αὐτούς πού ζοῦν στόν κόσμο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔλεγε ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἀπαραίτητη γιά ὅλους γενικά τους πιστούς. Ἔγινε διαφωνία τῶν δύο ἀσκητῶν. Εἶδε ὅμως ὁ Ἰώβ ἀργότερα στό κελλί του ὀπτασία ἀγγέλου, πού τοῦ φανέρωσε τό λάθος του, καί γι᾿ αὐτό ἔσπευσε νά συναντήσει ἀμέσως τόν Γρηγόριο καί νά τοῦ ζητήσει συγγνώμη γιά τήν διαφωνία του. Πείστηκε πιά ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἀπαραίτητη γιά ὅλους· καί γιά μοναχούς καί γιά κοσμικούς.

Πέντε χρόνια ἔμεινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀσκητεύοντας ἐδῶ στό ὄρος τῆς Βέρροιας. Ἔχουμε ὅμως τώρα καί ἐδῶ πάλι ληστρικές λεηλασίες, πού ἀνάγκασαν τόν ἅγιο νά ἐπιστρέψει στό ἅγιο Ὄρος, στόν ἀγαπημένο Ἄθωνα. Τήν ἐπιστροφή του στό ἅγιο Ὄρος τήν εἶχε προβλέψει καί ἡ μεγαλύτερη ἀπό τίς δύο ἀδελφές του, ἡ μοναχή Ἐπίχαρις. Εἶπε μάλιστα ἡ Ἐπίχαρις ὅτι στό ἅγιο Ὄρος ὁ Γρηγόριος θά δοκιμάσει ἐξωτερικούς πειρασμούς, ἀλλά τελικῶς ὅλα θά ἔχουν ὡραία κατάληξη.

Πρόοδος πρός τό θεωρητικό στάδιο τῆς ἀρετῆς

Φθάνοντας στό ἅγιο Ὄρος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τό ἔτος 1311 πῆγε στήν Μεγίστη Λαύρα, ὅπου οἱ πατέρες τόν δέχτηκαν μέ ἐνθουσιασμό· δέν παρέμεινε ὅμως στήν Μονή ἀλλά κοντά σ᾿ αὐτή, σ᾿ ἕναν ἥσυχο τόπο, στό «φροντιστήριο τοῦ θείου Σάββα». Στήν Μονή μετέβαινε κάθε Σάββατο καί Κυριακή, γιά νά λειτουργεῖ· ὅλο τόν ἄλλο χρόνο ἔμενε μόνος μέ τόν Θεό του στό κελλί του. Τώρα προχωράει περισσότερο στήν ἀρετή. Προχωράει στό θεωρητικό της στάδιο: Θέλει τήν συγκέντρωση τοῦ νοῦ, τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό ὅλα τά αἰσθητά· ἐπιδιώκει τό θεῖο Φῶς, τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τήν θεοπτία. «Ὅταν ὁ νοῦς – γράφει ἀργότερα – ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τά αἰσθητά καί ὑψωθεῖ πάνω ἀπό τόν κατακλυσμό καί τόν θόρυβο πού εἶναι γύρω ἀπ᾿ αὐτά, τότε βλέπει καθαρά τόν ἐσωτερικό του ἄνθρωπο. Βλέπει τήν ἀπαίσια μορφή πού πῆρε ἀπό τήν παραπλάνησή του στά ὑλικά καί σπεύδει νά ξεπλύνει αὐτή τήν ἀσχημία του μέ τό πένθος, μέ τά δάκρυα. Καί ἀφοῦ τήν ξεπλύνει καί ὁ νοῦς παύσει νά ἀσχολεῖται μέ χαμηλά ζητήματα, τότε ὁ νοῦς προχωράει ἀταλάντευτα στά πραγματικά ἄδυτα καί προσεύχεται μυστικά στόν Θεό Πατέρα. Καί ὁ Θεός τότε τοῦ χορηγεῖ ἀρχικά τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν. Αὐτή ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν εἶναι διευκολυντικό δῶρο γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἄλλων χαρισμάτων. Μέ τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν τελειοποιεῖται ἡ ταπείνωση, ἀπό τήν ὁποία γεννιοῦνται καί μέ τήν ὁποία συντονίζονται ὅλες οἱ ἀρετές... Ὅλα αὐτά γεννοῦν στήν ψυχή τέλεια χαρά καί τῆς προκαλοῦν ἕνα μακάριο χαμόγελο. Τότε καί τό πένθιμο δάκρυ μεταβάλλεται σέ γλυκό καί τά λόγια τοῦ Θεοῦ γίνονται σάν γλύκισμα στόν λάρυγγα καί εὐχάριστα στό στόμα περισσότερο ἀπό μέλι. Καί ἡ δέηση στήν προσευχή μεταβάλλεται σ᾿ εὐχαριστία καί ἡ μελέτη τῶν θείων λόγων εἶναι ἀγαλλίαμα τῆς ψυχῆς». (Πρός τήν μοναχή καί παιδαγωγό Ξένη).8

Καί ὅταν ὁ νοῦς ξεπεράσει αὐτό τό πρακτικό στάδιο προχωράει ἀκόμα περισσότερο. Προχωράει στό στάδιο τῆς θεωρίας· γεύεται ἀγαθά πού εἶναι ἀδύνατο νά τά ἐκφράσει κανείς μέ λόγια. Λέγει ὁ ἅγιος: «Ὁ νοῦς ἀνεβαίνει ψηλά ὄχι μέ φανταστικά φτερά τῆς διανοίας... ἀλλά ἀληθινά μέ τήν ἄρρητη δύναμη τοῦ Πνεύματος. Μέ πνευματική καί ἀνέκφραστη ἀντίληψη ἀκούει ἄρρητα ρήματα, βλέπει τά ἀθέατα καί ἀπό ἐκεῖ καί ἔπειτα παραδίνεται ὁλόκληρος στό θαῦμα. Καί ὅταν ἀναχωρήσει ἀπό ᾿κεῖ, σάν ἕνας ἄγγελος πάνω στήν γῆ, συναγωνίζεται στήν δοξολογία μέ τούς ἀκούραστους ὑμνωδούς».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἤθελε τήν τέλεια ἀποδέσμευση ἀπό τά ὑλικά, τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς σωματικές φροντίδες καί τό ἀπόλυτο δόσιμο στά πνευματικά. Κάποτε μάλιστα προσευχήθηκε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο νά ἀναλάβει Αὐτή μέ τήν πρόνοιά της νά ἐξοικονομοῦνται τά ἀναγκαῖα τοῦ σώματος καί νά μή ἀποσπῶνται αὐτός καί ἡ συνοδία του ἀπό τήν προσευχή καί τήν πνευματική ἀπασχόλησή τους. Καί ἡ Παναγία ἄκουσε τήν δέησή του. Ὅπως ἦταν προσευχόμενος, τοῦ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία καί μαζί της πλῆθος ἐπιφανεῖς ἄνδρες ὡς δορυφόροι της· καί στραφεῖσα ἡ Παναγία πρός αὐτούς τούς εἶπε: «Ἀπό ᾿δῶ καί πέρα θά εἶστε σεῖς οἱ οἰκονόμοι καί διανομεῖς γιά ὅλα ὅσα χρειάζονται στόν Γρηγόριο καί τήν συνοδία του». Πραγματικά! Μετά ἀπό αὐτό τό ὅραμα οἱ μαθητές τοῦ ἁγίου διαπίστωσαν ὅτι δέν τούς ἔλειψε τίποτε τό ἀναγκαῖο, ὅπου καί ἄν βρίσκονταν.

Διορατικός

Σέ πόση τελειότητα προχώρησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος φαίνεται ἀπό τό διορατικό χάρισμα πού ἀπέκτησε.
Στήν ἱερά Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας γινόταν ἡ μεγαλοπρεπής τέλεση τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ὁ θεῖος Γρηγόριος ἦταν ἐκεῖ καί συνέψαλλε μέ τούς ἄλλους γέροντας καί μοναχούς. Κάποιοι ὅμως ἐπιπόλαιοι μοναχοί ἀπέσπασαν τήν προσοχή τους ἀπό τίς θεῖες ὠδές καί ἄρχισαν νά φλυαροῦν σκανδαλωδῶς. Ὁ ἱερός Γρηγόριος, πού ἦταν κοντά στούς μοναχούς αὐτούς, δυσφοροῦσε, ἀλλά δέν τούς παρατήρησε. Γιά νά ἀποφύγει τήν ταραχή, πού θά γινόταν ἀπό ἐνδεχόμενη παρατήρηση στούς παρεκτρεπόμενους, ἔκρινε ὡς πιο ὠφέλιμο, κατά τήν συνήθεια πού εἶχε, νά στραφεῖ στόν ἑαυτό του. Μέ τήν συγκέντρωση αὐτή τοῦ νοῦ του ἦρθε ἄφθονο θεῖο φῶς καί περιέλαμψε τόν ἱερό ἡσυχαστή. Καί τότε εἶδε σέ ὀπτασία τόν ἡγούμενο τῆς Λαύρας Μακάριο, πού ἦταν ἱερομόναχος, νά φέρει ἀρχιερατική στολή. Πραγματικά, ὁ ἡγούμενος μετά ἀπό ἕντεκα χρόνια ἔγινε ἀρχιερέας, Μητροπολίτης τῆς Θεσσαλονίκης.

Θεολογικώτερος καί ὁ λόγος του

Αὐτήν τήν ἐποχή ἀνέβηκε καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Καθώς προχώρησε ἀπό τό πρακτικό στάδιο τῆς ἀρετῆς στό θεωρητικό, ἔτσι καί ἡ διδασκαλία του προχώρησε ἀπό τήν ἠθικολογία στήν θεολογία. Ὁ λόγος του ἔγινε δογματικός.
Κατά τό ἔτος 1333, ἐνῶ βρισκόταν ὁ ἅγιος σέ κατάσταση νοερᾶς προσευχῆς, τοῦ παρουσιάστηκε μία νέα ὀπτασία, πού τήν διηγήθηκε ἀργότερα στόν μαθητή του Δωρόθεο. Εἶδε ὅτι κρατοῦσε στά χέρια του ἕνα σκεῦος γεμάτο γάλα, πού ξαφνικά ξεχείλισε καί χυνόταν στήν γῆ, ἐνῶ συγχρόνως μεταβαλλόταν σέ εὐχάριστο κρασί μέ δυνατό ἄρωμα. Τότε ἕνας λαμπρός ἄνδρας, λουσμένος στό φῶς, τοῦ εἶπε: «Γιατί δέν μεταδίδεις καί σ᾿ ἄλλους ἀπό αὐτό τό θεῖο ποτό πού ἀναβλύζει μέ τέτοιο θαυμαστό τρόπο, ἀλλά τό ἀφήνεις νά χύνεται μάταια; Δέν γνωρίζεις ὅτι εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ἀφοῦ πηγάζει καί ἀναδίδεται τόσο ἄφθονα δέν πρόκειται νά στερεύσει ποτέ;».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι δέν ἔβλεπε στήν ἐποχή του νά ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού νά ἐπιθυμοῦν ἀπό αὐτό τό ποτό. Καί ὁ ἐπιφανής ἄνδρας τοῦ εἶπε: «Ἀκόμα καί ἄν δέν ὑπάρχουν τώρα ἄνθρωποι πού νά ἐπιζητοῦν ἄξια αὐτό τό ποτό, ἐσύ πάντως πρέπει νά κάνεις τό καθῆκον σου καί νά μήν παραμελεῖς τήν διανομή».9
Ἀπό τήν ὀπτασία αὐτή ὁ ἅγιος ἐνόησε καλά ὅτι ἔπρεπε νά δώσει στόν λόγο του ὑψηλό καί δογματικό περιεχόμενο.10 Ἔτσι ἄρχισε νά γράφει θεολογικά συγγράμματα. Τά συγγράμματά του γίνονταν δεκτά μέ θαυμασμό καί ἐφαρμόζονταν σ᾿ αὐτόν τά λόγια τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου πού εἶπε γιά τόν τέλειο ἄνθρωπο: «Ποιός ἔχει δεῖ ἄνθρωπο νά λάμπει μέ τίς ἀρετές, ἀλλά νά παρουσιάζεται εὐτελής στούς ἄλλους; Νά εἶναι φωτεινός στόν βίο καί σοφός στήν γνώση, ἀλλά ταπεινός στό φρόνημα;». «Αὐτός εἶναι ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς», ἔλεγαν.

Θαυματουργός ἡγούμενος

Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου τοῦ στέρησε τήν χαρά τῆς ἡσυχίας. Μέ ψῆφο τοῦ Πρώτου τοῦ ἁγίου Ὄρους καί τῶν μελῶν τῆς Συνάξεως ὁρίστηκε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, πού τότε εἶχε περίπου διακόσιους μοναχούς. Διοίκησε μέ τήν ἀρετή του. Κατά τόν βιογράφο του ὅλοι ὁμολογοῦσαν ὅτι ἦταν «ἁπλοῦς τό ἦθος, ἐλεύθερος τήν γνώμην, τήν ὁμιλίαν ἡδύς, εὐπρόσιτος τοῖς σπουδαίοις καί ταπεινός, ὑψηλός καί ἀπαραχώρητος τοῖς ραθύμοις καί καταφρονηταῖς, συγγνώμων τοῖς ἐξ ἁμαρτίας καλῶς ἐπιστρέφουσι». Διοίκησε μέ συνεχῆ διδασκαλία καί μέ προσευχή. Μέ τίς προσευχές του γινόταν θαῦμα καί οἱ μοναχοί δέν στεροῦνταν τίποτα. Κάποτε ἔλειψε τό λάδι ἀπό τήν Μονή. Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατέβηκε μέ τούς μοναχούς στήν ἀποθήκη, προσευχήθηκε στόν Θεό καί ἀφοῦ σταύρωσε τό πιθάρι, αὐτό ἀμέσως γέμισε λάδι. Μέ τό λάδι αὐτό καλύφθηκαν πλούσια οἱ ἀνάγκες τῆς Μονῆς καί ἀκόμα ἔδιναν ἐλεημοσύνη καί στούς ἐρημῖτες.
Ἄλλοτε τά ἐλαιόδεντρα τοῦ Μοναστηριοῦ δέν καρποφοροῦσαν. Ὁ ἅγιος ὅταν τό πληροφορήθηκε πῆγε στόν ἐλαιώνα μέ τούς ἱερεῖς καί τούς μοναχούς. Ἐκεῖ προσευχήθηκε, σφράγισε τά δέντρα μέ τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ καί τά ράντισε μέ ἁγιασμό. Ἔπειτα δίδαξε τούς μοναχούς γιά τήν ψυχική ἀκαρπία καί ἐπέστρεψαν στήν Μονή. Ὅταν ἔφτασε ἡ ἐποχή τῆς καρποφορίας τά ἐλαιόδεντρα, πού εἶχαν χρόνια νά καρποφορήσουν, λύγιζαν ἀπό καρπό. Μάλιστα δέ ἐκεῖνα τά δέντρα, ἀπ᾿ ὅπου πέρασε ὁ ἅγιος ἤ τά ἄγγιξε συνομιλώντας μέ τούς μοναχούς, εἶχαν μεγαλύτερη καρποφορία.

Δέν ἔμεινε πολύ ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου ὁ ἅγιος Γρηγόριος· πιθανῶς ἕνα χρόνο. Τό 1334 ἐπέστρεψε στό παλαιό ἐρημικό του κελλί ἔξω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα. Ἀπό ἐδῶ θά κληθεῖ σ᾿ ἕνα νέο πεδίο δράσεως πού τελικά θά τόν ἀναδείξει σέ ἡγετική μορφή τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ αἱρετικός Βαρλαάμ

Στό Βυζάντιο ἐμφανίζεται τώρα ἕνας αἱρετικός, ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός. Τίς πλάνες τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ πολέμησε ἰσχυρά ὁ ἅγιός μας Γρηγόριος Παλαμᾶς.
Ὁ Βαρλαάμ προερχόταν ἀπό τήν ἑλληνική κοινότητα τῆς Νοτίου Ἰταλίας καί παρίστανε τόν ὀρθόδοξο· στήν πραγματικότητα ὅμως ἦταν οὐνίτης. Ὑποκρινόμενος τόν ὀρθόδοξο θέλησε νά μάθει τίς ἀδυναμίες καί τά τρωτά τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως νόμιζε, γιά νά τήν πολεμήσει.11 Κατά τήν ἡλικία ἦταν περίπου ἑπτά χρόνια μεγαλύτερος ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο. Γνώριζε καλά τήν ἑλληνική, πού μιλοῦσαν σέ πολλές περιοχές τῆς Νοτίου Ἰταλίας· σπούδασε φυσικές ἐπιστῆμες, φιλοσοφία καί θεολογία. Ἔπειτα ἔγινε μοναχός καί πῆρε τό ὄνομα Βαρλαάμ, ἐνῶ τό πρῶτο του ὄνομα ἦταν Βερνάρδος.
Ὁ Βαρλαάμ ἤθελε νά ᾿ρθεῖ στήν Ἑλλάδα γιά νά γνωρίσει τήν πατρίδα τῶν φιλοσόφων πού θαύμαζε, τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἔτσι τό ἔτος 1326, σέ ὥριμη ἡλικία ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, τήν πρωτεύουσα τοῦ κράτους. Ἔγινε δεκτός μέ τιμές ἀπό τούς ἄρχοντες καί ἀπό τόν νέο αὐτοκράτορα τόν Ἀνδρόνικο τόν Γ΄. Ὁ πρωθυπουργός Ἰωάννης Κατακουζηνός ὑποστήριξε τόν νεοφτασμένο καί τοῦ παραχώρησε καθηγητική ἕδρα στό πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Βαρλαάμ ἦταν πολύ ὑπερήφανος. Εἶχε τήν ἰδέα ὅτι αὐτός θά ἀναγεννήσει τό Βυζάντιο, γιατί πρίν ἀπό αὐτόν τό Βυζάντιο ἦταν στερημένο ἀπό παιδεία. Μέ αὐτό τό ὑπερήφανο φρόνημα, ὅπως ἦταν φυσικό, δυσαρέστησε τούς λογίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἕνας μάλιστα ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς, τόν προκάλεσε σέ δημόσια συζήτηση. Ἡ συζήτηση αὐτή τοῦ Βαρλαάμ μέ τόν Γρηγορᾶ ἦταν πραγματικά τραγική. Ὁ Γρηγορᾶς ἀπέδειξε τόν ἀντίπαλό του γυμνό ἀπό κάθε γνώση. Ὁ Βαρλαάμ καταξευτελίστηκε. Δέν μποροῦσε πιά νά μείνει στήν Κωνσταντινούπολη· ἔτσι ἔφυγε γιά τήν Θεσσαλονίκη, ὅπου καί ἄνοιξε ἰδιωτική σχολή.
Ὁ Βαρλαάμ ἦταν ἕνας ὑπερήφανος «δυτικός» ἄνθρωπος μέ ἀνεπτυγμένη προσωπικότητα. Ἦταν φιλόσοφος μᾶλλον παρά μοναχός. Ἀσχολοῦνταν ὅλο μέ τήν καθηγητική ἕδρα καί μέ τίς θεολογικές – φιλοσοφικές του μελέτες. Ἀπουσίαζε ἐντελῶς ἀπό τήν ζωή του ἐκεῖνο τό ἄρωμα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητος, ἡ μοναχική ὑπακοή καί ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση. Εἶναι φοβερή ἡ πληροφορία ὅτι δέν τόν εἶδαν ποτέ νά μετέχει τῆς θείας Εὐχαριστίας, νά κοινωνάει τά ἄχραντα Μυστήρια.12
Ὅπως θά φανεῖ ἀπό τά ἑπόμενα, ὁ Βαρλαάμ ἦταν μεγάλος αἱρετικός, ὅπως οἱ παλαιοί αἱρετικοί. Ὁ Βαρλααμισμός (ἡ αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ) εἶναι ὅπως ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Εὐτυχιανισμός, ὁ Νεστοριανισμός καί οἱ ἄλλες αἱρέσεις. Θά τό δοῦμε αὐτό στά ἑπόμενα.
Στόν χῶρο τοῦ Βυζαντίου ὁ Βαρλαάμ ἔμεινε 15 χρόνια· ἀφοῦ τό ἀναστάτωσε γύρισε πάλι στήν Δύση. Προσχώρησε στόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί ἀμείφθηκε γι᾿ αὐτό ἀπό τούς Καθολικούς: Τόν ἔκαναν ἐπίσκοπο Ἱέρακος. Ὅπως λέγει ὁ καθηγητής Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, ὁ Βαρλαάμ «ἀποπτύσας τήν Ὀρθοδοξίαν, ἠσπάσθη καί αὖθις τά τῆς ρωμάνας Ἐκκλησίας, ἐπί τόν ἴδιον ἐπανιών ἔμετον».

Ὁ Βαρλαάμ ἀναιροῦσε
τήν δυνατότητα θεώσεως

Γιά νά νοήσουμε βαθειά τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ θά κάνουμε ἕνα ἐρώτημα: Ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θέωση· νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, νά θεωθοῦμε! Καί οἱ παλαιοί φιλόσοφοι κατάλαβαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὑψηλό προορισμό, γιατί τόν εἶπαν «γένος θεῖον» «φυτόν οὐράνιον». Ἀλλά θά ρωτήσει κανείς: «Εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά θεωθεῖ;». Εἶναι δυνατόν, ἀπαντοῦμε, γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος!
– Γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος;
– Γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό!
Οἱ αἱρετικοί ἀναιροῦσαν τήν δυνατότητα θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτό καί τούς πολέμησε ἡ Ἐκκλησία. Ἔδωσαν μεγάλη μάχη, γιά παράδειγμα, οἱ πατέρες γιά τό «χριστολογικό» λεγόμενο θέμα, ἄν ὁ Χριστός δηλαδή εἶναι Θεός καί ἄν ἔγινε πραγματικά ἄνθρωπος. Γιατί, ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός καί ἄν δέν σαρκώθηκε πραγματικά, δέν μπορεῖ νά θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ τήν θέωσή του θά τήν πετύχει στήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό. Ἄν ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα, ὅπως ἔλεγε ὁ αἱρετικός Ἄρειος, τότε δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει καί νά μᾶς θεώσει· γιατί τό κτίσμα ἔχει τό ἴδιο ἀνάγκη σωτηρίας καί θεώσεως. Μέ τό ἴδιο σκεπτικό ἀπέκρουσε παλαιά ἡ Ἐκκλησία καί τούς πνευματομάχους, αὐτούς δηλαδή πού πολεμοῦσαν τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά πετύχουμε τήν θέωσή μας. Ἄν ὅμως τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός, ἀλλά εἶναι κτίσμα, ὅπως ἐγώ ὁ ἄνθρωπος, τότε ἄς θεώσει πρῶτα τόν ἑαυτό του καί ἔπειτα νά θεώσει καί μένα τό κτίσμα σάν κι αὐτό! Φαίνεται σάν προκλητική ἡ ἔκφραση αὐτή καί ζωηρή στήν διατύπωσή της. Καί ὅμως ἔτσι τήν διατύπωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, γιά νά πολεμήσει τούς πνευματομάχους: «Εἰ μή Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, θεωθήτω πρῶτον καί οὕτω θεούτω με τόν ὁμότιμον».13
Ἡ διδασκαλία τοῦ μοναχοῦ ἀπό τήν Δύση Βαρλαάμ Καλαβροῦ, δέκα αἰῶνες ἀργότερα, ἦταν τό ἴδιο ἐπικίνδυνη μέ τίς παραπάνω αἱρετικές διδασκαλίες τῶν παλαιῶν αἱρετικῶν, τοῦ Ἀρείου, τοῦ Εὐνομίου καί τοῦ Μακεδονίου.
Ὁ Βαρλαάμ θεωροῦσε κτιστές τίς θεῖες ἐνέργειες ἤ τήν θεία Χάρη. Ἀλλά πῶς θά θεωθοῦμε ἐμεῖς κτίσματα, οἱ ἄνθρωποι, ἄν καί ἡ θεία Χάρη πού μᾶς θεώνει εἶναι καί αὐτή κτιστή; Ἄς δοῦμε ὅμως καλύτερα τά πράγματα.
Τί κηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας; Πῶς θεώνεται ὁ ἄνθρωπος πετυχαίνοντας ἔτσι τόν σκοπό του; Θεώνεται μετέχοντας στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ; Ὄχι! Αὐτό δέν εἶναι ποτέ δυνατόν. Πέφτουμε στήν πλάνη τοῦ πανθεϊσμοῦ, ἄν τό ποῦμε αὐτό. Καί πραγματικά ὑπῆρξαν παλαιά αἱρετικοί πού ἔλεγαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γνωρίσει τήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ καί νά μετάσχει σ᾿ αὐτή.14 Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅμως μᾶς λένε ὅτι ἡ οὐσία ἤ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀκατάληπτη ἀπό μᾶς.15 Πῶς, λοιπόν, θεωνόμαστε; Ἡ Ἐκκλησία μας διά τῶν ἁγίων Πατέρων διδάσκει ὅτι θεωνόμαστε ὄχι μετέχοντες στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀδύνατον, ἀλλά στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες.16 Τήν διάκριση αὐτή στόν Θεό σέ οὐσία καί ἄκτιστες ἐνέργειες δέν μπόρεσαν νά τήν κάνουν οἱ παλαιοί αἱρετικοί καί ἀργότερα ὁ δυτικός Βαρλαάμ, γιά τόν ὁποῖο μιλᾶμε ἐδῶ.

Ἔχει ἐνέργειες ὁ Θεός

Ὁ Θεός πραγματικά ἔχει ἐνέργειες, γιατί διαφορετικά εἶναι «ἀνενέργητος». Λέγοντες θεῖες ἐνέργειες νοοῦμε τόν ἴδιο τόν Θεό στήν δραστηριότητά Του, στήν αὐτοαποκάλυψή Του. Πολύ ὡραῖα, λοιπόν, ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά τόν Βαρλαάμ, ὅτι μᾶς κηρύττει «Θεόν τινα ἀνενέργητον», ἀφοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός στερεῖται φυσικῶν ἐνεργειῶν· αὐτό δέ ἰσοδυναμεῖ μέ «ἀνύπαρκτον» Θεόν, ὅπως λέγει πάλι ὁ ἅγιός μας. Καί πραγματικά στήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως θά δοῦμε καί παρακάτω, περικλείεται «ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ»!
Ὁ Θεός ἔχει ἐνέργειες. Ἄν ὁ Θεός εἶναι οὐσία μόνο, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, τότε δέν μπορεῖ νά ἀποκαλυφθεῖ, γιατί ἡ οὐσία, ὅπως ὅλοι ὁμολογοῦμε καί κατά τήν ἄποψη τοῦ ἰδίου τοῦ Βαρλαάμ, εἶναι «ὑπέρ πᾶσαν... ἔκφανσιν». Ἀλλά ρωτάει ὁ Παλαμᾶς: Ἄν ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτεται, πῶς ἐν γένει Τόν γνωρίζουμε; Πῶς γνωρίζουμε ἀκόμα ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι εἶναι φύση ἄκτιστη, ἀπερινόητη καθ᾿ ἑαυτήν; Γιά νά δοῦμε ἀκόμα σέ ποιό ἄτοπο καί βλάσφημο πέφτουμε ἄν ἀρνηθοῦμε θεῖες ἐνέργειες στόν Θεό, κάνουμε ἕνα ἁπλό ἀλλά δυνατό ἐρώτημα: Πῶς ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο; Οἱ θεῖες ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προάγονται ἀπό τήν θεία οὐσία, ἀλλά ὁ κόσμος, τά κτίσματα πῶς παράγονται; Πῶς δημιουργήθηκαν; Ἀπό τήν θεία οὐσία καί αὐτά; Μήν τό πεῖ κανείς αὐτό, γιατί εἶναι μεγάλη αἵρεση. Ὁ κτιστός κόσμος ἔγινε μέ τήν θέληση ἤ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως δέν παραδεχτοῦμε θεῖες ἐνέργειες, κατ᾿ ἀνάγκη θά ποῦμε ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ· τότε «τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ τά κτίσματα μεθέξουσι», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Αὐτό ὅμως, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, εἶναι «τό πάντων ἀτοπώτατον», γιατί καταλήγουμε στόν πανθεϊσμό· θεοποιοῦμε τόν κόσμο, ἀφοῦ λέμε ὅτι αὐτός ἔγινε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ Θεός δέν ἔχει θεῖες ἐνέργειες, τότε καί ἡ θέωση τῶν ἁγίων, πού γίνεται μέ τήν μετοχή σ᾿ αὐτές, θά μεταβαλλόταν σέ «θεοποίηση», ὡς μετοχή στήν θεία οὐσία καί φύση, πού εἶναι ὅμως ἀδύνατο, ὅπως εἶπαμε.17
Ἄν, λοιπόν, ἀπορρίψουμε φυσικές ἐνέργειες στόν Θεό, πέφτουμε ἀναγκαστικά στόν πανθεϊσμό, ὅτι τά πάντα δηλαδή εἶναι Θεός, γιατί προῆλθαν ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Μή παραδεχόμενοι ὅμως θεῖες ἐνέργειες πέφτουμε καί στό ἀντίθετο ἄκρο, τόν «θεϊσμό». Δηλαδή, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι θεία οὐσία μόνο καί μέ τήν θεία οὐσία δέν μποροῦμε νά κοινωνήσουμε καθόλου, ἄρα δέν μποροῦμε νά ἔχουμε καμμιά σχέση, καμμιά ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Ἔτσι ἀνοίγεται «χάσμα μέγα καί ἀδιάβατον» μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Πῶς νά θεωθεῖ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος; Πῶς νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεός μέ τήν αἵρεση αὐτή παρίσταται «ἀμέθεκτος»; Ὁ Θεός ἔτσι ἀποξενώνεται ἐντελῶς ἀπό τήν κτίση Του.
Ἕνα τέτοιο Θεό μᾶς ἔφερε ἀπό τήν Δύση ὁ Βαρλαάμ.

Θέα τοῦ Θεοῦ

Κατά τόν Βαρλαάμ ὁ Θεός εἶναι οὐσία μόνο. Φοβόταν νά πεῖ ὅτι ὁ Θεός ἔχει φυσικές ἐνέργειες, γιατί νόμιζε ὅτι πέφτει στήν διθεΐα. Ὅ,τι ἀνήκει στόν Θεό, ἔλεγε, ταυτίζεται μέ τήν θεία οὐσία. Ὅ,τι διακρίνεται ἀπό τήν θεία οὐσία εἶναι κτιστό, ποτέ ἄκτιστο. Γιατί, ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἁπλός καί ὄχι σύνθετος, δέν μπορεῖ νά ἔχει δυό, οὐσία καί ἐνέργειες, ἄκτιστα καί τά δυό. Ταύτιζε, λοιπόν, οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό ὁ Βαρλαάμ. Ἤ, ἄν ὁ Θεός ἔχει ἐνέργειες, ἔλεγε, αὐτές εἶναι κτιστές, ὄχι ἄκτιστες. Τέλος πάντων! Ὁ Θεός κατά τόν Βαρλαάμ εἶναι οὐσία μόνο. Καί ἀφοῦ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ, ὁ Θεός ἄρα εἶναι ἀποκλειστικῶς ὑπερβατική πραγματικότης, πρός τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἔρθει σέ καμμιά κοινωνία, καμμιά γνώση ἤ θέα αὐτῆς.

Ἡ ἁγία Γραφή ὅμως καί ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρουν ὅτι εἶναι δυνατή ὑπό ὡρισμένες προϋποθέσεις, ἔστω καί μέ ἀτέλεια, ἡ προσέγγιση, ἡ γνώση, ἀκόμα δέ καί ἡ θεωρία καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πατριάρχης Ἰακώβ λέγει ὅτι εἶδε τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ  καί σώθηκε.18 Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά νά βεβαιώσει τό ἀποστολικό του ἀξίωμα, πού τό ἀμφισβητοῦσαν μερικοί, ἐπικαλεῖται τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τήν θέα τοῦ Φωτός κατά τήν μεταστροφή του στόν δρόμο πρός τήν Δαμασκό. «Οὐχί Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ἐγώ ἑώρακα;», λέγει.19 Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι, ὅσοι ἔχουν καθαροί τήν καρδιά ἀπό τά πάθη, θά δοῦν τόν Θεό: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεό ὄψονται»·20 καί ὅτι σ᾿ ὅποιον τηρεῖ τίς ἐντολές Του θά ἐμφανίσει τόν Ἑαυτό Του σ᾿ αὐτόν καί ὁ Ἴδιος καί ὁ Πατέρας Του θά κατοικήσουν καί θά παραμείνουν μέσα του: «Ἐμφανίσω αὐτῷ Ἐμαυτόν... καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν».21 Ἀκόμα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα μας καί κράζει «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ».22 Καί τούς Ἀποστόλους στό ὄρος Θαβώρ τούς περιάστραψε Φῶς.23
Τί εἶναι ὅλα αὐτά; Γιά μᾶς τούς ὀρθόδοξους ὅλα αὐτά εἶναι ἡ μετοχή τῶν καθαρῶν στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, πού παραπάνω τίς εἴπαμε φυσικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γιατί τό φυσικό τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἄκτιστο. Ἔτσι θεώνεται ὁ ἄνθρωπος εἴπαμε. Ὄχι μετέχοντας στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀδύνατο, ἀλλά στίς θεῖες ἐνέργειες. Γιά τόν Βαρλαάμ ὅμως, πού δέν παραδέχεται ἐνέργειες στόν Θεό παρά οὐσία μόνο, πῶς ἐξηγοῦνται οἱ παραπάνω θεοπτίες; Αὐτά τά φαινόμενα, κατά τόν Βαρλαάμ, πρέπει νά ἑρμηνεύονται ἀλληγορικά, συμβολικά καί ὄχι πραγματικά. Ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἀόρατος, λέγει: «Ἡ θεότης καθ᾿ ἑαυτήν ἀόρατος». Καί ἀσφαλῶς εἶναι ἀόρατος ἡ θεία οὐσία καί ἀκατάληπτος. Ἀλλά καθορᾶται ὁ Θεός στίς ἐνέργειές Του.24 Κατά τόν Βαρλαάμ πού δέν πιστεύει ἄκτιστες ἐνέργειες στόν Θεό, οἱ θεοπτίες καί αὐτό τό Φῶς πού περιάστραψε τούς Ἀποστόλους στό Θαβώρ εἶναι κατά τίς ἐκφράσεις του «κτιστά», «σύμβολα», «αἰνίγματα», «φαντάσματα». Εἶναι δηλαδή κτιστά μέσα μέ τά ὁποῖα τό Θεῖον «κάτι» θέλει νά μᾶς πεῖ, ἀλλά δέν εἶναι αὐτά τά «ὁρώμενα» Αὐτό τό Θεῖον. Στήν σκέψη τοῦ ὀρθολογιστοῦ Βαρλαάμ οἱ διηγήσεις περί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο (π.χ. θαύματα, θεογνωσία, θεοπτία) εἶναι ἀποκυήματα ἀρρωστημένης ἤ δαιμονιώδους φαντασίας, ἤ σύμβολα πού «γίνονται καί ἀπογίνονται» («γινόμενά τε καί ἀπογινόμενα») ἤτοι πού ὑπεμφαίνουν κάτι τό παροδικό καί τά ἴδια εἶναι «ἀνυπόστατα», ὅπως ἔλεγε. Τέλος πάντων! Ὅ,τι καί ἄν εἶναι οἱ θεοπτίες αὐτές κατά τόν Βαρλαάμ, πάντως δέν ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, ἀλλά εἶναι φαινόμενα «κτιστά» καί «φαινομενικά». Πραγματική θεοπτία κατ᾿ αὐτόν δέν ὑπάρχει.

Ὄχι κτιστές οἱ θεῖες ἐνέργειες

Κτιστές οἱ θεῖες ἐνέργειες; Καί τότε πῶς θεωνόμαστε; Θεωνόμαστε μετέχοντες τῶν θείων ἐνεργειῶν, γιατί στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦμε νά μετάσχουμε. Ἀλλά ἄν εἶναι κτιστές οἱ θεῖες ἐνέργειες, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, πῶς θεωνόμαστε; ξαναλέμε.
Δέν μποροῦμε νά θεωθοῦμε κατά τήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ. Πώ-πώ, ζημιά! Πραγματικά! Ἄν δέν παραδεχτοῦμε ἄκτιστες ἐνέργειες στόν Θεό καί παραδεχτοῦμε σ᾿ Αὐτόν οὐσία μόνο, στήν ὁποία δέν μποροῦμε νά μετάσχουμε – εἶναι ἀμέθεκτη, τότε δέν μποροῦμε νά πετύχουμε τόν προορισμό μας, δηλαδή νά θεωθοῦμε. Λέμε δέ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καί ὄχι κτιστές, ὅπως παραδεχόταν ὁ Βαρλαάμ, γιατί τό κτιστόν δέν μπορεῖ νά μᾶς θεώσει· τό κτιστόν ἔχει τό ἴδιο ἀνάγκη θεώσεως.
Ἀπό τά παραπάνω πρέπει νά φάνηκε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ πλάνη τοῦ Βαρλαάμ, ἀφοῦ μᾶς ἀναιρεῖ τήν δυνατότητα σωτηρίας, τό δυνατόν τῆς θεώσεως.
Ἕναν τέτοιο Θεό, ὅπως τόν ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, Θεό ἀμέθεκτο, δέν τόν θέλουμε! Ἄν εἶναι ἔτσι ὁ Θεός, δέν τόν θέλουμε, ξαναλέμε! Πρέπει νά ζητήσουμε ἄλλο Θεό, μεθεκτόν, ὥστε νά μποροῦμε νά θεωθοῦμε. Εἶναι πολύ ἰσχυρός ἕνας σχετικός λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός τόν Βαρλαάμ, τόν ὁποῖο καί παραθέτουμε: Ἄν σύ ἀνέλῃς – τοῦ λέγει – τό μεταξύ τοῦ ἀμεθέκτου καί τῶν μετεχόντων, ὤ τῆς ζημίας! Διέστησαν ἡμᾶς Θεοῦ, τό συνδοῦν ἐκ μέσου ποιησάμενος καί χάσμα μέγα καί ἀδιάβατον μεταξύ θέμενος ἐκείνου καί τῆς γενέσεως καί διοικήσεως τῶν γενητῶν... Δεῖ δή ζητεῖν ἡμᾶς Θεόν ἕτερον, ὄντα πως μεθεκτόν, οὗ μετέχοντες οἰκείως ἑαυτοῦ, κατά τήν τῆς μεθέξεως ἀναλογίαν ὄντες καί ζῶντες καί ἔνθεοι ἐσόμεθα».25

«Ἐδῶ καί τώρα»!

Αὐτό πού σκανδάλιζε τόν Βαρλαάμ ἦταν ὁ ἰσχυρισμός τῶν μοναχῶν ὅτι οἱ καθαροί ἀπό τά πάθη δέχονται στίς καρδιές φωτισμούς καί ἐλλάμψεις, δηλαδή τό θεϊκό Φῶς. Καί ὅμως μέσα στήν Ἁγία Γραφή ἐπανειλημμένως μαρτυροῦνται τέτοια φαινόμενα· ἐπανειλημμένως διαβάζουμε γιά θεοπτίες.
Ἀσφαλῶς ἡ ὁλοκλήρωση τῆς, ὅσο τό δυνατόν στόν ἄνθρωπο, θέας τοῦ Θεοῦ θά γίνει στό μέλλον. Τώρα, στήν παροῦσα ζωή, ὑπάρχει μερική μόνο θέα Θεοῦ «ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι», ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος.26 Οἱ καθαροί ὅμως ἀπό τά πάθη ἀξιώνονται καί στήν παροῦσα ζωή νά γεύονται τήν παραδείσια κατάσταση. Εἶναι πολύ ὡραῖα τά ὅσα σχετικά λέγει ὁ καθηγητής κ. Ζήσης στήν γ΄ ὁμιλία του στό ὡραῖο του βιβλίο Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, πού τό συνιστοῦμε ὁλοκάρδια. Δέν ἀντέχουμε παρά νά παραθέσουμε ὅλη τήν σχετική μακρά περικοπή, πού ἐκφράζει πολύ δυνατά τήν οὐσιαστική διαφορά τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητος ἀπό τή δυτική:

Ἐκείνοι πάντως πού εἶναι ἄξιοι, πού τηροῦν τίς ἐντολές καί καθαρίζονται ἀπό τά πάθη, γίνονται ἱκανοί ἀπό τώρα νά γευθοῦν τήν μακαριότητα τῶν ἐσχάτων, νά μεταφερθοῦν ἀπό τώρα σέ ἀγγελική κατάσταση, νά ζήσουν ἐδῶ καί τώρα τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἴσως νά ἐξένισε σέ μερικούς τό ἄκουσμα τοῦ ἐδῶ καί τώρα, χρησιμοποιεῖται ὅμως ἐδῶ καί πολύ καιρό στή θεολογία, ὅπως καί στήν πολιτική τῶν εὐρωπαϊκῶν σοσιαλιστικῶν συστημάτων. Στό χῶρο τῆς πολιτικῆς χαρακτηρίζει ἄριστα τή διαφορά τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, ὁ ὁποῖος μεταθέτει μεσσιανικά τήν κοινωνία τῆς ἀπολαύσεως στό μέλλον, ἀπό τόν εὐρωσοσιαλισμό, ὁ ὁποῖος διορθωτικά καί γιά νά θεραπεύση τήν ἀπογοήτευση καί τήν ἀποθάρρυνση τῶν ἀνθρώπων διεκήρυξε ὅτι ὁ σοσιαλισμός προβαίνει ἀμέσως στήν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν ἐδῶ καί τώρα· hier und jetzt. Στό χῶρο τῆς Θεολογίας καταδεικνύει μέ σαφήνεια τόν χαρακτῆρα καί τήν γλυκύτητα καί τήν μυστική ἕλξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία διδάσκει καί δέχεται ὅτι ὁ νέος αἰών, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἄρχισε ἤδη ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἐκχύσεως τοῦ Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή, ὁπότε μέσα στήν ἐκκλησία γίνονται διαρκῶς νέοι φωτισμοί καί θεοπτίες, συνεχίζεται ἀκατάπαυστα ἡ Πεντηκοστή. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶχε πῆ ὅτι ἀπό τόν κύκλο τῶν μαθητῶν του ὑπῆρχαν πρόσωπα, πού θά ἔβλεπαν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔρχεται ἐν δυνάμει, πρίν ἀκόμη πεθάνουν. Καί ἡ προφητεία αὐτή τοῦ Χριστοῦ πραγματοποιήθηκε στή Μεταμόρφωση, κατά τήν ὁποία οἱ τρεῖς μαθηταί εἶδαν τό ἔκλαμπρο φῶς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, καί στήν Πεντηκοστή μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν. Ὑπάρχουν δέ μέσα στήν Κ. Διαθήκη παραδείγματα ὁράσεως, θέας τοῦ θείου φωτός, θεοπτίας, ὅπως τοῦ Ἀπ. Παύλου στόν δρόμο τῆς Δαμασκοῦ καί τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του.

Αὐτή ἡ βεβαιότητα τῆς θεοπτίας, τῆς ὁράσεως τοῦ θείου φωτός, ἦταν σταθερή στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας· ὅλοι οἱ πνευματικοί ἀγῶνες τῶν μεγάλων ἀσκητῶν καί ἁγίων κατέτειναν στό νά ἀξιωθοῦν ἀπό τώρα νά δοῦν τό φῶς τῆς θείας δόξης, ὅπως ἀξιώθηκαν νά τό ἰδοῦν οἱ δίκαιοι στά ἔσχατα. Ὑπῆρχε πάντοτε ἡ συνείδηση ὅτι τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως καί τό φῶς πού περιλάμπει τούς ἁγίους εἶναι τό ἴδιο φῶς πού θά καταυγάση τούς δικαίους μέ πληρότητα στήν τελική κρίση. Ἔτσι ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι μία μετέωρη καί χωρίς ἐγγυήσεις προσδοκία μελλοντικῶν μόνον καί ὑπεσχημένων ἀγαθῶν, ἀλλά ἀπόλαυση αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἐδῶ καί τώρα. Καί ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ δύναμη καί ἡ ἀντοχή τῶν ἁγίων καί ἀσκητῶν στούς μεγάλους ἀγῶνας καί ἡ ἀποφασιστική τους στάση ἀπέναντι στά θέλγητρα καί στίς μαγεῖες τοῦ κόσμου. Δέν νικᾶ κανείς εὔκολα τόν κόσμο μέ τήν ἐλπίδα μιᾶς μελλοντικῆς μόνον ἀπολαύσεως ἤ μέ τόν φόβο τιμωρίας. Εὐκολώτερα τόν νικᾶ, ὅταν γευθῆ τήν γλυκύτητα καί τά θέλγητρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τότε οὔτε κἄν συγκρίνει τήν ὀμορφιά ἐκείνου τοῦ κόσμου μέ τόν παρόντα. Γι᾿ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι, φοβισμένοι καί δειλοί καί ἀρνηταί στίς δύσκολες ὧρες, ἄλλαξαν ξαφνικά μετά τήν Πεντηκοστή καί ἔγιναν οἱ τολμηροί κήρυκες ἐνώπιον βασιλέων καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό ὁ Παῦλος ξαφνικά ἀπό διώκτης γίνεται ὁ φλογερός Ἀπόστολος, οἱ μάρτυρες ὁδηγοῦνται μέ χαρά στό μαρτύριο καί οἱ μοναχοί ἀρνοῦνται χωρίς δυσκολία τίς χαρές τοῦ κόσμου. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τό πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς θείας φωτοχυσίας, ὅλα ὑπάρχουν καί κινοῦνται μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ Παρακλήτου· «Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον», ὅπως ψάλλει ἐμπνευσμένα ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀντίθετα ἡ Δυτική Ἐκκλησία ἔχει ἀποξηράνει τήν πνευματική ζωή καί ἀντί τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει διαμορφώσει σύστημα ἐντολῶν καί ἠθικῶν ἀπαιτήσεων, τούς καρπούς τῶν ὁποίων ἀναμένει κανείς μόνον στό μέλλον. Δέν ὑπάρχει ἡ βεβαιότητα καί ἡ πεποίθηση μιᾶς πραγματικῆς ἐπικοινωνίας μέ τή θεότητα, πού θά τονώση καί θά πτερώση τό φρόνημα στούς πνευματικούς ἀγῶνας. Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν παρουσία καί ἐνέργεια καί δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά μέ κτιστά ἀνθρώπινα μέσα, μέ τό νοῦ, τή λογική, τή γνώση. Ἀκόμη καί ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου γιά ἐσωτερικό φωτισμό ἀποκρούσθηκε, καί ἡ εἴσοδος τοῦ ἀριστοτελισμοῦ στή θεολογία ἐσήμαινε τό τέλος τῆς Μεταφυσικῆς τῶν ἐλλάμψεων, ὅπως παρατηρεῖ ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους δογματικούς θεολόγους τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ὁ καρδινάλιος Ratzinger. Ἀπό τό Θεό τίποτε δέν μπορεῖ ἐδῶ καί τώρα νά ἀπολαύση ὁ ἄνθρωπος· μόνον στό μέλλον στά ἔσχατα θά ἰδῆ τήν θεία οὐσία. Θεολογικός τόπος κάθε μυστικοῦ βιώματος δέν εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά μία Πίστις διανοητικοῦ χαρακτῆρος.
Ἦταν λοιπόν φυσικό λόγω αὐτῆς τῆς διαφορᾶς μεταξύ δυτικῆς καί ἀνατολικῆς πνευματικότητος ὁ Βαρλαάμ νά παρεξηγήση τόν ἰσχυρισμό τῶν μοναχῶν ὅτι οἱ κεκαθαρμένοι δέχονται μυστικούς καί ἀπορρήτους φωτισμούς καί ἐλλάμψεις καί νά τούς κατηγορήση ὅτι διδάσκουν καί αὐτοί ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτή, ὅπως οἱ παλαιότεροι Μασσαλιανοί. Γιά τόν οὐμανιστή Βαρλαάμ ὁ τελειότερος τρόπος φωτισμοῦ καί ἐλλάμψεως εἶναι ἡ κοσμική γνώση καί παιδεία καί μάλιστα ἡ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σοφῶν· δέν ἠμπορεῖ κανείς νά γίνη τέλειος καί ἅγιος χωρίς τήν παιδεία αὐτή, πού ἐξορίζει τήν κακία ἀπό τήν ψυχή καί ποδηγετεῖ πρός τήν θεογνωσία. Στίς ἀπόψεις αὐτές τοῦ Βαρλαάμ ἀπήντησε ἐν ἐκτάσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· συνέτριψε κυριολεκτικά τόν ἐπί τῆς ἀρχαίας σοφίας στηριζόμενο Οὐμανισμό, πού ἐξακολουθεῖ καί σήμερα νά ὑποστηρίζεται ἀπό πολλούς μέ βάση μάλιστα τήν πολυθρυλημένη καί παρεξηγημένη στάση τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπέναντι τῶν ἀρχαίων.

Στήν κατηγορία τοῦ Βαρλαάμ ἐπί μασσαλινισμῷ ἀπήντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ποτέ δέν ἰσχυρίσθηκε κανείς ὅτι αὐτό πού ὁρᾶται καί μετέχεται εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ὄντως τελείως ὑπερβατικό καί ἀπρόσιτο καί ὑπεριδρυμένο· εἰς τό παντελῶς ἀκατάληπτο καί ἀμέθεκτο τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται τό τῆς Γραφῆς «Θεόν οὐδείς ἑώρακεν πώποτε». Ὁ Θεός ὅμως δέν εἶναι μόνον ἀμέθεκτος ἀλλά καί μεθεκτός· δέν εἶναι μία ἀνενέργητη καί κλεισμένη στόν ἑαυτό της οὐσία, ἀλλά ἐνεργητική καί δυναμική. Στό Θεό ὑπάρχει ὄχι μόνον ἡ οὐσία, ἀλλά καί οἱ ἐνέργειες· αὐτές ἀποτελοῦν τό μέσον, τό μεταξύ, τή γέφυρα πού συνδέει τόν ἄκτιστο ὑπερβατικό Θεό μέ τά κτίσματα. Ἡ διάκριση αὐτή μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν ἐν τῷ Θεῷ, δέν εἶναι έφεύρεση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου· ὑπάρχει διατυπωμένη συχνά στήν προηγούμενη παράδοση καί ἁπλῶς τήν ἀξιοποίησε θαυμάσια, γιά νά θεμελιώση τό μεθεκτόν τοῦ Θεοῦ.

Ἡ αἵρεση ὅτι κτιστές
οἱ θεῖες ἐνέργειες27

Ὁ Βαρλαάμ παραδεχόταν ἐνέργειες στόν Θεό ἀλλά «κτιστές». Ἔλεγε: «Ἀλλ᾿ ἔχει ἐνεργείας ὁ Θεός, κτιστάς δέ». «Πᾶσα ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ κτιστή».
Τί ἐνοοῦσε μέ τίς φράσεις αὐτές ὁ Βαρλαάμ; Θά πρέπει νά ἐπιμείνουμε σ᾿ αὐτές γιατί θά δοῦμε σέ ποιό χάος ὁδηγεῖ ἡ αἵρεσή του. Τί ἐνοεῖ ὁ Βαρλαάμ ὅταν λέγει ὅτι ὁ Θεός ἔχει «κτιστές ἐνέργειες»; Ἐδῶ ὁ Βαρλαάμ ὡς ἐνέργειες Θεοῦ ἐννοεῖ τίς δυνάμεις καί τίς ἐνέργειες πού μέ τήν δημιουργία ὁ Θεός ἔχει «ἐγκτίσει» στήν φύση τῶν ὄντων. Ὁ Θεός μετά τήν δημιουργία δέν χρειάζεται νά ἐνεργεῖ πιά στόν κόσμο, γιατί στήν φύση τῶν ὄντων ἔχει «ἐγκτίσει» ἐνέργειες καί μόνος του πιά ὁ κόσμος, ὅπως καί ὁ ἄνθρωπος μέ τόν νοῦ του, μπορεῖ νά ζεῖ καί νά κινεῖται πρός τόν σκοπό του. Αὐτές οἱ ἐνέργειες καί δυνάμεις πού εἶναι «κτισμένες» στά ὄντα εἶναι – ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ – «δῶρα» καί «χάρις» τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό καί δίδασκε ὅτι «κτιστή ἡ θεουργός χάρις τοῦ Θεοῦ». Μ᾿ αὐτές, λοιπόν, τίς δυνάμεις πού «κτίστηκαν» ἀπό τήν δημιουργία στά ὄντα – λέγει ὁ Βαρλαάμ – μπορεῖ ὁ κόσμος νά κατευθύνεται πρός τόν σκοπό του καί δέν χρειάζεται ὁ Θεός. Ἐδῶ καταλήγει ἡ αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ λέγοντας «κτιστές» τίς θεῖες ἐνέργειες. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε σέ προηγούμενη παράγραφο ὅτι στήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ περικλείεται «ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ». Ἀπό τήν πλάνη τοῦ Βαρλαάμ ἐπηρεάστηκε ἡ Δύση πού ἀπομάκρυνε τόν Θεό ἀπό τόν κόσμο καί τόνισε πολύ τήν δύναμη τοῦ ἀνθρώπου καί ἀνέπτυξε ἕναν πολιτισμό ἄνευ Θεοῦ. Καί αὐτή ἀκόμη ἡ Θεολογία τῆς Δύσεως εἶναι «φυσικοθεολογική», γιατί θέλει τήν συντήρηση καί τήν προαγωγή τῶν φυσικῶν προσόντων, ἤτοι τό «εἶναι καί τό ζῆν αἰσθητῶς ἤ λογικῶς». Ἀντίθετα ἡ τάση τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ἡ ἀναγωγή τοῦ κόσμου πρός τόν Θεό καί ἡ ἕνωση μέ Αὐτόν.
Αὐτή ἡ κοσμική θεολογία τῶν Δυτικῶν, ἡ «φυσικοθεολογική», ἐπηρέασε καί τά πολιτικά τους συστήματα.

Ἡ θεογνωσία κατά τόν Βαρλαάμ28

Ὁ αἱρετικός Βαρλαάμ, γιά νά γνωρίσει κανείς τόν Θεό, θεωροῦσε ἀπαραίτητη τήν γνώση τοῦ κόσμου, τῆς κτίσεως. Στροφή, λοιπόν, πρός τά ἔξω, πρός ἔρευνα τῆς κτίσεως, ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, καλλιέργεια τοῦ νοῦ, αὐτό εἶναι ἡ τελειότητα κατά τόν Βαρλαάμ.
Ἀλλά δέν ἀποκτᾶται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεογνωσία, ὅπως λέμε; Ἡ Ἁγία Γραφή, λέγει ὁ Βαρλαάμ, περιέχει ἐντολές καί παραινέσεις ἀναγκαῖες γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη. Ἀλλά τό νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη, λέγει αὐτός ὁ δυτικός θεολόγος, δέν σημαίνει τήν τελείωσή μας. Ὁ ἄνθρωπος κατ᾿ οὐσίαν εἶναι νοῦς καί τελειοῦται ὄχι μέ τήν τήρηση ἐντολῶν, ἀλλά μέ τήν γνώση, μέ τήν ἐπιστήμη, μέ τήν ὁποία ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν πλάνη. Στροφή, λοιπόν, πρός τήν ἐπιστήμη γιά τήν καλλιέργεια τοῦ νοῦ, γιά τήν ἔρευνα τῆς κτίσεως. Καταλαβαίνουμε ἀπό τό σύνθημα του αὐτό πόσο ὁ Βαρλαάμ μισοῦσε τήν ἐσωστρέφεια καί τόν μυστικισμό τῶν Ἀνατολιτῶν καί τήν φυγή τους ἀπό τόν κόσμο. Καί καταλαβαίνουμε, πάλι, ἀπό τό σύνθημά του αὐτό τό γιατί ἡ Δύση τόνισε πολύ τήν σπουδή τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Ὁ Θεός κατά τόν Βαρλαάμ, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, δέν ἔχει ἐνέργειες· εἶναι μόνο οὐσία. Ἤ, ἔχει ἐνέργειες ἀλλά «κτιστές», καί αὐτές εἶναι οἱ δυνάμεις πού ἔχει «ἐγκτίσει» στήν φύση τῶν ὄντων. Αὐτή τήν φύση τῶν ὄντων, ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, πρέπει νά σπουδάσουμε γιά νά ἀποκτήσουμε θεογνωσία. Μέ τήν γνώση τοῦ κόσμου, ἔλεγε, φτάνουμε στήν γνώση τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό αὐτή στήν γνώση τοῦ Θεοῦ.
Γιά τόν Βαρλαάμ ἡ ἀλήθεια δόθηκε διά μέσου δύο «καναλίων», τά ὁποῖα εἶναι καί τά δύο ἀναγκαῖα καί τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο. Τό ἕνα κανάλι εἶναι οἱ Ἀπόστολοι καί τό ἄλλο εἶναι οἱ «ἔξω» σοφοί, πού ζήτησαν καί βρῆκαν τήν ἀλήθεια στήν φύση τοῦ κόσμου. Τόση μεγάλη ἀξία ἔδινε ὁ Βαρλαάμ στούς κατά κόσμο σοφούς καί ἐπιστήμονες, στούς «ἔξω» φιλοσόφους. Τούς ἐξίσωνε μέ τούς Ἀποστόλους.
Εἴπαμε ὅτι ὁ Βαρλαάμ ἀποστρέφεται τόν ἡσυχασμό, τήν «ἀπάθεια» καί ἀντί αὐτῶν κήρυττε τήν δράση, τήν σπουδή τῶν ὄντων τῆς κτίσης, ὡς ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν τελειότητα. Ἔφτανε στό σημεῖο ὁ Βαρλαάμ νά λέγει «ἀκάθαρτο» καί «ἀτελῆ» ὅποιον δέν εἶχε αὐτή τήν γνώση τοῦ κόσμου. Ὁ Βαρλαάμ, σάν «δυτικός», ἦταν ἄνθρωπος τῆς δράσης καί τόν μοναχισμό μας τόν θεωροῦσε «ἀργία» καί «ὀκνηρία». Ἀλλά ἐνῶ ὁ Βαρλαάμ κήρυττε τήν δράση καί τήν δημιουργικότητα πολεμώντας τόν ἡσυχασμό μας, ἤθελε, ἀντίθετα, τήν νέκρωση τοῦ «παθητικοῦ» τῆς ψυχῆς, πού ἡ δραστηριοποίησή του ὁδηγεῖ στήν «ἀπάθεια», πού δέν τήν ἤθελε αὐτός. Ὁ Βαρλαάμ πίστευε ὅτι ἄν καλλιεργηθεῖ τό «παθητικό» τῆς ψυχῆς, ὁ συναισθηματικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου, «τό θυμικόν τε καί ἐπιθυμητικόν», τότε καταστρέφεται ἡ ἄριστη γι᾿ αὐτόν δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι «τό γνωστικόν καί κριτικόν καί λογιζόμενον τῆς ψυχῆς». Ὁ νοῦς, γιά νά ἐργάζεται ἀποδοτικά, πράγμα πού κατά τόν Βαρλαάμ ἀποτελεῖ τελειότητα, πρέπει κατ᾿ αὐτόν νά μήν ἐνοχλεῖται καί νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπό τό συναίσθημα. Ἔτσι τώρα ἐξηγεῖται ἡ σκληρότητα γενικά τῶν Δυτικῶν. Οἱ «ξένοι» γενικά, ἀντίθετα πρός τήν ὀρθόδοξη παιδεία, καλλιεργοῦν μόνο τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τήν καρδιά του.


Διῶχτε τόν Βαρλαάμ
ἀπό τόν τόπο μας!

Ἡ διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ εἶναι ἐπικίνδυνη αἵρεση. Παλαιοί πατέρες πρόβλεπαν ὅτι πρόκειται νά ξεσπάσει μιά φοβερή αἵρεση· καί ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βρισκόμενος στό κελλί τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἄκουσε γιά τήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ, εἶπε ὅτι στήν πλανεμένη διδασκαλία του ἔβλεπε τήν ἐκπλήρωση τῆς προρρήσεως αὐτῆς τῶν Πατέρων.
Ὁ θεολόγος ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς διέκρινε τό μέγεθος τῆς αἱρέσεως τοῦ Βαρλαάμ καί ἀκόμα διέκρινε καί τίς πιό λεπτές δογματικές ἀποκλίσεις, τίς ὁποῖες ἀναιροῦσε μέ πολλή θεολογική δύναμη καί ἐπιχειρηματολογία.29
Ὁ Βαρλαάμ ἦταν ἕνας ὑπερήφανος, πολύ ὑπερήφανος τύπος. Ἐθίγη ἀπό τίς παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καί σέ στιγμή τοῦ ὑπερφίαλου ἐγωισμοῦ του εἶπε γι᾿ αὐτόν: «ταπεινώσω τόν ἄνδρα»! Αὐτός εἶναι ὁ Βαρλαάμ σ᾿ ὅλο του τό μεγαλεῖο! Νά ταπεινώσει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ!...
Ταπεινώθηκε ὅμως καί καταξευτελίστηκε ὁ ἴδιος καί πῆγε ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ἦρθε, στήν σκοτεινή καί ζοφώδη Δύση.
Παρ᾿ ὅλο ὅμως ὅτι ὁ Βαρλαάμ πῆγε στήν Δύση, στόν τόπο μας ἔχουμε πολύ βαρλααμισμό. Πῶς ἔγινε αὐτό; Πολλοί δικοί μας πῆγαν στήν Δύση γιά «ἀνώτερες σπουδές» καί ἔφεραν ἀπό ᾿κεῖ ἔπειτα σέ ᾿μᾶς τό πνεῦμα τοῦ Βαρλαάμ.
Εἶναι πολλές οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ πνευματικοῦ μας βίου πού εἶναι ποτισμένες μέ βαρλααμισμό. Αὐτό μόνο θά ποῦμε ἐδῶ: Ὁ Βαρλαάμ, ὅπως εἴπαμε, μισοῦσε τήν ἐσωστρέφεια καί τόν μυστικισμό τῶν μοναχῶν καί τήν φυγή τους ἀπό τόν κόσμο. Ἤθελε ὅλο «δράση – δράση».
Ἔχουμε ἀκούσει ἀντιμοναχικά κηρύγματα ἱεροκηρύκων. Ὅτι ὁ μοναχισμός εἶναι «πνευματικό χουζούρι» καί «ἀπράγμονας βίος»· καί ὅτι «στό κάτω – κάτω ὁ Χριστός δέν ἦρθε στόν κόσμο νά κάνει μοναστήρι»! «Δράση – δράση»! Τέτοιο κήρυγμα, αὐτή ἡ ἀποστροφή στόν ἡσυχασμό, αὐτό τό ἀντιμοναχικό πνεῦμα εἶναι καθαρά βαρλααμισμός.30
Ἐκεῖνες οἱ φοβίες γύρω ἀπό τόν Θεό, πού δημιουργοῦν μιά ἀρρωστημένη καί θλιβερή θρησκευτικότητα εἶναι βαρλααμισμός· γιατί δέν ὑπάρχει σ᾿ αὐτές ἡ γλυκειά ἔννοια τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα Θεοῦ, τοῦ πολύ κοντά μας, ἀλλά ἡ ἔννοια τοῦ φρικτοῦ Θεοῦ τοῦ Βαρλαάμ, τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ, τοῦ ὡς οὐσία μόνο.

Ἐκεῖνο πού πολυ-λέγεται γιά τόν Θεό, ὅτι «ἐν τάξει ὑπάρχει· ὑπάρχει μιά ἀνώτερη δύναμη πάνω ἀπό ᾿μᾶς πού δέν μποροῦμε νά τήν ἀρνηθοῦμε...»· μιά τέτοια πίστη σέ μιά «δύναμη», σέ ἕναν ἀπρόσωπο Θεό, χωρισμένον ἀπό τήν ζωή μας, πού μποροῦμε μόνοι μας, ξέχωρα ἀπό Αὐτόν, νά τήν κατευθύνουμε, εἶναι βαρλααμισμός.

Ἐκείνη ἡ ἄλλη ἔννοια πού ἐπικρατεῖ σέ πάρα πολλούς, ὅτι τό πᾶν εἶναι νἆσαι «καλός» ἄνθρωπος (νά μήν ἀδικεῖς, νά μή συκοφαντεῖς, νά μήν κλέβεις κ.λπ.) καί ὁ ἐμπαιγμός παράλληλα ἀπ᾿ αὐτούς πρός ἐκείνους πού ἐπιδιώκουν τήν στενή κοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τήν λατρεία καί τήν ἄσκηση, εἶναι καθαρά βαρλααμισμός· γιατί εἶναι ἀποκοπή τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή μας καί κατασκεύασμα δικῆς μας θρησκευτικότητας μέ τίς «καλές» πράξεις, πού μέ τίς «κτιστές» ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατά τήν δημιουργία μας ἀπ᾿ Αὐτόν (διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ αὐτό) μποροῦμε νά πετύχουμε, ξέχωρα πιά ἀπ᾿ Αὐτόν.
Ἐκεῖνες οἱ ἀπιστίες μερικῶν «μορφωμένων» χριστιανῶν μας καί «θεολόγων» μας ἀκόμα πρός τίς διηγήσεις τῶν ἱερῶν Συναξαρίων γιά τούς ἁγίους μας, ὅτι αὐτοί ἔβλεπαν ἕνα θεϊκό Φῶς ἤ ὅτι τούς ἐμφανιζόταν ἡ Κυρία Θεοτόκος, αὐτές οἱ ἀπιστίες καί δυσπιστίες, λέμε, σέ τέτοιες θεοπτίες τῶν ἁγίων εἶναι καθαρά βαρλααμισμός, ὅπως φαίνεται ἀπό ὅσα εἴπαμε ἀναπτύσσοντας τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ.
Θά πρέπει ὅμως ἀντίθετα καί νά χαρακτηρίσουμε ὡς φαντασίες καί ἀρρωστημένες θρησκευτικές καταστάσεις καί ἀκόμα ὡς βλασφημίες, λόγια πού σήμερα συχνά ἀκούγονται ἀπό τίς λεγόμενες «φωτισμένες», ὅτι τάχα αὐτές βλέπουν θεῖα ὁράματα καί δέχονται τίς ἐλλάμψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀποκαλύπτουν σ᾿ αὐτές τό συμφέρον καί τό μέλλον τοῦ καθενός. Χρειάζεται μεγάλος – πολύ μεγάλος ἀγώνας γιά τήν κάθαρση καί γιά νά φτάσει κανείς στήν θεοπτία.
Τέλος πάντων! Ἄς μήν ἀναφέρουμε ἄλλα παραδείγματα βαρλααμισμοῦ στόν τόπο μας, γιατί θά μᾶς φέρει πολύ μακρυά ὁ λόγος. Ξαναλέμε ὅμως ὅτι ὁ Βαρλαάμ ὑπάρχει στόν χῶρο μας σέ πολλές ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς καί πρέπει νά τόν διώξουμε!
Πῶς θά τόν διώξουμε; Πές λίγο ὁ ἕνας, πές πολύ ὁ ἄλλος· διαλέξεις ἀπό ᾿δῶ, κηρύγματα ἀπό ᾿κεῖ γι᾿ αὐτά τά θέματα· συζητήσεις καί ἄρθρα γύρω ἀπ᾿ αὐτά, τότε θά φοβηθεῖ ὁ Βαρλαάμ καί θά φύγει ἀπό τόν τόπο μας!
Ὡραία δέ καί ἀποτελεσματική πολεμική ἐναντίον τοῦ πνεύματος τοῦ Βαρλαάμ εἶναι νά προβάλλουμε στά κηρύγματα μας καί τίς κατηχήσεις μας τούς βίους τῶν ἁγίων μας, τά βιώματά τους, τίς θεοπτίες τους μέ τά ὀρθόδοξα εἰκονίσματά τους, ὅπου παριστάνονται φωτοειδῆ τά πρόσωπά τους.
Κυρίως δέ ὡς μαθητές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ὄχι τοῦ Βαρλαάμ νά βιώνουμε καί νά προβάλλουμε τόν ὀρθόδοξο τρόπο πνευματικότητος, πού ξεκινάει ἀπό τό ταπεινό φρόνημα ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί· ὅτι ἔχουμε πάθη καί σκοτάδι μέσα μας. Καί ἡ συνεχής μας, λοιπόν, προσευχή νά εἶναι αὐτή: «Κύριε, φώτισον μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος». Καί ἡ ἄλλη προσευχή· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».
Τό πρῶτο λοιπόν καί βασικό εἶναι νά καταλάβουμε τήν ἁμαρτωλότητα μας, νά δοῦμε τήν ἀσχήμια μας.
Ἔπειτα, ἀφοῦ συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἔχουμε πάθη, νά ἀρχίσουμε ἀγώνα γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας ἀπό τά πάθη.

Πῶς θά κάνουμε τόν ἀγώνα αὐτό γιά τήν κάθαρση; Πῶς θά φύγουν τά πάθη μας; Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἄσκηση. Ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τά ἱερά Μυστήρια παίρνουμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ· παίρνουμε τόν θεῖο Φωτισμό Του. Βιώνουμε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί πετυχαίνουμε ἔτσι τήν θέωση. – Ἄς ὁμολογήσουμε ὅμως ταπεινά ὅτι εἴμαστε πολύ πίσω στήν πνευματική ζωή· γιατί δέν καταλάβαμε ἀκόμα οὔτε τό πρῶτο, ὅτι δηλαδή εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Πῶς νά ποῦμε «Κύριε Φώτισόν μου τό σκότος», ἀφοῦ ἡ ὑπερηφάνειά μας δέν μᾶς ἀφήνει νά παραδεχθοῦμε ὅτι ἔχουμε σκότος;

Διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἄς μᾶς φωτίσει ὁ Θεός νά δοῦμε τά πάθη μας, νά ἀγωνιστοῦμε νά καθαριστοῦμε ἀπό τά πάθη μας καί νά Τόν βλέπουμε στίς θεῖες Του ἄκτιστες ἐνέργειες, γιατί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶπε: «Οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ τόν Θεό ὄψονται». AMHN.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

*Ὅσοι ἀναγνῶστες θέλουν νά σπουδάσουν τήν ζωή καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου τούς παραπέμπουμε στά ἑξῆς ἔργα, ἀπό τά ὁποῖα λιγότερο ἤ περισσότερο ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἡ παροῦσα μελέτη μας: Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης, καί ἄλλες σχετικές Του περί τοῦ ἁγίου μελέτες· Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσάτου Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ· Καθηγητοῦ, πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδη ΡΩΜΑΙΟΙ Ἤ ΡΩΜΗΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ Ι (Εἰσαγωγή)· Καθηγητοῦ Παναγ. Χρήστου Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ο ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ· Τοῦ ἰδίου εἰς ΕΠΕ (ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ) ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΕΡΓΑ 1 (Εἰσαγωγή ὡς καί ἄλλες μελέτες τοῦ ἰδίου καθηγητοῦ. Καθηγητοῦ Μ. Φαράντου Η ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ (ἰδιαίτερα στίς σελ. 479 ἑξ.)· Θεοδ. Ζήση Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ· Γ. Μαντζαρίδου ΠΑΛΑΜΙΚΑ, καί ἄλλες σχετικές μελέτες.
1. MPG 151,600.
2. Οἱ Μασσαλιανοί ἦταν αἱρετικοί· πίστευαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα καταληπτός ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι μεθεκτή ἡ θεία οὐσία ἀπ᾿ αὐτόν. Οἱ παλαιοί Μασσαλιανοί, οἱ λεγόμενοι διαφορετικά Εὐχῖτες, ἦταν αἱρετικοί τοῦ 4ου αἰῶνος. Ἀπό τούς ὀπαδούς τους ἀπαιτοῦσαν ἀποκλειστική ἀφιέρωση στόν Θεό καί τήν προσευχή· αὐτό βέβαια δέν ἦταν καθόλου ἐπιλήψιμο, ἀλλά προχωροῦσαν ἀκόμη μακρύτερα: Ἀπέφευγαν τήν κοινή λατρεία, τόν γάμο, τήν τεκνογονία καί τήν ἐργασία. Ὅλα αὐτά γιατί δέχονταν δυό ἀρχές στόν κόσμο ἰσότιμες, τήν ἀγαθή καί τήν πονηρή, τόν Θεό καί τόν Διάβολο. Ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου, κατά τούς αἱρετικούς αὐτούς, ἀνήκουν στόν Διάβολο καί πρέπει νά ἀποφεύγονται. Ἀπό τήν ἀνάμιξη τῶν Μασσαλιανῶν καί ἄλλων μεταγενέστερα αἱρετικῶν τῶν Παυλικιανῶν, προέκυψε στήν Βουλγαρία ἡ αἵρεση τῶν Βογομίλων. Καί αὐτοί κατά τήν βυζαντινή ἐποχή καλοῦνταν ἐπίσης Μασσαλιανοί.
Οἱ Μασσαλιανοί δέν δέχονταν ἄλλη προσευχή ἐκτός ἀπό τήν «Κυριακή» λεγόμενη προσευχή (τό «Πάτερ ἡμῶν...»). Κάθε ἄλλη προσευχή, ἔλεγαν, ἐκτός ἀπό αὐτή τήν προσευχή, ἀποτελεῖ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου καί κακῶς, λοιπόν, οἱ ὀρθόδοξοι εἰσήγαγαν στήν Ἐκκλησία καί ἄλλες προσευχές καί ψαλμωδίες (βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσάτου, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σ. 17. Π. Χρήστου, ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· ὁ κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ Φωτός σ. 26-27. Περί τῶν Μασσαλιανῶν βλ. ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ Γ. Μαντζαρίδου εἰς Θ.Η.Ε. τ.8, σ. 815).
3. Ὁ πατριάρχης ἀποκαλύπτει ὅτι στό βιβλίο τοῦ Ἰησουΐτου μοναχοῦ Φραγκίσκου Ροσιέρου μέ τήν ἐπιγραφή «Τάργα τῆς πίστεως τῆς ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν διαφένδευσιν τῆς Ὀρθοδοξίας» γράφονταν τά ἑξῆς ἐναντίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Σπουδάζει ἡ τάργα νά δείξη τόν ἱερόν Γρηγόριον (= Παλαμᾶν) αἱρετικόν καί φαυλόβιον· εἰς δέκα κατηγορίας συγκεφαλαιοῦνται αἱ εἰς τόν ἅγιον αὐτῆς βλασφημίαι. Καί πρώτη μέν ἐστίν ὅτι ἔλεγε τό φῶς τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ μεταμορφώσεως ἄκτιστον· β΄ ὅτι Δημήτριος ὁ Κυδώνης γράφει πώς εἶχεν ὁ Παλαμᾶς αἱρέσεις λα΄· τρίτη ὅτι ὁ Ἀρκούδιος ὁ Κερκυραῖος ὀνομάζει αὐτόν τέρας αἱρέσεων· δ΄ ὅτι ὁ σοφώτατος Καρυοφύλλης ὁ Ἰκονίου λέγει αὐτόν ὕδραν θεολογίας· ε΄ ὅτι Λιγαρείδης ὁ Χῖος τόν λέγει πολύθεον καί διά τοῦτο ἄθεον· στ΄ ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος ἔγραψε πώς ὁ Παλαμᾶς ἦταν γεμάτος ἀπό ψεύτικην σοφίαν· ζ΄ ὅτι Νικηφόρος ὁ Γρηγορᾶς μαρτυρεῖ εἰς τήν ἱστορία του ὅτι ὁ Παλαμᾶς ἦτον παιδεραστής· η΄ Ἰωσήφ ὁ Μεθώνης γράφει ὅτι ὁ μέν Ἄρειος κάτω τά ἔγκατα ἔπεμψεν, ὁ δέ Παλαμᾶς ἄνω τήν κόπρον, ὡς ἔπαθεν καί Μᾶρκος ὁ Ἐφέσου· θ΄ ὅτι ἀφώρισαν αὐτόν Ἰωάννης ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος καί ὁ Ρώμης Κλήμης, ὅς ι΄ γράφει καί τόν τόμον τοῦ ἀφορισμοῦ ὁποῦ τοῦ ἔκαμαν» (Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, 1968 σελ. 12).
4. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἔγραφε: «Κατήντησε νά θεωρῇ ὁ λατινικός κλῆρος τεκμήριον πίστεως καί ἀφοσιώσεως εἰς τόν παπισμόν, ἀπό μέρους τῶν προδιδόντων τήν ὀρθόδοξον πίστιν, τήν ἀποχήν αὐτῶν ἀπό τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ».
4α. Βλ. τό βιβλίον του Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ σ. 259 σημ. 1.
5. Θεοδ. Ζήσης, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σ. 59. Τό βιβλίο ἀποτελούμενο ἀπό πέντε ὁμιλίες – μαθήματα περί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι βαθύ, συνοπτικό καί ὡραῖο.
6. Ὅλη ἡ προηγούμενη πνευματική ἐμπειρία τῶν πατέρων καί ἁγίων ἐκφράζεται μέ τήν ζωντανή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος λέγει χαρακτηριστικά τά ἑξῆς: «Πολλῶν τινων καί μεγάλων κατά διαφόρους αἰτίας καί χρόνους Πνεύματι θείῳ περί τῶν τοιούτων ὑψηλῶς εἰπόντων καί φιλοσοφησάντων... τά πάντων οὕτω θαυμαστῶς εἰς ἕν συνειλοχώς καθωράθη, ἐκεῖνα λαμπρῶς τε καί μετά πολλῆς τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ἐλευθερίας εἰς πλάτος ἐξειπών καί λογογραφήσας καί προσέτι τά διά πείρας ὑπερφυῶς ἐγνωσμένα καταλλήλως συνάψας καί οἱονεί διαλευκάνας καί ἀναπτύξας ἅπερ κεφαλαιωδῶς ἐκεῖνοι καί κατά σύνοψιν εἶπον» (Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν. MPG. 151,590).
7. «Καί αὐτός Ἀριστοτέλης εἰ παρών ἀκροατής καθίστατο τούτου, ἐπῄνεσεν ἄν οὐ μετρίως» (Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν. MPG. 151, 560Α).
8. Ἐλεύθερη ἀπόδοση.
9. Τό ὅραμα τό διηγήθηκε, ὅπως εἴπαμε, ἀργότερα στόν μαθητή του Δωρόθεο Βλατῆ, ἱδρυτή τῆς Μονῆς τῶν Βλατάδων καί διάδοχό του στόν μητροπολιτικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης.
10. Τί ὡραῖα νά προσφέρουν καί σήμερα τά ἀκουόμενα κηρύγματα αὐτό τό γλυκό ποτό τῆς θεολογίας. Μερικοί λέγουν: Δέν καταλαβαίνει ὁ λαός τέτοια κηρύγματα. Ἡ παραπάνω ὀπτασία τοῦ ἱεροῦ Γρηγορίου ἄς δώσει τήν ἀπάντηση σ᾿ αὐτό. Ὁ Ἱερόθεος Βλάχος γράφει τὰ ἑξῆς ὡραῖα σχετικά μέ τά παραπάνω παραθέτοντας καί ὑπέροχη περικοπή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ:
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει ὅτι, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει μόνον ἰδιώτας ἀλλά καί σοφούς, γι᾿ αὐτό δέν θέλει νά κάνη ἰδιωτική τήν ὁμιλία (ἁπλῆ), γιατί ἐπιθυμεῖ μᾶλλον νά ἀνεβάση τούς ἁπλούς παρά νά κατεβάση τούς σοφούς. Στήν συνέχεια τονίζει ὅτι καί ὁ ἰδιώτης ἄν προσέξη θά μπορέση νά καταλάβη κάτι καί στήν προσπάθεια νά τό ἐφαρμόση θά ἐκδιώξη ἀπό τήν καρδιά του κάθε κακία καί θά τήν σώση. Συγκεκριμένα γράφει ὁ μέγας αὐτός τῆς Ὀρθοδοξίας ὁμολογητής: «Ἐπειδή δέ ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καί μάλιστα ἡ κατά τήν μεγαλόπολιν ταύτην, οὐκ ἰδιώτας μόνον ἔχει, ἀλλά καί σοφούς, τῇ τε φύσει καί τῇ μελέτῃ τῶν ἔξω τε καί τῶν καθ᾿ ἡμᾶς μαθημάτων· διά τοῦτο οὐκ ἐπί πολύ, οὐδέ λίαν ἰδιωτικήν ποιοῦμαι τήν ὁμιλίαν, μᾶλλον βουλόμενος ἀνάγειν τούς χθαμαλωτέρους ἤ κατάγειν διά τούτους καί τούς ὑψηλοτέρους. Ὁ δέ προσέχων καί ἀκούων τῆς διδασκαλίας ἐπιμελῶς, κἄν ἰδιώτης ᾗ, οὐ πάντη ἀγνοήσει τά λεγόμενα, καί ὅπερ ἄν δυνηθῇ καταλαβεῖν καί κατασχεῖν καί εἰς ἔργον ἀγαγεῖν, κἄν λίαν ὀλίγον ᾗ, φυγαδεύσει μέν ἐκ τῆς αὐτοῦ ψυχῆς πᾶσαν κακίαν, αὐξηθήσεται δέ καί πληρώσει καί σώσει τήν δεξαμένην αὐτῷ καρδίαν». (Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ Βλάχου, Ὀσμή Γνώσεως, σ. 11-12).
11. Γιά τήν παράξενη προσωπικότητα τοῦ Βαρλαάμ βλ. Θ. Ζήση, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σ. 38 ἑξ.
12. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Βαρλαάμ «...τοσοῦτον ἤδη χρόνον ἀφ᾿ οὗπερ ἐπεδήμησεν ἡμῖν οὐδείς ἑώρακεν αὐτόν τῆς ἁγιωτάτης εὐχαριστίας ἐν μεθέξει γενόμενον».
13. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 34,11-12.
14. Τόν 4ο αἰώνα ὁ Ἀέτιος καί ὁ Εὐνόμιος μέ τούς ὀπαδούς τους· τόν ἑνδέκατο αἰώνα οἱ Γνωστικοί Οὐαλεντῖνος, Πτολεμαῖος καί Καρποκράτης.
15. «Μανίας ἐσχάτης φιλονικεῖν εἰδέναι τί τήν οὐσίαν ἐστίν ὁ Θεός» (Χρυσόστομος· Περί Ἀκαταλήπτου Α΄, Εἰς Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 1, 448Α). Βλ. Περιοδικό μας ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΖΩΗ φύλ. 46 σ. 101 ἑξ.
16. Ὁ ἅγιος Βασίλειος (4ος αἰών) λέγει: «Αἱ μέν ἐνέργειαι ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία ἁπλῆ. Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος» (Ἐπιστολή 234, 1). Βλ. καί 1ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ μας αὐτοῦ σ. 9. Παραθέτουμε ἐδῶ μιά περικοπή ἀπό τά ὅσα γράφαμε στό περιοδικό μας ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΖΩΗ (φύλ. 46. 119) σχετικά μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ: Τό θέμα ἔχει μιά δίπλευρη ἀντιμετώπιση· ἀπό τήν μιά μεριά ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά γνωστός· εἶναι ἄρρητος ἀλλά καί ρητός. Αὐτό προέρχεται ἀπό τήν «διπλόη» τῆς Φύσης Του, πού εἶναι ἀφ᾿ ἑνός μέν ἀπόκρυφη, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ φανερή. Ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾿ Ἑαυτόν, κατά τήν οὐσία Του, ἀλλά εἶναι γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. Εἶναι ἐπιγραμματική αὐτή ἡ διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πού ἔκανε σέ διάλογο του μέ τόν ἀντίπαλό του Νικηφόρο Γρηγορᾶ: «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστόν ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστός ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτόν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».
Αὐτή τήν «διπλόη» τοῦ Θεοῦ τήν ἐκφράζουν πολύ ὡραῖα αὐτά τά δύο χωρία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου πού φαίνονται ἀπό πρώτη ὄψη σάν ἀντιφατικά: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (1, 18) καί «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (14, 9). Καί ὁ καθηγητής κ. Χρήστου ὑπομνηματίζει ὡραῖα: «Κανείς δέν βλέπει τόν Θεό, ἀλλά βέβαια αὐτός πού βλέπει τόν Χριστό, βλέπει καί τόν Θεό. Κανείς δέν μπορεῖ νά συλλάβη τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅποιος κατορθώνει νά διεισδύση στίς θεῖες ἐνέργειες, ὅπως ἐκδηλώνονται στό ἔργο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, βλέπει τόν Θεό. Δέν εἶναι ἀντιφατικές οἱ ἐκφράσεις τοῦ Ἰωάννη στά δύο αὐτά χωρία· εἶναι ἁπλῶς δηλωτικές τῆς διπλῆς ὄψεως τῆς θείας φύσεως». (Στό βιβλίο του Τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ σ. 31).
Λόγω τῆς «διπλόης» αὐτῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀκαταληψίας Του δηλαδή ἀπό τήν μία μεριά, καί τῆς προσέγγισής Του ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀφ᾿ ἑνός μέν ἱερό δέος καί θαυμασμό πρός τόν Θεό, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἀγάπη καί ἕλξη πρός Αὐτόν. Πραγματικά· ὅσο ὁ Θεός μένει ἀκατάληπτος προκαλεῖ ἱερό δέος· ὅσο κατανοεῖται καί μᾶς ἕλκει πλησίον Του μᾶς γεμίζει μέ ἀγάπη καί γλυκύτητα. Αὐτά τά δύο ἐκφράζει πολύ ὡραῖα αὐτός ὁ σύντομος λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, λέει, ἔχει δύο ὄψεις, «ἵνα τῷ ληπτῷ μέν ἕλκῃ, τῷ δέ ἀλήπτῳ θαυμάζηται». (Λόγος 38, 7 Μigne 36, 317ἒ ).
17. «Εἰ γάρ μή τοῦτο δοίη τις, τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως μεθέξουσιν οἱ θεούμενοι καί φύσει ἔσονται θεοί», λέγει ὁ ἅγιός μας Γρηγόριος Παλαμᾶς.
18. Γεν. 32,30.
19. Α΄Κορ. 9,1.
20. Ματθ. 5,8.
21. Ἰωάν. 14, 21.22.
22. Γαλ. 4,6.
23. Ματθ. 17,2 ἑξ.
24. Παραθέτουμε ἐδῶ μιά ὡραία περικοπή τοῦ καθηγητοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἀπό σχετική μελέτη του περί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ μιά γλυκύτατη περικοπή λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου σχετική μέ τό θέμα μας: «Ὁ Ὀρθόδοξος γνωρίζει ὅτι εἶδε ἄκτιστον θείαν δόξαν καί βασιλείαν, ἀλλ᾿ οὐχί ἄκτιστον θείαν οὐσίαν καί ἐκ τῆς ἐμπειρίας ταύτης γνωρίζει ὅτι διακρίνεται πραγματικῶς ἄν καί ἀδιαστάτως ἡ θεία ἐνέργεια τῆς θείας οὐσίας καί δέχεται ὡς μυστήριον τήν διάκρισιν καί τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀκατάληπτον. Οὕτω βλέπομεν τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον νά ἀφορμᾶται ἐκ τῆς προσωπικῆς αὐτοῦ ἐμπειρίας τῆς θεοπτίας, ἵνα θεμελιώσῃ ἐναντίον τῶν Εὐνομιανῶν τήν διάκρισιν μεταξύ τῆς γνωστῆς εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα θείας οὐσίας καί τῆς Θείας μεγαλειότητος καί μεγαλοπρεπείας τῆς εἰς ἡμᾶς φθανούσης. «Τί τοῦτο ἔπαθον, ὦ φίλοι καί μύσται καί τῆς ἀληθείας συνερασταί; Ἔτρεχον μέν, ὡς Θεόν καταληψόμενος καί οὕτως ἀνῆλθον ἐπί τό ὄρος καί τήν νεφέλην διέσχον, εἴσω γενόμενος ἀπό τῆς ὕλης καί τῶν ὑλικῶν καί εἰς ἐμαυτόν, ὡς οἷόν τε, συστραφείς. Ἐπεί δέ προσέβλεψα, μόλις εἶδον Θεοῦ τά ὀπίσθια· καί τοῦτο τῇ πέτρᾳ σκεπασθείς, τῷ σαρκωθέντι δι᾿ ἡμᾶς Λόγῳ. Καί μικρόν διακύψας, οὐ τήν πρώτην τε καί ἀκήρατον φύσιν καί ἑαυτῇ, λέγω δή τῇ Τριάδι, γινώσκομένην καί ὅση τοῦ πρώτου καταπετάσματος εἴσω μένει καί ὑπό τῶν χερουβίμ συγκαλύπτεται, ἀλλ᾿ ὅση τελευταία καί εἰς ἡμᾶς φθάνουσα. Ἡ δέ ἐστιν, ὅσα ἐμέ γινώσκειν, ἡ ἐν τοῖς κτίσμασι καί τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ προβεβλημένοις καί διοικουμένοις μεγαλειότης ἤ, ὡς ὁ θεῖος Δαβίδ ὀνομάζει, μεγαλοπρέπεια. Ταῦτα γάρ Θεοῦ τά ὀπίσθια, ὅσα μετ᾿ ἐκεῖνον  ἐκείνου γνωρίσματα...» (Θεολογικός Λόγος β΄,3)». (Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τόμ. 1 σ. 122-123)
25. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 2, 24.
26. Α΄Κορ. 13, 12.
27. Ἡ παροῦσα παράγραφος ἀποτελεῖ μέρος ἄρθρου μας στήν ἐκκλησιαστική ἐφημερίδα ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ στό ὑπ᾿ ἀριθμ. 58-59 φύλλο της (Αὔγουστος – Σεπτέμβριος 1985) περί Θεογνωσίας.
28. Καί ἡ παροῦσα παράγραφος ἀποτελεῖ ἄρθρο μας στήν ἴδια ἐκκλησιαστική ἐφημερίδα στό ὑπ᾿ ἀριθμ. 60 φύλλο της (Ὀκτώβριος 1985).
29. Αὐτή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ εἶναι ἡ ἄξια πρός τό ὄνομά της θεολογία, πού θά μπορεῖ νά διακρίνει καί τίς πιό ἐλάχιστες διαφορές καί ἀποκλίσεις ἀπό τήν εὐαγγελική ἀλήθεια. Λέγει: «Ἐντεῦθεν ψευδοδοξία σχεδόν πᾶσα προσωπεῖον φέρει τῆς ἀληθείας τοῖς μή τήν μικράν ἔλλειψιν ἤ προσθήκην συνορᾶν δυναμένοις... Τῇ γάρ βραχύτητι τῆς διαφορᾶς τούς πολλούς λανθανούσης, ἤ τό ψεῦδος ἡγήσεταί τις ἀλήθειαν ἤ καί τήν ἀλήθειαν, ὡς παραπλησίαν τῷ ψεύδει, ψεῦδος· ἑκατέρωθεν δέ πάντως ἐκπεσεῖται τῆς ἀληθείας». (Βλ. Μ. Φαράντου, Η ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σ. 502).

30. Γράφοντες αὐτά δέν στρεφόμαστε καθόλου ἐναντίον τῆς Ἱεραποστολῆς· δέν ὑπάρχει δέ διαφωνία τῆς πραγματικά ὀρθόδοξης Ἱεραποστολῆς πρός τόν Μοναχισμό μας. Μιά ἱεραποστολή ὅμως πού εἶναι προβολή τοῦ ἔργου μας· πού θέλει νά δημιουργήσει «κρότο» γύρω ἀπό τό ὄνομά μας καί μάχεται τό πνεῦμα τοῦ ἡσυχασμοῦ· ἱεραποστολή ποτισμένη μέ κοσμικό πνεῦμα, ἀσφαλῶς εἶναι βαρλααμισμός, εἶναι ἐπηρεασμένη ἀπό τήν Δύση καί δέν εὐλογεῖται τελικά ἀπό τόν Θεό, παρ᾿ ὅλο ὅτι φαίνεται νά ἐντυπωσιάζει καί νά δημιουργεῖ ἀκόμα καί συγκινήσεις. Σέ τέτοιου εἴδους ἱεραποστολές φαίνεται πράγματι περίεργη ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ ὀρθόδοξος Ἱεραποστολή ἐκφράζεται πολύ ὡραῖα στά πρόσωπα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να γράφετε τα σχόλιά σας με τρόπο ευπρεπή καί όχι στα greeklish, για να μην δυσκολεύετε τον αναγνώστη.